Τo 1822, δεύτερο έτος της Εθνικής Επανάστασης, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κυριαρχούσε στο Αιγαίο, παρά τις μεμονωμένες επιτυχίες των ελλήνων μπουρλοτιέρηδων. Ο ελληνικός στόλος, αντί να κυνηγήσει τους Τούρκους στο Αιγαίο και να στήσει ενέδρες με τα πυρπολικά του, επανήλθε στις βάσεις του, επειδή δεν υπήρχαν χρήματα για μισθοδοσία και ζωοτροφές, όπως μαρτυρούν οι επιστολές του Μιαούλη και των υδραίων προκρίτων προς την Προσωρινή Διοίκηση (Κυβέρνηση) της Ελλάδος.
Ο τουρκικός στόλος, από την πλευρά του, μετά τις αποτυχίες σε Σπέτσες και Ναύπλιο, έπλευσε προς την Κρήτη και αγκυροβόλησε στη Σούδα. Απ’ εκεί αναχώρησε την 8η Οκτωβρίου 1822 με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, όπου θα ξεχειμώνιαζε. Την 11η Οκτωβρίου, ημέρα Τρίτη, μοίρα του τουρκικού στόλου εμφανίστηκε μεταξύ Νάξου και Μυκόνου και ορισμένα σκάφη της πλησίασαν περισσότερο τις ακτές της Μυκόνου.
Οι κάτοικοι του νησιού ανησύχησαν. Η ανησυχία τους μεγάλωσε όταν δια τηλεσκοπίου ένας καπετάνιος είδε την αλγερινή σημαία επ’ αυτών. Οι Μυκονιάτες, όπως και οι άλλοι Κυκλαδίτες, είχαν σκληρή πείρα από τις επιδρομές των αλγερίνων πειρατών και δραματικές αναμνήσεις από το παρελθόν. Οι Μυκονιάτες δεν ήσαν άκαπνοι. Κάθε άλλο. Είχαν πολεμήσει τους Τούρκους, τόσο στη θάλασσα, όσο και στη στεριά. Έτσι, δεν θα άφηναν την πατρίδα τους να πατηθεί από τους απίστους άνευ αντιστάσεως.
Αμέσως, σήμανε συναγερμός δια κωδωνοκρουσιών και όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι του νησιού. Μετ’ ολίγον, τα εχθρικά πλοία άρχισαν να ρίχνουν λέμβους στη θάλασσα και 100 αλγερίνοι αποβιβάστηκαν στη Μύκονο. Είχαν έλθει για διαρπαγή ζωοτροφών ή προς τιμωρία των Μυκονιατών, κατ’ εντολή των Τούρκων. Οι αμυνόμενοι, που γρήγορα πέρασαν στην αντεπίθεση, ήταν οπλισμένοι με τρομπόνια (βραχύκαννα πλατύστομα όπλα) και χατζάρια. Επικεφαλής τους ήταν η κοσμοπολίτισσα Μαντώ Μαυρογένους, με καταγωγή από ευγενή οικογένεια του νησιού, αν και από πολλούς ιστορικούς αμφισβητείται η παρουσία της στη μάχη.
Οι γενναίοι Μυκονιάτες όρμησαν αμέσως κατά των Αλγερινών και τους απώθησαν σχετικά εύκολα προς τις λέμβους τους. 17 άφησαν την τελευταία τους πνοή στο χώμα του νησιού και πολλοί τραυματίστηκαν. Τα τουρκικά πλοία άρχισαν να κανονιοβολούν το λιμάνι χωρίς επιτυχία. Ο Καπουδάν Πασάς έκρινε ότι δεν άξιζε τον κόπο να χάσει καιρό για να επιχειρήσει νέα απόβαση στο νησί και να τιμωρήσει τους Μυκονιάτες. Αφού κράτησε τα πλοία του μέχρι τις 14 Οκτωβρίου στην περιοχή μεταξύ Νάξου και Μυκόνου, έδωσε το σήμα απόπλου του στόλου προς βορρά.