- ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ, ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΑΚΟΥΣΑ ΧΑΛΚΙΝΑ
Κάτι άλλο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν όταν μια μέρα που περνούσα από ένα δρόμο άκουσα την μπάντα με τα χάλκινα. Έμεινα κοκαλωμένος στο δρόμο. Δεν μπορούσα να φύγω. Ήταν κάτι το οποίο με έλκυε πάρα πολύ, δηλαδή δεν με έλκυε μόνο, με αναστάτωνε. Όποτε την άκουγα, αισθανόμουν μια «αρρώστια», τα έχανα τελείως, ξεχνούσα τα παιχνίδια, καθόμουν και άκουγα τη Φιλαρμονική. Δεν καταλάβαινα… Τότε λοιπόν είδα και το μαέστρο, που είπε η μητέρα μου ότι υποφέρει.
Μια μέρα, ήρθε στην τάξη μου ο δεσπότης, ο οποίος ήθελε να επιλέξει παιδιά προκειμένου να κάνει μια μικρή χορωδία για τον Επιτάφιο…
- Μουσική την οποία εσείς μετά από πολλά χρόνια εντάξατε στην Τρίτη Συμφωνία σας…
Ναι. Η Ζωή εν Τάφω, Άξιον Εστί και Αι Γενεαί Πάσαι. Με έβαλε και είπα μόνος μου, τη Μεγάλη Παρασκευή, στη Μητρόπολη, το Αι Γενεαί Πάσαι, γιατί είχα φωνή σοπράνο. Και θυμάμαι πόσο ανατρίχιασα όταν, ξαφνικά, άκουσα τη φωνή μου να γεμίζει μόνη της την εκκλησία. Φοβήθηκα κιόλας. Αυτή ήταν η πρώτη μουσική μου εμπειρία, ας το πούμε έτσι, που μου έδωσε ένα περίεργο αίσθημα: η φωνή μου να είναι μόνη της και ο κόσμος να ακούει. Ήταν κάτι που με συνάρπασε.
Επίσης μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση όταν πέθανε ο δεσπότης. Καθώς τον πηγαίνανε από το λιθόστρωτο στο νεκροταφείο -θα σου πω μετά για το νεκροταφείο-, είδα ότι ήταν καθισμένος σε καρέκλα. Μου είπαν ότι τους δεσποτάδες δεν τους βάζουν σε φέρετρο, αλλά τους θάβουν καθιστούς. Με τη μήτρα του, ήταν… ένας άνθρωπος ζωντανός. Μου έκανε κατάπληξη αυτή η εικόνα, και το δέος που είχα για τους νεκρούς αυτό το επέτεινε. Οι Κεφαλλονίτες έχουν το νεκροταφείο τους απέναντι από το Αργοστόλι. Υπάρχει μια γέφυρα, η οποία χωρίζει τη λιμνοθάλασσα, μια πάρα πολύ όμορφη γέφυρα, μαρμάρινη, με καμάρες. Αυτή η γέφυρα ενώνει το Αργοστόλι με το νεκροταφείο…
- Ο χώρος των νεκρών και των ζωντανών, δηλαδή…
Λοιπόν, αυτό είναι πάρα πολύ καλό, γιατί κάθε μέρα βλέπεις το νεκροταφείο απέναντι, δηλαδή βλέπεις πού θα πας!
- Συνηθίζεις…
Ναι, συνηθίζεις. Εγώ νομίζω ότι οι άνθρωποι που ζουν στο χωριό και που ζουν συχνά το θάνατο, γιατί σχεδόν κάθε εβδομάδα θα πεθάνει κάποιος, ξέρουν τα όριά τους, δηλαδή ξέρουν ότι έτσι είναι η ζωή. Πάντως, το νεκροταφείο, ο Δράπανος, ήταν για μας μια πρόκληση. Πηγαίναμε εκδρομή εκεί για να δούμε τι είναι αυτό το πράγμα, τι είναι οι νεκροί. Είχα και φαντασιώσεις εγώ, νόμιζα ότι βλέπω τους νεκρούς. Εκεί στην Κεφαλλονιά, ο θάνατος με προβλημάτισε πολύ, για πρώτη φορά, μεταφυσικά. Έλεγα ότι αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν. Οι Κεφαλλονίτες, που έχουν και πολλή φαντασία, έλεγαν: «Ξέρετε ότι το βράδυ βγαίνουν αυτοί από τους τάφους έξω και κάθονται στα παγκάκια και κουβεντιάζουν; Άμα θες, να πας το βράδυ, θα τους δεις, είναι εκεί». Ήταν ένα στοίχημα να μπορέσεις το βράδυ να περάσεις τη γέφυρα και να μπεις στο νεκροταφείο, να δεις αυτό το πράγμα. Εγώ πήγα απ’ τη γέφυρα, αλλά γύρισα πίσω, γιατί δεν μπορούσα να…
- Δεν φτάσατε μέχρι εκεί;
Όχι. Αλλά υπήρχαν ψεύτες, οι οποίοι λέγανε «Να, πήγα χθες το βράδυ και τους είδα που καθόντουσαν και κουβεντιάζανε»…
Για να πάμε πίσω στη μουσική, να σου πω για το βιολί. Ήθελα να πάρω ένα βιολί…
- Πού είδατε βιολί;
Ποιος ξέρει; Φαίνεται κάτι άκουσα, κάτι είδα, γιατί ο μόνος σκοπός μου ήταν πλέον να πάρω το βιολί. Όμως δεν είχαν χρήματα για να μου το πάρουν οι δικοί μου, κι αυτό ήταν πολύ μεγάλο βάσανο για μένα. Ίσως γι’ αυτό οι καλλιτεχνικές μου ανησυχίες διοχετεύτηκαν εκείνη την εποχή προς τη ζωγραφική. Ήταν ένα ζεύγος το οποίο δίδασκε ζωγραφική και πήγαινα εκεί μια φορά την εβδομάδα. Όπως σου είπα, μου άρεσε πάρα πολύ η μυρωδιά των χρωμάτων, τα σωληνάκια τα μικρά, η παλέτα που κρατούσα…
Κυρίως έκανα τοπία. Έβλεπα και ζωγράφιζα. Αλλά αυτό που μου άρεσε πιο πολύ ήταν η διαδικασία, το να ανακατεύεις τα χρώματα, να κάνεις ένα νέο χρώμα. Και, τελικά, το σχέδιο. Υπάρχουν ορισμένοι πίνακές μου στο Γαλατά της Κρήτης, πρωτόλεια βέβαια.
- Ξαναζωγραφίσατε ποτέ από τότε;
Δεν νομίζω ότι είχα πολύ ταλέντο. Το ταλέντο είναι να βλέπεις έναν άνθρωπο και να τον φτιάχνεις όπως είναι. Χρώματα κάνει οποιοσδήποτε. Γι’ αυτό λέμε ότι στη μοντέρνα ζωγραφική παίρνεις τα χρώματα και κάνεις ό,τι θέλεις. Αλλά να κάνεις ένα σχέδιο, να βλέπεις μια γάτα και να την κάνεις γάτα και να μην είναι… πλοίο, ε, αυτό είναι το ταλέντο!
- Με το βιολί τι απέγινε;
Το πήρα τελικά αργότερα, όταν πήγαμε στην Πάτρα, όπου εκεί τελείωσα το δημοτικό σχολείο. Πάντως στην Κεφαλλονιά είχα πλέον τα ακούσματα της δυτικής, της ευρωπαϊκής μουσικής.
- Καταλαβαίνατε τη διαφορά μεταξύ της ευρωπαϊκής και της βυζαντινής μουσικής;
Βέβαια. Δεν το καταλαβαίνουν σήμερα οι νέοι, όμως η αρμονία ήταν πολύ σημαντική για μας, γιατί δεν ακούγαμε αρμονικά ακόρντα.
- Δεν υπήρχε πολυφωνία στην ανατολική μουσική…
Δεν υπήρχε. Ορισμένοι Δυτικοί, οι οποίοι «έχουν φάει με το κουτάλι» τις αρμονίες από τον Μπαχ μέχρι σήμερα, φτάνουν στη «διαφωνία» και, μετά, στην κακοφωνία. Εμείς όμως οι Έλληνες, επειδή δεν την είχαμε, θέλαμε να χορτάσουμε από αρμονία.

2. ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Οι Μπιτλς ή οι Πινκ Φλόιντ έγραφαν πολύ αρμονική μουσική. Τα μεγάλα πλήθη, ακόμη και των δυτικών χωρών, έχουν μέσα τους, ως προϊστορία τους, το μοντάλ. ΓΓ αυτό αγκάλιασαν αυτή τη μουσική και το ροκ έχει τόσο μεγάλη πέραση. Θέλει μια εξάσκηση η μουσική, να «φάνε» οι άνθρωποι, όπως έγινε με τους αριστοκράτες από τον Μπαχ μέχρι τον Μάλερ, που «φάγανε», «φάγανε», «χορτάσανε» αρμονία, αλλά ήταν λίγοι.
Τώρα, λοιπόν, όλα τα πλήθη μπορούν να εξασκηθούν στο ματζόρε-μινόρε, αλλά θέλει καιρό. Οι δικοί μας, οι ρεμπέτες, ξεκίνησαν τους λεγομένους «δρόμους», που είναι μοντάλ, όπως η εκκλησιαστική μουσική και τα δημοτικά τραγούδια. Είναι, δηλαδή, τροπικά. Εδώ σε εμάς, το ματζόρε-μινόρε ξεκίνησε από την Κεφαλλονιά με τις καντάδες. Αλλά ρίζωσε όταν το πήραν τα λαϊκά τραγούδια. Πέρασαν από τους δρόμους και τα μοντάλ και κατέληξαν στο ματζόρε-μινόρε, κάτι που έκανε η σχολή Τσιτσάνη, αλλά κι εμείς το ίδιο κάναμε.
Υπάρχουν καθυστερήσεις ιστορικής φύσεως, τις οποίες δεν μπορείς να ξεπεράσεις… Ο άνθρωπος είναι δέντρο, η ανθρωπότητα είναι δέντρο. Ένα δέντρο δεν μπορείς να το τραβήξεις να μεγαλώσει, θα μεγαλώσει φυσιολογικά. Εκεί είναι δέντρα δυτικής μουσικής, πλατάνια. Εδώ βγήκανε μικρά δεντράκια. Για να φτάσουν να γίνουν πλατάνια, θα περάσουν πολλά χρόνια.
Εγώ γεννήθηκα μέσα στο μοντάλ της εκκλησιαστικής και της δημοτικής μουσικής. Αργότερα «έφαγα με το κουτάλι» τη μοντέρνα μουσική. Όμως, μέσα μου, ως Έλληνας, ήθελα να περάσω και στο ματζόρε-μινόρε και να το ολοκληρώσω. Και γι’ αυτό από το ’60 ασχολήθηκα επί είκοσι χρόνια με το λαϊκό τραγούδι. Γιατί με εξέφραζε κι εμένα, αλλά εξέφραζε και τον ελληνικό λαό.
Πάντως, πολύ πρόσφατα, συνειδητοποίησα ότι το έργο μου στο τραγούδι χωρίζεται σε δύο μέρη. Το ένα μέρος είναι τα «κανταδορίστικα» τραγούδια μου, όπως το «Στρώσε το στρώμα σου για δυο» ή «Ο καημός», και το άλλο είναι τα πιο λαϊκά, ας πούμε τα ζεϊμπέκικο, όπως το «Ένα δειλινό», αυτά τα πιο σκληρά ζεϊμπέκικο. Αυτή η πρώτη φλέβα είναι κεφαλλονίτικη, διότι στην Κεφαλλονιά άκουσα τις καντάδες. Εκεί τραγουδούσαν πάρα πολλές καντάδες, ξέχασα να το πω αυτό. Εκεί πήγα και στην εκκλησία, όπου έψαλλα στη χορωδία, ενώ έκανα και σόλο τη Μεγάλη Παρασκευή. Τα τελευταία χρόνια που έμεινα εκεί, στην τρίτη, τετάρτη, πέμπτη και έκτη δημοτικού, ήμουν μέλος της χορωδίας, οπότε ήξερα όλο το εκκλησιαστικό ρεπερτόριο…
Στην Κεφαλλονιά, απέναντι από το σπίτι μας, υπήρχε το σωματείο των παπλωματάδων. Αυτοί είχαν κάτι εργαλεία σαν… άρπες, για να χτυπούν απαλά τα παπλώματα. Είχαν δε μια καταπληκτική χορωδία και τραγουδούσαν αυτά τα ωραία τραγούδια, τα καθαρά δυτικού τύπου, τις καντάδες.
3. ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ, ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΤΑ ΠΛΟΙΑ, ΕΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΕΤΑΞΑ
Πάντως, σχετικά με την Κεφαλλονιά, θέλω ακόμη να σου πω ότι μια καινούρια αγάπη μου ήταν τα πλοία της γραμμής. Μικρά πλοία, που τότε μου φαινόντουσαν μεγάλα, με τα υπέροχα φουγάρα τους, πραγματικά αριστουργήματα. Ήταν βαμμένα μαύρα, αλλά με κάτασπρα τα καταστρώματα, τις καμπίνες, τα βίντσια… Μου άρεσε να ζωγραφίζω πλοία.
Αν ήθελα πραγματικά πάρα πολύ να γίνω κάτι στη ζωή μου, ήταν να γίνω καπετάνιος, να περάσω πρώτα από μούτσος και από όλα τα υπόλοιπα και να ζω μες στο πλοίο. Πάντα μου άρεσε αυτό, η θάλασσα με γοήτευε. Και τότε είχα την ευτυχία, επειδή οι συγγενείς της μάνας μου ζούσαν στη Χίο, να κάνω κάθε καλοκαίρι το ταξίδι Κεφαλλονιά – Πειραιάς – Χίος.
Θυμάμαι λοιπόν πολύ καλά όταν πηγαίναμε στη Σάμη και παίρναμε τις βάρκες για να μπούμε στο πλοίο, που ήταν μακριά… ήταν κάτι μαγευτικό, σαν ένα θηρίο που κουνιόταν μέσα στη θάλασσα. Με τις βάρκες ήταν πολύ δύσκολο να μπεις στο πλοίο, γιατί ανεβοκατέβαινες από τα κύματα για να πιάσεις τη σκάλα. Τη μάνα μου την κακομοίρα την έπιαναν τρεις ναύτες για να την ανεβάσουν επάνω… Ήταν μεγάλη περιπέτεια να μπούμε μέσα. Τελικά η μάνα μου έπεφτε κατευθείαν κάτω στην καμπίνα και κοιμόταν, λιποθυμούσε δηλαδή.
Έτσι, εγώ είχα την ευκαιρία και γύριζα σε όλο το πλοίο. Ήταν καταπληκτικό το αίσθημα που είχα όταν το έσκαγα και πήγαινα επάνω στην πλώρη, κρυφά… Όταν έβγαινε το πλοίο στο πέλαγος και άρχιζε να σε πιάνει το μεγάλο κύμα, ήταν μεθυστικό. Στο ταξίδι, εγώ δεν κοιμόμουν καθόλου. Περνούσαμε την Πάτρα, θυμάμαι την Κόρινθο, τον Ισθμό, και φτάναμε στον Πειραιά, που ήταν τεράστια πόλη και λιμάνι με πολλά πλοία.
Πρωτομπήκα σε ταξί στον Πειραιά. Μας έπαιρνε ο θείος μου, γιατί κάναμε στάση, καθόμασταν τρεις μέρες για να ξεκουραστεί η μάνα μου και να πάρουμε το άλλο πλοίο. Έτσι, πηγαίναμε στη Νέα Σμύρνη ή στη Φιλοθέη, που ήταν τα σπίτια των συγγενών της.
Η οδός Πειραιώς ήταν ένας χωματόδρομος. Ανακατωμένα κάρα, αμάξια, αυτοκίνητα, άλογα, γαϊδούρια… Μια μέρα, ο θείος Αντώνης λέει στη θεία Στάσα: «Μέχρι εξήντα χιλιόμετρα τρέξαμε στη λεωφόρο Συγγρού. Τόσο μεγάλη ταχύτητα, είναι δυνατόν;»! Συνήθως πήγαινε με δέκα είκοσι χιλιόμετρα. Μετά ξανακατεβαίναμε πάλι στον Πειραιά, μπαίναμε σε μεγαλύτερο πλοίο, οπότε ήταν ακόμη πιο συναρπαστικό το ταξίδι, διότι οι θάλασσες ήταν πιο ανοιχτές, ο αέρας πιο φρέσκος, το κούνημα πιο μεγάλο. Τα πλοία πάντα με σαγήνευαν, αλλά, δυστυχώς, δεν έγινα καπετάνιος…
- Δεν γίνατε, αλλά νομίζω ότι το πρώτο επαναστατικό σας τραγούδι το γράψατε για τον καπετάν Ζαχαρία, οπότε κάτι σημαίνει αυτό…
Ναι, πράγματι, δεν πρέπει να έγινε τυχαία αυτό. Πάντως, μετά από όλα αυτά, ήρθε πλέον η ευμενής μετάθεση και πήγαμε στην Πάτρα.
Τώρα, όταν πάτε στην Πάτρα, για να γυρίσουμε λίγο στο πολιτικό σκηνικό, έχουμε πλέον τη δικτατορία Μεταξά…
Α! Είδα και τον Μεταξά! Ήταν μια πολύ περίεργη εμπειρία, που δείχνει το βαθύτερο χαρακτήρα του. Είχε γίνει δικτάτορας πρωθυπουργός και ήρθε στην Κεφαλλονιά να δει την πατρίδα του…
Βέβαια, για να πούμε την πικρή αλήθεια, η Βουλή τον έκανε δικτάτορα…
Ναι, ναι. Ήταν πρωθυπουργός, λοιπόν, και ήρθε να επισκεφτεί το Αργοστόλι. Φυσικά έμεινε στα Μεταξάτα. Ένα μεσημέρι, έτρωγε σ’ ένα εστιατόριο στην προκυμαία του Αργοστολιού. Εμείς παίζαμε εκεί κοντά και κάποιος είπε ότι ο Μεταξάς είναι εκεί και τρώει. Είχαμε ακούσει για κάποιον Μεταξά, ξέραμε ότι είναι κάποια προσωπικότητα μυθική που μας κυβερνάει στην Αθήνα, αλλά τίποτα παραπάνω. Ούτε για δικτατορία ξέραμε ούτε τίποτα τέτοιο, δεν τα γνωρίζαμε αυτά σ’ εκείνη την ηλικία.
Τρέξαμε λοιπόν όλοι έξω από το εστιατόριο, περιμένοντας να βγει ο Μεταξάς. Τον περίμενε και το μοναδικό Φορντάκι του νησιού, το οποίο χρησιμοποιούσε και ο πατέρας μου και πηγαίναμε εκδρομές. Σε μια στιγμή, λοιπόν, ανοίγει η πόρτα, βγαίνει η συνοδεία, βγαίνει και αυτός. Μόλις τον είδα, έχασα πάσα ιδέα: ήταν ένας κοντορεβιθούλης με μεγάλη κοιλιά. «Καλά», λέω, «αυτός είναι ο μέγας αρχηγός;» Φανταζόμουν κάποιο μυθικό ήρωα, σαν τον Αχιλλέα, σαν τον Έκτορα…
Την ώρα που πάει να μπει στο αυτοκίνητο, ένας γνωστός επαίτης, ζητιάνος, νούμερο της Κεφαλλονιάς, σπεύδει και σκύβει το κεφάλι του και του φιλάει το χέρι, από σεβασμό στον αρχηγό. Ο Μεταξάς παίρνει το χέρι του, τον κοιτάζει καλά καλά και μόλις εκείνος σηκώνει επάνω το κεφάλι του, του δίνει ένα χαστούκι και τον πετάει κάτω! Αλλά «γελαστό» χαστούκι, το χαστούκι της εξουσίας. Δηλαδή, «Φιλάς το χέρι; Πάρε και ένα χαστούκι, αυτό θέλεις». Ήταν μια… ανταμοιβή. Ο άλλος το δέχτηκε ευχαρίστως. Σου λέει «Να, η εξουσία με χτυπάει, άρα πολύ καλά πάνε τα πράγματα»… Ε, τότε είδα για πρώτη φορά μια άλλη διαλεκτική της ζωής. Το σκέφτηκα πολύ και κατάλαβα ότι αυτή είναι η σχέση των υποταγμένων με την εξουσία: να της φιλούν τα χέρια κι εκείνη να τους δίνει χαστούκια. Υπάρχει μια ισορροπία. Το κατάλαβα από τότε…
Για την Πάτρα φύγαμε νομίζω το ’36, ακριβώς με τον Μεταξά.
4. ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΣΧΟΛΗ
Έγινε μια ευμενής μετάθεση για τον πατέρα μου. Η νομαρχία της Πάτρας ήταν πολύ σημαντική.
- Χαρήκατε όταν ακούσατε ότι πάτε στην Πάτρα;
Εγώ χαιρόμουνα σε κάθε μετάθεση. Εκτός από την «πληγή» των επίπλων, κατά τα άλλα μου άρεσε πολύ που θα άλλαζα περιβάλλον, μου άρεσε πολύ και η διαδικασία…
- Φίλους δεν κάνατε σε όλα αυτά τα μέρη;
Ε, βέβαια, πολλούς φίλους, και τους έχω ακόμη, αν και πέθαναν οι περισσότεροι… Εγώ, βλέπεις, βιολογικά είμαι πιο ανθεκτικός.
- Λυπόσασταν που φεύγατε και τους αφήνατε πίσω;
Όχι. Μου άρεσε να φεύγω. Το ταξίδι μού άρεσε πάρα πολύ.
Η Πάτρα ήταν η Πόλη, με Π κεφαλαίο. Ήταν οι μεγάλοι κάθετοι δρόμοι, ήταν οι καμάρες τους, μια ευρωπαϊκή πόλη. Βρήκαμε ένα σπίτι στα Ψηλά Αλώνια. Στην Άνω Πάτρα, υπήρχε μια μικρή πλατεία, η πλατεία Βουδ. Εκεί, Ασημάκη Φωτήλα και Λόντου, ήταν ένα πολύ ωραίο σπίτι, δίπατο, άσπρο, ισόγειο και πρώτο πάτωμα. Εμείς ήμασταν στο πρώτο πάτωμα. Πολύ μεγάλο σπίτι και μια πολύ καλή γειτονιά. Φυσικά δεν πήγα αμέσως στη γειτονιά, είχα μεγαλώσει πια, ήταν το ’36-’37 . Το 1937 ήμουν δώδεκα χρονών και κλείστηκα μέσα για να δώσω εξετάσεις να μπω στη Μέση Σχολή, και έτσι το καλοκαίρι το πέρασα διαβάζοντας.
- Πράγματι, δεν μας είπατε μέχρι τώρα, με το σχολείο πώς τα πηγαίνατε; Σας άρεσε;
Μου άρεσαν πολύ τα μαθήματα.
- Και η πειθαρχία του σας άρεσε;
Οι δάσκαλοί μας δεν ήταν άγριοι. Νομίζω ότι, όταν μας τιμωρούσαν, καλώς μας τιμωρούσαν, γιατί κάναμε πολλές αταξίες. Το μόνο που έκανε λόγου χάρη ο δάσκαλός μας ο Σταματάτος στην Κεφαλλονιά ήταν ότι είχε μια βέργα και έπρεπε να δώσεις το χέρι σου και σου έδινε δυο τρεις βεργιές στο χέρι. Αλλά το αισθανόσουν ότι ήταν δίκαιο, διότι πραγματικά κάτι είχες κάνει, είχες γκρεμίσει κάτι, είχες κάνει φασαρία, είχες σπάσει ένα τζάμι…
Καταλαβαίνεις τη συγκίνηση που είχα αργότερα στη Μακρόνησο, το ’49, όταν ο Σταματάτος ήρθε με τους δυο γιους του, που ήταν συμμαθητές μου. Όλοι εξόριστοι. Ήταν το «τρίο Σταματάτου», πατέρας και γιοι. Με τον καθηγητή μου, ο οποίος… είχε αλλάξει τον αδόξαστο στο χέρι μου, ήμασταν συναγωνιστές και συγκρατούμενοι στο Τέταρτο Τάγμα της Μακρονήσου το ’49. Έκτοτε δεν τον ξανάδα…
Ως προς τα μαθήματα, μου άρεσε πάρα πολύ η έκθεση, μου άρεσαν τα μαθηματικά, η φυσική, τα θρησκευτικά, οι ιστορίες των θρησκευτικών…
- Μάθημα μουσικής υπήρχε;
Στο δημοτικό όχι. Πρώτη φορά, η μουσική ξεκίνησε στην Πάτρα. Θυμάμαι πάντως πολύ καλά ότι, όταν τελείωνα το σχολείο και πήγαινα στο σπίτι το μεσημέρι, έτρωγα και διάβαζα πριν βγω να παίξω – γιατί το παιχνίδι ήταν το ωραιότερο πράγμα.

5. ΠΑΤΡΑ, ΦΤΑΝΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΙΝΑΣ
Τα γραμματόσημα μου άνοιξαν έναν άλλο κόσμο. Τα είχα χωρίσει κατά κράτη. Ήταν μια διαδικασία σαν ιεροτελεστία, γιατί το γραμματόσημο έπρεπε να το καθαρίσεις, να το πλύνεις καλά, να το στεγνώσεις και μετά να το κολλήσεις ανάλογα με τη σειρά του.
- Ποιος σας μύησε στα γραμματόσημα;
Εκεί στου «Μέταλλα» είχε πολύ μεγάλα κτίρια, τα οποία είχαν αποθήκες από κάτω και από πάνω μένανε οι γυναίκες των καπετάνιων. Ξέρεις, οι καπετάνιοι της Κεφαλλονιάς ήταν αρκετά πλούσιοι: είχανε πιάνα, διάφορα ωραία έπιπλα, είχαν ωραίες μαρμελάδες, τις οποίες έστελναν από την Αγγλία, βούτυρα από τη Δανία, τσάγια από διάφορες χώρες και ένα σωρό άλλα πράγματα.
Εκεί λοιπόν, μια μέρα, καθώς παίζαμε στην πλατεία του «Μέταλλα», ήρθε μια κυρία, θα ήταν σαράντα με πενήντα χρονών, αλλά φαίνεται είχε χάσει τον άνδρα της, φορούσε μαύρα. Μας είδε που παίζαμε και λέει: «Θέλετε να έρθετε επάνω να πιείτε ένα τσάι;» «Βεβαίως», λέμε εμείς. Ήταν πολύ ευγενής η κυρία, ήμασταν τέσσερα πέντε παιδιά, αφήσαμε το παιχνίδι. Ανεβήκαμε επάνω, ήταν ένα ωραιότατο σπίτι, με πολύ ωραία έπιπλα, μύριζε και πάρα πολύ όμορφα. Πήγε μέσα λοιπόν η κυρία, μας έφτιαξε ένα τσάι και μας έφερε κάτι πολύ ωραία βουτήματα. Μας έφερε πολύ βούτυρο, το δανέζικο, και μας έκανε και τοστ.
Αφού φάγαμε, για να μας κρατήσει περισσότερο -ήθελε φαίνεται παρέα-, μας έφερε γραμματόσημα. «Τα έχετε δει, παιδιά, αυτά;» Είχε πολλά γραμματόσημα αυτή και μας μύησε. Φαίνεται ότι είχε κάποιους συγγενείς στην Κένυα, στην Ουγκάντα και είχε αλληλογραφία. Ήταν καταπληκτικά. Τότε η Αγγλία, το Βέλγιο, η Γαλλία είχαν πάρα πολλές αποικίες. Η Τανγκανίκα, η Κένυα, η Ουγκάντα, το Κονγκό… Αυτά τα γραμματόσημα για μένα ήταν πηγή αισθητικής, γιατί είχαν πολύ ωραία χρώματα και ζωγραφιές. Ήταν όμως και πηγή γνώσης, γεωγραφίας, γιατί άνοιγα την εγκυκλοπαίδεια να δω τι είναι η Τανγκανίκα, η Κένυα…
- Δηλαδή, μαθαίνατε τον κόσμο από τα γραμματόσημα…
Ναι. Θυμάμαι μάλιστα ότι είχα ολίγον ερωτευτεί μια κοπελίτσα που τη λέγανε Έλλη Τσελέντη και, για να την πλησιάσω, της έκανα μάθημα γεωγραφίας! Εκείνη δεν ήξερε, αλλά εγώ ήξερα πλέον για τη Νότια Αμερική, για την Αυστραλία, είχα δει και τη Μαλάκα. Όταν άκουγα τη λέξη «μαλάκα», νόμιζα ότι είναι τόπος! Με άκουσε μια μέρα ο πατέρας μου και μου λέει: «Να μην το ξαναπείς». Λέω «Γιατί;». Δεν ήξερα ότι έχει κι άλλη σημασία. Υπήρχαν τότε πολύ ωραία γραμματόσημα της Μαλάκας. Και για όλα αυτά μίλησα στην Έλλη κι έτσι έκανα την πρώτη μου ερωτική εξομολόγηση, γεωγραφικώς…
- Απέδωσε κάτι τουλάχιστον;
Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ η Έλλη, που έφυγε και πήγε κι έζησε όλη τη ζωή της στην Αφρική! Μπορεί να ζει και να διαβάσει αυτό το βιβλίο τώρα…
Πάντως, το σχολείο μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά δεν ήμουν πρώτος μαθητής, δεν ήμουν σπασίκλας. Ήμουν ένας μέσος μαθητής, που μου άρεσε να μαθαίνω το μάθημα από τον καθηγητή, πρόσεχα πολύ. Και είχα πολύ καλές σχέσεις με όλους τους δασκάλους μου, τους αγαπούσα πολύ, ήξερα ότι κι εκείνοι με αγαπούσαν. Οι τιμωρίες των Ελλήνων δασκάλων ήταν τιμωρίες αγάπης. Δηλαδή δεν ήταν μια τιμωρία ενός συστήματος.
- Μέχρι τώρα, έχουμε περιγράφει μια ζωή ειδυλλιακή. Πίκρες, απογοητεύσεις θυμάστε σε αυτά τα χρόνια;
Όχι, όχι, ήταν μόνο οι αρρώστιες. Αρρωσταίναμε πολύ τότε, έπρεπε να μείνεις οπωσδήποτε δυο τρεις εβδομάδες κάθε χειμώνα στο κρεβάτι, κυρίως από κρυώματα. Θυμάμαι τον πατέρα μου να μας κάνει βεντούζες, να κάνει κλύσμα.
Αυτά τα έκανε όλα ο πατέρας μου, όμως ήταν τα συνήθη, δεν ήταν ανησυχητικά. Τις οικονομικές δυσκολίες που είχαμε δεν τις καταλάβαινα. Δεν μου έλειψε ποτέ τίποτα. Προσπαθούσαν να μου τα προσφέρουν όλα, και ένα παιδί δεν ήθελε και πολλά πράγματα. Φτάνει να μην πεινάς…