Διαβάζετε τώρα
Ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται (Μέρος Δ΄)…Μεγαλώνοντας – από τον Πύργο στην Τρίπολη

Ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται (Μέρος Δ΄)…Μεγαλώνοντας – από τον Πύργο στην Τρίπολη

  • Επιμέλεια αφιερώματος Καλλιόπη Μισαρλή, μουσικός
  1. Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ
  • Η θρησκεία, η πατρίδα, η φύση και η ζωή είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της συνείδησής σας εκείνη την εποχή…

Η θρησκεία πάντοτε έπαιζε ρόλο, ως τελετουργικό. Μικρός, πήγαινα την Κυριακή το πρωί με τον πατέρα μου στην εκκλησία. Στην Πάτρα μάλιστα υπήρχε ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός, μας πήγαιναν με το σχολείο, όλους. Εν τω μεταξύ, είχα ψηλώσει πολύ, αλλά φορούσα ακόμη κοντά παντελόνια. Αυτό είναι ένα γεγονός που πρέπει να το επισημάνω, διότι όταν πήγα στην πρώτη γυμνασίου ήμουν δεύτερος στη σειρά, άρα υπήρχαν πιο ψηλοί από μένα. Μεσολάβησε ένα καλοκαίρι, το πέρασα μες στη θάλασσα, έφαγα πάρα πολλά φρούτα, το λέω για ανθρώπους που θέλουν να ψηλώσουν…

  • Ναι, ναι, έχουμε και πρακτικές συμβουλές!

Έφαγα πολλές ντομάτες, κοφίνια ολόκληρα, κολυμπούσα συνεχώς και όταν πήγα στη δευτέρα γυμνασίου ήμουν πια πάρα πολύ ψηλός.

  • Αυτό σας ταλαιπώρησε;

Πολύ, πάρα πολύ. Εκεί στην Πάτρα όχι τόσο, γιατί με βλέπανε οι φίλοι μου καθώς ψήλωνα. Όταν όμως αργότερα πήγα στον Πύργο και «φυτεύτηκα» απότομα, εκεί πλέον κλείστηκα μέσα στο σπίτι μου, γιατί ο κόσμος με κοιτούσε περίεργα που ήμουν τόσο ψηλός. Αυτό με πλήγωσε πολύ.

  • Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο για τον αδερφό σας;

Γεννήθηκε το ’32, ήταν εφτά χρόνια μικρότερος μου. Κατά κάποιο τρόπο τον είχα υπό την προστασία μου και νομίζω ότι η προστασία μου ήταν γι’ αυτόν κάπως ασφυκτική. Τον ζήλευα τρομερά, όπως φάνηκε, δεν τον άφηνα να φάει τίποτα, τα έπαιρνα όλα εγώ. Τον βασάνισα πολύ τον αδερφό μου, πάρα πολύ, από μικρό. Ήταν ένα παιδί με πολλή αγάπη μέσα του, που με λάτρευε. Ό,τι κι αν του έκανα, «Μίκη μου», έλεγε. Μα τον καταπίεζα – αφού η μάνα μου τον έκρυβε, τα καταλάβαινε αυτά και τον έπαιρνε μέσα από τα νύχια μου. Ήμουν συνεχώς ένας δυνάστης του αδερφού μου, τον αγαπούσα πολύ, αλλά και τον ζήλευα.

Ξέρεις τι γίνεται με τα παιδιά. Όταν έχεις την πρωτοκαθεδρία κι έρχεται ένα άλλο παιδί εφτά χρόνια μετά, είναι σαν να σου κλέβουν τον πατέρα και τη μητέρα, είναι πολύ άσχημο. Έτσι πήγα μέχρι το τέλος με τον Γιάννη. Γι’ αυτό του είχαν μια ιδιαίτερη αδυναμία ο πατέρας και η μάνα μου, γιατί ήταν πιο αδύνατος. Αυτό τον διαμόρφωσε, θα μπορούσε να γίνει πολύ πιο σημαντικός…

Έγινε όμως σημαντικός. Τα ποιήματα του είναι σπουδαία…

Θα μπορούσε να είναι πιο σπουδαίος. Βλέπεις, αρνιόταν και ο ίδιος να γίνει κάποιος.

  • Από όλα τα ποιήματα που κάνατε εσείς τραγούδια, ποιο θα ξεχωρίζατε;

Μα το ξέρεις, ήταν σημαδιακό. Το πρώτο τραγούδι που έγραψα ήταν το «Χάθηκα». Το πρώτο στη ζωή μου, το ωραιότερο και το τελευταίο. Και ο κόσμος το αγαπάει πολύ αυτό.

Με αφορμή το «Χάθηκα», ας επιστρέφουμε στο πώς γράφατε μουσική ως παιδί.

Η διαδικασία της σύνθεσης ήταν κάτι το φοβερό. Γιατί να γράψω μουσική, αφού υπήρχαν τραγούδια; Βλέποντας τις νότες των άλλων, ήταν σαν να ερωτευόμουν μια γυναίκα, άγνωστη, που ήταν η μουσική, και μέσα από τις νότες ήθελα να την κατακτήσω.

Ήθελα να γράψω νότες, δεν ήθελα απλώς να γράψω τραγούδια, αλλά να γράψω και τις νότες. Γράφοντας νότες, νόμιζα ότι ήταν σαν να κατακτούσες μια κοπέλα και τη φιλούσες, έτσι ήταν για μένα. Ήταν φοβερό όμως, γιατί δεν μπορούσα, δεν ήξερα νότες. Αν δεις τις πρώτες νότες μου, είναι γραμμένες πολύ περίεργα, έβγαιναν πολύ περίεργα.

  • Πότε αρχίσατε να μπορείτε;

Νομίζω τότε, το ’37, παίρνοντας το βιολί και παίζοντας πολύ βιολί… Προσπαθούσα να κάνω συνεχώς ασκήσεις, αλλά τις εγκατέλειπα, γιατί ήταν για μένα επώδυνες και δεν έβρισκα νόημα. Άρχισα να παίζω άλλους ήχους, μόνος μου, αυτοσχεδιάζοντας. Καταλάβαινα λοιπόν ότι κάνω κάτι δικό μου και σιγά σιγά αυτό με οδήγησε στο να περνάω πολλές ώρες γράφοντας δικούς μου ήχους, αλλά ήταν δύσκολο να τους περάσω στο χαρτί.

  • Δηλαδή στην αρχή κάνατε ό,τι κάνουν οι αυτοδίδακτοι…

Ήμουν τελείως αυτοδίδακτος. Κι όταν το ’39 πήγαμε στον Πύργο της Ηλείας, ήμουν ήδη δεκατεσσάρων χρονών, έφηβος πια. Εκεί νομίζω ότι εμφανίστηκα με τα κοντά παντελόνια, με ύψος 1,95, και τρόμαξαν όλοι! Εκεί έβαλα τα μακριά παντελόνια, αλλά στον πρώτο περίπατο που κάναμε στην πλατεία του Πύργου για να δει ο κόσμος το νέο διευθυντή της νομαρχίας με την κυρία του (δηλαδή τους γονείς μου), να πάμε στο ζαχαροπλαστείο, να φάμε το γλυκό μας, να μας δει ο κόσμος και να τον δούμε, ήμουν κι εγώ μαζί. Ο κόσμος με κοιτούσε έκπληκτος κι αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσα να ανεχτώ. Έτσι, κλείστηκα μέσα. Δεν μπορούσα να βγω, δεν μπορούσα να περπατήσω. Οι δικοί μου πήγαιναν στο Κατάκολο, έκαναν τα μπάνια τους, είχε και πάρα πολλή ζέστη, αλλά εγώ δεν πήγαινα μαζί τους, δεν μπορούσα να πάω μαζί τους.

  • Τους λέγατε το γιατί;

Όχι. Κλείστηκα μες στο σπίτι και εκεί είχα μόνο το βιολί. Έκανε φοβερή ζέστη, δεν είχα τι να κάνω, το σχολείο δεν είχε αρχίσει ακόμη και έτσι πέρασα όλο το καλοκαίρι μέσα. Εκεί ανακάλυψα τη μουσική. Δηλαδή, εκεί άρχισα να γράφω καλύτερα τραγούδια, γιατί το βιολί βοηθάει σ’ αυτό. Ανακάλυψα τις κλίμακες, ανακάλυψα τις νότες, και με τα βιβλία του σχολείου -τα οποία είχαν πατριωτικά ποιήματα του Βαλαωρίτη, του Παλαμά, του Δροσίνη, του Πολέμη, του Σολωμού- άρχισα να γράφω.

  • Ο Σολωμός σάς άγγιξε;

Είναι άμεσος, έχει και μια «υγρασία» ο Σολωμός. Ο Βαλαωρίτης ήταν πιο στομφώδης, πιο πατριωτικός, είχε ένα βρόντο η φωνή του μέσα της. Άκουγες τα άλογα των Τούρκων να τρέχουν, τα πιστόλια, όλα αυτά… Ήταν πολύ πατριωτικός.

  • Και νιώσατε την ανάγκη να βάλετε μουσική σε αυτόν το λόγο;

Βέβαια! Άρχισα να γράφω μουσική. Έγραψα τα ωραιότερα τραγούδια μου την εποχή εκείνη, πάρα πολύ ωραία τραγούδια. Από τα παιδικά τραγούδια, τριάντα εννιά τον αριθμό, θυμάμαι του Πολέμη «…τ’ αγριολούλουδα τ’ Απρίλη…», ένα τραγούδι που το έβγαλα μετά, αργότερα.

1938-1939, το σπίτι στον Πύργο

 

2. ΜΑ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ – ΠΩΣ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΛΑ

Θα διαμαρτύρονται και διάφοροι ότι παίρνω τη μουσική μου και την ξαναβάζω πάλι σε άλλους στίχους, αλλά τι να κάνω, δική μου είναι και την κάνω ό,τι θέλω! Είχα γράψει πάνω στον Βαλαωρίτη τη μουσική, και αργότερα, όταν ήμασταν στον ΕΛΑΣ, ένας αντάρτης άρχισε να μου λέει «Πες κανένα τραγούδι», του είπα λοιπόν ένα τραγούδι του Βαλαωρίτη και έβαλε τα λόγια αυτός – αυτό έγινε το ’42-’43. Κι έτσι δημιουργήθηκε ο «Ύμνος του ΕΛΑΝ», ο «Καπετάν Ζαχαριάς», που είπες πριν. Η μουσική ήταν γραμμένη το ’39, στον Πύργο. Το ’43, ο Λαμπρινός, ένας αντάρτης, κι εγώ ήμασταν στην Καλλιθέα, σε κάποια μάχη… Σου λέω τραγούδια που όταν γράφτηκαν ήταν πιο πολύ προσωπικά και οι εμπειρίες μου οι ηχητικές ήταν λίγες.

  • Και η λεγάμενη «κλασική» μουσική τότε ήρθε; Στην Πάτρα, που ήταν το πιο «δυτικό» μέρος της Ελλάδας, δεν ακούσατε;

Κι όμως, δεν έπαιζαν. Η Φιλαρμονική έπαιζε τα ίδια και τα ίδια, δεν την παρακολουθούσα πια. Πού να ακούσω μουσική; Ραδιόφωνο δεν υπήρχε, οι δίσκοι μου είχαν εξαντληθεί, δεν είχα νέα ακούσματα. Δεν υπήρχε πιάνο, να παίζει κανείς, ή πιάνο και βιολί, να ακούσεις καμιά συναυλία, δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο. Τα ακούσματά μου δεν είχαν εμπλουτιστεί.

  • Οι δικοί σας πώς αντέδρασαν όταν γράψατε τραγούδια;

Πολύ θετικά, γιατί, εκτός των άλλων, του πατέρα μου του άρεσε πολύ το τραπέζι να είναι χαρούμενο. Έπινε δυο τρία ποτηράκια και του άρεσε πάντα να τραγουδάει. Θέλοντας να βάζει και τη μάνα μου να πει κάτι, στο τέλος ενέδιδε κι εκείνη. Αυτό γινόταν κάθε μεσημέρι.

Σιγά σιγά έκανα και εγώ σεκόντο και μια μέρα λοιπόν στην Πάτρα παρουσιάζω το πρώτο μου τραγούδι, το «Γλιστράς, καραβάκι, γλιστράς στο γιαλό». Δεν ξέρω ποιου ήταν τα λόγια. Όταν το είπα, ήταν αποκάλυψη. Μου λέει ο πατέρας μου: «Μα είναι δικό σου τραγούδι αυτό; Μα είναι, παιδί μου, δικό σου;»

Δικό μου τραγούδι! Δεν το πίστευε! Το μαθαίνει και η μάνα μου κι αρχίσαμε να το λέμε πρίμο-σεκόντο, οπότε ο πατέρας μου, περήφανος, καλεί τον κύριο νομάρχη, καλεί τον κύριο δήμαρχο, καλεί τον κύριο εισαγγελέα και τους λέει: «Τώρα θα ακούσετε ένα τραγούδι του Μίκη». Και κάθομαι κι εγώ και κάνω την πρώτη μου συναυλία…

 

3. ΠΑΤΡΑ, ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ

  • Για τις Αρχές της Πάτρας!

Ναι. Στην Πάτρα υπήρχε αριστοκρατία. Η μάνα μου όμως, ούσα Τσεσμελιά, δεν αισθανόταν πολύ καλά με αυτούς κι ήθελε άλλες παρέες. Μου λέει μια μέρα, λοιπόν: «Μίκη, πάμε να δούμε τα προσφυγικά. Έμαθα ότι εδώ είναι πολλοί Τσεσμελήδες».

  • Έψαχνε δικούς της δηλαδή…

Υπήρχε προσφυγικός καταυλισμός στην Πάτρα, πρωτόγονος τότε. Ήταν παράγκες, όλες, όμως στις παράγκες υπήρχαν οι γλαστρούλες με το βασιλικό και τον ασβέστη και όλοι αυτοί οι πρόσφυγες κάθονταν με βράκες και τσεμπέρια. Ήταν όλοι Μικρασιάτες, όπως έφυγαν από το χωριό τους. Φύγαμε λοιπόν από τα σπίτια και μπήκαμε στον καταυλισμό, στο «γκέτο». Η μάνα μου ήταν ντυμένη αστικά, φορούσε το καπελάκι της και τα λοιπά. Μόλις μπήκαμε μέσα, δεν άρεσε στους πρόσφυγες να τους βλέπουν οι «πλούσιοι», οι Πατρινοί, και μας αγριοκοίταζαν. Λένε «Τι θέλουν τώρα αυτοί, βόλτα κάνουν για να βλέπουν το χάλι μας;».

Οπότε πλησιάζει η μητέρα μου και λέει: «Μας συγχωρείτε, είμαι από τον Τσεσμέ. Είναι κανείς από τον Τσεσμέ;» Άλλαξαν τα πρόσωπά τους, αμέσως!

«Τσεσμελιά, έλα, κοκόνα μου, έλα, κόρη μου, καθίστε να σας κερώσουμε». Άρχισαν να φωνάζουνε: «Βρε τάδε, βρε τάδε». Ήρθε λοιπόν η οικογένεια των Τσεσμελήδων, πολλές οικογένειες, γνωρίστηκαν αμέσως. Άρχισαν οι γνωριμίες, άρχισαν φιλιά, κλάματα, χαρές, λύπες, φωνές… Οπότε λοιπόν αυτό ήταν μια έξοδος κάθε εβδομάδα. Πηγαίναμε εκεί και η μητέρα μου άκουγε τα αιτήματά τους. Ήθελαν δουλειά, αλλά τι δουλειά να πιάσεις εκεί; Ήταν ένας Τσεσμελής, θυμάμαι, ο οποίος φορούσε τη βράκα, αγράμματος… Η μητέρα μου μίλησε στο δήμαρχο και της λέει: «Τι να τον κάνω;» Του είπε «Να γίνει οδοκαθαριστής, σκουπιδιάρης», κι έτσι ανέβαινε πάνω στο σπίτι ο οδοκαθαριστής με τη βράκα του και το δήμαρχο.

Αυτό ήταν το σινάφι της μάνας μου. Έρχονταν στο σπίτι για το γλυκό τους, για να φάνε, αυτή ήταν η παρέα της. Πήγαινε στα σπίτια τους και ερχόντουσαν στο σπίτι μας και εκεί συναντιούνταν πλέον κι αυτοί με τη μεγάλη αριστοκρατία της Πάτρας. Θυμάμαι μια φορά που κατέβαινε ο δήμαρχος και ανέβαινε ο βρακάς, ο οδοκαθαριστής. Η μάνα μου είχε αυτόν το χαρακτήρα και αυτόν πήρα κι εγώ. Δηλαδή ήταν προλετάριο. Όχι ταξικά ούτε ιδεολογικά, αλλά επειδή ήταν πρόσφυγας. Εγώ ήμουν πρόσφυγας από τη μάνα μου και πρόσφυγας από τον πατέρα μου, γιατί ξέρεις οι Κρητικοί δεν ήμαστε πολύ αγαπητοί, ειδικά στην Πελοπόννησο! Ναι, δεν τους αγαπούσαν πολύ τους Κρητικούς, λόγω του ότι ήταν βενιζελικοί.

  • Άρα, όταν εσείς, πολλά χρόνια μετά, γράφετε τη «Δραπετσώνα», μάλλον γράφετε με βάση τις αναμνήσεις της Πάτρας…

Ναι! Ήμουν ξένος. Δηλαδή η μάνα μου μου έλεγε πάντοτε «Είμαστε ξένοι στην Ελλάδα». Ο πατέρας μου είχε πολλές διώξεις, γιατί ήταν βενιζελικός και Κρητικός. Στην Κεφαλλονιά ζούσαμε όλοι οι Κρητικοί μαζί, κάναμε παρέα. Ήταν η πρώτη επιλογή, γιατί ο διευθυντής της χωροφυλακής ήταν Κρητικός, Κανετάκης, τον θυμάμαι κιόλας. Ο εισαγγελέας Περακάκης ήταν ο ταμίας επίσης, όλη η ελίτ. Στην Πάτρα το ίδιο, στον Πύργο το ίδιο, στην Τρίπολη το ίδιο.

Για να γυρίσω πίσω, αυτή η συναυλία ήταν κάτι πολύ σημαντικό και ο πατέρας μου με παρότρυνε να γράφω, ήθελε ρεπερτόριο πλέον. Έτσι κι εγώ, στον Πύργο, ήμουν έτοιμος, του προσέφερα μια ολόκληρη συναυλία…

Στον Πύργο ολοκληρώθηκε η στροφή μου προς τη μουσική, αλλά με έναν τρόπο πολύ ερασιτεχνικό, καθώς εγκατέλειψα και το ωδείο και το βιολί. Ήθελα να προχωρήσω μόνος μου. Έγραφα τραγούδια κι έργα για βιολί, όπως «Το βαλς του Πάσχα» και άλλα. Και για βιολί και πιάνο είχα γράψει κάτι πρωτόλεια…

Εκεί γίνατε μουσικός;

Ναι, εκεί έγινα μουσικός. Βέβαια δεν μπορούσα να το φανταστώ αυτό ως επάγγελμα. Ο πατέρας μου ήθελε να με κάνει δικηγόρο, ενώ εγώ είχα μια έφεση περισσότερο προς τα μαθηματικά, ήθελα να γίνω μάλλον αρχιτέκτων.

Κάποια στιγμή, φύγαμε από τον Πύργο. Εν τω μεταξύ, είχα πάει στο σχολείο, είχα γνωρίσει τα παιδιά και είχα κάνει φίλους. Μου είχε φύγει αυτή η φοβία που είχα για τον κόσμο, μάλιστα έγινα και πολύ αγαπητός και έκανα φιλίες που υπάρχουν μέχρι σήμερα ακόμη. Κάναμε και πάλι εκδρομικό σωματείο, που εκεί είχε πολύ πιο μεγάλη επιτυχία. Μετά κάναμε και τη βιβλιοθήκη, η οποία είναι η βιβλιοθήκη του Πύργου σήμερα. Αυτή η βιβλιοθήκη ξεκίνησε από εμάς τότε. Άλλωστε εκείνη η ομάδα έβγαλε και πολλούς ποιητές. Ο Παυλόπουλος είναι ο καλύτερος συγγραφέας του Πύργου, πολύ ονομαστός. Μετά τον Πύργο, ώριμος πλέον, μεγάλος, ήρθε πάλι νέα μετάθεση του πατέρα μου και πάμε στην Τρίπολη.

 

4. ΤΡΙΠΟΛΗ, ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΠΟΛΕΜΟ

Ας επιστρέφουμε πάλι σε σας τώρα…όταν ήμαστε στο Χρυσοβίτσι Αρκαδίας, έγινε ο τορπιλισμός της «Έλλης», στις 15 Αυγούστου του 1940. Εμείς δεν το ξέραμε, αλλά όταν γυρίσαμε από την κατασκήνωση, πήγαμε στην πλατεία την άλλη μέρα και ήρθε ο πατέρας μου για να πει σε όλους ότι έγινε ο τορπιλισμός από τους Ιταλούς και ότι μάλλον πάμε για πόλεμο. Ήταν βέβαιο ότι ήταν οι Ιταλοί και φυσικά φλεγόμεθα όλοι εναντίον τους. Ο τορπιλισμός ήταν ύπουλος και όλος ο ελληνικός λαός ήταν παθιασμένος εναντίον των Ιταλών, πραγματικά.

Είχαμε και άλλα δραματικά γεγονότα, την επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Ολλανδίας, του Βελγίου και της Γαλλίας και σε λίγες εβδομάδες χάνεται ολόκληρη η Ευρώπη. Βλέπουμε να πέφτει και η Γαλλία και να στέκεται μόνο η Αγγλία και μόνο εμείς! Όταν λοιπόν έγινε η επίθεση, ο Μεταξάς δεν ήταν ο δικτάτορας, σε εμάς αλλιώς λειτουργούσε. Ήταν ένας σπιθαμιαίος αλλά μυθοποιημένος πρωθυπουργός, ο οποίος, έτσι φάνηκε από τον Τύπο, είπε το «ΟΧΙ», που εξέφρασε όλο τον κόσμο. Δηλαδή δεν μπορούσε να πει και «ναι», δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο, ο κόσμος θα αντιδρούσε, δεν ξέρω τι θα γινόταν. Ήταν όμως πολύ σημαντικό το ότι το είπε. Ο Μεταξάς μπορεί να πήρε όλα αυτά τα εξωτερικά γνωρίσματα, το φασιστικό χαιρετισμό και τα λοιπά, από τους Γερμανούς και την πρωσική στρατιωτική σχολή που είχε περάσει, αλλά ουσιαστικά ήταν αγγλόφιλος. Και γι’ αυτό τα πήγε καλά και με τον Γεώργιο Β’, που ήταν άνθρωπος οπωσδήποτε των Άγγλων. Κι έτσι το «ΟΧΙ» δεν ήταν πατριωτικό μόνο, ήταν και χάραξη μιας προοπτικής και μιας πολιτικής.

Σημαίνει «Εμείς πάμε με τους Άγγλους τώρα». Κάτι που ήταν πολύ δύσκολο τότε να το αποφασίσεις, σε αυτές τις συνθήκες… Ήταν οι χαμένοι εκείνη την ώρα οι Άγγλοι, αλλά, εν πάση περιπτώσει, αυτή η απόφαση ανταποκρινόταν πέρα για πέρα στο αίσθημα του ελληνικού λαού…

Ας θυμηθούμε εδώ κάποια από τα λόγια του ίδιου του Μουσολίνι: «Είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι η Ιταλία θα κυριαρχεί μέχρι τον Απρίλιο στα Βαλκάνια. Ο ελληνικός στρατός θα πάρει κατ’ ουσίαν να υπάρχει ως δύναμη ικανή να πολεμήσει. Πρέπει πάντως να δηλωθεί ότι πολλά ελληνικά αποσπάσματα πολεμούν γενναία. Υπάρχουν εκπλήξεις που δημιουργούνται από τη γενναιότητα με την οποία πολεμούν οι Έλληνες. Επιπλέον πρέπει να δηλωθεί ότι ο ελληνικός στρατός δεν θα άντεχε χωρίς τη βοήθεια της Αγγλίας».

…Γι’ αυτό και με την κήρυξη του πολέμου άρχισε ένα πανηγύρι που δεν τελείωσε παρά μόνο με την επίθεση των Γερμανών. Δεν νομίζω ότι η Ελλάδα βρέθηκε ποτέ σε στιγμές πιο ευτυχισμένες, διότι τότε όλοι οι Έλληνες ήταν ενωμένοι. Κάθε μέρα τα ανακοινωθέντα ήταν νικηφόρα: «Πήραμε την τάδε πόλη, το τάδε χωριό, το τάδε ύψωμα», και ήταν αφορμή να βγαίνουμε όλοι έξω στους δρόμους και να φωνάζουμε. Υπήρχε μια έξαρση πατριωτική, δηλαδή να βλέπεις μητέρες να συνοδεύουν τα παιδιά, να τα βάζουν στα τρένα, να τα φιλάνε και να τα χειροκροτούν! Εγώ λοιπόν τότε, μέσα σε όλο αυτό το κύμα του ενθουσιασμού, ήμουν πια δεκαπέντε χρονών. Νόμιζα ότι ο πατέρας μου θα μου έλεγε «Παιδί μου, διάβασες τα βιβλία μου, είδες τις παραδόσεις μας, πάρε τώρα το όπλο να πας να πολεμήσεις»…

Αλλά δεν ήταν τρελός ο άνθρωπος…

Δεν μου λέει τίποτα ο πατέρας μου και έτσι καταλαβαίνω ότι μάλλον δεν θα με αφήσει να φύγω. Και καθώς υπήρχαν τρένα που έφευγαν από την Τρίπολη γεμάτα υποψήφιους στρατιώτες, πήγα και εγώ μέσα σ’ ένα από αυτά…

Κρυφά;

Κρυφά, ναι. Ταξίδευα κι ούτε είχα να φάω τίποτα. Φαίνεται όμως ότι ο πατέρας μου ανησύχησε, το κατάλαβε ότι είχα φύγει, κι άρχισε να ρωτάει. Έτσι, κάπου πριν τη Λάρισα, ήρθε η χωροφυλακή και με έπιασε. «Τι θέλεις εσύ εδώ;

  • Πώς λέγεσαι;» με ρωτάνε. Και με έστειλαν πάλι πίσω. Όταν πήγα λοιπόν στο σπίτι…

Η πρώτη σύλληψή σας λοιπόν έγινε για να μην πολεμήσετε τους Ιταλούς…

…Γυρίζω λοιπόν πίσω και του λέω:

«Αυτό που κάνεις δεν το καταλαβαίνω καθόλου. Γιατί έχεις δύο μέτρα και δύο σταθμά; Εσύ πήγες και πολέμησες».

«Εγώ», μου λέει, «ήμουν δεκαέξι χρονών».

«Δηλαδή του χρόνου θα μπορέσω να πάω;»

«Του χρόνου θα μπορέσεις να πας».

Αλλά εγώ δεν μπορούσα να μείνω στο σπίτι. Έφυγα και πήγα στα γραφεία της ΕΟΝ και τους είπα: «Εφόσον δεν μπορώ να πάω στο μέτωπο, πείτε μου τι μπορώ να κάνω εδώ». Με έβαλαν σε μια υπηρεσία αεράμυνας και επίσης υπήρχαν ορισμένα καθήκοντα για τα χωριά. Θυμάμαι, πολλές φορές, με το ποδήλατο, πήγαινα σε μακρινά χωριά και μου έδιναν ένα φάκελο. Εγώ νόμιζα ότι εκεί κρατάω, στο φάκελο μέσα, τις τύχες της Ελλάδας. Αλλά πήγαινα μόνος μου και γύριζα μόνος μου. Ένα άλλο που έκανα ήταν ότι πήγαινα στο σιδηροδρομικό σταθμό, όταν ερχόντουσαν πια οι τραυματίες, και μαζί με άλλους τους μαζεύαμε και τους πηγαίναμε από εδώ και από εκεί. Αλλά ντρεπόμουνα να μείνω στο σπίτι!

 

5. ΤΡΙΠΟΛΗ, ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ

Κάναμε τότε μια μεγάλη χορωδία με σκοπό να μαζέψουμε πολλά τρόφιμα. Τραγουδούσαμε πολλά τραγούδια, και δικά μου, ήμαστε πολλά παιδιά, πενήντα εξήντα, και πηγαίναμε στους δρόμους της Τρίπολης και τραγουδάγαμε κι είχαμε μαζί μας κουβέρτες, τις οποίες ο κόσμος γέμιζε με τρόφιμα. Μετά κάναμε δέματα με τα τρόφιμα αυτά, μπαίναμε μέσα σε λεωφορεία και πηγαίναμε στο Λουτράκι, το οποίο είχε γίνει πόλη-νοσοκομείο, όλα τα ξενοδοχεία εκεί ήταν πια νοσοκομεία. Πηγαίναμε στα νοσοκομεία και τραγουδούσαμε και δίναμε τα δώρα από την Τρίπολη. Το μυαλό μας ήταν στον αγώνα, στους τραυματίες, και παίζαμε και λίγη μουσική μαζί… Και αυτό γινόταν μέχρι τη στιγμή που κατέρρευσε το μέτωπο…

1940-1943, το σπίτι στην Τρίπολη