«Ψηλά πάνω στό Λυκοκρέμασμα, καθώς μεσημερίαζε καί ὁ οὐρανός καθάριος πιά καί ὁλογάλανος, γελοῦσε σάν ἀνοιξιάτικος, καί ἡ φάλαγγα ξετυλιγμένη στή βουνοκορφή, συνέχιζε τή γρήγορη πορεία της, ἀντήχησε ἀκόμη ψηλότερα, στό δροσερό ἀέρα, ἕνα βουητό πού ὁλοένα ζύγωνε καί δυνάμωνε. Φτερά μετάλλινα ἀστράψανε στόν ἥλιο.
Φαντάροι, πυροβολητές καί καβαλλάρηδες, μέ σηκωμένο τό βλέμμα, κοιτούσανε περίεργοι καί ἀνήσυχοι.
–Τί νά εἶναι τάχα; Δικά μας ἤ ἐχθρικά;
-Ἔχουνε σταυρό στήν οὐρά. Ἑλληνικά εἶναι!…
-Εἶναι ἰταλικά βομβαρδιστικά, εἶπε μέ ἤρεμη βεβαιότητα ἕνας μελαχρινός νέος.
Στίς ἐπωμίδες του εἶχε τά δύο ἀστέρια τοῦ ὑπολοχαγοῦ καί ἀπό τήν ἀνοιχτή χλαίνη του, στό χιτώνιό του ἐπάνω, φαινότανε τό σῆμα μέ τά ἀνοιχτά φτερά τοῦ ἐπίκουρου παρατηρητῆ.
–Καλυφθῆτε ὅλοι γρήγορα ! Πρόσταξε.
Οἱ ἄντρες κάμανε νά σκορπίσουν.
–Μή φοβάστε! Φώναξε κάποιος. Προκηρύξεις ρίχνουν.
-Καλυφθῆτε! Βομβαρδίζουν! Ὑψώθηκε ἐπιτακτικότερη ἡ φωνή τοῦ ὑπολοχαγοῦ.
Τά ἄσπρα πραματάκια πού, σά φυλλαράκια χαρτί, εἶχαν αἰωρηθῆ γιά μία στιγμή κάτω ἀπό τό ἀεροπλάνα, χαθήκανε ξαφνικά ἀπό τό μάτι. Ἕνας στριγγός ἦχος ξέσκισε τόν ἀέρα κι ἔπειτα τό βουνό δονήθηκε ἀπό τίς ἐκρήξεις. Πέρα ἀπό τή στράτα, στήν ἀπότομη πλαγιά, οἱ βόμβες σκάσανε, ταράζοντας τούς ἀντίλαλους ὡς τή Στρούντζα καί τό Τάλιαρο. Μέσα στά δέντρα καί στούς ψηλούς θάμνους εἴχανε σκορπίσει τώρα ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες. Οἱ καβαλλάρηδες τραβούσανε τ’ ἄλογά τους καί οἱ πυροβολητές τά μουλάρια τους, γιά νά τά καλύψουν.
Στό μονοπάτι ἐπάνω ἔστεκε μόνος ὁ ὑπολοχαγός, μέ τό βλέμμα στυλωμένο στά τρία ἀεροπλάνα, πού ἀπομακρύνονταν πρός τήν ἀνατολή. Θά ξαναγυρίζανε τάχα νά ρίξουνε κι ἄλλες βόμβες, νά πυροβολήσουν; Ἤ μήπως εἶχαν ἄλλη ἀποστολή, σπουδαιότερη ἀλλοῦ; Ὁ νεαρός ἀξιωματικός δέν ἔλεγε νά ξεκολλήσει τό βλέμμα ἀπό τά τρία σημάδια, πού σβήνανε τώρα, χάνονταν στόν ὁρίζοντα. Ἀπό τά Δωδεκάνησα, ἀπό τή Χάλκη καί τή Ρόδο, εἶχε χρειαστεῖ νά κάμει πολύ δρόμο γιά νά ἀντικρύσει πάλι τόν ἐχθρό, τό μισητό τύραννο. Δώδεκα χρόνια εἶχε βαστάξει ἡ πορεία γιά νά φτάσει ὁ Ἀλέκος Διάκος ἀπό τήν ἡλιολουσμένη καί ἥμερη καί σκλαβωμένη πατρίδα στήν ἄγρια Πίνδο, πού τολμοῦσε τώρα νά τήν πατήσει ὁ Ἰταλός. Ἀπό ψηλά, πάλι στά σίγουρα, ὁ ἐχθρός τοῦ ἔδινε τό πρῶτο χτύπημα. Ὅμως, ἡ μεγάλη στιγμή τῆς ἀνταποδόσεως δέν μποροῦσε, βέβαια, νά βρίσκεται μακρυά.
Καί ἦταν, ἀλήθεια, πολύ κοντά ἡ μεγάλη αὐτή στιγμή, πού ἡ μοίρα τοῦ Διάκου τήν ἤθελε λαμπρή καί δοξασμένη, στιγμή ἀποθεώσεως…».
Ἡ στράτα πού ἀνεβάζει ἀπό τή Ζούζουλη στήν Τσούκα, μόλις βγεῖ ἀπό τό χωριό, χώνεται σέ μία δασωμένη ρεματιά καί τήν ἀκολουθεῖ ὡς μισῆ ὥρα δρόμο, μέχρις ἕνα εἰκονοστάσι, ὅπου φτάνεις ὕστερα ἀπό μία δύσκολη ἀνηφοριά. Ἄπ΄ ἐκεῖ συνεχίζεις, σκαρφαλώνοντας σέ πλαγιές καί ξαναπέφτοντας μέσα σέ ρεματιές ὡς ἕνα διάσελο, πού τό περνᾶς ἀφήνοντας ἀριστερά σου καί σέ μικρή ἀπόσταση τή ράχη Τσούκα, γιά νά τραβήξεις πιά κατά τή Φούρκα.
Στό εἰκονοστάσι ὁ ὑπολοχαγός Ἀλέκος Διάκος, διοικητής τοῦ 2ου λόχου τοῦ 1/4, εἶχε στήσει τίς προφυλακές του, κρατώντας πιό πίσω, μέσα στή ρεματιά, τό λόχο ὁλόκληρο. Τό παγερό σκοτάδι ἐκεῖ μέσα ἔκανε καί τά κόκαλα ἀκόμα νά ἀναριγοῦν.
– Ν’ ἀνάψουμε φωτιές, κύριε ὑπολοχαγέ, εἴχανε ρωτήσει δειλά οἱ φαντάροι.
Φωτιές; Οἱ κανονισμοί τό ἀπαγόρευαν. Σέ κάθε στιγμή μποροῦσε νά παρουσιασθεῖ ὁ ἐχθρός καί οἱ φωτιές ἦταν ἐνδεχόμενο νά προδώσουνε τίς θέσεις τῶν τμημάτων. Ἡ ρεματιά ὅμως ἤτανε βαθιά. Καί τό ρουμάνι πού τή γέμιζε πυκνό οὔτε ἀνταύγεια θ’ ἄφηνε νά περάσει. Ἐξάλλου, ὁλόκληρη νύχτα μέσα σέ τέτοια παγωνιά θ’ ἀχρήστευε τό λόχο.
– Ἀνάψτε ὅσες φωτιές θέλετε, ἀπάντησε ὁ Διάκος.
Ἤτανε μεσάνυχτα περασμένα. Γερμένοι γύρω ἀπό τίς φωτιές οἱ φαντάροι κοιμόνταν. Μόνο ὁ ρόγχος τῆς ρεματιᾶς καί κάπου-κάπου μακρυά, τό σκούξιμο κανενός ἀγριμιοῦ ταράζανε τή σιωπή.
Καθισμένος ἀνάμεσα στούς κοιμισμένους στρατιῶτες του, κοντά σέ μίαν ἀπό τίς φωτιές, μέ τό βλέμμα χαμένο στή φλόγα πού τρεμόπαιζε, ὁ Διάκος ἀγρυπνοῦσε… Σέ λίγες ὧρες, σέ λίγα λεπτά ἴσως, μία ἄλλη φωτιά θ’ ἄναβε. Χρόνια τώρα, ἀπό μικρό παιδί, πρός αὐτή βάδιζε. Ποιός ξέρει, μπορεῖ νά ἤτανε καί τό τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ. Θά ἔπρεπε ὅμως νά εἶναι ὡραῖο τό τέρμα.
Τώρα ἔνιωθε πώς ἡ μέρα δέν θά μποροῦσε νά εἶναι μακρυά. Κι ἄς φαινόταν ὁ οὐρανός τόσο σκοτεινός τώρα. Κι ἄς βάραινε τίς ψυχές ἡ ἀγωνία. Αὐτός ἔνιωθε πώς ἡ μεγάλη ὥρα ζύγωνε.
Τότε τόν πλησίασε ἕνα παλικάρι.
–Λέτε νά μᾶς ἔρθουν ἀπόψε οἱ Ἰταλοί, κύριε ὑπολοχαγέ;
-Ποιός ξέρει Λευτέρη, ἀποκρίθηκε ὁ Διάκος.
–Μακάρι. Ὅσο νωρίτερα ἀρχίσει τό πανηγύρι, τόσο τό καλύτερο. Τά νεῦρα σπάει αὐτή ἡ ἀβεβαιότητα.
-Μή στεναχωριέσαι, δέ θά βαστάξει πολύ.
Ὁ Διάκος κοίταξε συλλογισμένος τό νεανικό πρόσωπο τοῦ συντρόφου του, πού σκυμμένος ἀνασκάλευε τή φωτιά. Φαινότανε γερό παλληκάρι ὁ Λευτέρης Ντάσκας, ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγός, διμοιρίτης στό 2ο λόχο τοῦ 14. Θά πολεμοῦσε τάχα σάν ἀληθινό παλληκάρι; Τοῦτο ἡ μάχη μόνο θά τό ἔδειχνε. Στή μάχη φανερώνονται οἱ ἄνδρες.
Τό βλέμμα τοῦ Διάκου ξαναχάθηκε μέσα στίς φλόγες. Ἡ μία ἀπορία εἶχε φέρει τήν ἄλλη: Ὁ ἴδιος – ὁ Ἀλέκος Διάκος ἀπό τή Δωδεκάνησο – ὁ ἴδιος τί θά ἔκανε τάχα ὅταν θ’ ἄναβε ἡ μάχη; Πρώτη φορά θά γνώριζε ἀληθινό πόλεμο. Ἡ μεγάλη καί ἀποφασιστική δοκιμασία ἀνάμεσα σέ ποιούς θά τόν ἔταζε;
Δέ θέλησε νά βασανίσει πολλή ὥρα τή σκέψη του. Ξένοιαστα ἔδιωξε τήν ἀπορία . Ἦταν ἡ ἀποστολή του, δυνατότερη ἀπό κάθε τί ἄλλο, αἴσθημα ἤ περίσταση, νά πολεμήσει. Ἤτανε τό καθῆκον του, πού ἐλεύθερα αὐτός, δίχως καμιά ἐπιφύλαξη, τό εἶχε δεχτῆ ὅταν ἔδινε τόν ὅρκο, ὡς εὔελπις πρῶτα τό 1930, ὡς ἀξιωματικός του Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ ἀργότερα τό 1934. Περήφανες μέρες ἐκεῖνες! Τ’ ὄνειρο τῶν παιδικῶν χρόνων γινόταν πραγματικότητα. Θυμήθηκε πῶς εἶχε φύγει τό 1929 ἀπό τή Ρόδο. Πῶς μέχρι τήν τελευταία στιγμή ἔτρεμε ἡ καρδιά του μήπως οἱ Ἰταλοί μαντέψουνε τό μυστικό του καί τόν κρατήσουνε γιά πάντα αἰχμάλωτο στά σκλαβωμένα νησιά. Θυμήθηκε ἔπειτα τή σκληρή μελέτη στήν Ἀθήνα, γιά νά μπεῖ στή Σχολή. Τίς ἐξετάσεις, τήν ἐπιτυχία: Εὔελπις, ἀνθυπολοχαγός, ὑπολοχαγός, ἐπίκουρος παρατηρητής τῆς ἀεροπορίας. Τό χέρι του γλύστρησε κάτω ἀπό τή χλαίνη καί χάιδεψε τό σῆμα μέ τ’ ἀνοιχτά φτερά. Ἤτανε καί τοῦτο μία ἐπιτυχία, μία τιμητική διάκριση. Τόν εἴχανε ξεδιαλέξει ἀνάμεσα στούς πολλούς γιά νά τοῦ τό δώσουν.
Τά βλέφαρά του εἶχαν ἀρχίσει νά βαραίνουν, Οἱ φλόγες μπροστά του παίρνανε παράξενα σχήματα. Ἡ νύχτα ἔπρεπε νά εἶναι πολύ προχωρημένη. Τά μάτια τοῦ Διάκου σφάληξαν.
Μία ντουφεκιά ἔπεσε, ἔπειτα μία ἄλλη, κι ἔπειτα ξέσπασε ἕνα βρόντημα, σάν ἔκρηξη χειροβομβίδας, πού τό ἀκολουθήσανε ριπές καί πυκνότερο ντουφεκίδι.
Τά ξαπλωμένα κορμιά, γύρω ἀπό τίς φωτιές ἀνακάθισαν.
Οἱ Ἰταλοί!
Ὁ Διάκος ἤτανε κιόλας ὀρθός κι ἔτρεχε πρός τίς προφυλακές, φωνάζοντας στούς διμοιρίτες του νά συγκεντρώσουν τούς ἄντρες.
Στό εἰκονοστάσι ἐπάνω, οἱ λάμψεις τῶν πυροβολισμῶν ξεσχίζανε τή νύχτα. Ἕνας λοχίας κατατόπισε γρήγορα τό Διάκο. Μέσα στό σκοτάδι καί τή σιγή, βήματα καί ὁμιλίες ἀκατάληπτες εἶχαν ἀκουστῆ πάνω στή στράτα. Στό πρόσταγμα τοῦ σκοποῦ καμιά ἀπόκριση δέν εἶχε δοθεῖ. Σάν ἔπεσαν ὅμως οἱ πρῶτες ντουφεκιές ἀπό τή δική μας πλευρά, οἱ νυχτερινοί ἐπισκέπτες εἶχαν ἀπαντήσει μέ χειροβομβίδες καί αὐτόματα.
Τώρα ὡστόσο καμιά ἀντίδραση δέν ἐκδηλωνόταν στά πυρά τοῦ φυλακίου. Ὁ Διάκος πρόσταξε νά σταματήσει τό ντουφεκίδι. Ὁ Ντάσκας ἔφτανε κιόλας μέ τούς ἄντρες του.
Ἀμίλητοι ὅλοι περίμεναν, κρατώντας τήν ἀνάσα τους, μέ τ’ ὅπλο ἕτοιμο στό χέρι. Κάπου, μακρυά, πρός τό Γάβρο, ἀκούστηκαν ντουφεκιές καί ριπές. Κι ἐκεῖ ὅμως τά πυρά σταματήσανε γρήγορα. Πέρασε ὥρα, ὁ οὐρανός στήν ἀνατολή ἄρχισε νά γαλακτώνει, δίχως τίποτα νά ξαναταράξει τήν ἡσυχία τῶν βουνῶν. Κανένας ὅμως δέν εἶχε ξαναγυρίσει στίς φωτιές, πού ἔσβηναν ἀργά μέσα στή ρεματιά.
Ἡ Τσούκα ὄρθωνε τώρα τή δασωμένη ράχη της μπρός στούς φαντάρους τοῦ 2ου Λόχου τοῦ 1/4 Τάγματος. Ἐδῶ καί κάμποσα λεπτά τά πολυβόλα εἴχανε σωπάσει ἐκεῖ πάνω. Κάτι θά εἴχανε παρατηρήσει οἱ Ἀλπίνι καί, ταμπουρωμένοι στίς ψηλές πλαγιές, κρυμμένοι μέσα στά δέντρα καί πίσω ἀπό τούς βράχους, περίμεναν…
Γρήγορα σκαρφάλωναν οἱ φαντάροι, ἀκροβολισμένοι, μέ τό Διάκο μπροστά. Ἀμίλητοι ὅλοι, μ’ ἐκεῖνο τό σφίξιμο στήν καρδιά, πού νιώθει καί ὁ πιό γενναῖος, σάν περιμένει ν’ ἀκούσει τήν πρώτη σφαίρα νά σφυρίζει.
Καί ξαφνικά, πάνω ἀπό τούς φαντάρους πού προχωροῦσαν, ξέσπασε, δαιμονικό, τό κροτάλισμα τῶν ἰταλικῶν ὁπλοπολυβόλων καί πολυβόλων. Μελίσσι φτάσανε ἀπό παντοῦ οἱ ριπές, σπαράζοντας τόν ἀέρα. Οἱ σφαῖρες θερίζανε τά φύλλα τῶν δέντρων καί τσακίζανε μ’ ἕνα ξερό κρότο τά κλαριά.
Δύο-τρεῖς φαντάροι σωριαστήκανε μέ βογγητά. Οἱ ἄλλοι κοντοσταθήκανε διστακτικοί. Μερικοί κάμανε νά καλυφτοῦν.
Ἡ φωνή τοῦ Διάκου ἀκούστηκε ἐπιτακτική, ἄγρια:
–Μή σταματᾶτε παιδιά!
Ὁ ἴδιος τάχυνε τό βῆμα. Δίπλα του, τρέχοντας, σκαρφάλωνε ὁ Λευτέρης Ντάσκας.
Οἱ φαντάροι ἀκολούθησαν.
Τά πυρά τοῦ ἐχθροῦ γίνονταν ὁλοένα πυκνότερα. Οἱ Ἀλπίνι προσπαθούσανε τώρα νά δημιουργήσουνε ἀποτελεσματικότερο φραγμό ρίχνοντας χειροβομβίδες.
–Παιδιά ἐφ’ ὅπλου λόγχη! Πρόσταξε ὁ Διάκος.
Ἄστραψε τό Ἑλληνικό ἀτσάλι. Ἔλαμψε καί ἡ μορφή τοῦ Διάκου.
Ναί, αὐτή τή στιγμή – αὐτή τή στιγμή! – ὀνειρευόταν πάντα: Αὐτός μπροστά καί ἀπό κοντά οἱ στρατιῶτες του, τά παλληκάρια του, μέ τή λόγχη στ’ ὅπλο γιά τήν Ἑλλάδα!
Πρῶτος ρίχτηκε μέσα στίς ἐκρήξεις τῶν ἰταλικῶν χειροβομβίδων. Οἱ φαντάροι χυμήξανε μαζί του, πατήσανε τίς ἰταλικές θέσεις. Ἀνεβοκατεβήκανε τά ὅπλα μέ τίς λόγχες. Ὕστερ ἀπό λίγα λεπτά ὁ Διάκος ἔπιανε τήν κορφή.
Δέν πρόλαβε ὅμως νά ξανασάνει ὁ Λόχος, νά ἐγκατασταθεῖ πάνω στή ράχη. Μέ μανία οἱ Ἀλπίνι ἀνταποδώσανε τό χτύπημα. Οἱ Ἕλληνες δέν μπορέσανε νά κρατηθοῦνε στίς θέσεις πού μόλις εἴχανε καταλάβει.
Στά ριζά τοῦ βουνοῦ, ὁ Διάκος μάζεψε τούς φαντάρους του. Τά μάτια του, φλογισμένα φαίνονταν μεγαλύτερα.
–Πρέπει νά τό ξαναπάρουμε τό ὕψωμα, εἶπε. Δέν εἶναι μόνο ζήτημα φιλότιμου νά μήν ἀφήσουμε τούς Ἰταλούς νά μᾶς ἐξευτελίσουν. Ἀλλά στή μάχη αὐτή κρίνεται ἴσως ἡ τύχη τῆς Πατρίδας. Ὁ Δαβάκης δέν μπορεῖ νά προχωρήσει ἄν ἐμεῖς δέν καθαρίσουμε τό βουνό. Πᾶμε, παιδιά! Πρέπει νά δείξουμε πώς εἴμαστε ἀληθινοί Ἕλληνες!
-Πᾶμε, κύριε ὑπολοχαγέ!
Πάλι μέ τή λόγχη οἱ φαντάροι ἀκολούθησαν.
Ἡ Τσούκα κυριεύτηκε γιά δεύτερη φορά.
Ὁ Διάκος βιαζότανε τώρα νά στεριώσει καλά πάνω στήν κορφή. Ἀλλά καί πάλι δέν πρόλαβε. Τό ἰταλικό πυροβολικό ἀπό τή Φούρκα καί οἱ ὅλμοι τοῦ ἐχθροῦ κάμανε γιά κάμποση ὥρα τή ράχη τῆς Τσούκας κόλαση, ὅπου κανένας δέν μποροῦσε νά σηκώσει τό κεφάλι του. Κι ἀμέσως ἔπειτα οἱ Ἀλπίνι ἐξαπολύσανε νέα λυσσασμένη ἀντεπίθεση καί ξηλώσανε καί αὐτή τή φορά τούς φαντάρους τοῦ 1/4 ἀπό τήν κορφή.
Κάτω ἀπό τά πυρά τῶν ἰταλικῶν αὐτομάτων ὅπλων, πού χτυπούσανε καταιγιστικά τίς προσβάσεις τῆς Τσούκας, ὁ Διάκος ἀνασυγκρότησε τίς διμοιρίες του καί τίς παρέσυρε σέ τρίτη ἔφοδο πρός τήν κορφή. Ἐκεῖ πάνω κατάραχα, οἱ φαντάροι ἤρθανε στά χέρια μέ τούς Ἰταλούς. Γαντζωμένοι στά βράχια, οἱ Ἀλπίνι πολεμήσανε μέ ἄγριο πεῖσμα. Τή στιγμή πού λυγίζανε, τούς ἦρθαν ἐνισχύσεις. Ὁ Διάκος καί ὁ Ντάσκας κάνανε σά θηρία στήν προσπάθειά τους νά κρατηθοῦνε μέ τό λόχο πάνω στήν Τσούκα. Οἱ Ἰταλοί ὅμως τούς σπρώξανε πρός τή βορειοανατολική πλαγιά τοῦ βουνοῦ, ὅπου τελικά τούς ἔριξαν.
Λαχανιασμένος, μέ ξαναμμένο πρόσωπο, μέ τό χιτώνιο ξεσχισμένο, ὁ Ἀλέκος Διάκος ξαναμάζεψε γιά τρίτη φορά τούς στρατιῶτες του.
Ὁ ἴδιος κρατοῦσε τώρα τό μάνλιχερ ἑνός σκοτωμένου φαντάρου.
Ὅσοι ἀπό σᾶς εἶστε ἄντρες, θάρθετε μαζί μου!
Τά ἱδρωμένα πρόσωπα τῶν φαντάρων φανερώνανε κούραση καί ἀποκαρδίωση. Δέν εἶναι μικρή δουλειά νά κυριέψεις τρεῖς φορές τήν ἴδια θέση, τρεῖς φορές νά τή χάσης, κάθε φορά νά ἔχεις ἀφήσει ἐκεῖ κορμιά συντρόφων σου καί νά σοῦ λένε ἀμέσως νά ξαναρχίσεις.
–Νά ξανασάνουμε, κύριε Ὑπολοχαγέ, μουρμούρισε κάποιος.
Οὔτε στιγμή! Ἄν ξανασάνουμε ἐμεῖς, θά ξανασάνουν καί οἱ Ἰταλοί. Καί τότε δέν θά τήν πάρουμε ποτέ τήν Τσούκα. Μία τελευταία προσπάθεια χρειάζεται παιδιά! Μήν τήν ἀρνηθῆτε…
Ἀναπτυχθήκανε ξανά οἱ φαντάροι και, ἀργά, κινήσανε κατά πάνω, πρός τά ἰταλικά ὁπλοπολυβόλα, πού δέ λέγανε νά σταματήσουνε οὔτε στιγμή.
Ἡ ὥρα ἤτανε δώδεκα. Ἕνας ὁλόχρυσος ἥλιος μεσουρανοῦσε…
Ἡ φωνή τοῦ Διάκου ἀντήχησε πάλι:
Ἐμπρός μέ τή λόγχη!
Μόνο ὁ Ντάσκας καί λιγοστοί φαντάροι τόν ἀκολούθησαν τούτη τή φορά. Ὁ λόχος εἶχε χάσει τήν ὁρμή του.
Αὐτό λοιπόν θά ἤτανε τό τέλος, τό ἄδοξο τέλος; Θά μένανε ἐκεῖ κουρνιασμένοι, μέ τούς Ἰταλούς νικητές ἀπό πάνω τους; Ὄχι! Δέν μποροῦσε νά γίνει αὐτό.
Ἐμπρός παιδιά! Ἐμπρός! Γιά μίαν Ἑλλάδα ! Γιά μία μεγάλη Ἑλλάδα ! Γιά μίαν ἐλεύθερη Δωδεκάνησο !
Ἡ κραυγή δέν ἔμοιαζε νά βγαίνει ἀπό ἀνθρώπινα στήθια. Ἤτανε κάτι ἀλλόκοτο.
Γιά μία μεγάλη Ἑλλάδα, γιά μίαν ἐλεύθερη Δωδεκάνησο!
Οἱ φαντάροι ὀρθώθηκαν ὅλοι.
Μαζί σου λεβέντη!
Ἡ πρώτη γραμμή τῶν Ἀλπίνι σαρώθηκε.
Ὁ Διάκος βρέθηκε κατάφατσα μέ ἕνα ἰταλικό πολυβολεῖο.
Προσέξτε κύριε ὑπολοχαγέ! Φώναξε ὁ Ντάσκας.
Ἕνα κροτάλισμα ἀκούσθηκε. Δίπλα στό Διάκο ἕνας φαντάρος ἔπεσε.
Θέριεψε ὁ Διάκος. Πίσω ἀπό τίς πέτρες πού εἴχανε στήσει μέ τή συνηθισμένη μαστοριά τους οἱ Ἀλπίνι, φαίνονταν οἱ χειριστές τοῦ Φίατ. Ὀρθός ὁ Διάκος σημάδεψε μέ τό τουφέκι κι ἔριξε. Ἔπειτα ὅρμησε.
Τό ξερό κροτάλισμα ἀντήχησε πάλι…
Ὁ Διάκος σταμάτησε. Τ’ ὅπλο τοῦ ἔφυγε ἀπό τά χέρια…
Γιά τήν Ἑλλάδα, γιά τή Δωδεκάνησο – τήν πάλλευκη Δωδεκάνησο μέσα στή γαλάζια θάλασσα.
Τό πολυβόλο ἐξακολουθοῦσε νά βάλλει. Ὁ Διάκος τέντωσε τό ἀνάστημά του. Κάτι πῆγε νά φωνάξει – μία τελευταία ἴσως προσταγή στούς φαντάρους του. Ἀπό τά χείλη του ὅμως δέ βγῆκε φθόγγος. Ἀπότομα, σά νά τόν εἶχε χτυπήσει κεραυνός, ὁ ἥρωας σωριάστηκε ἄψυχο κορμί – πρῶτος Ἕλληνας ἀξιωματικός πού ἔπεφτε στή μάχη τῆς Πίνδου, στή μάχη τῆς Ἑλλάδος.
Μᾶς φάγανε τόν ὑπολοχαγό! Φώναξε ὁ Ντάσκας.
Ἦταν οἱ τελευταῖες λέξεις πού πρόφερε. Καθώς ριχνόταν κατά τό μέρος ὅπου εἶχε πέσει ὁ Διάκος, μία ριπή τόν σώριασε καί αὐτόν νεκρό…
Σά μυθικός ἥρωας, νέος, γεμάτος ὑγεία καί ὀμορφιά σκοτώθηκε ὁ Διάκος. Σκοτώθηκε πάνω στά ψηλά βουνά τῆς Πίνδου, στίς ἐπάλξεις τῆς Πατρίδας του, μεθυσμένος ἀπό τήν πίστη του καί τόν ἐνθουσιασμό του. Ἔπεσε στήν κρισιμότερη ὥρα τῆς Ἑλλάδος, γιά τήν Ἑλλάδα – γιά τή Μεγάλη Ἑλλάδα πού ὁραματίζονται ὅσοι ἀπό μᾶς ἔχουν ἀντρίκια ψυχή.
Τρεῖς μέρες ἀργότερα, ὅταν ἄρχιζε πιά τό σάρωμα τοῦ ἐχθροῦ, κάποιο ἑλληνικό τμῆμα, περαστικό ἀπό τήν Τσούκα, βρῆκε τό κορμί τοῦ Ἀλέκου Διάκου πάνω σ’ ἕνα στρῶμα ἀπό κλαδιά καί φύλλα.
Τά κουμπιά τῆς στολῆς του ἔλειπαν. Νά ἦταν, τάχα, ἕνα βάρβαρο καί ἱερόσυλο πάθος πού εἶχε σπρώξει τούς Ἀλπίνι ν΄ ἁπλώσουνε βέβηλο χέρι πάνω στό σκοτωμένο παλληκάρι, ἤ μήπως, ἡ ἐπιθυμία νά πάρουν εὐλαβικά κάποιο ἐνθύμιο ἀπό τό ἅγιο λείψανο ἑνός ἀληθινοῦ ἥρωα;
Στό μικρό κοιμητήριο τῆς Ζούζουλης, ἀναπαύεται ὁ Ἀλέκος Διάκος ἀπό τή Δωδεκάνησο.
Ἦταν ὡραία ἡ νίκη στήν Πίνδο. Καί ἡ Δωδεκάνησος σήμερα εἶναι ἑλληνική.