Κυρίαρχη στον εγχώριο δημόσιο διάλογο είναι, τις τελευταίες ημέρες, η συζήτηση του επίμαχου νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και τη δυνατότητά τους να τεκνοθετήσουν. Συγκεκριμένα, το εν λόγω νομοσχέδιο προγραμματίζεται να κατατεθεί στη Βουλή έως τα μέσα Φεβρουαρίου και πάντως δεν μπορεί να μας αφήσει αδιάφορους, αφού περιλαμβάνει πολύ σοβαρές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες σχετίζονται με το αξιακό σύστημα που έχουμε, ως κοινωνία, θεμελιώσει.
Ουσιαστικά, με το νομοσχέδιο αυτό, θεσμοθετείται η κρατική πολιτική επί μεγάλων ζητημάτων, σχετικών με τις έννοιες του γάμου και της οικογένειας. Μάλιστα, με τις αντιπαραθέσεις των τελευταίων ημερών, διαφάνηκε πως επικρατεί γενικότερη σύγχυση στην κοινωνία, ως προς τα κοινά κριτήρια νοηματοδότησης των εννοιών. Εξηγώ: Ως εν κοινωνία άνθρωποι, είμαστε κληρονόμοι εννοιών. Δηλαδή, κάθε λέξη που χρησιμοποιούμε, έχει τη δική της, συγκεκριμένη σημειολογία, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρμονία του κόσμου στον οποίο μετέχουμε.
Στο διά ταύτα λοιπόν, η απόρριψη από κάποιους των εννοιών της μητρότητας και της πατρότητας στη γαμική σχέση, ενέχει πρωτίστως το ηθικό πρόβλημα της αποδόμησης των εννοιών, αφού η έννοια του γάμου συνδέεται εξ ορισμού με την ένωση του ανδρογύνου. Έτσι, σήμερα επιχειρούμε τη διαστρέβλωση της φύσης του θεσμού αυτού, μέσω της ολοσχερούς μεταβολής των γενικώς παραδεδεγμένων και θεμελιωμένων κανόνων που διέπουν τον γάμο και την οικογένεια.
Είναι γενικά αποδεκτό πως η υπερψήφιση του νομοσχεδίου θα επιφέρει ριζικές αλλαγές και στα θεμέλια του οικογενειακού δικαίου. Θα βρεθούμε ενώπιον ενός νομικού παραδόξου: η ελληνική πολιτεία, που με το νόμο 4800/2021 προώθησε ενεργά τη συνεπιμέλεια για την ισόρροπη ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού με πατέρα και μητέρα, ακόμη και σε περίπτωση διάλυσης της οικογένειας, σήμερα προωθεί ένα νομοθέτημα που επιτρέπει την ολοσχερή ακύρωση είτε της πατρικής, είτε της μητρικής παρουσίας για το υιοθετούμενο παιδί.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί πως, όπως δηλώθηκε επισήμως από εκπροσώπους της κυβέρνησης, ο λόγος για τον οποίο προχωρεί η θεσμοθέτηση του γάμου μεταξύ ομοφύλων, είναι αποκλειστικά και μόνο για να δοθεί σε αυτά τα ζευγάρια η δυνατότητα τεκνοθεσίας. Όλα τα υπόλοιπα ζητήματα που αφορούν στην εν λόγω σχέση, έχουν ήδη λυθεί με το σύμφωνο συμβίωσης. Εξ αυτού ακριβώς του λόγου, το ζήτημα της τεκνοθεσίας δεν είναι απλώς «πρακτικό», όπως τείνουν να ισχυρίζονται όσοι συμπολίτες μας είναι υπέρ της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια.
Γενικότερα, η ένωση δύο ανθρώπων με σκοπό τον κοινό βίο, είναι ιδιωτική υπόθεση όταν αυτή αφορά μόνο τα δύο αυτά πρόσωπα. Καθίσταται όμως κοινωνική υπόθεση, όταν τα δύο πρόσωπα, διά της τεκνογονίας, δημιουργούν οικογένεια. Ωστόσο, η τεκνογονία, αντικειμενικά, αφορά μόνο τα ανδρόγυνα. Και αυτό ακριβώς το αντικειμενικό γεγονός είναι που καθιστά καταχρηστικό το αίτημα της τεκνοθεσίας και από ομόφυλα ζευγάρια. Το να θέλουμε να αλλοιώσουμε την πραγματικότητα αυτή και να προσποιηθούμε ότι το ομόφυλο ζευγάρι είναι «ίδιο» με το ετερόφυλο ως προς το θέμα των παιδιών, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στην παράμετρο που θα έπρεπε αποκλειστικώς να λαμβάνεται υπόψη στο ζήτημα της τεκνοθεσίας: δηλαδή, στο συμφέρον του τέκνου – τη βασικότατη αυτή αρχή του οικογενειακού δικαίου. Εξάλλου, το ανθρώπινο δικαίωμα του παιδιού να έχει έναν πατέρα και μια μητέρα, είναι αναφαίρετο.
Χρειάζεται, λοιπόν, να προταχθεί η ψυχική, κοινωνική και συναισθηματική ισορροπία του τέκνου. Στο πλαίσιο αυτό, τα συμφέροντα, οι επιθυμίες και τα συναισθήματα των γονέων, έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Εκκινώντας από τη βασική αυτή αρχή, είναι καταφανές σφάλμα να προτάσσεται το ζήτημα της «ίσης μεταχείρισης» των ομόφυλων ζευγαριών.
Επιπλέον, ο πατέρας και η μητέρα δεν χρειάζονται μόνο για να συλληφθεί και να γεννηθεί το παιδί, αλλά και για την ισόρροπη ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη. Ο θεσμός της υιοθεσίας αποτελεί την εξαίρεση, η οποία στο ισχύον καθεστώς προσπαθεί να μιμηθεί, κατά το δυνατόν, τη βιολογική οικογένεια και της οποίας πρέπει να γίνεται συνετή χρήση. Δικαίωμα τεκνοθεσίας, μόνο και μόνο για να ικανοποιηθούν συναισθηματικές επιδιώξεις των γονέων χωρίς τεκμηρίωση του συμφέροντος του παιδιού, αποτελεί κατάχρηση του θεσμού.
Συνεπώς, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως μόνο το ετερόφυλο ζευγάρι είναι φορέας της απαραίτητης ισορροπίας για ένα παιδί. Η διαφορετικότητα των ψυχικών κόσμων άνδρα και γυναίκας, είναι απαραίτητη για την ισορροπημένη ανάπτυξη του παιδιού, αφού ο πατέρας και η μητέρα αλληλοσυμπληρώνονται. Η μητέρα εισφέρει τη στοργή και την επίμονη φροντίδα των αναγκών του παιδιού, ενώ ο πατέρας εισφέρει τη συναισθηματική σταθερότητα και ασφάλεια. Αν και οι καταστάσεις αυτές είναι όλο και λιγότερο ιδανικές στις σημερινές οικογένειες (είτε βιολογικές είτε θετές), εντούτοις όταν επιλέγεται το σωστό περιβάλλον για να βρεθεί ένα παιδί εκτός της βιολογικής του οικογένειας, είναι αναγκαίο ο νομοθέτης να αποβλέπει στη στοιχειώδη ισορροπία που φέρνει η ύπαρξη πατέρα και μητέρας. Στο ομόφυλο ζευγάρι, η ισορροπία αυτή πάντοτε θα λείπει. Καθώς δε τα ετερόφυλα ζευγάρια είναι ουσιωδώς διαφορετικά, ως προς τα παιδιά, σε σχέση με τα ομόφυλα, η αρχή της ισότητας επιτάσσει ανόμοια και όχι ίση μεταχείριση των ανόμοιων πραγματικών καταστάσεων.
Ακόμα μια πτυχή του θέματος, αναδεικνύουν μελέτες όπως η Intimate Partner Homicide Methods in Heterosexual, Gay, and Lesbian Relationships. Συγκεκριμένα, σε δείγμα 51 χιλιάδων ατόμων στις ΗΠΑ, καταγράφεται ότι οι δολοφονίες συντρόφων για τα ομόφυλα αντρικά ζευγάρια είναι κατά μέσο όρο 64 ανά εκατομμύριο, ενώ για τα ετερόφυλα 21. Άρα, η πιθανότητα ανθρωποκτονίας σε ένα ομόφυλο ζευγάρι ανδρών είναι 3 φορές μεγαλύτερη. Πώς απαντούν στα αδιάσειστα αυτά στοιχεία οι αποδομητές των φύλων, που αγνοούν την αξία της αλληλοσυμπλήρωσης του ανδρογύνου και ισχυρίζονται απλώς ότι «love is love»;
Παράλληλα, στη μελέτη του Πανεπιστημίου του NorthWestern και της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σικάγο, βλέπουμε: «Ένα από τα σοκαριστικά ευρήματά μας είναι ότι τα επίπεδα της ενδοοικογενειακής βίας μεταξύ των ομοφύλων, είναι με συνέπεια πολύ υψηλότερα από αυτά της βίας μεταξύ των ετεροφύλων». Συνεπώς, η άποψη ότι η πυρηνική οικογένεια συνδέεται με αυξημένη κακοποίηση δεν ισχύει, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Περαιτέρω, το ζήτημα υπερβαίνει και αυτό ακόμα το οικογενειακό δίκαιο, αφού η οικογένεια τελεί και υπό συνταγματική προστασία. Αξίζει να παραθέσουμε εδώ αυτούσιο το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Το Σύνταγμα εδώ αιτιολογεί τον σκοπό της προστασίας της οικογένειας: είναι «θεμέλιο της συντήρησης και της προαγωγής του Έθνους» και γίνεται έτσι, σαφής αναφορά στο δημογραφικό ζήτημα. Αν δεν γεννιούνται παιδιά, δεν θα «συντηρηθεί» το έθνος και σταδιακά, θα πάψει να υπάρχει. Ειδική αναφορά μάλιστα γίνεται στη μητρότητα και στην παιδική ηλικία.
Καταληκτικά, από τον γνήσιο και ειλικρινή σεβασμό των ομοφυλοφίλων συμπολιτών μας, μέχρι τη θεσμική αναγνώριση της ομόφυλης συζυγίας, υπάρχει μεγάλη απόσταση, για την κάλυψη της οποίας δεν αρκεί η συναισθηματική επιχειρηματολογία υπέρ των ομοφυλοφίλων. Υπάρχουν ορισμένες κόκκινες γραμμές, όπως η απόλυτη προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού, οι οποίες μόλις ξεπεραστούν, ο κατήφορος δεν θα έχει τέλος, με το αμέσως επόμενο στάδιο να είναι η παρένθετη μητρότητα και (γιατί όχι;) η νομιμοποίηση της πολυγαμίας, ως άλλης μιας μορφής οικογένειας. Ας όψονται, λοιπόν, οι νομοθετούντες, για τα αλυσιδωτά δεινά που οι αποφάσεις τους πρόκειται να προκαλέσουν…