Διαβάζετε τώρα
27 Σεπτεμβρίου 1669. Πολιορκία του Χάνδακα από τον Οθωμανικό στόλο

27 Σεπτεμβρίου 1669. Πολιορκία του Χάνδακα από τον Οθωμανικό στόλο

Σήμερον απού το Θεό είναι αποφασισμένο –
27 Σεπτεμβρίου 1669 οι Τούρκοι πατούν τον Χάνδακα

Ω Κάστρο μου περίδοξο, τάχατες όσοι ζούνε,
τάχατες να σε κλαίσινε και σ’ αναζητούνε;
Έπρεπε όλ’ οι Καστρινοί μαύρα για να βαστούσι,
να κλαίγουνε καθημερνό κι όχι να τραγουδούσι•
άντρες, γυναίκες και παιδιά και πάσα κορασίδα
να δείχνουν πώς εχάσανε τέτοιας λογής πατρίδα.

 (Από τον «Κρητικό Πόλεμο» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, επιμέλεια  Στυλιανός Αλεξίου – Μάρθα Αποσκίτη, εκδ. Στιγμή, 1995)

 Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 1699. Ο Χάνδακας, η πρωτεύουσα της Κάνδιας (Κρήτης) που βάσταξε 22 χρόνια τις επιθέσεις των Οθωμανών, στην πλέον μακροχρόνια πολιορκία στην ιστορία του κόσμου, είναι πλέον μια έρημη πολιτεία, γεμάτη πτώματα και ερείπια… Εκείνη την ημέρα, οι τελευταία υπερασπιστές της, με πρώτο τον αρχιστράτηγο των Βενετσιάνων, Φραντζέσκο Μοροζίνι, αργότερα Δόγη της Βενετίας, εγκατέλειπαν τα θλιβερά κατάλοιπα της πόλης, κατά πως είχε συμφωνηθεί με τον αρχιστράτηγο της άλλης πλευράς, τον Μέγα Βεζίρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Αχμέτ Κιοπρουλή

Αυτό το μακρινό, φθινοπωρινό πρωινό, κατά την περιγραφή του ίδιου του Μοροζίνι σε μια αναφορά που έγραψε από τη Ντία, όπου έμεινε για λίγο προκειμένου να ανασυγκροτήσει την αναχώρηση των δυνάμεων αλλά και να παρακολουθήσει την είσοδο των Τούρκων στην πολιτεία, ο Χάνδακας δεν είχε παρά 13 μόνο από τους παλιούς κατοίκους της που δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να τον εγκαταλείψουν. Τόσους βρήκαν, την ίδια μέρα, οι άνθρωποι του Κιοπρουλή, οι πρώτοι Τούρκοι που πάτησαν την άλλοτε λαμπρή πολιτεία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Οι Τούρκοι, στις 27 Σεπτεμβρίου 1669, βρήκαν στον Χάνδακα, δυο Έλληνες, τρεις Εβραίους κι άλλους 8 φτωχούς ξένους, απομεινάρια της παλιάς κατάστασης, όπως μας πληροφορεί στη μοναδικής ιστορικής αξίας αναφορά του ο Μοροζίνι. Για να παραμείνουν, θα έπρεπε να αλλαξοπιστήσουν…

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 1669. Λίγο πριν την αναχώρηση, ο Μοροζίνι στέλνει τα κλειδιά της πόλης, στον Μέγα Βεζίρη. Και στη συνέχεια επιβιβάζεται κι ο ίδιος, τελευταίος απ΄όλους, στο πλοίο, αρχικά για τη Ντία και στη συνέχεια για τη Βενετία, όπου μάλιστα θα περάσει από δίκη κατηγορούμενος ως υπεύθυνος για την απώλεια του Χάνδακα και της Κρήτης, συνολικά, καθώς η πτώση της πρωτεύουσας σήμαινε και την κατάκτηση ολόκληρου του νησιού.

Πάντα εκείνη τη θλιβερή για την ιστορία της Κρήτης ημέρα, ο Κιοπρουλή, που βρισκόταν έξω από την πόλη, πήρε τα κλειδιά των πυλών και αντάμειψε πλούσια τον άνθρωπο που του τα έδωσε. Κι αμέσως έστειλε ομάδες από το στρατό του να μπουν στην πόλη και να προετοιμάσουν τη δική του, επίσημη είσοδο, μια εβδομάδα αργότερα, στις 4 Οκτωβρίου. Η πρώτη δουλειά των απεσταλμένων του αρχιστράτηγου των Οθωμανών ήταν να βγάλουν τα πτώματα από τις εκκλησιές, όπου είχαν τοποθετηθεί, και να τα κάψουν. Οι ναοί άδειασαν για να γίνουν τζαμιά. Παράλληλα απολύμαναν την πολιτεία, ώστε να τη βρει καθαρή ο αρχηγός των πολιορκητών.

«…στις 27 Σεπτεμβρίου οι δυνάμεις μας βγήκαν από τον Χάνδακα και άφησαν την πόλη στους Τούρκους, σύμφωνα με τα άρθρα της συμφωνίας», έγραφε ο Μοροζίνι στην αναφορά του, την οποία έχουμε στη διάθεσή μας και πρώτη φορά παρουσιάσαμε, μεταφρασμένη, σε αφιέρωμα στην “Πατρίδα” το 2009.

«Την ίδια μέρα– πρόσθετε- τα κλειδιά της πόλης στάλθηκαν στο Βεζίρη, ο οποίος τα παρέλαβε με πολλές εκδηλώσεις ενθουσιασμού και αντάμειψε με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό τον άνθρωπο που του τα έφερε. Εκείνος έστειλε αμέσως στην πόλη μεγάλο αριθμό ανθρώπων του να την απολυμάνουν και να βγάλουν τα νεκρά σώματα έξω από τις τέσσερις κυριότερες εκκλησίες, δηλαδή, του Αγίου Φραγκίσκου, του Αγίου Τίτου, του Αγίου Σαλβαδόρ και του Αγίου Πέτρου, τους οποίους προορίζει να μετατρέψει σε τζαμιά, εργασία στην οποία οι Τούρκοι δαπάνησαν ήδη πολλές ώρες.
Στις 4 Οκτωβρίου ο Μέγας Βεζίρης έκανε την επίσημη είσοδό του από την Πύλη του Αγίου Ανδρέα μαζί με όλο το στρατό του, ο οποίος ανέρχεται περίπου σε 15.000 στρατιώτες, με 10 ή 11.000 επίλεκτους, και άλλους απαραίτητους ακολούθους. Βρήκε την πόλη άδεια, χωρίς εμπορεύματα και προμήθειες. Απέμειναν πίσω μόλις δύο Έλληνες, τρεις Εβραίοι και οκτώ άλλοι φτωχοί ξένοι, τους οποίους ο Βεζίρης θα μπορούσε επίσης να απομακρύνει, αλλά αυτοί θεώρησαν προτιμότερο να αλλάξουν την πίστη τους παρά την πόλη τους, και έγιναν Τούρκοι».

Έτσι, εκείνη την ημέρα, ο Χάνδακας γινόταν κτήση των Οθωμανών, μετά από πολιορκία 22 χρόνων. Η πόλη που ξεχώριζε ανάμεσα στις επαρχίες της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Ενετίας, δεν άντεξε άλλο τις επιθέσεις των ορδών του σουλτάνου. Στην υπεράσπισή της έδωσαν πολλές δυνάμεις και τους καλύτερους στρατιωτικούς τους όχι μόνο η Δημοκρατία, αλλά και σχεδόν ολόκληρη η χριστιανική Ευρώπη, με επικεφαλής τον Πάπα της Ρώμης. Γιατί οι Ευρωπαίοι χριστιανοί ηγεμόνες και ο καθολικός θρησκευτικός ηγέτης έβλεπαν σ’ αυτή την υπόθεση τον αγώνα τότε του χριστιανισμού απέναντι στον επεκτατισμό της μουσουλμανικής Τουρκίας. Τον οποίο τελικά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν.Στις 27 Σεπτεμβρίου 1669 ο Χάνδακας ήταν μια έρημη πόλη. Την προηγούμενη ημέρα την είχαν εγκαταλείψει οι λιγοστοί κάτοικοι και οι υπερασπιστές της, με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Φραντζέσκο Μοροζίνι, που αργότερα έγινε Δόγης στη Βενετία. Ασφαλώς ο ηρωικός αγώνας του, από την άνοιξη του 1667 που βρέθηκε στον Χάνδακα ως αρχηγός των υπερασπιστών του, θα πρέπει να μέτρησε πολύ στο να αναλάβει το ύψιστο αξίωμα της καταρρέουσας, μετά από αυτή την απώλεια, Γαληνότατης Δημοκρατίας της Ενετίας.Στις 6 Σεπτεμβρίου (κατά τον αείμνηστο Νίκο Σταυρινίδη, αλλά και τον ιστορικό του 19ου αιώνα Βασίλειο Ψιλάκη) ή στις 16 Σεπτεμβρίου (κατά τον καθηγητή κ. Θεοχάρη Δετοράκη) της ίδιας χρονιάς ο Μοροζίνι αναγκαζόταν να υπογράψει συνθηκολόγηση για την παράδοση της πόλης. Πλέον οι υπερασπιστές δεν άντεχαν άλλο, καθώς είχαν μείνει ελάχιστοι κι αποκλεισμένοι από παντού. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι στρατιώτες, και πριν απ’ όλους οι Γάλλοι, εγκατέλειπαν τον Χάνδακα, βάζοντας, στην ουσία, την υπογραφή τους στην παράδοσή του.

Συνολικά οι Τούρκοι χρειάστηκαν σχεδόν 25 χρόνια για να καταλάβουν ολόκληρη την Κρήτη. Γενιές στρατιωτών τους χάθηκαν σ’ αυτή την προσπάθεια. Και τουλάχιστον δύο πασάδες έχασαν τα κεφάλια τους γιατί δεν μπορούσαν να προσφέρουν ολόκληρο το νησί στο σουλτάνο.

Οι Τούρκοι ιστορικοί έχουν αναφέρει ότι κατά την πολιορκία της πόλης σκοτώθηκαν περισσότεροι από 137.000 στρατιώτες και αξιωματούχοι της Υψηλής Πύλης. Ο αριθμός των θυμάτων από την πλευρά των υπερασπιστών είναι μικρότερος. Αλλά το μεγάλο κόστος ήταν η κατάληψη του Χάνδακα.

Κλαθμός του Μεγάλου Κάστρου
Για την παράδοση του Χάνδακα στους Τούρκους συγκλονιστικό είναι το απόσπασμα από τον «Κρητικό Πόλεμο» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, με τον τίτλο «Κλαθμός του Μεγάλου Κάστρου». Το αναδημοσιεύουμε από την έκδοση που επιμελήθηκαν οι Στυλιανός Αλεξίου και Μάρθα Αποσκίτη (εκδ. Στιγμή, 1995)

“Οι άγγελοι ας με θλιβού• απόστολοι, προφήται,
που τώρα τσ’ εκκλησίες μου ν’ αδειάζουνε, θωρείτε•
αρχιερείς και μάρτυρες, όσιοι και δικαίοι,
και πρίκα ογιά λόγου σας τα σωθικά μου καίει.
Σύβασες γίνουνται σ’ εμέ κι αγάπες θε να κάμου,
μα τάχα ν’ απομείνουσι στη χώρα τα παιδιά μου;
Ωφού, πως δεν μπορεί δεντρό πρικοφαρμακωμένο
παρά να δίδει τον καρπό πικρό και βρωμεσμένο,
πώς θα με παραδώσουνε, γιατί λαό δεν έχω
και τα τειχιά μου ερίξανε κ’ ίντα καλό απαντέχω;
Ωφού, κι απού ‘ τον αφορμή σε τούτη μου τη μάχη
κ’ εχάθη τόσος άνθρωπος, στα ίδια μου να λάχει!
Και που ‘ναι τόσοι Χριστιανοί; Στο χώμα μέσα λυούνε!
Κ’ οι άρχοντες της Βενετιάς που’ ν’, οι Ρωμαίοι που’ ναι;
Τώρα που θα με δώσουνε θαμπώνεται το φως μου,
οπού ‘τον χρόνοι και καιροί παίνεμα το δικό μου.
Ωφου, δε δύνομαι να βρω τρόπο, για να μπορέσω
στον πόνο τον αμέτρητον οπόχω να φελέσω.
Γιάντα, Φραντσέζε, με χαρά ήλθες κι αρνήθηκές με
με δίχως φόβο, κι έφυγες, κ’ ετουρκοσκλάβωσές με;
Τάχατες εις το Χάνδακα ήλθες να ξεφαντώσεις;
Τάχατες δε το κάτεχες πως θέλεις να μαλώσεις;
Δεν ήσυρνες πολλότατους άνδρες και παλληκάρια
οπού ‘χανε τη δύναμη κ’ εδείχναν σα λιοντάρια;
Κ’ εκείνοι ήτον αφορμή κ’ εθέλανε ξεγνοιάσει
οι φρόνιμοι της Βενετιάς, λέγοντας δεν αλλάσσει
των βασιλιάδων η βουλή, μα σ’ ό,τι κι α βαλθούνε
θέλουνε να το κάμουνε, πλήσα να παινεθούνε.
Μ’ αν τούτος οπού μου ‘στειλε, ήθελε να μισέψει,
ας είχε πάγει μοναχός κι όχι να ‘χει αδικέψει,
κι επήρε τους σολντάδους μου οπού ‘χα μετά μένα•
τούτες τες μέρες θρήνομαι τα μόχου καμωμένα.
Καμπόσοι εδείξανε ανδρειά και καβαλιεροσύνη,
καλά κι αν αποθάνασι, έχουν τιμήν εκείνοι.
Κι αφέντης οπού διάβηκε, όλοι τον επαινέσα,
γιατ’  ήκαμε πολλή τμή εις το φουσάτο μέσα.
Κ’ οι άλλοι όλοι εφύγανε οπού ‘ρθαν να μαλώσου
κ’ ελέγασι πως είν’ καιρός του Τούρκο να με δώσου•
ετούτο όλοι εθέλανε και τούτο εμιλούσα
και τον καιρό οπού κάμανε πάντα το καρτερούσα,
οπού ‘ρθε σε βοήθεια μου και το λαό μου επήρε•
Ευρώπη, δάρσου σήμερο και τα μαλλιά σου σύρε!
Εσίμωσε το τέλος μου, ώφου, για να σε δώσου,
να λάβουνε ξεκούραση, κ’ εμένα να σκλαβώσου.
Σήμερον απού το Θεό είναι αποφασισμένο,
και τ’ όνομά του προσκυνώ κι ας είναι δοξασμένο”.

Οταν αρχίσανε να μισεύγουσι και κλαθμός

Απείτις απογράψανε τες σύβασες και σάζου,
μέρες οκτώ των έδωκε, για να μπορού ν’ αδειάζου•
και εν τω άμα τουφεκιές, λουμπάρδες κατατούνε
και βροντισμό και συρισμό όλοι τως δε γροικούνε.
Οξω και μέσα γίνηκε τότες μια ομονοία
κ’ οι Τούρκοι, Φράγκοι και Ρωμιοί δεν είχανε μανία.
Οι Τούρκοι των ελέγανε, όποιος θε ν’ απομείνει•
αμέ δεν εγραφτήκανε κι ουδένα δεν αφήνει
ο γενεράλες, κ’ ήλεγε όλοι γοργό να βγούσι,
τα πράματα να κουβαλού, να πα μπαρκαριστούσι,
στη Ντία να τους παίρνουσι, κ’ εκεί να καρτερούσι
τ’ αρσίλια να ‘ρδινιάσουσι κι όλοι εκεί να μπούσι.
Τα σπίτια τωνε τ’ μορφα αρχίσανε ν’ αδειάζου,
και τες γυναίκες έβλεπες ετότες να χουγιάζου,
πως έχου να περάσουνε, το τι θε να γενούσι,
κ’ εθέλαν όλοι οι Ρωμιοί στη χώρα να σταθούσι•
μα οι πρώτοι δεν τσ’ αφήνανε, μα πηαίνα και τους βγάνα
κ’ είχανε βάρκες σ’ ορδινιά και μέσα τους εβάνα
Κ’ εκοίταζες οληνυκτίς τες βάρκες να φορτώνου,
γυνάικες, άνδρες, πράματα στη Ντία να τα σώνου.
Εις το νησί να βγαίνουσι κ’ οι βάρκες να γυρίζου
εις το μαντράκι ν’ ρχουνται, να τους ξαναγεμίζου•
τα πράματα να χάνουνται κ’ ενούς τ’ άλλού να παίρνει,
στες ρούγες να τ’ αφήνουσι, λύπηση πλιά να φέρνει•
κι αντίς για δάκρυα, αίματα ετύχαινε να τρέχου,
και που θε να τους πάσινε, όλοι να μην κατέχου.

(ΧΑΝΔΑΚΑΣ)
“Τόσους οπού θανάτωσαν, όλπιζαν να γλυτώσου
κ’ εις τη φτωχή τη χώρα μου ελευτεριά να δώσου
κ’ εκεί απ’ ανίμεναν χαρά, βάσανα τους ευρήκα,
και να μετρήσει τις μπορεί την αμέτρή μου πρίκα!
Ωφού, χαρά που θα γενεί, Τούρκοι, πολλά χαρήτε,
γιατί αγάπη γίνεται και πλιο δε θα χαθήτε.
Ωφού, πως θα με πάρουνε δεν αναυχαριστούμαι,
γιατί γροικώ σ’ όλη τη γην απάνω και παινούμαι•
γα μένα αγάπη θα γενεί να βρίσκεται και να ‘ναι,
αγάδες αναλύπητοι, κ’ εσύ βιζίρη πλάνε•
μα έρχισαν κ’ οι Χριστιανοί να φεύγου να μ’ αφήσου,
κ’ οι Τούρκοι μόνο μετά με έχου να κατοικήσου.
Οχι, ποτέ μηδέ γενεί, όχι μη μ’ αρνηθήτε,
κι ως τώρα με πολλές τιμές όλοι σας με κρατείτε.
Ωφού, νεκρή δε βρίσκομαι, ούτε κι αποθαμένη,
και μόνια μη μ’ αφήσετε την πολυαγαπημένη,
την Κρήτη σας τη θαυμαστή, το θαύμασμα του κόσμου,
οπού ‘στε μετά λόγου μου κ’ ήτονε στολισμός μου.
Μα ποιο θεριό αλύπητο κι αμέρωτο λιοντάρι,
στη σκλάβωσι που καρτερώ, λύπηση να μην πάρει
σε τούτη την αμέτρητη πληγή την εδική μου
κι εις το κακό τ’ αγιάτρευτο οπού ‘ρθε στο κορμί μου;
Κλαίτε με, φίλοι και δικοί, κλαίτε με την καημένη,
κλαίτε με, ολ’ οι Χριστιανοί, την παραπονεμένη!
Γης και φωτιά και το νερό, συγκλάψετέ με ομάδι
και, ουρανέ, την όψη σου σκέπασε με μαγνάδι•
και τ’ αστραποβροντίσματα το νέφαλο ας παίξει
να σκοτιστεί ο ήλιος, σ’ εμένα να μη φέξει!
Κλαίτε με, βρύσες, ποταμοί, λίμνες και ορυάκια κι όλα,
όρη και κάμποι και βουνά, ρόδα και πάσα βιόλα!
Με δάκρυα κλαίτε σήμερο, λουλούδια μυρισμένα
και κάμποι ανθοστόλιστοι και δέντρη μου ανθισμένα!
Κλαίτε με, τ’ άστρα τ’ ουρανού, τα νέφη, το φεγγάρι,
ολ’ οι πλανήτες, κ’ η Πιλιά πρίκα για μένα ας πάρει!
Ηλιε, το φως σου σήμερο σε σκότος ας αγυρίσει,
ογιά σημάδι, να σε δου σ’ Ανατολή κ’ εις Δύση,
για να γνωρίσουν πως εγώ ευρίσκομαι στο τέλος,
να κλάψουν όσοι με’ δασι, με της καρδιάς το μέλος.
Μηδέ γενούσι πωρικά• βότανα, ξεραθήτε
στα τόσα πλήσα βάσανα οπού σ’ εμέ θωρείτε,
το πως μ’ εδώκα των Τουρκώ, το πώς μ’ επαραδώσα
στα χέρια των Αγαρηνώ και το σταυρόν ελειώσα!
Ας κλαίγει και το πέλαγος, τα ψάρια ας χωστούσι,
κι ό,τι κι αν έχει μέσα του για λόγου μου ας θλιβούσι.
Τα κτήνη κι όλα τα’ ρπετά ας κλάψουν ογιά μένα,
όσα στην Κρήτη κατοικούν τα πολυπρικαμένα.
Ας κλάψουνε και τα πουλιά, πέρδικες και τρυγόνια,
τ’ αηδόνια κι όσα κιλαδούν κι όλα τα χελιδόνια.
Φωτιές κι αέρας και νερό κ’ η γης η πλουμισμένη,
ο ουρανός, τα κτίσματα, κι ανθρώποι πλουτισμένοι,
στην πρίκα μου τη σημερνή, ογιά να τηνέ δούσι,
την πλήσα και την άδικη, για να με λυπηθούσι.
Που ‘στε τεχνίτες θαυμαστοί, που ΄σαι, μαρκέζε Βίλα,
πού θα χαθούν οι τέχνες σας που ‘κάνετε με ξύλα;”.
Πηγή

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.