«Στο δίκαιό μας, η διαφορά φύλου είναι θεμελιώδης προϋπόθεση τέλεσης γάμου και η έλλειψή της καθιστά τον γάμο ανυπόστατο και αντισυνταγματικό»
Γαμικοί δή νόμοι πρῶτοι κινδυνεύουσιν τιθέμενοι καλῶς ἂν τίθεσθαι πρός ὀρθότητα πάσῃ πόλει (Πλάτωνος Νόμοι, 721α). Κατά τον Πλάτωνα, είναι τόσο σημαντικοί οι νόμοι για το γάμο, ώστε αν θεσπίζονται σωστά, συνεπάγονται το καλό και την ευημερία όλης της πόλης. Η επικαιρότητα απασχολείται έντονα με το ζήτημα της εισαγωγής του γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου στη χώρα μας. Πολλά ερωτήματα ζητούν απάντηση: Τι ισχύει καταρχάς σήμερα; Υπάρχει ανάγκη νέας νομοθεσίας και μήπως αυτό επιβάλλεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο; Μήπως επιβάλλεται από την αρχή της ισότητας; Ποιες θα είναι οι συνέπειες και ιδίως ως προς τα παιδιά; Πώς θα προστατευθούν τα παιδιά; Επειδή το θέμα είναι πολύ σοβαρό, ας μου επιτραπούν μερικές σκέψεις.
Ως προς το ισχύον δίκαιο: Ο γάμος, πολιτικός ή θρησκευτικός, συνάπτεται στο δίκαιό μας μεταξύ προσώπων διαφορετικού φύλου, αλλιώς είναι ανυπόστατος και δεν έχει έννομες συνέπειες. Κατά τον Άρειο Πάγο, για το στοιχείο της διαφοράς φύλου, θα ληφθεί υπόψη ο αξεπέραστος ορισμός του Μοδεστίνου («γάμος εστί ανδρός και γυναικός συνάφεια προς συγκλήρωσιν του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία» = ο γάμος είναι η συνάφεια του άνδρα και της γυναίκας με σκοπό την κοινή πορεία και το μοίρασμα όλου του βίου, συγχρόνως δε η κοινωνία του θείου και ανθρώπινου δικαίου), όπου η διαφορά φύλου αναφέρεται ως στοιχείο της υπόστασης του γάμου. Αυτό δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, διότι η αρχή της ισότητας, η οποία αποκλείει χαριστικές ρυθμίσεις ή την αδικαιολόγητη εξομοίωση ανόμοιων καταστάσεων, επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων, τα οποία βρίσκονται κάτω από τις ίδιες και όχι διαφορετικές συνθήκες. Με άλλα λόγια, η μη αναγνώριση του γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου είναι δικαιολογημένη, διότι βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες.
Ως προς την αρχή της ισότητας και της ισονομίας στο γάμο, πολλές εφαρμογές περιέχει το Οικογενειακό μας Δίκαιο. Για παράδειγμα, για τη σύναψη του γάμου απαιτούνται απολύτως οι ίδιες θετικές προϋποθέσεις, λ.χ. και ο άνδρας και η γυναίκα πρέπει να έχουν κλείσει τα δεκαοκτώ τους χρόνια. Οι σύζυγοι αποφασίζουν μαζί για κάθε θέμα του συζυγικού βίου και έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Καθήκον και δικαίωμα εξάλλου των γονέων – συζύγων είναι η γονική μέριμνα για το ανήλικο τέκνο και αυτή ασκείται από κοινού, ακόμη και μετά τη λύση του γάμου, εκτός αν είναι δικαιολογημένο και συμφέρον για το παιδί να ασκείται από τον ένα σύζυγο.
Αλλά και το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τον Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σύμφωνα με το οποίο ο άνδρας και η γυναίκα έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν γάμο, διακρίνει τη διαφορά φύλου στη σύναψη γάμου.
Kατά το άρθρο 21 § 1 του Συντάγματος, Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Η συνταγματική έννοια του γάμου περιορίζεται στα ουσιώδη στοιχεία του που ισχύουν διαχρονικά στην ελληνική κοινωνία και στις θεμελιώδεις αρχές που τον διέπουν στη δική μας έννομη τάξη, άρα πρόκειται για μια μόνιμη συμβίωση δύο προσώπων διαφορετικού φύλου, που συνάπτεται ελεύθερα και κατά ορισμένη διαδικασία και διέπεται από την ισονομία των συζύγων. Ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να μεταβάλει αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του γάμου. Δεν συνάγεται μεν απαγόρευση ρύθμισης ελεύθερων ενώσεων, αλλά αυτές δεν θα προστατεύονται από το άρθρο 21 § 1. Ούτε μπορεί να θεσπισθεί νομοθετικά άλλος γάμος από αυτόν που προστατεύει το Σύνταγμα στο άρθρο 21 § 1, διότι αυτό θα ήταν αντισυνταγματικό.
Επομένως στο δίκαιό μας, η διαφορά φύλου είναι θεμελιώδης προϋπόθεση τέλεσης γάμου και η έλλειψή της καθιστά τον γάμο ανυπόστατο και αντισυνταγματικό. Οι σχέσεις των συζύγων διέπονται από την ισονομία και τη συναπόφαση.
Ως προς την ανάγκη νομοθέτησης και τις συνέπειες:
1.Δεν επιβάλλεται από την ΕΣΔΑ και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) να εισαχθεί γάμος μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου. Υπάρχει υποχρέωση για θέσπιση εναλλακτικού μορφώματος που δεν είναι απαραίτητο να επιφέρει απαράλλακτες συνέπειες με το γάμο, π.χ. να επιτρέπει την υιοθεσία. Κάτι τέτοιο υπάρχει στη χώρα μας και είναι το σύμφωνο συμβίωσης που επιτρέπεται ανεξαρτήτως διαφοράς φύλου. Το σύμφωνο έχει αποτελέσματα περίπου όμοια με το γάμο και κατοχυρώνει τα δικαιώματα των παιδιών. Ένα παιδί που γεννιέται σε σύμφωνο (προσώπων διαφορετικού φύλου) είναι όπως ένα παιδί που γεννιέται σε γάμο. Δεν επιτρέπει την κοινή υιοθεσία για να προστατεύσει τα παιδιά, διότι το σύμφωνο λύεται και μονομερώς και αυτό είναι σύμφωνο με το ΕΔΔΑ. Η θέσπιση του συμφώνου συμβίωσης μεταξύ προσώπων ιδίου φύλου καθιστά περιττή τη θέσπιση γάμου. Ασχέτως των αντιρρήσεων για τη θέσπιση του συμφώνου, επιλύονται τα προβλήματα καταγωγής των παιδιών, διατροφής, κληρονομικού δικαίου, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά.
2.Δεν είναι θέμα ισότητας στο γάμο. Για παράδειγμα, προβλέπονται διαφορετικοί τρόποι δημιουργίας της συγγένειας ανάλογα με το φύλο. Μήπως είναι και αυτό αντίθετο στην ισότητα; Ισότητα θα πει να προηγείται το συμφέρον του παιδιού, να συμμετέχουν οι γονείς αναλογικά στις ανάγκες της οικογένειας και να ασκούν την επιμέλεια μαζί. Βεβαίως προβλήματα μεταξύ των συζύγων και γονέων υπάρχουν πολλά, δεν λύνονται όμως με τη θέσπιση γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, ούτε τεκμαίρεται ότι αυτοί θα είναι κατάλληλοι γονείς.
3.Το παιδί χρειάζεται δύο πρότυπα, του πατέρα και της μητέρας. Το παιδί σε ένα γάμο προσώπων του ιδίου φύλου με τον πατέρα 1 και τον πατέρα 2, δεν θα αποκαλέσει ποτέ κάποια γυναίκα «μητέρα» ή, αντιστρόφως, κάποιον άνδρα «πατέρα».
4.Ερωτάται πώς θα προστατευθεί το παιδί, αν δύο άνθρωποι του ιδίου φύλου το μεγαλώνουν και πάθει κάτι ο ένας. Το δίκαιό μας έχει μηχανισμούς προστασίας του παιδιού, όπως η επιτροπεία και η αναδοχή ανηλίκων. Δεν καταλήγει το παιδί στο ίδρυμα τόσο εύκολα.
5.Η τεχνητή συγγένεια της υιοθεσίας έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει μια οικογένεια στο παιδί και όχι να επιλύσει με κάθε τρόπο την ατεκνία. Επιτρέπεται στο δίκαιό μας και σε εγγάμους, αλλά και σε αγάμους. Οι έγγαμοι όμως συνήθως πλεονεκτούν ως υποψήφιοι θετοί γονείς, διότι το συμφέρον του παιδιού εξυπηρετείται καλύτερα, όταν αυτό μεγαλώνει σε οικογένεια με το πρότυπο του πατέρα και της μητέρας. Επιπλέον μόνον στους εγγάμους επιτρέπεται η λεγόμενη κοινή υιοθεσία, δηλαδή να υιοθετήσουν και οι δύο σύζυγοι το ίδιο παιδί. Εάν θεσπισθεί ο «γάμος» μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, είναι αναπόφευκτο ότι θα επιτραπεί και η υιοθεσία, αλλιώς θα θεωρηθεί αυτό διάκριση. Είναι όμως αυτό ό,τι πραγματικά συμφέρει το παιδί, που όπως τονίσαμε, στερείται της ευκαιρίας να έχει πατρικό και μητρικό πρότυπο; Εξάλλου και οι κοινωνικές υπηρεσίες θα αντιμετωπίσουν ανυπέρβλητες δυσκολίες με το μητρώο υποψηφίων θετών γονέων. Εάν προτείνουν να μην εγγραφεί ένα ζεύγος προσώπων ιδίου φύλου ή, αντιστρόφως, να εγγραφεί ένα ζεύγος συζύγων διαφορετικού φύλου, διότι αυτό συμφέρει τον ανήλικο, θα κατηγορηθούν για διάκριση από ένα ζεύγος «εγγάμων» προσώπων του ιδίου φύλου. Και πάλι το θύμα θα είναι το ανήλικο παιδί.
Συμπέρασμα: Το νομικό πλαίσιο στη χώρα μας αναγνωρίζει μόνον το γάμο μεταξύ προσώπων διαφορετικού φύλου, ο οποίος προστατεύεται από το Σύνταγμα. Η διαφορά φύλου είναι αυτονόητη και θεμελιώδης προϋπόθεση και προστατεύει το συμφέρον των παιδιών με το πρότυπο πατέρα και μητέρας. Θέσπιση γάμου και από πρόσωπα ιδίου φύλου δεν επιβάλλεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο, είναι αντισυνταγματική και υποβιβάζει την έννοια του γάμου αντί να την ενισχύει. Με τους θεσμούς ας μην παίζουμε.
Η Ρόη Δ. Παντελίδου, είναι καθηγήτρια του Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δ.Π.Θράκης.