Πρώτη πολιορκία του Ναυπλίου
Γύρω στα τέλη του Μαρτίου, οι Τούρκοι ακούγοντας έντονες φήμες για την γενικευμένη επανάσταση στη Πελοπόννησο σκέφτηκαν να μεταφέρουν στο Ναύπλιο τις χριστιανικές οικογένειες των προχούντων του Άργους, δήθεν για την ασφάλειά τους, λόγω της πολύχρονης φιλίας τους και καλής συνεργασίας, αλλά με σκοπό να τους έχουν αιχμάλωτους σε οποιαδήποτε επίθεση.
Έτσι, το πρωί της 1ης Απριλίου 150 Τούρκοι Αργείτες, έφιπποι και οπλισμένοι, πήγαν και ενημέρωσαν τους Αργείτες προύχοντες να μαζέψουν τις οικογένειές τους και να τους συνοδεύσουν στο Ναύπλιο, για να τους εξασφαλίσουν από τους κλέφτες. Οι Έλληνες ευχαρίστησαν τους Τούρκους, αλλά τους ζήτησαν να γίνει αυτό την επόμενη ημέρα για να προλάβουν να προετοιμαστούν.
Οι Τούρκοι χωρίς να υποψιαστούν τίποτα, το απόγευμα επέστρεψαν στο Ναύπλιο. Οι χριστιανοί, όπως αναφέρει ο Μ. Λαμπρυνίδης, όλη τη νύχτα μάζευαν κάθε είδους όπλο «κατά το πλείστον πτύα ( = φτυάρια), οβελούς (= οι σιδερένιοι ράβδοι για το ψήσιμο του κρέατος στα κάρβουνα) και αξίνας, ελάχιστοι δε κακώς έχοντα και εσκωριασμένα τουφέκια ή πιστόλια» και πήγαν στο χωριό Δαλαμανάρα, όπου κρύφθηκαν πίσω από τους τάφρους που υπήρχαν από τη μία και την άλλη πλευρά του δρόμου Ναυπλίου – Άργους.
Την επόμενη το πρωί οι Τούρκοι ξεκίνησαν για το Άργος για να πάρουν τις χριστιανικές οικογένειες των Αργείων προχούντων. Όταν όμως έφτασαν στο σημείο της ενέδρας, οι Έλληνες επιτέθηκαν φωνάζοντας «πίσω Αγάδες, πίσω, γιατί σας βαρούμε, Χριστιανοί και Τούρκοι δεν μπορούν πλέον να ζήσουν μαζί».
Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν και υποχώρησαν μέσα στα τείχη του Ναυπλίου. Στις 4 Απριλίου 1821 αρχίζει η πολιορκία του Ναυπλίου. Συμμετέχουν πολλοί, παπάδες και λαϊκοί. Ο Μ. Λαμπρυνίδης αναφέρει τον Αρχιμανδρίτη Αρσένιο Κρέστα, τον Αναγνώστη Ζέρβα, τον Νικόλαο Γ. Λάμπρο από το Κρανίδι, τον Αναγνώστη Αναστασόπουλο από το Λυγουριό, τον Παπα-Θεοδόση Μπούσκο από τη Τζαφεράγα, τον Τάσο Νέζο, τον τον Μεντή, τους αδελφούς Κακάνη, τον Μπεκιάρη και άλλους από τα περίχωρα του Ναυπλίου. Ήταν επίσης ο εκ Ζατούνης Στάϊκος Σταϊκόπουλος με οπλοφόρους από το Άργος, το Κρανίδι, το Λυγουριό και το Δρέπανο.
Μαζί τους προσήλθαν ο ηγούμενος της Μονής Αγίου Δημητρίου Καρακαλά Διονύσιος, ο ηγούμενος της Μονής Αυγού με αρκετούς οπλισμένους μοναχούς, και ο Γεώργιος Λύκος με αρκετούς Χελιώτες, και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς το Ναύπλιο, αφού πρώτα κατέλαβαν τους λόφους της Άριας, της Αγία Μονής, του Παπαφενά και του Προφήτη Ηλία.
Έτσι, οι Έλληνες πολιορκούν και νέμονται τα προϊόντα των κτημάτων του Ναυπλίου και οι Τούρκοι βρίσκονται κλεισμένοι στη πόλη.
Οι Έλληνες όμως δεν είχαν πολεμοφόδια. Απευθύνθηκαν λοιπόν στους σπετσιώτες, οι οποίοι και έστειλαν πυρίτιδα και μολύβι που βρήκαν από τη μολύβδινη στέγη του Οθωμανικού ιεροδιδασκαλείου στο Άργος, και έτσι έφτιαξαν σφαίρες.
Ταυτόχρονα, δύο σπετσιώτικα πλοία, το ένα υπό τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και το άλλο υπό τον Μανώλη Δ. Λαζάρου, μπήκαν στον αργολικό κόλπο και αποκλείσανε το Ναύπλιο και από τη θάλασσα. Από τον Κάτω Ναχαγιέ (Ερμιονίδα) έφτασαν οι ενισχύσεις του Γκίκα Μπόταση, ο οποίος στις 9 του Απρίλη έστειλε το γιο του Νικολό με σπετσιώτικο καράβι ν’ αποκλείσει κι αυτός τ’ Ανάπλι.
Όμως την 10η Απριλίου, ημέρα Κυριακή του Πάσχα, οι Τούρκοι επωφελούμενοι της μεγάλης γιορτής των χριστιανών, επιτέθηκαν στους Έλληνες πολιορκητές, τους οποίους βρήκαν «απαρασκεύους και ευθυμούντας», τους σκόρπισαν, σκότωσαν 23, εκ των οποίων και τον ηγούμενο της Μονής Αυγού και αιχμαλώτισαν άλλους, τους οποίους και ανασκολόπισαν (θανάτωσαν με παλούκωμα) στη πόλη του Ναυπλίου.
Αλλά μέσα σε λίγες ημέρες, οι ξεσηκωμένοι ραγιάδες συγκεντρώθηκαν στο Άργος και με την ενθάρρυνση του Παπαφλέσσα, του Νικόλαου Σπηλιωτόπουλου και του Σταϊκόπουλου, αποφάσισαν την πολιορκία τ’ Αναπλιού, έστω και με πρόχειρο οπλισμό.
Αρχηγός της πολιορκίας ήταν ο νεαρός, πρώην έμπορος Στ. Σταϊκόπουλος με 900 Αργολιδιώτες, που στρατοπέδευσαν στο Κατσίγκρι, στον εκεί αρχαίο πύργο. Σε λίγο, κατέφθασε από την Κωνσταντινούπολη ο Αργείτης καπετάνιος Δημήτριος Τσώκρης και ανέλαβε την αρχηγία των πολιορκητών, ενώ ο Στ. Σταϊκόπουλος με 200 άντρες και δύο πυροβόλα, που πήρε από τα σπετσιώτικα καράβια κοντά στους Μύλους, έφτασε στον Αχλαδόκαμπο και απέκλεισε το δρόμο μεταξύ Τριπολιτσάς και Ναυπλίου.
Ο αποκλεισμός από τη θάλασσα ενισχύθηκε με δύο ακόμη πλοία. Στα τέλη του Απρίλη του 1821, έφτασε στην Αργολίδα ο Μουσταφάμπεης ή Κεχαγιάμπεης, με 3.500 Αρβανίτες, ερχόμενος από τα Γιάννενα και διέλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου. Τότε σκοτώθηκε, στον Ξεριά [του Άργους], ο γιος της Μπουμπουλίνας και άλλα περίπου 700 παλικάρια. Ο Κεχαγιάμπεης ενίσχυσε τη φρουρά του Ναυπλίου με 300 ακόμη άντρες και αφήνοντας τροφές, τράβηξε προς την Τριπολιτσά, την έδρα του Μοριά. Αλλά στο Βαλτέτσι ηττήθηκε από τους Έλληνες υπό τον Κολοκοτρώνη και αναγκάσθηκε να κλεισθεί στην πολιορκούμενη Τριπολιτσά.
Κατά την πρώτη πολιορκία του Ναυπλίου, οι επιθέσεις της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας αποτελούν μια σελίδα απαράμιλλου ηρωισμού. Ο ιστορικός, αλλά και αυτόπτης μάρτυρας Ανάργυρος Χατζη-Αναργύρου αφηγείται σχετικά: «Μάλιστα δέ τό σπάνιο γεγονός εἰς τά χρονικά τῶν ἐθνῶν, μία γυνή νά ἐπιστρατεύσῃ, γυνή πλουσία, ἀποφασίσασα καί πλοῖα καί χρήματα καί υἱούς ὁλοκαύτωμα εἰς τόν βωμόν τῆςπατρίδος νά προσφέρῃ. Αὕτη δέ ἡ γυνή εἶναι ἡ Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, τήν ὁποίαν τά ἔθνη ἀνευφήμησαν καί ἐχαιρέτισαν ὡς ἡρωίδα. Ἦτο δέ πράγματι λεοντόθυμος».