Μια από τις πιο βρώμικες υποθέσεις στην επανάσταση του 1821 είναι η δίκη του Καραϊσκάκη στο Αιτωλικό. Από όπου και να την πιάσεις βρωμάει. Παρόλα αυτά, ο ήρωας δεν πτοήθηκε και βρήκε την ψυχική δύναμη όταν όλοι τον κατηγορούσαν, όταν «Έλληνες» και τούρκοι τον κυνηγούσαν ζητώντας την φυσική του εξόντωση, να αντισταθεί και να κάνει τα γνωστά του κατορθώματα, που δόξασαν τον ίδιο και έσωσαν την επανάσταση σε πολύ δύσκολες στιγμές. Την ηθική του εξόντωση, πριν την φυσική του, προσπάθησαν να την πετύχουν με την καταδίκη του Καραϊσκάκη τάχα ως εχθρού της πατρίδας.
Η διάσημη αυτή δίκη παρωδία έγινε στο Αιτωλικό, στην εκκλησία της Παναγίας, την 1 Απριλίου του 1824.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τον Οκτώβριο του 1823 ο Καραϊσκάκης που υπέφερε από φυματίωση βαριάς μορφής είχε πάει στην Κεφαλονιά για τον εξετάσουν γιατροί σπουδαγμένοι στην Ευρώπη. Εκεί όλοι οι γιατροί του συνέστησαν να σταματήσει κάθε δραστηριότητα και να πάει κάπου να περάσει ήρεμα τις τελευταίες του στιγμές. Κι όμως αυτός ο άνθρωπος που τον είχαν του θανατά, με το σώμα το ταλαιπωρημένο από την φυματίωση , το επόμενο διάστημα θα τους διαψεύσει όλους και θα κάνει όλες τις ηρωικές του πράξεις που του χάρισαν την Αθανασία.
Από την Κεφαλονιά ο Καραϊσκάκης περνάει στο Μεσολόγγι, αλλά καθώς εκεί βρίσκεται ο Μαυροκορδάτος που ο ήρωας ούτε να τον ακούει δεν θέλει, προτιμάει να ξεχειμωνιάσει στο Αιτωλικό. Στις 19 Μαρτίου στέλνει τον ανιψιό του τον Ψαρογιαννόπουλο για μερικά θελήματα στο Μεσολόγγι. Εκεί κάποιοι μπράβοι του Μαυροκορδάτου τον πιάνουνε και τον χτυπάνε. Ο Καραϊσκάκης πάνω στο θυμό του στέλνει μερικά από τα παλληκάρια του και πιάνουν δύο προεστούς του Μεσολογγίου.
Ο Μαυροκορδάτος που περίμενε πώς και πώς ένα στραβοπάτημα του ήρωά μας, γι’αυτό άλλωστε προσπάθησε να τον προκαλέσει με την υπόθεση του ανιψιού, αρπάζει την ευκαιρία να τον κηρύξει προδότη και ότι τάχα τα έχει συμφωνήσει με τον Ομέρ Βρυώνη για να του παραδώσει το Μεσολόγγι. Έτσι, αφού καλεί κοντά του οπλαρχηγούς και στρατεύματα από τα γύρω μέρη, περνάει τον Καραϊσκάκη από έκτακτο δικαστήριο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Την περιγραφή της δίκης την έχουμε ολόκληρη από τα απομνημονεύματα του Κασομούλη, που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή ήταν και αυτός ενάντια στον Καραϊσκάκη, αλλά αργότερα τον λάτρεψε και πολέμησε υπό τις διαταγές του στο Φάληρο. Στις 30 Μαρτίου του 1824 ο Μαυροκορδάτος στα γρήγορα διορίζει ανακριτική επιτροπή με πρόεδρο τον επίσκοπο Άρτας Πορφύριο. Έτσι τη πρώτη Απριλίου ξεκίνησε αυτή η παράξενη δίκη μέσα στο Ιερό Ναό της Παναγίας του Αιτωλικού.
Ο Κασομούλης μας περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την κατάσταση. Ένας διάλογος που είναι σχετικός με την παροιμιώδη αθυροστομία του Καραϊσκάκη, που έκανε όλους τους συγκεντρωμένους να σκάσουν στα γέλια και ουσιαστικά διέλυσε μέσα σε γενική ευθυμία το δικαστήριο, είναι χαρακτηριστικός της διαδικασίας.
Καραϊσκάκης: -Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δεν γλυτώνω, πλην ποτέ έργο δεν έκαμα.
Κριτής (Γαλάνης Μεγαπάνου): -Βρε, ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια. Μα διατί να τα λέγης έτζι; (δηλ. πρόστυχα).
Καραϊσκάκης: -Το έχω χούι, κυρ Πάνο.
Κριτής: -Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρονών;
Καραϊσκάκης: -Αμ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, κυρ Πάνο. Και συ, κυρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γ@μής.
Την στιγμή που είπε αυτά ο Καραϊσκάκης μέσα στην εκκλησία , «εκτύπησαν τα γέλια όλοι και πήγαν και πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος», γράφει ο Κασομούλης. Παρόλο που το δικαστήριο δεν ολοκλήρωσε ποτέ το έργο του. Βγήκε καταδικαστική απόφαση για τον Καραϊσκάκη που ήταν ουσιαστικά μια διοικητική πράξη του Μαυροκορδάτου.
Στην «Προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη», που την υπογράφουν ο Μαυροκορδάτος και οι περισσότεροι καπετάνιοι της Δυτικής Ελλάδας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αναφέρεται «ως επίβουλος της πατρίδος και προδότης» και αυτή η αισχρή προκήρυξη καταλήγει «Ειδοποιήστε άπαντες διά του παρόντος ότι ο Καραϊσκάκης είναι διωγμένος από την πατρίδα του και δεν έχει καμίαν εξουσίαν παρά της Διοικήσεως. Μάλιστα εστερήθη όλων των βαθμών και αξιωμάτων ως αμαρτήσας. Πάντες οι Έλληνες να απομακρυνθούν της συναναστροφής του και να τον στοχασθούν ως εχθρόν, ενόσω να μετανοήση και προσπέση εις το έλεος του έθνους και ζητήση συγχώρεσιν».
Δίνουν διορία στον ήρωα να εγκαταλείψει το Αιτωλικό μέσα σε 48 ώρες, παρόλο που τους ζήτησε 5-6 μέρες να ετοιμαστεί γιατί ήταν άρρωστος. Έτσι την ίδια μέσα παίρνει τα 80 παλληκάρια που του έχουν απομείνει πιστά και φεύγει για τα Άγραφα. Τον κουβαλάν στους ώμους τους σε ένα ξυλοκρέβατο, καθώς δεν έχει δυνάμεις για να περπατήσει. Όπως γράφει η εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά του Μάγερ, που έβγαινε στο Μεσολόγγι στις 9 Απριλίου του 1824: « Η φθίσις του κατήντησεν εις τον τρίτον βαθμόν καθώς εβεβαίωσαν οι ιατροί και δεν θέλει ζήσει πολύ καιρόν ακόμη» (Πολύ θα το ήθελαν να συμβεί όλοι οι εχθροί του Καραϊσκάκη).
Το εκπληκτικό με τον Καραϊσκάκη που έφυγε κυνηγημένος μόνο με 80 άντρες, είναι ότι παρόλο που τον κυνηγούσαν και Έλληνες και Τούρκοι, από όπου περνούσε, χωρικοί έτρεχαν να μπουν στο στρατιωτικό του σώμα και έτσι έφτασε να διαθέτει 1500 ένοπλους όταν συναντήθηκε με άλλους οπλαρχηγούς στο Καρπενήσι που τον δέχτηκαν σαν συμπολεμιστή τους, μετά από 2 μήνες πορεία κυνηγητό και πορεία με το ξυλοκρέβατο στα Άγραφα. Αυτό που ήλπιζε ο Μαυροκορδάτος, να δει τον Καραϊσκάκη να ζητήσει καταφύγιο στους Τούρκους, όπως είχε αναγκάσει να κάνει έναν άλλο ήρωα μας τον Βαρνακιώτη, δεν το κατάφερε και έτσι ο Καραϊσκάκης συνέχισε τα κατορθώματα του που έσωσαν την Ρούμελη και την Επανάσταση.