O θάνατος του είναι ζωή στους κουρασμένους από τη μετριότητα του κόσμου. Ο Θάνατος του ανασταίνει τους κοιμισμένους, ταράζει τούς μαργωμένους, δυναμώνει τους αδύνατους, δροσίζει τους διψασμένους, ο θάνατος του Νέου, ο θάνατος του Ωραίου ο θάνατος του Αντρείου…….Ψυχή, ψυχή ωραία, γλυκιά πενταπάρθενη που ερωτεύτηκες το θάνατο δίδαξε μας, ω, μάθε μας να μη πονει και να μην καίει το αντίκρισμα της αγωνίας σου, ψυχή ωραία πενταπάρθενη. (Ιων Δραγούμης)
Παύλος Μελάς – Ο Μακεδονομάχος
Ο Παύλος Μελάς (29 Μαρτίου 1870 — 13 Οκτωβρίου 1904) ήταν αξιωματικός πυροβολικού του ελληνικού στρατού και πρωτεργάτης του Μακεδονικού αγώνα «Ακούσετε Ελληνόπουλα! Τις αμαρτίες των γερόντων μας και τις δικές μας αμαρτίες, τις φορτώθηκε ο Παύλος Μελάς και παθαίνουνταν και υπόφερνε γι’ αυτές, ενώ δεν ήταν άξιος για τέτοια τιμωρία (.). Σε σας στρέφομαι, παιδιά του Ελληνισμού, αγαπημένα Ελληνόπουλα, και σας εξορκίζω -αν έχετε να ξοδέψετε ενέργεια ας είναι και μέτρια, αν έχετε να κάψετε τίποτε περισσότερο από σπίθες απλές ενθουσιασμού- μη λησμονήτε ποτέ το θάνατο του Παλληκαριού, αλλά προ πάντων μη λησμονήτε τη ζωή του, τον ενθουσιασμό του δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, μη λησμονήτε και την ιδέα που για κείνη δούλεψε και υπόφερε, ούτε την πανώρια χώρα όπου εσκοτώθη, γιατί και η ιδέα εκείνη και η χώρα θέλουν πολλούς ακόμα Ήρωες». Ίων Δραγούμης Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο Παύλος Μελάς κατέστη η απαρχή και το Σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνος, ούτε ότι η Αυτοθυσία του γέμισε ενοχές και υποχρεώσεις, τόσο τον λαό, όσο και τον Στρατό. Δεν είναι τυχαίο ότι το βόλι που έστειλε στα Ηλύσια Πεδία τον Εθνομάρτυρα γέμισε οργή και πίστη τις ψυχές των Ελλήνων, οι οποίοι λίγα χρόνια αργότερα θα δημιουργούσαν το Έπος των Βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής εκστρατείας.
Εις μνήμην του Συμβόλου του Μακεδονικού Αγώνα
«Ενός ανδρός το αίμα αν ποτίσει το χώμα της Μακεδονίας, θα ξυπνήσουν οι κοιμώμενοι, θα εγκαρδιωθώσιν οι τρομοκρατηθέντες, θα φυτρώσωσιν επί της γης εκδικηταί και σωτήρες».
Αυτά πίστευε ο πρωτεργάτης του Μακεδονικού Αγώνα και με το αίμα του πότισε και ανέστησε το δέντρο του αγώνα στην Μακεδονία με την αναβίωση του κλεφταρματολισμού.
Και πράγματι ο ηρωικός θάνατος του ανθυπολοχαγού Παύλου Μελά στις 13 Οκτωβρίου 1904 στα Στάτιτσα – σημερινό χωριό Μελάς – της περιοχής Καστοριάς, ήταν ένα γεγονός που συγκλόνισε τους Έλληνες και συνέγειρε τον Ελληνισμό. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η ημερομηνία αυτή έχει καθιερωθεί να τιμάται ως η συμβολική ημέρα ενάρξεως του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908). Φέτος οι εορτασμοί αποκτούν μεγαλύτερη λαμπρότητα διότι έχει περάσει ένας αιώνας. Και είναι υποχρέωσή μας να θυμόμαστε και να τιμούμε αυτούς που αγωνίστηκαν για την ελευθερία των ελληνικών εδαφών. Διότι λαός που δεν τιμά τους μαχητές της ελευθερίας είναι καταδικασμένος να ξαναχάσει αυτή την πολύτιμη ελευθερία.
Τότε από κάθε γωνιά της Ελληνικής γης άρχισαν να καταφθάνουν στη Μακεδονία γενναίοι άνδρες, που έγιναν δεκτοί από τους Μακεδόνες καπεταναίους με ενθουσιασμό. «Ποτέ στην ιστορία του Ελληνισμού τόσοι λίγοι δεν προσέφεραν τόσο πολλά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα» θα τονίσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος για εκείνο τον Μακεδονικό Αγώνα.
Το Έθνος έπλασε τους ήρωές του και τους προίκισε με τα γνωρίσματα της προτιμήσεώς του. Αποδέκτης και συνεχιστής αυτής της παραδόσεως υπήρξε και ο Παύλος Μελάς. Νέος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, γόνος «καλής» οικογενείας των Αθηνών. Γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1870 στη Μασαλία. Ήταν γιος του Μιχαήλ και της Ελένης, κόρης του Κεφαλλονίτη μεγαλεμπόρου Βουτσινά από την Οδησσό. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1891. Από τα φοιτητικά του χρόνια αναμείχθηκε στο Εθνικό Κίνημα, που είχε υψώσει τη σημαία της απελευθέρωσης των σκλάβων αδελφών. Από το 1894 έγινε βασικό στέλεχος της Εθνικής Εταιρείας και αγωνίστηκε για την διάδοση των σκοπών της. Πήρε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ως ανθυπολοχαγός, υπό τον συνταγματάρχη Ζορμπά.
Ο Μακεδονικός Αγώνας, που ουσιαστικά είχε αρχίσει το 1899, θα πάρει δραματικό χαρακτήρα το 1903-1904 όταν οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες διεκδικούσαν την Μακεδονία και ο αγώνας τους στράφηκε κατά των Ελλήνων. Στην Αθήνα το κίνημα του αλυτρωτισμού ζωντανεύει σε νέα πια βάση: πρέπει να αντιμετωπισθεί ο βουλγαρικός κίνδυνος. Ο Παύλος Μελάς πρωτοστατεί σ’ αυτήν την κίνηση. Η γυναίκα του Ναταλία το γένος Δραγούμη, είναι Μακεδόνισσα. Γυναικαδελφός του ο Ίων Δραγούμης, η ακοίμητη συνείδηση της εποχής του. Παύλος και Ίων μοιράζονται την ίδια αγάπη για την πατρίδα.
Στις πρώτες ελληνικές αντάρτικες ομάδες στη Μακεδονία, άρχισε η κινητοποίηση αποστολής εθελοντών από την Ελλάδα. Ο Παύλος Μελάς απέβη η ψυχή αυτής της κίνησης. Οι τρεις έξοδοί του στη Μακεδονία έχουν περάσει στη σφαίρα του θρύλου.
Οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γεώργιος Κολοκοτρώνης και Παύλος Μελάς μπαίνουν μυστικά για πρώτη φορά στη Μακεδονία τον Φεβρουάριο του 1904 για να μελετήσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα. Όμως τίθενται σύντομα στο στόχαστρο των Τούρκων και εξαναγκάζονται να αποχωρήσουν. Για δεύτερη φορά επιστρέφει τον Ιούλιο ως δήθεν ζωέμπορος Πέτρος Δέδες και για τρίτη φορά, κάνοντας χρήσιν της αδείας του, σταλμένος όμως επίσημα από το Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας «εξήλθεν εις Μακεδονίαν χωρίς να εννοηθή υπό των ημετέρων και τουρκικών αρχών. Εκεί συναντήθη μετά ενόπλου σώματος Ελλήνων Μακεδόνων, του οποίου μέλη ήσαν Κρήτες και Κύπριοι και Μακεδόνες και το οποίον αναγνωρίσαν τας υπερόχους αρετάς του τον ανεκήρυξεν αρχηγόν λαβόντα το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας. (Μίκης είναι το όνομα του μικρού του υιού, Ζέζε δε αλβανιστί μαύρος).
Περνά τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης με σώμα 35 ανδρών τη νύχτα της 27ης προς 28 Αυγούστου 1904. Από την είσοδό του στη Μακεδονία στο σύντομο διάστημα που μεσολάβησε ως το θάνατό του, φρόντισε να οργανώσει την τοπική άμυνα και να ενισχύσει το φρόνημα των κατοίκων. Προσπάθησε να εκφοβίσει τους Βουλγάρους και να επαναφέρει στο Πατριαρχείο πληθυσμούς που από φόβο είχαν προσχωρήσει στην Εξαρχία. Ήταν ουσιαστικός αρχηγός όλων των αντάρτικων σωμάτων που δρούσαν στις περιφέρειες Μοναστηρίου και Καστοριάς.
Ο αγώνας του τερματίστηκε στο χωριό Στάτιτσα. Η συμμορία των Κομιτατζήδων του Μήτρου Βλάχου τον πρόδωσαν στις τουρκικές αρχές κι ένα τουρκικό απόσπασμα κύκλωσε σύντομα το χωριό. Μετά σύντομη ανταλλαγή πυρών κάποια σφαίρα τον βρήκε στη μέση και πέθανε έπειτα από μισή ώρα. Για να μην πέσει η σορός του καπετάν Μίκη Ζέζα στα χέρια των Τούρκων, οι σύντροφοι τον πήραν μαζί τους, του έκοψαν το κεφάλι για να μην τον αναγνωρίσουν οι Τούρκοι. Τελικά τα οστά του έθαψε ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης το 1907 στη Μητρόπολη της Καστοριάς. Εκεί έμειναν ως το 1950, οπότε μεταφέρθηκαν στο διπλανό παρεκκλήσι των Ταξιαρχών. Από την πρώτη στιγμή ο Παύλος Μελάς τροφοδοτεί όλα τα είδη του γραπτού λόγου.
Ο Παπαντωνίου αποκαλεί τον Μελά αϊτό και ο Παλαμάς παλληκάρι: «Στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι! / πανάλαφρος ο ύπνος σου…» Τον θρύλο, όμως, του Μελά τον διατηρεί και τον γιγαντώνει η λαϊκή μούσα. Δημοτικά άσματα, κυρίως για τον θάνατό του, βρίσκουμε σε όλα τα μήκη και πλάτη του Ελλαδικού χώρου. «Ο μύθος του Παύλου Μελά δηλαδή η αλήθεια του Παύλου Μελά, γιατί ο μύθος είναι η αλήθεια, αυτό μένει όταν ξεχνάμε τα πάντα» γράφει ο Ν. Γ. Πεντζίκης, ενώ ο Μοναστηριώτης Γεώργιος Μόδης – χρονικογράφος του Μακεδονικού αγώνα – τόνισε «Υπήρξε αναμφιβόλος ιδανικός ήρωας, ευγενέστατος άνθρωπος και λαμπρός χριστιανός».
Ο Παύλος Μελάς άφησε στα 34 χρόνια την τελευταία του πνοή και έγινε ήρωας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα. Ο θάνατός του συγκλόνισε την Ελλάδα και στάθηκε αφορμή για την ένταση του Μακεδονικού Αγώνα. Μάλιστα επιγραμματικά ο Ίων Δραγούμης τόνισε: «Ο Μελάς… με τη σπίθα του άναψε στον καθένα, πολλοί που ήταν τυφλοί ως τότε είδαν» Αυτό ισχύει και σήμερα, που πρέπει να γνωρίζουν οι νεώτεροι για να κρατηθεί η συνέχεια της Μακεδονίας και η ιστορική της ταυτότητα.
13 Οκτωβρίου 1904: Ο Παύλος Μελάς πέφτει νεκρός για την Ελευθερία της Μακεδονίας
Σαν τέτοια ώρα στο βουνό ο Παύλος πληγωμένος, μες τα νερά του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος, τραγούδησε ο λαός για τον πρωτεργάτη της απελευθέρωση της Μακεδονικής γης, που στις 13 Οκτωβρίου του 1904 έπεσε υπέρ της Πατρίδος. Ποιος ήταν όμως ο Παύλος Μελάς ή ο θρυλικός Καπετάν Μίκης Ζέζας;
Ο Παύλος Μελάς (29 Μαρτίου 1870 – 13 Οκτωβρίου 1904) ήταν αξιωματικός πυροβολικού του ελληνικού στρατού. Ήταν γιος του Μιχαήλ Μελά και γαμπρός του Στέφανου Δραγούμη. Στάθηκε από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού αγώνα και πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στην περιοχή της Μακεδονίας. Στην Ελλάδα θεωρείται ηρωϊκή φιγούρα και έχουν ονομαστεί προς τιμή του το χωριό Μελάς της Καστοριάς και ο Δήμος Παύλου Μελά στην κεντρική Μακεδονία.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία της Νότιας Γαλλίας στις 29 Μαρτίου του 1870. Ηταν ένα από τα επτά παιδιά του ηπειρώτη έμπορου Μιχαήλ Μελά και της Ελένης Βουτσινά, κόρης εύπορου κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδυσσό. Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από τον Παρακάλαμο Πωγωνίου της Ηπείρου, όπου ακόμα σώζονται τα ερείπια του οικογενειακού πύργου. Η οικογένεια του μετακινήθηκε στην Αθήνα το 1874.
Την εποχή εκείνη το κύριο εθνικό και πολιτικό ιδεολογικό ρεύμα στην Ελλάδα ήταν η Μεγάλη Ιδέα, η διεύρυνση των ελληνικών συνόρων για να συμπεριλάβουν ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν υπό ξένη κυριαρχία.
Ο πατέρας του Μελά συμμεριζόταν αυτό το όραμα και δαπάνησε σημαντικό μέρος της προσωπικής του περιουσίας για την πραγμάτωση του. Ασχολήθηκε με την πολιτική, έγινε κατά περιόδους δήμαρχος Αθηναίων και βουλευτής Αττικής ενώ το 1896 θα γινόταν πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας, μιας μυστικής εθνικιστικής οργάνωσης της οποίας μέλος ήταν και ο Παύλος. Σε ένα τέτοιο ιδεολογικό κλίμα ανατράφηκε ο νεαρός Μελάς.
Σπουδές και γάμος
Το 1885 ο Μελάς τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τον επόμενο χρόνο εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απ’ όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός το 1891. Παράλληλα γνώρισε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πολιτικού και μέλλοντα πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη και αδερφή του Ίωνα Δραγούμη. Ο Στέφανος Δραγούμης ήταν επίσης φλογερός εθνικιστής και είχε εμφυσήσει στα παιδιά του αντίστοιχα ιδανικά. Ο Μελάς και η Δραγούμη παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο του 1892 και απέκτησαν δύο παιδιά: Τον Μιχάλη (χαϊδευτικά Μίκης) το 1895 και τη Ζωή (χαϊδευτικά Ζέζα) το 1897.
Συμμετοχή στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1897 o Μελάς υπηρετούσε ως αρχιφύλακας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όταν τον κάλεσαν να επιστρέψει με τους άνδρες του στο στρατώνα του πυροβολικού. Υπό την πίεση της Εθνικής Εταιρείας και ενάντια στη θέληση των Μεγάλων Δυνάμεων, η ελληνική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να στείλει εκστρατευτικό σώμα στην Κρήτη για την στήριξη της εκεί επανάστασης. Ο Μελάς απογοητευμένος έμαθε πως η μονάδα του δεν περιλαμβανόταν στο εκστρατευτικό σώμα.
Την επόμενη μέρα όμως ανακοινώθηκε πως η πεδινή πυροβολαρχία του, υπό τη διοίκηση του πρίγκηπα Νικολάου, θα μετέβαινε στη Λάρισα. Στις 16 Φεβρουαρίου η μονάδα αναχώρησε με πλοίο από τον Πειραιά και μέσω Χαλκίδας και με το σιδηρόδρομο από το Βόλο έφτασε στη Λάρισα. Η αποτυχημένη εισβολή Ελλήνων άτακτων στη Μακεδονία, οργανωμένων από την Εθνική Εταιρεία, στις 9 Απριλίου έδωσε στην οθωμανική κυβέρνηση την αφορμή που αναζητούσε για την κήρυξη πολέμου.
Στις 18 Απριλίου έγινε η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών και η κήρυξη του πολέμου. Ο Μελάς στα ημερολόγια του εμφανίζεται ενθουσιασμένος από την έναρξη των εχθροπραξιών, όμως η γρήγορη αρνητική τροπή των πραγμάτων, η άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού και η εκκένωση της Λάρισας τον απογοήτευσαν.
Στις 18 Μαΐου με την είδηση της ανακωχής από τηλεγράφημα του πατέρα του αρρώστησε με υψηλό πυρετό και ο γιατρός τον έστειλε στη Λαμία και στη συνέχεια στο πλωτό νοσοκομείο Θεσσαλία όπου υπηρετούσε ως εθελόντρια νοσοκόμα η σύζυγος του Ναταλία. Μαζί επέστρεψαν στο οικογενειακό του σπίτι στην Αθήνα όπου ανάρρωσε για μία εβδομάδα και στη συνέχεια ζήτησε και επέστρεψε στη Λαμία.
Θα επέστρεφε σύντομα ξανά στην Αθήνα λόγω της ασθένειας του πατέρα του, ο οποίος πέθανε στις 17 Ιουνίου.
Εμπλοκή με το Μακεδονικό Κομιτάτο
Φέροντας τύψεις για την έκβαση του πολέμου του 1897, συμμετείχε από τους πρώτους στο ιδρυθέν το 1900 Μακεδονικό Κομιτάτο για την προώθηση της ελληνικής επιρροής στην περιοχή της Μακεδονίας, ως αντίδραση στη δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων. Έτσι από τον Φεβρουάριο του 1904 ο Παύλος Μελάς έσπευσε με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους Α. Κοντούλη, Α. Παπούλα και Γ. Κολοκοτρώνη, προς επιτόπια μελέτη της κατάστασης.
Αποτυγχάνοντας σε εκείνη την πρώτη προσπάθεια, επανήλθε τον Ιούλιο του ίδιου έτους οπότε και εισήλθε στη Μακεδονία ως ζωέμπορος με το όνομα «Πέτρος Δέδες». Μετά από 20ήμερη παραμονή συναντήθηκε με τον Έλληνα πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά στη Θεσσαλονίκη ανταλλάσσοντας σκέψεις για ανάληψη επιχειρήσεων και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα.
Ύστερα από παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης ο Μελάς ανέλαβε την αρχηγία του Μακεδονικού αγώνα ενάντια στους Βούλγαρους με την εντολή να ασκεί καθήκοντα αρχηγού και στις μικρότερες ομάδες που δρούσαν εν τω μεταξύ στις περιφέρειες Μοναστηρίου και Καστοριάς.
Δράση στη Μακεδονία
Τη νύχτα της 27ης με 28ης Αυγούστου ο Παύλος Μελάς με το επιχειρησιακό όνομα Καπετάν Μίκης Ζέζας, με ένοπλο σώμα 35 ανδρών,που το αποτελούσαν Μακεδόνες, Μανιάτες και Κρητικοί διέβη τα ελληνοοθωμανικά σύνορα και εισέβαλε στα εδάφη της Μακεδονίας, κοντά στο Όστροβο (σημερινή Άρνισσα). Στις 30 Αυγούστου ο ληστής Θανάσης Βάγιας, τον οποίο ο Μελάς είχε προσλάβει ως οδηγό, λιποτάκτησε και στη συνέχεια κατέδωσε το σώμα του Μελά στους Οθωμανούς.
Τις επόμενες μέρες το σώμα του Μελά περιπλανήθηκε στην περιοχή της Σαμαρίνας, με τον ασυνήθιστο σε κακουχίες Μελά να καταπονείται ιδιαίτερα. Στις 5 Σεπτεμβρίου, ύστερα από πορεία πολλών ημερών όπου αντιμετώπισαν την καχυποψία του τοπικού πληθυσμού ο Μελάς και οι σύντροφοι του έφθασαν στο χωριό Ζάνσκο όπου τους βοήθησε και εφοδίασε πρόσωπο της εμπιστοσύνης τους.
Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Μελάς πραγματοποίησε την πρώτη του επιχείρηση.
Συνέλαβε έξω από το Σρέμπερνο έναν ηλικιωμένο και δύο παιδιά 8 και 15 ετών και στην συνέχεια τον καταζητούμενο πατέρα του 15χρονου. Νωρίς το βράδυ το σώμα εισέβαλε στο χωριό και συνέλαβε ακόμα έναν καταζητούμενο εξαρχικό. Αποφάσισε τελικά να μην σκοτώσει τους δύο καταζητούμενους υπό τον όρο πως θα πήγαιναν στην ελληνική Μητρόπολη και θα δήλωναν υποταγή στον εκεί Μητροπολίτη.
Στις 17 Σεπτεμβρίου προσπάθησε να οργανώσει επίθεση στο χωριό Άιτος καθώς ήταν κέντρο εξαρχικών αυτονομιστών όμως η απροθυμία συνεργασίας του ντόπιου συνεργάτη του του άλλαξε τα σχέδια και αποφάσισε να επιτεθεί στο γειτονικό χωριό Πρεκοπάνα (σημερινή Περικοπή) Εκεί περικύκλωσε τον τοπικό πληθυσμό που εκείνη την ώρα παρακολουθούσε μια κηδεία. Απαίτησε να δηλώσουν πίστη στον Έλληνα Μητροπολίτη και να ζητήσουν την αποστολή ιερέα και δασκάλου. Για να γίνει πιστευτή η απειλή του πήρε μαζί του τον εξαρχικό δάσκαλο και τον εξαρχικό παπά, τους οποίους οι συνεργάτες του εκτέλεσαν λίγο έξω από το χωριό.
Η δολοφονία φαίνεται να συγκλόνισε τον Μελά. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο χωριό Μπελκαμένη όπου τους υποδέχτηκαν μυστικά Έλληνες του χωριού. Το απόγευμα της επόμενης μέρας το σώμα μπήκε στο χωριό και υποχρέωσε τον ρουμανοδάσκαλο σε φυγή. Νωρίς το βράδυ το σώμα κατευθύνθηκε για να χτυπήσει το σλαβόφωνο χωριό Νερέτ (σημερινός Πολυπόταμος). Την επόμενη μέρα όμως τα σχέδια τους ανατράπησαν όταν συνειδητοποίησαν πως στο χωριό βρισκόταν σημαντική δύναμη του οθωμανικού στρατού. Κατά τη διάρκεια της άτακτης φυγής τραυματίστηκε θανάσιμα ο συνεργάτης του Μελά Θανάσης Καπετανόπουλος.
Ο Μελάς τον σκέπασε με την κάπα του, στην οποία είχε αφήσει από αμέλεια ένα γράμμα του Καπετανόπουλου προς τον Δημήτριο Καλλέργη, τον Έλληνα πρόξενο στο Μοναστήρι. Η εύρεση της επιστολής θα οδηγούσε αργότερα σε διάβημα της Υψηλής Πύλης προς την ελληνική κυβέρνηση και την ανάκληση του Καλλέργη. Ύστερα από το επεισόδιο αυτό το σώμα του Μελά κράτησε χαμηλό προφίλ και για αρκετές μέρες έμεινε στη Νεγοβάνη (σημερινό Φλάμπουρο).
Ο θάνατός του
Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο Νερέτ, ο Μελάς και η ομάδα του κατευθύνθηκαν στα Στάτιστα (σημερινός Μελάς), χωριό τότε πλειοψηφικά σλαβόφωνο. Στο χωριό, ο ντόπιος συνεργάτης του Μελά Ντίνας Στεργίου μοίρασε τους άνδρες της ομάδας σε πέντε σπίτια.
Στο χωριό όμως υπήρχε οργανωμένος βουλγαρικός πυρήνας, μέλος του οποίου ειδοποίησε τον οθωμανικό στρατό για την παρουσία του ελληνικού σώματος. Στις 13 Οκτωβρίου το χωριό περικυκλώθηκε από οθωμανικό απόσπασμα 150 ανδρών και ξεκίνησαν αψιμαχίες. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας θα έβρισκε τον Μελά νεκρό υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Μελά υπάρχει πλήθος εκδοχών.
Κάποια στιγμή το οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε ένα από τα κρυσφύγετα των Ελλήνων και ξέσπασαν πυροβολισμοί. Οι περισσότερες αφηγήσεις συντρόφων του Μελά αμφισβητούν το ότι υπήρξε σημαντική μάχη και είναι αμφίβολο αν ο Μελάς και όσοι ήταν μαζί του συμμετείχαν. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν πως κάποια στιγμή τη νύχτα ο Μελάς προσπάθησε να διαφύγει όμως τραυματίστηκε θανάσιμα.
Οι μαρτυρίες ποικίλουν για το αν ο Μελάς ύστερα από τον τραυματισμό του απεβίωσε, αυτοκτόνησε, ζήτησε από τον Ντίνα να τον αποτελειώσει, ή ο τελευταίος τον σκότωσε αυτόβουλα. Φαίνεται να ήταν ο μοναδικός νεκρός της ελληνικής πλευράς.
Σύμφωνα με μια αφήγηση των συμβάντων που διαδόθηκε από τις εφημερίδες της εποχής πέθανε στα χέρια του φίλου του, Γεώργιου Στρατινάκη και η τελευταία του φράση πριν ξεψυχήσει ήταν «Βούλγαρος να μη μείνει». Η εκδοχή αυτή δεν επιβεβαιώνεται από καμία μαρτυρία.
Γύρω από το σώμα του νεκρού Παύλου Μελά εκτυλίχθηκε μια διπλωματική επιχείρηση για την παραλαβή και ενταφιασμό του. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να γίνει γνωστή στους Οθωμανούς η ταυτότητα και το στρατιωτικό αξίωμα του νεκρού, διότι αυτό θα δημιουργούσε διπλωματική κρίση.
Αρχικά ο νεκρός θάφτηκε από τους χωρικούς έξω από τη Στάτιστα ενώ οι Οθωμανοί δεν γνώριζαν την ταυτότητά του. Αργότερα ο Ντίνας απεσταλμένος της ελληνικής πλευράς (πιθανώς του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη ή του οπλαρχηγού Κύρου) επιχείρησε να ξεθάψει και να μεταφέρει αλλού τον νεκρό.
Στο μεταξύ όμως ο θάνατος του Μελά είχε μαθευτεί στην Αθήνα και η εκεί Οθωμανική πρεσβεία ειδοποίησε τις αρχές της Θεσσαλονίκης να βρουν το πτώμα ώστε να το χρησιμοποιήσουν σαν απόδειξη της Ελληνικής επέμβασης σε οθωμανική επικράτεια. Έτσι, ενώ ο Ντίνας έκανε την εκταφή εμφανίστηκε οθωμανικός στρατός.
Τότε έκοψε βιαστικά το κεφάλι του νεκρού και έφυγε. Το κεφάλι τάφηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πισοδέρι ενώ οι Οθωμανοί πήραν το ακέφαλο σώμα και το πήγαν στην Καστοριά για αναγνώριση. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, που γνώριζε τα πάντα, κινητοποίησε τη νεολαία της Καστοριάς που περικύκλωσε το Διοικητήριο και απαιτούσε να τους δοθεί το σώμα «κάποιου Ζέζα» που ήταν Έλληνας.
Ο Μητροπολίτης, προειδοποιώντας ότι μπορεί να συμβούν ταραχές που θα έβλαπταν την ειρηνική συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων κατάφερε να του δοθεί το σώμα το οποίο και τάφηκε στο παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς.
Ο θάνατος του Μελά, γόνου μιας από τις σημαντικότερες ελληνικές οικογένειες, πήρε μεγάλη δημοσιότητα και συγκλόνισε την κοινή γνώμη της εποχής. Υπό την πίεση των γεγονότων η ελληνική κυβέρνηση ωθήθηκε να συμμετάσχει πιο ενεργά στον μακεδονικό αγώνα ενώ αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των εθελοντών.
“Ο θάνατος του παλληκαριού”
Ίωνος Δραγούμη: Ο θάνατος του παληκαριού.
(Μηνιαία Επιθεώρηση ΗΩΣ, 1960)
ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ
…Ο χειμώνας ήρχουνταν βαρύς από πάνω.
Από την Ελλάδα, αφήνουν το Μίκη Ζέζα χωρίς βοήθεια, ενώ τους παρακαλεί κάθε μέρα να του στείλουν και τους αρχηγούς που του έταξαν και τα όπλα, γιατί βλέπει πως ένας άνθρωπος, και σιδερένιος αν είναι, μόνος δεν μπορεί να τα προφθάση όλα.
Κάποτε, πριν έλθη, πίστευε πως στο χέρι του ήταν να κάμη μόνος ό,τι έπρεπε να γίνη.
Η κούραση πλακώνει που και που την ψυχή του τώρα.
Βάλσαμο του πόνου είναι η θύμηση μονάχα του σπιτιού του και τα γράμματα από κει, που τον εγκαρδιώνουν.
Και γράφει της γυναικός του σ’ ένα από τα τελευταία του γράμματα:
«Πότε σας συλλογίζομαι και σας επιθυμώ με πόθον ακατάσχετον, πότε πάλι είμαι ενθουσιασμένος και αισιόδοξος, πότε απογοητευμένος αλλ’ οπωσδήποτε πάντοτε πάσχων τόσον πολύ ηθικώς, ώστε λησμονώ τους σωματικούς κόπους και πόνους».
Και κάποτε στην άπονη μοναξιά, που βρίσκεται, σα να προβλέπη το θάνατο:
«Σε φιλώ άλλην μίαν φοράν και σου εύχομαι, αγάπη μου, ευτυχίαν και χαράν εις τον βίον σου.
Την νύκτα εις τα λημέρια μας όταν τυχόν φανή ενα άστρο σου στέλλω χίλια φιλιά…»
Ένα άστρο στον ουρανό είναι το μόνο πράγμα που απόμεινε να μπορούν την ίδια στιγμή να βλέπουν και οι αγαπημένοι του και να τον πείθη πως ζούν ακόμη μ’ αυτόν στον ίδιον κόσμο.
Μια βραδυά έφθασαν σ’ ένα χωριό μουσκεμένοι από τη βροχή και κατακουρασμένοι από μακρύ και δύσκολο δρόμο.
Ο αρχηγός μοίρασε τα παιδιά του σε μερικά σπίτια για να στεγνώσουν και να κοιμηθούν καλά’ και ο ίδιος πήγε σ’ ένα σπίτι με τέσσερεις άλλους.
Μόλις κάθησε, ρώτησε το σπιτονοικοκύρη αν ήξερε που βρίσκουνταν έκείνη την ήμέρα ο καπετάν Ευθύμης, και εκείνος αποκρίθηκε πως ήταν στο Zέλοβο.
Τότε ζήτησε να βρούν κανέναν άνθρωπο να στείλουν με γράμμα στο Ζέλοβο.
Έφεραν δύο χωριανούς και έγραψε ο αρχηγός το γράμμα στον Εύθυμη λέγοντας του να έλθη ως έξω από τη Στάτιτσα την άλλη μέρα για ν’ ανταμωθούν.
Οι χωρικοί πήραν το γράμμα κ’ έφυγαν.
Το πρωί ήρθαν χωριάτες να δουν τον καπετάνιο’ τους ρώτησε για το χωριό, για τις δουλιές τους και αν περνά στρατός από κει αποκρίθηκαν πως στρατός μένει σ’ ένα άλλο χωριό μακρίτερα.
Έπειτα παράγγειλε να ετοιμάσουν ένα σφαχτό και να το μοιράσουν στα σπίτια, που έμεναν τα παιδιά’ στο δικό του τραπέζι κράτησε δυό προεστούς να φάγουν μαζί’ το απόγεμα πήγαν οι δυό αυτοί χωριανοί να μηνύσουν και τους άλλους να έλθουν και αυτοί κατά το βράδυ να τους μιλήσει ο καπετάνιος.
Έξαφνα μπαίνει η σπιτονοικοκυρά και λέγει πως μια γριά είδε στρατό στο δρόμο από το Κονομπλάτι.
— Aϊ, θα περάση, είπε ο Παύλος.
Σε λίγο πάλι έρχεται η γυναίκα και λέγει πως ο στρατός ζύγωσε στο χωριό. Σηκώθηκαν, πήγαν στα παράθυρα και είδαν στρατιώτες μέσα στο χωριό σκορπισμένους.
Αμέσως ο αρχηγός μηνά στα καταλύματα να είναι έτοιμοι, μα να μην κουνηθή κανένας.
Έπειτα από λίγα λεπτά έρχονται δυό γυναίκες και λέγουν πως ο στρατός τράβηξε κατά τον απάνω μαχαλά, και, αν θέλουν, να φύγουν.
Έρχονται και άλλες γυναίκες σταλμένες από τα καταλύματα και ρωτούν τι να κάμουν, να φύγουν;
να πυροβολήσουν;
Ο αρχηγός τους μήνυσε να μην πυροβολήση κανείς χωρίς να διατάξη αυτός, τίποτε να μην κάνουν παρά να μείνουν στη θέση τους.
Έρχονται πάλι γυναίκες και λέγουν πως ο στρατός κατεβαίνει προς τα κάτω. Ο αρχηγός είχε πιάσει το παράθυρο μ’ ένα χωριανό και κοίταζε είδε μερικούς στρατιώτες που πήγαιναν στο αντικρυνό κατάλυμα’ άρχισαν οι στρατιώτες να χτυπούν με τους κόπανους στην πόρτα του σπιτιού, άλλα καμιάν απάντηση δεν έλαβαν’ άρχισαν να χτυπούν δυνατώτερα, φωνάζοντας:
— θα κάψουμε το σπίτι…
Σηκώνει ο άρχηγός το τουφέκι του και πυροβολεί’ ο χωριανός που ήταν κοντά του τραβά και αυτός’ αρχίζουν και από το αντικρυνό κατάλυμα να πυροβολούν.
Οι Τούρκοι σκόρπισαν’ πιάνουν όμως θέσεις και πυροβολούν και αυτοί.
Οι πυροβολισμοί κόπηκαν’ ο αρχηγός με τους δικούς του κατεβαίνει κάτω στην αυλή του σπιτιού και μπαίνουν σ’ ένα μικρό στάβλο, γιατί επάνω δεν ήταν ασφαλισμένοι. Στάθηκε στην πόρτα και βλέπει ένα στρατιώτη, που έρχεται κατά την αυλή τραβά και ο στρατιώτης πέφτει ένα από τα παλληκάρια του βγαίνει και παίρνει το τουφέκι του σκοτωμένου.
Άρχισε να νυχτώνη ο αρχηγός προσεχτικά βγαίνει έξω με δυό από τα παιδιά του’ οι άλλοι μένουν μέσα, προσμένοντας.
Ακούσθηκε μια τουφεκιά και ύστερα μια φωνή:
— Με χτύπησαν, παιδιά.
Ήρχουνταν πίσω ο άρχηγός κατά το στάβλο μπήκε μέσα και κάθησε σε κάτι άχυρα’ φώναξε ένα από τους συντρόφους του και, βγάζοντας από το λαιμό το σταυρό που φορούσε είπε:
— Να το δώσης στη γυναίκα μου και το τουφέκι στον υίό μου να πης ότι το καθήκον μου το έκαμα…
Ξεζώσθηκε κ’ έπεσαν λίρες από το κεμέρι του που το είχε τρυπήσει το βόλι’ φάνηκαν αίματα’ άρχισαν πόνοι’ και έλεγε:
— Σκοτώστε με, βρε παιδιά’ πως θα μ’ αφήστε στους Τούρκους ;..
Όσο περνούσε η ώρα τόσο πονούσε δυνατώτερα όταν τον συνέπαιρνε δυνατός ο πόνος, σχεδόν βογγούσε και έλεγε:
— Πονώ, σκοτώστε με… Καί πάλι: σκοτώστε με…
Και άλλοτε ωνόμαζε τα παιδιά του.
Ο σύντροφος, που είχε έλθει κοντά του, είπε:
— Καπετάνιε, δε σ’ αφήνουμε στους Τούρκους.
Και έσκυψε και τον εφίλησε στο στόμα’ τα χείλη του ήταν ψυχρά. Και πάλι τον συνεπήραν οι πόνοι δυνατοί κ’ έλεγε όλο πιο σιγανά:
— Πονώ, σκοτώστε με!…
Δεν μπορούσε πιά να κουνηθή από τη θέση του ούτε τα παιδιά του δεν ωνόμαζε τώρα ως που δεν ακούσθηκε πιά φωνή…
Οι Τούρκοι φοβούνταν να προχωρέσουν στο σκοτάδι έμειναν στις θέσεις, που είχαν πιάσει, περιμένοντας το πρωί.
Ακούσθηκαν πάλι πυροβολισμοί κατά το αντικρυνό σπίτι και αμέσως έπειτα μπαίνει ένας άνθρωπος μεσ΄ στο στάβλο ντυμένος χωριάτικα’ το ρωτούν από που είναι και τι ήλθε’ αποκρίνεται πως έβοσκε τα αγελάδια του και οι στρατιώτες τον πήραν με τη βία να τους οδηγήση’ άπό τις τουφεκιές φοβήθηκε και ήρθε μέσα.
Γύρισε ένας και είπε σιγά στους άλλους:
— Δεν είναι από δω αύτός, θα είναι Βούλγαρος. Αυτός μας πρόδωσε, θέλει κόψιμο.
Ένας άλλος είπε:
— Σταθήτε, βρε παιδιά, δεν ξέρουμε τι άνθρωπος είναι.
Με τις φοβέρες τον έβαλαν και πήγε άθελα να κοιτάξη αν άπό την άλλη μεριά του σπιτιού, πίσω από τον τοίχο, είναι στρατιώτες’ πήγε ως στη γωνιά και γύρισε πίσω’ δεν είδε κανένα. Αποφάσισαν να φύγουν. Κατά τα μεσάνυχτα διώχνουν τον άνθρωπο, πηδούν τον τοίχο με προσοχή να μην κάμουν ταραχή και φεύγουν κρυφά κατά το βουνό μες΄ στο σκοτάδι.
Αντίγραφον τηλεγραφήματος
Ο Πρόξενος Μοναστηριού
Προς
Το Υπουργείον Εσωτερικών
Παρελθούσαν Τετάρτην 13 τρέχοντος (‘Οκτωβρίου) ημετέρων εύρεθέντων εν χωρίω Στάτιτσα, στρατιωτικόν απόσπασμα ελθόν εκ Κονομπλατίου (το αύτό πιθανώς όπερ έστάλη εκ Φλωρίνης εις Νερέτι προς καταδίωξιν ήμετέρας και βουλγαρικής συμμορίας) περιεκύκλωσε Στάτιτσαν, και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ήμετέρων.
Ήμέτεροι άπήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσουν έξοδον.
Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος έπίκεφαλής τούτων, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως.
Σύντροφοί του τον απέσυραν εντός χωρίου και εναπέθεσαν παρακειμένφω οικίσκω ένθα μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, έθνικός ήρως ησύχασε.
Υπαρχηγός Πύρζας παρέλαβε σακκίδιον αυτού μεθ’ όλων εν αυτώ εγγράφων, επιστολών, ως και τα λοιπά επ΄ αυτού αντικείμενα, άτινα σταλέντα μοί διά προσώπου εμπιστοσύνης, Ίσως λάβω σήμερον. Απέστειλα διά πρωινής Αμαξοστοιχίας πρόσωπον εμπιστοσύνης Πισοδέριον όπως πληροφορηθεί περί ταφής Μελά.
Απόσπασμα επιστολής
Κύριον Ίωνα Δραγούμην
Αθήνας
Εν Μοναστηρίω τη 20η Οκτωβρίου 1904
…Επανήλθον εκ Ζελόβου και Πισοδερίου, όπου μετέβην τη παρελθούση Κυριακή 17 ισταμένου, κατόπιν της αυθημερόν ληφθείσης θλιβεράς αγγελίας περί του θανάτου του πολυκλαύστου Παύλου Μελά και της ανατεθείσης μοι εντολής υπό του διευθύνοντος το ενταύθα Β. Προξενείον κ. Φ. Κοντογούρη, όπως μεριμνήσω περί του ενταφιασμού αυτού… είχε ληφθή εγκαίρως φροντίς υπό των ορθοδόξων χωρικών Στατίτσης περί ενταφιασμού αυτού εις μέρος ασφαλές…
Περί την 3 μετά μεσονύκτιον ώραν επωφελούμενος της πυκνής ομίχλης ήτις μας περιέβαλλε, και του σκότους της νυκτός, εξήλθον εκ Πισοδερίου και κατηυθύνθην εις Ζέλοβον..
όπου ήλπιζον να συναντήσω τα ενταύθα καταφυγόντα μέλη της ομάδος του αοιδίμου Μελά, μετά το ατύχημα της Στατίτσης, αλλ’ ατυχώς εύρον μικρόν μόνον σώμα εξ 9 ανδρών αποτελούμενον, υπό την οδηγίαν του γνωστού σοι Παύλου Κύρου, εκ Ζελόβου…
ούτος έσπευσε ν’ αποστείλη ένα νέον εκ του χωρίου Στατίτσης, τον οποίον ο μακαρίτης είχεν εις την υπηρεσίαν του ονόματι Ντίναν, μετημφιεσμένον, εις Στάτιτσαν, όπως παραλάβη και μεταφέρη κρυφίως το νεκρόν σώμα…
Μετά δύο ώρας ο νέος επανήλθε λίαν τεταραγμένος, ον λαβών κατ΄ ιδίαν εξήτασα και ήκουσα ότι μόλις είχεν αρχίσει το έργον της εκταφής ανηγγέλθη αθτώ ότι ισχυρόν στρατιωτικόν απόσπασμα διηυθύνετο προς το χωρίον.
«Έσπευσα τότε ν’ αποκόψω την κεφαλήν του αρχηγού μου, » την οποίαν περιτυλίξας Ακολούθως εις λευκόν τι πανίον » εκρυψα έντός του σάκκου μου, είτα δ΄ εκάλυψα και πάλιν »
το λοιπόν σώμα του διά χώματος και ίσοπεδώσας το μέρος εκάλυψα διά χόρτων τον τάφον του άρχηγού μου». …
Φέρων υπό μάλης τον σάκκον εν ω περιείχετο η κεφαλή του ατυχούς αρχηγού του και την αξίνην επ’ ώμου, κατώρθωσε να διαφύγη την προσοχήν του στρατού και να φθάση μέχρι Ζελόβου, όπου εις οικίαν τινά κειμένην εις το άκρον του χωρίου, απέκρυψεν εις ασφαλές μέρος αυτήν.
Έτρεμον εκ συγκινήσεως σύσσωμος και κλαίων κατεφίλουν τον γενναίον εκ Στατίτσης νέον, εζήτησα δε τότε παρ΄ αύτού να μοί αποδοθή το πολύτιμον δι’ εμέ κειμήλιον.
Moι επετράπη, αμέσως δ’ έσπευσα εις την υποδειχθείσαν μοι οικίαν.
Αδυνατώ, αδελφέ μου, να σοι περιγράψω τι συνέβη την στιγμήν καθ’ ην μοί άπεδόθη το πολύτιμον σακκίδιον…
’Ανοίξας μετά πολλής και όντως θρησκευτικής εύλαβείας το σακκίδιον εκείνο, εν αποκρύφω και ήμιφωτίστω δωματίω ανεγνώρισα, φεύ, την κεφαλήν του αρειμανίου εκείνου άνδρός, ον ωδήγουν διά των αποκέντρων οδών της πόλεώς μας εις το προξενείον την Μεγάλην Πέμπτην.
Η ιδέα ότι η καταζητουμένη εκείνή υπό του στρατού κεφαλή, και ότι αν ανεκαλύπτετο, πόσοι εξευτελισμοί και πόσοι ονειδισμοί επεφυλάσσοντο δι΄ ημάς, μοί έδωκε δυνάμεις και τυλίξας αυτήν επιμελώς και θείς εν τω σάκκω έλαβον μετ’ εμού, παραλαβών δε και τους ακολουθήσαντάς με εκ Πισοδερίου φίλους, εξήλθομεν του χωρίου ομού κρατούντες ανά χείρας τον πολύτιμον σάκκον.
Ένταύθα σκέψεως γενομένης απεφασίσθη, προς πρόληψή παντός απευκταίου, εγώ μεν μετά των δύο διδασκάλων να προηγηθώμεν και μεταβώμεν εις την Μονήν της Αγίας Τριάδος, όπου θα ήρχετο προς συνάντησίν μας ο Χατζή Κώτσης, όστις ανέλαβε να κομίση το σακκίδιον έφιππος, ο δε Μ. Χασόπουλος να επιστρέψη εις Πισοδέριον…
Επροτίμησα να διέλθω το προ της Μονής δάσος πεζή συλλέγων τα εναπολειφθέντα εν αύτω άνθη δι’ ων έστεψα την κεφαλήν τού έθνικού ήρωος…
Ήσχολήθην εις την εξεύρεσιν καταλλήλου προς ενταφιασμόν μέρους, και ως τοιούτον προετίμησα το παρακείμενον τη έκκλησία του Πισοδερίου παρεκκλήσιον της ‘Αγίας Παρασκευής.
Παρεσκευάσαμεν ακολούθως τα διά την κηδείαν χρειώδη, κατεσκευάσαμεν κιβώτιον, επρομηθεύθημεν σάβανον εξ έκείνων του Παναγίου Τάφου, είδοποιήθη ο ίερεύς Παπα – Σταύρος, και όταν ήδη ήσαν πάντα έτοιμα, εξεκινήσαμεν εν τω σκότει φέροντες μεθ’ ήμών πάντα τα χρειώδη, εγώ δε τον σάκκον, τον οποίον εναπέθεσα προ της εικόνος της Μητρός του Χριστού, μέχρις ου εξορυχθή ο ταφίσκος.
Έκεί, εν τω ρηθέντι παρεκκλησίω, προ της ωραίας Πύλης, αφ΄ ου εξωρύχθη ο ταφίσκος, εκομίσθη το κιβώτιον, εν ω, επιστρώσας το σάβανον έθηκα ιδίαις μου χερσί την τιμίαν κεφαλήν κοσμήσας διά των ανθέων του δάσους…
Η ακολουθία εψάλη ολόκληρος. Έδώκαμεν τον τελευταίον ασπασμόν, και αφού αφήρεσα εκ της εστεμμένης κεφαλής του μεγάλου τούτου τέκνου της Ελλάδος ολίγα άνθη, άτινα απέκρυψα εις το υπ’ αύτού δωρηθέν χαρτοφυλάκιον, εκάλυψα διά του ετέρου ημίσεος του σαβάνου και επιθέσας το κάλυμμα του κιβωτίου, επεσώρευσα χώμα επ’ αυτού και προσήρμοσα καλώς την πλάκα…
Η μόνη παρηγορία, αδελφέ μου, είναι ότι απέθανεν ο πολύκλαυστος γαμβρός υμών εν τη εκπληρώσει του καθήκοντός του ως αληθής ήρως και ότι το όνομά του θα καταλάβη εν τη ιστορία της Πατρίδος του Μεγάλου Αλεξάνδρου μίαν εκ των λαμπροτέρων σελίδων.
Έσο γενναίος, ως πάντοτε υπήρξες, προς παρηγορίαν του αγαπητού σου φίλου
Βασιλείου Αγοραστού
Απόσπασμα εγγράφου
τη 25η Οκτωβρίου 1904
Προς
Το Υπουργείον των Εξωτερικών
Ελληνικόν Προξενείον Μοναστηρίου
…Ούτω την Δευτέραν 18ην ‘Οκτωβρίου, στρατιωτικόν απόσπασμα μετέβη, ως έγραψα υμίν, εις Στάτιτσαν και υπέβαλεν εις ανάκρισιν τους χωρικούς, παρ’ ων όμως παρά το ανηλεές αυτών ξυλοκόπημα και την απειλήν περί εμπρησμού ολοκλήρου του χωρίου ούδέν ήδυνήθη να μάθη…
επιμελεστέρα έρευνα εν τω χωρίω αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε — καθώς αυτός ο Βαλής μοί είπε χθες, η ανακάλυψις ακεφάλου πτώματος.
Επιστολή δε του Μητροπολίτου Καστορίας σήμερον ληφθείσα μοί αγγέλλει, ότι το ακέφαλον πτώμα μετεκομίσθη προχθές εις Καστορίαν, ένθα χθες επρόκειτο να κηδευθή…
Απόσπασμα επιστολής
Κύριον Ίωνα Δραγούμην
Αθήνας
…Τα χρέη των συγγενών του αειμνήστου εθνομάρτυρος είχον το ατύχημα να εκτελέσω εγώ. Τη 23ητου απαισίου μηνός μετέφερεν επί κραβάτου εις την πόλιν ημών ο στρατός το ιερόν σώμα του πολυκλαύστου μας εθνομάρτυρος. ..
Περί την δύσιν του ήλιου μοί παρεδόθη υπο των Αρχών …
κατέθεσα τον σεπτόν νεκρόν εντός μικράς βυζαντινής εκκλησίας,
κειμένης απέναντι της Μητροπόλεως, δι’ όλης -δε της νυκτός άγρυπνος διαμείνας εν τω οίκω φίλου επιστηθίου λαβόντος με παρ’ έαυτω, όπως με παρηγορήση,
ητοίμασα νέον νεκρικόν κράβατον με επιστέγασμα φέρον το σημείον του σταυρού και το κλεινόν όνομά του, ητοίμασα τον ένδοξον τάφον -του εν τω περιβόλω του βυζαντινού ναού υπό δύο δενδρύλλια απέναντι του παραθύρου μου, τη δε επαύριον Κυριακή, όρθρου βαθέος, περιέθεσα τας χείρας του με εν μετάξινον μαντίλιόν μου,
κατέθεσα επί του στήθους του εν Ευαγγέλιον,
ένα Σταυρόν και
μίαν Εικόνα
και πριν αρχίση η λειτουργία ετελέσαμεν την κηδείαν του πεπνιγμένος εν λυγμοίς ανέγνωσα τας ευχάς εντός του Μητροπολιτικού ναού
και μη υπάρχοντος εν αύτω νεκροταφείου μετέφερα ο ίδιος εις τον παρακείμενον περίβολον του βυζαντινού ναού των Ταξιαρχών το σεπτόν σκήνος του,
τον κατέβρεξα με πύρινα δάκρυα και απελθών έπεσα επί της στρωμνής μου όπως θρηνώ τον άοίδιμον ήρωα.
Οι ιερείς καθ’ εκάστην ημέραν διετάχθησαν να εύχωνται επί του τάφου του.
Προσωρινώς ανιδρύσαμεν ευπρεπή τάφον επί του οποίου φέγγει ο νεκρικός φανός, μέχρις ου άνατείλη η ήμέρα καθ’ ην η ΠατρΙς θα ανεγείρη σύσσωμος επ’ αυτού το αθάνατον της δόξης τρόπαιον.
This actually answered my problem, thank you!