- ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΑΣΠΑ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ – ΑΓΑΠΗ ΔΙΧΩΣ ΑΚΡΗ
Ο πατέρας μου ερχόταν πάντα τραγουδώντας, μάλιστα όλο έλεγε στη μητέρα μου τραγούδια. Εκείνη έκανε τη ναζιάρα. Να φανταστείς ότι σε όλη του τη ζωή, κάθε πρωί, της πήγαινε το πρωινό της και της τραγουδούσε το «Άμε να πεις της μάνας σου να κάνει κι άλλη γέννα, να κάψει κι αλλουνού καρδιά, ως έκαψε κι εμένα». Αυτό ήταν το… σουξέ του – όταν το τραγουδούσε, η μητέρα μου χαμογελούσε. Κι αυτό γινόταν μέχρι τα γηρατειά του.
- Δηλαδή, πολύ ερωτευμένοι…
Μέχρι τέλους, ήταν καταπληκτικό. Επίσης του άρεσε πολύ να καλεί τους φίλους του μια φορά την εβδομάδα στο σπίτι. Το γεύμα αυτό ήταν ένα πανηγύρι, γιατί ο πατέρας μου έλεγε πολλά καλαμπούρια, σκάρωνε ποιήματα για όλες τις γυναίκες, τραγουδούσαν όλοι μαζί πάρα πολύ… Έτσι κυλούσε η ζωή μας.
Και, ξαφνικά, μια μέρα, έρχεται στο σπίτι αμίλητος. Είχε πεθάνει η γιαγιά μου στην Κρήτη. Έμεινε κλεισμένος σε ένα δωμάτιο δυο τρία μερόνυχτα. Αυτό μας επηρέασε πάρα πολύ. Όταν βγήκε, τον είδαμε πολύ κλαμένο, πεινασμένο, αξύριστο, ήταν ένα φοβερό θέαμα. Με πείραξε πολύ, ήταν ένα σοκ, αλλά με συγκίνησε και πάρα πολύ, γιατί είδα πόση αγάπη είχε για τους γονείς του.
Κι εσείς όμως το ίδιο, εσείς τους λατρεύατε τους γονείς σας…
Κι εγώ το ίδιο. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος που εξέπεμπε πολλή αγάπη. Ζούσαμε έτσι, με το τραγούδι, με την αγάπη. Αυτό έπαιξε πολύ καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου.
- Η μητέρα σας;
Η μητέρα μου ήταν μια πολύ γλυκιά γυναίκα, κι όπως την είχε και χαϊδεμένη ο πατέρας μου, τη θυμάμαι πάντα να γελάει. Ήταν βασικά αρχόντισσα της κουζίνας. Μαγείρευε τα περίφημα σμυρναίικα φαγητά, τα σουτζουκάκια, τα γιουβαρλάκια, τις μακαρονάδες, έκανε επίσης πολλές σάλτσες…
Εσείς μπλέκατε καθόλου στην κουζίνα;
Βέβαια, γιατί πεινούσα συνέχεια και πήγαινα πάντα κάτι να πάρω. Η μητέρα μου ήταν αρχόντισσα της κουζίνας, της τραπεζαρίας, ήταν αυτή που θα έλεγε τα ωραιότερα τραγούδια όταν τελείωνε πια το ρεπερτόριο του πατέρα μου. Της έλεγε «Άσπα, πες μας κι εσύ», κι εκείνη τραγουδούσε με αυτή τη φοβερή φωνή που είχε…
- Ποιο τραγούδι;
Έλεγε κυρίως σχολικά τραγούδια: «Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα»… Αυτό ήταν… ο εθνικός μας ύμνος, αλλά έλεγε κι όλα τα τραγούδια της μόδας. Θυμάμαι λοιπόν αυτή τη μοναδική φωνή που είχε, αλλά κι ότι ήταν πολύ αυστηρή με μένα, να μην πω καμιά κακή κουβέντα.

2. ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ – ΕΓΩ ΠΡΟΕΡΧΟΜΑΙ ΑΠΟ ΒΟΣΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΥΡΑΡΗΔΕΣ
Αφήσαμε ανοιχτό ένα μεγάλο κεφάλαιο: τις ρίζες σας.
Εγώ προέρχομαι μάλλον από βοσκούς και λυράρηδες…
Και διάσημους μάλιστα…
Και διάσημους, πράγματι. Οι Χάληδες, από τους οποίους κατάγεται η μητέρα του πατέρα μου, η γιαγιά μου, ήταν τρία αδέρφια. Ο Βασίλης, ο Γιάννης κι ο Στέφανος.
Ο Βασίλειος Χάλης ήταν ο αρχηγός της «δυναστείας» των Χάληδων. Μιλάω για δυναστεία, γιατί ήταν τρία αδέρφια, και οι τρεις επαναστάτες.
Μιλάμε για τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Βασίλειος Χάλης ήταν ο πιο μεγάλος και ήταν οπλαρχηγός της δυτικής Κρήτης, των Χανίων. Όταν έγινε η απελευθέρωση της Ελλάδας, το 1828-1830, οπότε ήρθε ο Όθων και η κυβέρνησή του, του έδωσαν τίτλο στρατηγού. Είναι ο μόνος από τους οπλαρχηγούς της Κρήτης που ονομάζεται στρατηγός. Μετά ήρθε στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο, που ήταν πρωτεύουσα του κράτους τότε, και εκλέχθηκε δήμαρχος. Ήταν ο πρώτος δήμαρχος του ελεύθερου Ναυπλίου επί Καποδίστρια.
Άρα τις δύο ρίζες, του επαναστάτη και του πολιτικού, τις έχουμε από τον Βασίλειο Χάλη. Αλλά και τη μουσική ρίζα την έχουμε από την ίδια οικογένεια, από τον Στέφανο Χάλη, ο οποίος φέρεται να έχει γράψει ένα τραγούδι εξίσου διάσημο με τα μεγάλα τα δικά σας. Να σας ρωτήσω, λοιπόν, αν σας αρέσει το τραγούδι του, το «Πότε θα κάνει ξαστεριά».
Μα είναι από τα τραγούδια με τα οποία μεγαλώσαμε και πάντα το τραγουδούσαμε. Ως μικρό παιδί είναι από τα πρώτα που έμαθα, χωρίς να ξέρω τη ρίζα του. Είναι το σήμα της κάθε επανάστασης. Ο Στέφανος Χάλης σκοτώθηκε πάρα πολύ νέος. Ήταν ένας μικρός ανταρτάκος, ο οποίος πολεμούσε και τραγουδούσε, αυτό που κάναμε κι εμείς στον ΕΛΑΣ. Μεταξύ των τραγουδιών τα οποία άφησε ήταν και το «Πότε θα κάνει ξαστεριά».
Ένας τρίτος αδερφός είναι ο Γιάννης Χάλης, του οποίου η κόρη παντρεύτηκε τον Σπυριδάκη, τον οπλαρχηγό της Κρητικής επανάστασης, μετά τον Χάλη. Από αυτόν το γάμο γεννήθηκε η Αικατερίνη Σπυριδάκη, η γιαγιά μου, η οποία συμμετείχε στις μάχες με τον πατέρα της. Ήταν αντάρτισσα και παντρεύτηκε τον Μιχάλη Θεοδωράκη, τον παππού μου. Ο αδερφός της, γιος κι αυτός του Σπυριδάκη, παντρεύτηκε την αδερφή του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Τώρα ο παππούς μου, ο Μιχάλης Θεοδωράκης, έλκυε την καταγωγή από τον Θεοδωρομανώλη. Αυτός φέρεται να εισήγαγε τη λύρα στην Κρήτη, στην οποία μέχρι τότε, επειδή ήταν ενετοκρατούμενη, έπαιζαν όλοι βιολί. Η λύρα ήταν ποντιακή, δεν ξέρω πώς την άκουσε, αλλά πρώτος ο Θεοδωρομανώλης άρχισε να γράφει τραγούδια με λύρα, ριζίτικα και συρτούς χανιώτικους. Ο Θεοδωρομανώλης αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους, γιατί είχε σκοτώσει έναν αγά εκεί κάτω στη δυτική Κρήτη.
- Να πούμε ότι και ο πατέρας σας, σε ηλικία δεκαέξι χρόνων, πολέμησε στο Μπιζάνι ως εθελοντής…
Ναι. Ο παππούς μου ο Μιχάλης φυλακίστηκε στις φυλακές Φιρκά από τους Τούρκους. Επειδή υπήρχε η παράδοση των επαναστάσεων, μόλις έγινε ο πόλεμος στα Βαλκάνια, έφυγαν και ο πατέρας μου και ο αδερφός του κρυφά. Κρύφτηκαν στο αμπάρι ενός πλοίου για να φύγουν. Νομίζω ότι στο ίδιο πλοίο ήταν και ο πατέρας του Χρήστου Λαμπράκη, ο Δημήτρης Λαμπράκης. Γιατί ήταν και αυτός όταν έκαναν το λόχο Κρητών σπουδαστών.
Ο πατέρας μου ήταν τότε δεκαέξι χρονών, ο αδερφός του πιο μεγάλος. Ο παππούς μου ήξερε ότι θα έφευγαν και μπήκε στο αμπάρι, τους βρήκε και τους δύο, τους έδωσε ένα ψωμί και ένα τάλιρο, τους είπε «Κοιτάχτε να μην ντροπιάσετε τη γενιά σας» κι έφυγε! Ο θείος μου ο Πέτρος τραυματίστηκε βαριά στο Μπιζάνι, ο πατέρας μου επίσης…
Το βιβλίο του, το Ημερολόγιο Πολέμου, ήταν για μένα το ευαγγέλιο που διάβαζα συνέχεια.
3. ΠΑΤΡΑ, ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΝΟΤΕΣ & ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΟΛΙ
- Ας πάμε σε κάτι άλλο κι ας ακούσομε τον Μίκη Θεοδωράκη να μας μιλάει για τη σχέση του με τον αθλητισμό, αλλά και για την πρώτη φορά που είδε νότες…
Είμαστε πια στην Πάτρα όπου, το 1937, ο πατέρας σας μάλλον έχει την καλύτερη μετάθεση της ζωής του.
Η Πάτρα την εποχή εκείνη νομίζω ότι ήταν καλύτερη και από την Αθήνα ακόμη. Διότι ήταν το λιμάνι προς τη Δύση, και αυτό είχε επηρεάσει πολύ τους Πατρινούς. Η αστική τάξη των Πατρών ήταν η πιο ανεπτυγμένη.
- Παιζόταν όπερα στην Πάτρα την εποχή που στην Αθήνα δεν είχαν καν ακούσει τη λέξη «όπερα»…
Ήταν κάτι αντίστοιχο και με τη Σύρο. Η Πάτρα φυσικά είχε πολύ υψηλό επίπεδο αστών, γιατί υπήρχε και προλεταριάτο, λόγω της ύπαρξης βιομηχανίας. Υπήρχε εργατικό δυναμικό.
Ο πατέρας μου, ως ανώτερος υπάλληλος, είχε σχέσεις με την αστική τάξη, η οποία ήταν υψηλού επιπέδου και πάρα πολύ φιλόξενη. Ήταν, δηλαδή, ένας λαός πολύ πιο ανοιχτός, και αυτό με επηρέασε πάρα πολύ.
Τον πρώτο καιρό δεν είχαμε σπίτι και μέναμε σε ένα ξενοδοχείο στην παραλία. Πέρασα πολύ ωραία, διότι τρώγαμε στο εστιατόριο και το βράδυ πηγαίναμε στο Φάρο, αλλά ταυτόχρονα μελετούσα πολύ. Τότε δίναμε εξετάσεις για να μπούμε από το δημοτικό στη Μέση Σχολή. Ήταν ένα συγκρότημα σχολείων, δημοτικών και γυμνασίων, εντελώς καινούριο, από αυτά που είχε κάνει ο Γεώργιος Παπανδρέου, και ήταν καθαρότατο. Το χαρακτηριστικό του δε ήταν ότι είχε τέλειες γυμναστικές και αθλητικές εγκαταστάσεις, τις οποίες εγώ χρησιμοποιούσα πολύ. Τότε με κατέκτησαν η γυμναστική και ο αθλητισμός.
- Ποιο άθλημα προτιμούσατε;
Το άλμα εις μήκος. Αλλά μου άρεσε πολύ και το βόλεϊ και αργότερα πήγα και στο μπάσκετ. Από εκεί πέρασα στο Ναυτικό Όμιλο Πατρών και έφτασα να πάρω μέρος και σε πανελλήνιους αγώνες, στα εξήντα μέτρα κρόουλ, νομίζω. Έκανα επίσης και καταδύσεις. Μάλιστα κατασκεύασα και ένα πλεούμενο με ντενεκέδες και με ένα σεντόνι για πανί, και ανοίχτηκα μέσα, βαθιά.
Ήταν τότε εκεί ο αγγλικός στόλος και τον έφτασα… Ήταν το πρώτο μου πλεούμενο.
- Ο πατέρας σας το ήξερε;
Δεν τον πείραζε, γιατί ήμουν καλός κολυμβητής. Αλλά όταν μια φορά πήρα μαζί μου τον αδερφό μου και την ξαδέρφη μου, που ήταν μωρά παιδιά, καταλαβαίνεις τι συνέβη…
Φυσικά, το δεύτερο πράγμα που με ενθουσίασε ήταν η μουσική. Εκεί υπήρχε η χορωδία του Παπαβασιλείου, ο οποίος με ξεχώρισε και με έβαλε στους τενόρους, γιατί είχε τετραφωνία πραγματική, κι εγώ γοητεύτηκα. Θυμάμαι πόσο μαγευτικό ήταν για μένα όταν πήραμε τα βιβλία του σχολείου και υπήρχε ανάμεσά τους κι ένα βιβλίο με περίεργα σχήματα…
- Οι νότες…
Και είπα του πατέρα μου: «Μπαμπά, τι είναι αυτά εδώ;»
«Αυτά», μου λέει, «είναι μουσική».
- Δηλαδή, στα δώδεκα σας, στην Πάτρα, είδατε για πρώτη φορά παρτιτούρα;
Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα νότες. Πιάνο είδα στην Κεφαλλονιά, αλλά ως… έπιπλο. Νότες είδα σε αυτό το σχολικό βιβλίο. Το πρώτο μου μάθημα, λοιπόν, μου το έκανε ο πατέρας μου…
- Ήξερε μουσική;
Δεν ήξερε μουσική, αλλά μου είπε: «Αυτό είναι πεντάγραμμο, είναι η μουσική. Αυτά εδώ πέρα, οι “ψείρες”, όσο πάνε επάνω, ανεβαίνει η φωνή, ενώ όσο πάνε κάτω, κατεβαίνει η φωνή». Αυτό ήταν το πρώτο μου βασικό μάθημα μουσικής.
Μετά, άρχισε να γίνεται συστηματικό, γιατί πήγα για μάθημα μουσικής – αλλά καλό μάθημα μουσικής, όχι αστεία. Ο Παπαβασιλείου με ξεχώρισε για να πω την πρωινή προσευχή του Χάιντν: «Σε Σένα, πλάστη και Θεέ, ετούτη τη στιγμή…» Την έλεγε χορωδία, αλλά στη μέση υπήρχε ένα σόλο, το οποίο το έλεγα εγώ. Αυτό ήταν κάτι, όπως στην Κεφαλλονιά, με το οποίο ανατρίχιαζα. Στο σχολείο, κάθε πρωί, λέγαμε αυτή την ίδια προσευχή.
- Δηλαδή, φύγατε από το βυζαντινό «Η Ζωή εν τάφω» και πήγατε σε σόλο της πιο δυτικής μουσικής, πάλι για τον Θεό…
Πολλές φορές με καλούσαν οι καθηγητές στην ώρα του διαλείμματος μέσα στην τάξη για τους τραγουδήσω. Είχα πάρει κάτι από τη φωνή της μητέρας μου, η οποία πλήγωνε, έφερνε έναν πόνο. Αυτό όμως μου έβαλε ιδέες, και έτσι ο πατέρας μου μίλησε στον Παπαβασιλείου· τον ρώτησε «Τι συμβαίνει με αυτό το παιδί και του αρέσει τόσο πολύ η μουσική; Το όνειρό του είναι να του πάρουμε ένα βιολί». Κι εκείνος τού απάντησε: «Έχω εγώ ένα βιολί να σας πουλήσω». Κι έτσι…
- Ήρθε η μεγάλη ώρα…
Ήρθε η μεγάλη ώρα και πήρα το βιολί μου!
- Πώς νιώσατε;
Ήταν συναρπαστικό, ήταν το μυστικό δώρο των γονέων μου. Όταν πήρα το βιολί, τρελάθηκα. Έτσι, πήγα στο Ωδείο Πατρών και άρχισα να κάνω μαθήματα βιολιού και θεωρίας. Είχα λοιπόν τα μαθήματά μου στο σχολείο, τον αθλητισμό, το ωδείο, αλλά είχα, όπως σου είπα, και μια πολύ ωραία γειτονιά στα Ψηλά Αλώνια, στην πλατεία Βουδ, στη γωνία Ασημάκη Φωτήλα και Λόντου.
Πλάι, υπήρχε μια πολύ μεγάλη ταβέρνα, που την είχε ένας Ιταλός. Είχαμε πάρα πολλούς Ιταλούς στην Πάτρα. Η ιταλική παροικία των Πατρών πρέπει να είχε δέκα με είκοσι χιλιάδες κόσμο, και τα παιδιά αυτά ήταν σαν Έλληνες. Μαζί μας μιλούσαν ελληνικά, μεταξύ τους βέβαια ιταλικά.
- Όταν έγιναν οι βομβαρδισμοί από τους Ιταλούς στην Πάτρα, τι έκαναν αυτοί;
Νομίζω ότι συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς οι περισσότεροι, και γι’ αυτό μετά τον πόλεμο έφυγαν. Αλλά, την εποχή εκείνη, πριν από τον πόλεμο, δεν ξεχωρίζαμε τα παιδιά. Εγώ θυμάμαι είχα πλάι μου δύο συμμαθητές· η μία ήταν η Βαρβάρα, η κόρη του ταβερνιάρη, η κοπέλα της παρέας μας. Απλώς παίζαμε μαζί, δεν είχαμε ακόμη τίποτα… ερωτικό. Όταν παίζαμε κρυφτό, όπου κρυβόταν η Βαρβάρα τρέχαμε και εμείς να κρυφτούμε μαζί της. Μας γοήτευε η κοπέλα αυτή.
4. ΠΑΤΡΑ, ΤΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΜΑΣ
Με τα παιδιά παίζαμε κρυφτό, κλέφτες και χωροφύλακες, αλλά όταν κουραζόμασταν καθόμασταν κάτω από μια ξύλινη κολόνα της Ηλεκτρικής κι εκεί τραγουδούσαμε. Το ρεπερτόριό μας ήταν τα τραγούδια της μόδας, όπως «Σκληρή καρδιά, γιατί να σ’ αγαπήσω…», «Τα μάτια, τα δικά σου τα μάτια…». Τραγουδούσαμε βασικά Σουγιούλ και Γιαννίδη, ήταν οι δύο αγαπημένοι μας συνθέτες, οι οποίοι βέβαια εκείνη την εποχή ήταν στα χείλη όλου του κόσμου.
Πώς όμως τραγουδούσε όλος ο κόσμος, αφού δεν υπήρχε ραδιόφωνο, ούτε ορχήστρες ούτε φυσικά τηλεόραση; Θα σου πω το «μυστικό»; Με τους κινηματογράφους. Ο κινηματογράφος, συστηματικά, μία ώρα πριν αρχίσει το φιλμ, άρχιζε να παίζει τους δίσκους. Όποιος ήθελε να μάθει το τραγούδι πήγαινε στο περίπτερο, έπαιρνε κάτι πολύ μικρά τεφτεράκια, δέκα επί πέντε πόντους, πρόχειρα, και μέσα ήταν οι στίχοι των καινούριων τραγουδιών. Αυτά τα αγόραζες ας πούμε με πενήντα λεπτά της δραχμής από το περίπτερο. Εφοδιάζονταν όλα τα παιδιά και όλος ο κόσμος με τα βιβλιαράκια αυτά.
Έμπαινε μέσα όλος ο κόσμος και, περιμένοντας το φιλμ, άκουγε το τραγούδι και διάβαζε τα λόγια. Το έβαζε μία, δύο, τρεις φορές, κι όταν τελείωνε ξέραμε το τραγούδι απέξω. Δηλαδή έπρεπε να πάμε σε τρία τέσσερα φιλμ, να έχουμε το ρεπερτόριό μας. Και έτσι λοιπόν μαθαίναμε τα καινούρια τραγούδια.
Οι μεγάλες τραγουδίστριες ήταν η Σοφία Βέμπο, η Δανάη, η Κάκια Μένδρη… Ήταν πολύ μεγάλες τραγουδίστριες, διότι τραγουδούσαν με έναν τρόπο επιβλητικό, πολύ αυστηρό, με καλή άρθρωση, με πολύ καλά ελληνικά. Και νομίζω ότι τα ελαφρά ελληνικά τραγούδια τελικά είχαν επιδράσεις λίγο από τα μεξικάνικα, λίγο από τα νοτιοαμερικάνικα, απ’ τα γαλλικά, απ’ τα ιταλικά, όμως, τελικά, έγιναν ελληνικά τραγούδια. Πιο πολύ επηρεάστηκαν από τις καντάδες. Εγώ θαυμάζω πάρα πολύ τον Μιχάλη Σουγιούλ, θεωρώ ότι είναι ένας από τους πιο σπουδαίους συνθέτες, όπως και ο Γιαννίδης, βέβαια, που έλεγε ότι έπρεπε να γράφεις πάντοτε σε τανγκό. Ήταν επανάσταση να κάνεις βαλς.
- Όλα αυτά είναι και χοροί. Εσείς χορεύατε;
Δεν χόρευα, ήμουν πολύ ψηλός και λίγο άχαρος για να χορεύω. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, τα παιδιά εκείνη την εποχή δεν χορεύαμε, δεν ξέραμε χορούς. Οι μεγάλοι βέβαια χόρευαν.
Εγώ εξακολουθούσα να έχω το γραμμόφωνό μου και γίνονταν και τα πάρτι πάλι στο σπίτι μας.
Εκεί στην Πάτρα είχαμε πολύ μεγάλο σαλόνι, είχαμε τρεις κάμαρες, που τις ανοίγαμε και γινόταν πάρτι κάθε δεκαπέντε μέρες. Φαίνεται ότι αυτό γινόταν από σπίτι σε σπίτι. Κάθε δεκαπέντε μέρες, πάλι τα ίδια: ο κύριος διοικητής της χωροφυλακής, ο κύριος εισαγγελέας και λοιπά. Ήταν πάρα πολύ ωραία. Τραγουδάγαμε…
Αναρωτιέμαι πώς εσείς, που αγαπήσατε τόσο πολύ αυτή την αστική ζωή της Ελλάδας, όπως δείχνουν οι μέχρι τώρα αφηγήσεις σας, γίνατε τελικά επαναστάτης; Κανονικά θα έπρεπε να έχετε γίνει φρουρός του αστικού κατεστημένου…
Α, όχι, δεν υπήρχε τίποτα το εξουσιαστικό. Ήταν η ζωή τους η καθημερινή αυτή. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν έξω από κάθε εξουσία. Οι εξουσίες οι οποίες είχαν εκεί ήταν τοπικές, ήπιες, δεν ήταν καταπιεστικές. Το καλοκαίρι, για να λύσει προβλήματα εκτός της πόλης, αλλά και για λόγους οικονομικούς, καθώς το επίδομα εκτός έδρας ήταν μεγάλο, ο πατέρας μου έβγαινε από την Πάτρα και πηγαίναμε οικογενειακός λόγου χάρη στο Διακοφτό.
Παίρναμε το τρένο, μετά τον οδοντωτό και ανεβαίναμε στα Καλάβρυτα. Από εκεί, για να πάμε στα χωριά, μπαίναμε μέσα σε έναν ξεροπόταμο. Και εκεί πηγαίναμε με μουλάρια, τέσσερις πέντε ώρες δρόμος, και όταν φτάναμε στο πρώτο χωριό βρισκόμαστε πλέον σε μιαν άλλη Ελλάδα. Εκεί έβλεπες όλα τα παιδιά ξυπόλητα, φοβερά βρόμικα, αφού δεν υπήρχε ούτε σαπούνι.
- Τρίτος κόσμος, δηλαδή…
Τρίτος κόσμος! Τα σπίτια τους ήταν καλύβες. Ζούσαν όλοι μαζί, οι άνθρωποι, οι κότες, οι κατσίκες, τα σκυλιά. Έτρωγες κάτω, κι από πάνω περπατούσαν οι κότες και κουτσουλούσαν. Εμείς κοιμόμασταν το βράδυ, έμπαινε το νερό από πάνω τουλούμι και δεν είχαμε ούτε στέγαστρο. Όταν πήγαινα σ’ ένα τέτοιο χωριό, όλα τα παιδιά με βλέπανε σαν φαινόμενο. Μιλάμε τώρα για δύο τρεις ώρες με το μουλάρι έξω από την Ακράτα. Δεν υπήρχε καν δρόμος.
- Πώς άλλαξε όλο αυτό και πότε;
Νομίζω ότι η Ελλάδα άλλαξε μέσα στην Κατοχή και μετά την Κατοχή. Βοήθησαν πολύ και οι Γερμανοί, οι οποίοι είχαν έναν άλλον πολιτισμό από πλευράς καθαριότητος. Εγώ δεν είχα δει ποτέ να πλένουν δόντια. Ο παππούς μου τα έπλενε με αλάτι το πρωί. Και ο μόνος μαθητής που έπλενε τα δόντια του με αλάτι ήμουν εγώ. Ξαφνικά ήρθαν οι Γερμανοί και βλέπουμε οδοντόκρεμες. Δεν ξέραμε π είναι αυτό. Έπειτα, εμείς ήμαστε βαριά ντυμένοι, για να μην κρυώνουμε. Φτάνουν οι Γερμανοί και ήταν γυμνοί, ολόγυμνοι μες στον ήλιο, έκαναν μπάνιο συνέχεια… Εμείς δεν είχαμε μπάνια, στη σκάφη πλενόμασταν. Δεν είχαμε θερμοσίφωνα, δεν είχαμε πολλά σαπούνια. Ήταν πολύ καθυστερημένη η Ελλάδα…
5. ΠΑΤΡΑ, ΜΙΣΕΛ ΤΕΟΝΤΟΡΑΚΙΣ – ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
- Κι εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι τα πρώτα τραγούδια που γράψατε είναι γραμμένα για την πατρίδα και τη θρησκεία…
Τότε γράφω τα πρώτα τραγούδια. Παίζοντας βιολί, έμαθα παράλληλα και φυσαρμόνικα. Η φυσαρμόνικά μου ήταν Honer και είχα κι ένα τετραδιάκι με ένα νανούρισμα του Μπραμς και του Μπετόβεν, κάτι από την Απασιονάτα.
- Τα παίζατε στη φυσαρμόνικα;
Ναι. Ήταν πιο εύκολη η φυσαρμόνικα από το βιολί, για να παίξεις σε παρέα…
Σας άρεσε ο ηχητικός πλούτος που έχει;
Μ’ άρεσε πάρα πολύ και έπαιζα πολύ. Θυμάμαι ένα ωραίο τραγούδι, την «Παλόμα», από ένα φιλμ. Δεν νομίζω ότι υπήρχε τραγούδι που να τραγουδήθηκε πιο πολύ στην Ελλάδα από αυτό τότε. Επί δέκα χρόνια όλος ο κόσμος τραγουδούσε την «Παλόμα», που πήγαινε και ωραία με φυσαρμόνικα πρίμο- σεκόντο.
Μέσα σε όλη αυτή την ατμόσφαιρα, που ήταν όμορφη, είχα κάνει και το εκδρομικό σωματείο κι είχαμε κουρευτεί όλοι… Ήταν ο Εκδρομικός Όμιλος Πατρών, με έξι εφτά μέλη, η παρέα μας. Βγαίναμε έξω από την Πάτρα και πηγαίναμε επάνω προς το Παναχαϊκό, στο βουνό. Κάναμε εκδρομές και, εκεί, κατά το πρότυπο του πατέρα μου, παίρναμε ποιήματα και διαβάζαμε. Τα παιδιά δεν καταλάβαιναν γιατί το έκανα αυτό, αλλά εγώ ακολουθούσα τον πατέρα μου…
- Τα πρώτα σας τραγούδια, που τα γράφετε εκείνη την εποχή, έχουν το μεγαλοπρεπή τίτλο «Συλλογή ασμάτων ανασκευασθέντων υπό Μιχαήλ Γ. Θεοδωράκη. Ρομάνς 1 και 2 ». Μάλιστα το 2 το υπογράφετε ως Michel Theodorakis…
Μα ήθελα να είναι προς το γαλλικό πρότυπο…
- Γιατί;
Πίστευα ότι ένας αξιοπρεπής συνθέτης δεν μπορεί να είναι Έλληνας.
