Διαβάζετε τώρα
Αλεξανδρος Διάκος, ο πρώτος νεκρός Έλληνας αξιωματικός

Αλεξανδρος Διάκος, ο πρώτος νεκρός Έλληνας αξιωματικός

  • Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς θυ­σί­ας γραμ­μέ­νη ἀ­πό τόν Κώ­στα Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δη, πο­λε­μι­κό ἀν­τα­πο­κρι­τή (1940-41)

«Ψη­λά πά­νω στό Λυ­κο­κρέ­μα­σμα, κα­θώς με­ση­με­ρί­α­ζε καί ὁ οὐ­ρα­νός κα­θά­ριος πιά καί ὁ­λο­γά­λα­νος, γε­λοῦ­σε σάν ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κος, καί ἡ φά­λαγ­γα ξε­τυ­λιγ­μέ­νη στή βου­νο­κορ­φή, συ­νέ­χι­ζε τή γρή­γο­ρη πο­ρεί­α της, ἀν­τή­χη­σε ἀ­κό­μη ψη­λό­τε­ρα, στό δρο­σε­ρό ἀ­έ­ρα, ἕ­να βου­η­τό πού ὁ­λο­έ­να ζύ­γω­νε καί δυ­νά­μω­νε. Φτε­ρά με­τάλ­λι­να ἀ­στρά­ψα­νε στόν ἥ­λιο.

Φαν­τά­ροι, πυ­ρο­βο­λη­τές καί κα­βαλ­λά­ρη­δες, μέ ση­κω­μέ­νο τό βλέμ­μα, κοι­τού­σα­νε πε­ρί­ερ­γοι καί ἀ­νή­συ­χοι.

Τί νά εἶ­ναι τά­χα; Δι­κά μας ἤ ἐ­χθρι­κά;

-Ἔ­χου­νε σταυ­ρό στήν οὐ­ρά. Ἑλ­λη­νι­κά εἶ­ναι!…

-Εἶ­ναι ἰ­τα­λι­κά βομ­βαρ­δι­στι­κά, εἶ­πε μέ ἤ­ρε­μη βε­βαι­ό­τη­τα ἕ­νας με­λα­χρι­νός νέ­ος.

Στίς ἐ­πω­μί­δες του εἶ­χε τά δύ­ο ἀ­στέ­ρια τοῦ ὑ­πο­λο­χα­γοῦ καί ἀ­πό τήν ἀ­νοι­χτή χλαί­νη του, στό χι­τώ­νιό του ἐ­πά­νω, φαι­νό­τα­νε τό σῆ­μα μέ τά ἀ­νοι­χτά φτε­ρά τοῦ ἐ­πί­κου­ρου πα­ρα­τη­ρη­τῆ.

Κα­λυ­φθῆ­τε ὅ­λοι γρή­γο­ρα ! Πρό­στα­ξε.

Οἱ ἄν­τρες κά­μα­νε νά σκορ­πί­σουν.

Μή φο­βά­στε! Φώ­να­ξε κά­ποι­ος. Προ­κη­ρύ­ξεις ρί­χνουν.

-Κα­λυ­φθῆ­τε! Βομ­βαρ­δί­ζουν! Ὑ­ψώ­θη­κε ἐ­πι­τα­κτι­κό­τε­ρη ἡ φω­νή τοῦ ὑ­πο­λο­χα­γοῦ.

Τά ἄ­σπρα πρα­μα­τά­κια πού, σά φυλ­λα­ρά­κια χαρ­τί, εἶ­χαν αἰ­ω­ρη­θῆ γιά μί­α στιγ­μή κά­τω ἀ­πό τό ἀ­ε­ρο­πλά­να, χα­θή­κα­νε ξαφ­νι­κά ἀ­πό τό μά­τι. Ἕ­νας στριγ­γός ἦ­χος ξέ­σκι­σε τόν ἀ­έ­ρα κι ἔ­πει­τα τό βου­νό δο­νή­θη­κε ἀ­πό τίς ἐ­κρή­ξεις. Πέ­ρα ἀ­πό τή στρά­τα, στήν ἀ­πό­το­μη πλα­γιά, οἱ βόμ­βες σκά­σα­νε, τα­ρά­ζον­τας τούς ἀν­τί­λα­λους ὡς τή Στρούν­τζα καί τό Τά­λια­ρο. Μέ­σα στά δέν­τρα καί στούς ψη­λούς θά­μνους εἴ­χα­νε σκορ­πί­σει τώ­ρα ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοί καί στρα­τι­ῶ­τες. Οἱ κα­βαλ­λά­ρη­δες τρα­βού­σα­νε τ’ ἄ­λο­γά τους καί οἱ πυ­ρο­βο­λη­τές τά μου­λά­ρια τους, γιά νά τά κα­λύ­ψουν.

Στό μο­νο­πά­τι ἐ­πά­νω ἔ­στε­κε μό­νος ὁ ὑ­πο­λο­χα­γός, μέ τό βλέμ­μα στυ­λω­μέ­νο στά τρί­α ἀ­ε­ρο­πλά­να, πού ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ταν πρός τήν ἀ­να­το­λή. Θά ξα­να­γυ­ρί­ζα­νε τά­χα νά ρί­ξου­νε κι ἄλ­λες βόμ­βες, νά πυ­ρο­βο­λή­σουν; Ἤ μή­πως εἶ­χαν ἄλ­λη ἀ­πο­στο­λή, σπου­δαι­ό­τε­ρη ἀλ­λοῦ; Ὁ νε­α­ρός ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός δέν ἔ­λε­γε νά ξε­κολ­λή­σει τό βλέμ­μα ἀ­πό τά τρί­α ση­μά­δια, πού σβή­να­νε τώ­ρα, χά­νον­ταν στόν ὁ­ρί­ζον­τα. Ἀ­πό τά Δω­δε­κά­νη­σα, ἀ­πό τή Χάλ­κη καί τή Ρό­δο, εἶ­χε χρεια­στεῖ νά κά­μει πο­λύ δρό­μο γιά νά ἀν­τι­κρύ­σει πά­λι τόν ἐ­χθρό, τό μι­ση­τό τύ­ραν­νο. Δώ­δε­κα χρό­νια εἶ­χε βα­στά­ξει ἡ πο­ρεί­α γιά νά φτά­σει ὁ Ἀ­λέ­κος Διά­κος ἀ­πό τήν ἡ­λι­ο­λου­σμέ­νη καί ἥ­με­ρη καί σκλα­βω­μέ­νη πα­τρί­δα στήν ἄ­γρια Πίν­δο, πού τολ­μοῦ­σε τώ­ρα νά τήν πα­τή­σει ὁ Ἰ­τα­λός. Ἀ­πό ψη­λά, πά­λι στά σί­γου­ρα, ὁ ἐ­χθρός τοῦ ἔ­δι­νε τό πρῶ­το χτύ­πη­μα. Ὅ­μως, ἡ με­γά­λη στιγ­μή τῆς ἀν­τα­πο­δό­σε­ως δέν μπο­ροῦ­σε, βέ­βαι­α, νά βρί­σκε­ται μα­κρυ­ά.

Καί ἦ­ταν, ἀ­λή­θεια, πο­λύ κον­τά ἡ με­γά­λη αὐ­τή στιγ­μή, πού ἡ μοί­ρα τοῦ Διά­κου τήν ἤ­θε­λε λαμ­πρή καί δο­ξα­σμέ­νη, στιγ­μή ἀ­πο­θε­ώ­σε­ως…».

Ἡ στρά­τα πού ἀ­νε­βά­ζει ἀ­πό τή Ζού­ζου­λη στήν Τσού­κα, μό­λις βγεῖ ἀ­πό τό χω­ριό, χώ­νε­ται σέ μί­α δα­σω­μέ­νη ρε­μα­τιά καί τήν ἀ­κο­λου­θεῖ ὡς μι­σῆ ὥ­ρα δρό­μο, μέ­χρις ἕ­να εἰ­κο­νο­στά­σι, ὅ­που φτά­νεις ὕ­στε­ρα ἀ­πό μί­α δύ­σκο­λη ἀ­νη­φο­ριά. Ἄπ΄ ἐ­κεῖ συ­νε­χί­ζεις, σκαρ­φα­λώ­νον­τας σέ πλα­γι­ές καί ξα­να­πέ­φτον­τας μέ­σα σέ ρε­μα­τι­ές ὡς ἕ­να δι­ά­σε­λο, πού τό περ­νᾶς ἀ­φή­νον­τας ἀ­ρι­στε­ρά σου καί σέ μι­κρή ἀ­πό­στα­ση τή ρά­χη Τσού­κα, γιά νά τρα­βή­ξεις πιά κα­τά τή Φούρ­κα.

Στό εἰ­κο­νο­στά­σι ὁ ὑ­πο­λο­χα­γός Ἀ­λέ­κος Διά­κος, δι­οι­κη­τής τοῦ 2ου λό­χου τοῦ 1/4, εἶ­χε στή­σει τίς προ­φυ­λα­κές του, κρα­τών­τας πιό πί­σω, μέ­σα στή ρε­μα­τιά, τό λό­χο ὁ­λό­κλη­ρο. Τό πα­γε­ρό σκο­τά­δι ἐ­κεῖ μέ­σα ἔ­κα­νε καί τά κό­κα­λα ἀ­κό­μα νά ἀ­να­ρι­γοῦν.

Ν’ ἀ­νά­ψου­με φω­τι­ές, κύ­ρι­ε ὑ­πο­λο­χα­γέ, εἴ­χα­νε ρω­τή­σει δει­λά οἱ φαν­τά­ροι.

Φω­τι­ές; Οἱ κα­νο­νι­σμοί τό ἀ­πα­γό­ρευ­αν. Σέ κά­θε στιγ­μή μπο­ροῦ­σε νά πα­ρου­σια­σθεῖ ὁ ἐ­χθρός καί οἱ φω­τι­ές ἦ­ταν ἐν­δε­χό­με­νο νά προ­δώ­σου­νε τίς θέ­σεις τῶν τμη­μά­των. Ἡ ρε­μα­τιά ὅ­μως ἤ­τα­νε βα­θιά. Καί τό ρου­μά­νι πού τή γέ­μι­ζε πυ­κνό οὔ­τε ἀν­ταύ­γεια θ’ ἄ­φη­νε νά πε­ρά­σει. Ἐ­ξάλ­λου, ὁ­λό­κλη­ρη νύ­χτα μέ­σα σέ τέ­τοι­α πα­γω­νιά θ’ ἀ­χρή­στευ­ε τό λό­χο.

Ἀ­νάψ­τε ὅ­σες φω­τι­ές θέ­λε­τε, ἀ­πάν­τη­σε ὁ Διά­κος.

Ἤ­τα­νε με­σά­νυ­χτα πε­ρα­σμέ­να. Γερ­μέ­νοι γύ­ρω ἀ­πό τίς φω­τι­ές οἱ φαν­τά­ροι κοι­μόν­ταν. Μό­νο ὁ ρόγ­χος τῆς ρε­μα­τιᾶς καί κά­που-κά­που μα­κρυ­ά, τό σκού­ξι­μο κα­νε­νός ἀ­γρι­μιοῦ τα­ρά­ζα­νε τή σι­ω­πή.

Κα­θι­σμέ­νος ἀ­νά­με­σα στούς κοι­μι­σμέ­νους στρα­τι­ῶ­τες του, κον­τά σέ μί­αν ἀ­πό τίς φω­τι­ές, μέ τό βλέμ­μα χα­μέ­νο στή φλό­γα πού τρε­μό­παι­ζε, ὁ Διά­κος ἀ­γρυ­πνοῦ­σε… Σέ λί­γες ὧ­ρες, σέ λί­γα λε­πτά ἴ­σως, μί­α ἄλ­λη φω­τιά θ’ ἄ­να­βε. Χρό­νια τώ­ρα, ἀ­πό μι­κρό παι­δί, πρός αὐ­τή βά­δι­ζε. Ποι­ός ξέ­ρει, μπο­ρεῖ νά ἤ­τα­νε καί τό τέρ­μα τοῦ τα­ξι­διοῦ. Θά ἔ­πρε­πε ὅ­μως νά εἶ­ναι ὡ­ραῖ­ο τό τέρ­μα.

Τώ­ρα ἔ­νι­ω­θε πώς ἡ μέ­ρα δέν θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι μα­κρυ­ά. Κι ἄς φαι­νό­ταν ὁ οὐ­ρα­νός τό­σο σκο­τει­νός τώ­ρα. Κι ἄς βά­ραι­νε τίς ψυ­χές ἡ ἀ­γω­νί­α. Αὐ­τός ἔ­νι­ω­θε πώς ἡ με­γά­λη ὥ­ρα ζύ­γω­νε.

Τό­τε τόν πλη­σί­α­σε ἕ­να πα­λι­κά­ρι.

Λέ­τε νά μᾶς ἔρ­θουν ἀ­πό­ψε οἱ Ἰ­τα­λοί, κύ­ρι­ε ὑ­πο­λο­χα­γέ;

-Ποι­ός ξέ­ρει Λευ­τέ­ρη, ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Διά­κος.

Μα­κά­ρι. Ὅ­σο νω­ρί­τε­ρα ἀρ­χί­σει τό πα­νη­γύ­ρι, τό­σο τό κα­λύ­τε­ρο. Τά νεῦ­ρα σπά­ει αὐ­τή ἡ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα.

-Μή στε­να­χω­ρι­έ­σαι, δέ θά βα­στά­ξει πο­λύ.

Ὁ Διά­κος κοί­τα­ξε συλ­λο­γι­σμέ­νος τό νε­α­νι­κό πρό­σω­πο τοῦ συν­τρό­φου του, πού σκυμ­μέ­νος ἀ­να­σκά­λευ­ε τή φω­τιά. Φαι­νό­τα­νε γε­ρό παλ­λη­κά­ρι ὁ Λευ­τέ­ρης Ντά­σκας, ἔ­φε­δρος ἀν­θυ­πο­λο­χα­γός, δι­μοι­ρί­της στό 2ο λό­χο τοῦ 14. Θά πο­λε­μοῦ­σε τά­χα σάν ἀ­λη­θι­νό παλ­λη­κά­ρι; Τοῦ­το ἡ μά­χη μό­νο θά τό ἔ­δει­χνε. Στή μά­χη φα­νε­ρώ­νον­ται οἱ ἄν­δρες.

Τό βλέμ­μα τοῦ Διά­κου ξα­να­χά­θη­κε μέ­σα στίς φλό­γες. Ἡ μί­α ἀ­πο­ρί­α εἶ­χε φέ­ρει τήν ἄλ­λη: Ὁ ἴ­διος – ὁ Ἀ­λέ­κος Διά­κος ἀ­πό τή Δω­δε­κά­νη­σο – ὁ ἴ­διος τί θά ἔ­κα­νε τά­χα ὅ­ταν θ’ ἄ­να­βε ἡ μά­χη; Πρώ­τη φο­ρά θά γνώ­ρι­ζε ἀ­λη­θι­νό πό­λε­μο. Ἡ με­γά­λη καί ἀ­πο­φα­σι­στι­κή δο­κι­μα­σί­α ἀ­νά­με­σα σέ ποι­ούς θά τόν ἔ­τα­ζε;

Δέ θέ­λη­σε νά βα­σα­νί­σει πολ­λή ὥ­ρα τή σκέ­ψη του. Ξέ­νοια­στα ἔ­δι­ω­ξε τήν ἀ­πο­ρί­α . Ἦ­ταν ἡ ἀ­πο­στο­λή του, δυ­να­τό­τε­ρη ἀ­πό κά­θε τί ἄλ­λο, αἴ­σθη­μα ἤ πε­ρί­στα­ση, νά πο­λε­μή­σει. Ἤ­τα­νε τό κα­θῆ­κον του, πού ἐ­λεύ­θε­ρα αὐ­τός, δί­χως κα­μιά ἐ­πι­φύ­λα­ξη, τό εἶ­χε δε­χτῆ ὅ­ταν ἔ­δι­νε τόν ὅρ­κο, ὡς εὔ­ελ­πις πρῶ­τα τό 1930, ὡς ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός του Ἑλ­λη­νι­κοῦ Στρα­τοῦ ἀρ­γό­τε­ρα τό 1934. Πε­ρή­φα­νες μέ­ρες ἐ­κεῖ­νες! Τ’ ὄ­νει­ρο τῶν παι­δι­κῶν χρό­νων γι­νό­ταν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Θυ­μή­θη­κε πῶς εἶ­χε φύ­γει τό 1929 ἀ­πό τή Ρό­δο. Πῶς μέ­χρι τήν τε­λευ­ταί­α στιγ­μή ἔ­τρε­με ἡ καρ­διά του μή­πως οἱ Ἰ­τα­λοί μαν­τέ­ψου­νε τό μυ­στι­κό του καί τόν κρα­τή­σου­νε γιά πάν­τα αἰχ­μά­λω­το στά σκλα­βω­μέ­να νη­σιά. Θυ­μή­θη­κε ἔ­πει­τα τή σκλη­ρή με­λέ­τη στήν Ἀ­θή­να, γιά νά μπεῖ στή Σχο­λή. Τίς ἐ­ξε­τά­σεις, τήν ἐ­πι­τυ­χί­α: Εὔ­ελ­πις, ἀν­θυ­πο­λο­χα­γός, ὑ­πο­λο­χα­γός, ἐ­πί­κου­ρος πα­ρα­τη­ρη­τής τῆς ἀ­ε­ρο­πο­ρί­ας. Τό χέ­ρι του γλύ­στρη­σε κά­τω ἀ­πό τή χλαί­νη καί χά­ι­δε­ψε τό σῆ­μα μέ τ’ ἀ­νοι­χτά φτε­ρά. Ἤ­τα­νε καί τοῦ­το μί­α ἐ­πι­τυ­χί­α, μί­α τι­μη­τι­κή δι­ά­κρι­ση. Τόν εἴ­χα­νε ξε­δι­α­λέ­ξει ἀ­νά­με­σα στούς πολ­λούς γιά νά τοῦ τό δώ­σουν.

Τά βλέ­φα­ρά του εἶ­χαν ἀρ­χί­σει νά βα­ραί­νουν, Οἱ φλό­γες μπρο­στά του παίρ­να­νε πα­ρά­ξε­να σχή­μα­τα. Ἡ νύ­χτα ἔ­πρε­πε νά εἶ­ναι πο­λύ προ­χω­ρη­μέ­νη. Τά μά­τια τοῦ Διά­κου σφά­λη­ξαν.

Μί­α ντου­φε­κιά ἔ­πε­σε, ἔ­πει­τα μί­α ἄλ­λη, κι ἔ­πει­τα ξέ­σπα­σε ἕ­να βρόν­τη­μα, σάν ἔ­κρη­ξη χει­ρο­βομ­βί­δας, πού τό ἀ­κο­λου­θή­σα­νε ρι­πές καί πυ­κνό­τε­ρο ντου­φε­κί­δι.

Τά ξα­πλω­μέ­να κορ­μιά, γύ­ρω ἀ­πό τίς φω­τι­ές ἀ­να­κά­θι­σαν.

Οἱ Ἰ­τα­λοί!

Ὁ Διά­κος ἤ­τα­νε κι­ό­λας ὀρ­θός κι ἔ­τρε­χε πρός τίς προ­φυ­λα­κές, φω­νά­ζον­τας στούς δι­μοι­ρί­τες του νά συγ­κεν­τρώ­σουν τούς ἄν­τρες.

Στό εἰ­κο­νο­στά­σι ἐ­πά­νω, οἱ λάμ­ψεις τῶν πυ­ρο­βο­λι­σμῶν ξε­σχί­ζα­νε τή νύ­χτα. Ἕ­νας λο­χί­ας κα­τα­τό­πι­σε γρή­γο­ρα τό Διά­κο. Μέ­σα στό σκο­τά­δι καί τή σι­γή, βή­μα­τα καί ὁ­μι­λί­ες ἀ­κα­τά­λη­πτες εἶ­χαν ἀ­κου­στῆ πά­νω στή στρά­τα. Στό πρό­σταγ­μα τοῦ σκο­ποῦ κα­μιά ἀ­πό­κρι­ση δέν εἶ­χε δο­θεῖ. Σάν ἔ­πε­σαν ὅ­μως οἱ πρῶ­τες ντου­φε­κι­ές ἀ­πό τή δι­κή μας πλευ­ρά, οἱ νυ­χτε­ρι­νοί ἐ­πι­σκέ­πτες εἶ­χαν ἀ­παν­τή­σει μέ χει­ρο­βομ­βί­δες καί αὐ­τό­μα­τα.

Τώ­ρα ὡ­στό­σο κα­μιά ἀν­τί­δρα­ση δέν ἐκ­δη­λω­νό­ταν στά πυ­ρά τοῦ φυ­λα­κί­ου. Ὁ Διά­κος πρό­στα­ξε νά στα­μα­τή­σει τό ντου­φε­κί­δι. Ὁ Ντά­σκας ἔ­φτα­νε κι­ό­λας μέ τούς ἄν­τρες του.

Ἀ­μί­λη­τοι ὅ­λοι πε­ρί­με­ναν, κρα­τών­τας τήν ἀ­νά­σα τους, μέ τ’ ὅ­πλο ἕ­τοι­μο στό χέ­ρι. Κά­που, μα­κρυ­ά, πρός τό Γά­βρο, ἀ­κού­στη­καν ντου­φε­κι­ές καί ρι­πές. Κι ἐ­κεῖ ὅ­μως τά πυ­ρά στα­μα­τή­σα­νε γρή­γο­ρα. Πέ­ρα­σε ὥ­ρα, ὁ οὐ­ρα­νός στήν ἀ­να­το­λή ἄρ­χι­σε νά γα­λα­κτώ­νει, δί­χως τί­πο­τα νά ξα­να­τα­ρά­ξει τήν ἡ­συ­χί­α τῶν βου­νῶν. Κα­νέ­νας ὅ­μως δέν εἶ­χε ξα­να­γυ­ρί­σει στίς φω­τι­ές, πού ἔ­σβη­ναν ἀρ­γά μέ­σα στή ρε­μα­τιά.

Ἡ Τσού­κα ὄρ­θω­νε τώ­ρα τή δα­σω­μέ­νη ρά­χη της μπρός στούς φαν­τά­ρους τοῦ 2ου Λό­χου τοῦ 1/4 Τάγ­μα­τος. Ἐ­δῶ καί κάμ­πο­σα λε­πτά τά πο­λυ­βό­λα εἴ­χα­νε σω­πά­σει ἐ­κεῖ πά­νω. Κά­τι θά εἴ­χα­νε πα­ρα­τη­ρή­σει οἱ Ἀλ­πί­νι καί, ταμ­που­ρω­μέ­νοι στίς ψη­λές πλα­γι­ές, κρυμ­μέ­νοι μέ­σα στά δέν­τρα καί πί­σω ἀ­πό τούς βρά­χους, πε­ρί­με­ναν…

Γρή­γο­ρα σκαρ­φά­λω­ναν οἱ φαν­τά­ροι, ἀ­κρο­βο­λι­σμέ­νοι, μέ τό Διά­κο μπρο­στά. Ἀ­μί­λη­τοι ὅ­λοι, μ’ ἐ­κεῖ­νο τό σφί­ξι­μο στήν καρ­διά, πού νι­ώ­θει καί ὁ πιό γεν­ναῖ­ος, σάν πε­ρι­μέ­νει ν’ ἀ­κού­σει τήν πρώ­τη σφαί­ρα νά σφυ­ρί­ζει.

Καί ξαφ­νι­κά, πά­νω ἀ­πό τούς φαν­τά­ρους πού προ­χω­ροῦ­σαν, ξέ­σπα­σε, δαι­μο­νι­κό, τό κρο­τά­λι­σμα τῶν ἰ­τα­λι­κῶν ὁ­πλο­πο­λυ­βό­λων καί πο­λυ­βό­λων. Με­λίσ­σι φτά­σα­νε ἀ­πό παν­τοῦ οἱ ρι­πές, σπα­ρά­ζον­τας τόν ἀ­έ­ρα. Οἱ σφαῖ­ρες θε­ρί­ζα­νε τά φύλ­λα τῶν δέν­τρων καί τσα­κί­ζα­νε μ’ ἕ­να ξε­ρό κρό­το τά κλα­ριά.

Δύ­ο-τρεῖς φαν­τά­ροι σω­ρι­α­στή­κα­νε μέ βογ­γη­τά. Οἱ ἄλ­λοι κον­το­στα­θή­κα­νε δι­στα­κτι­κοί. Με­ρι­κοί κά­μα­νε νά κα­λυ­φτοῦν.

Ἡ φω­νή τοῦ Διά­κου ἀ­κού­στη­κε ἐ­πι­τα­κτι­κή, ἄ­γρια:

Μή στα­μα­τᾶ­τε παι­διά!

Ὁ ἴ­διος τά­χυ­νε τό βῆ­μα. Δί­πλα του, τρέ­χον­τας, σκαρ­φά­λω­νε ὁ Λευ­τέ­ρης Ντά­σκας.

Οἱ φαν­τά­ροι ἀ­κο­λού­θη­σαν.

Τά πυ­ρά τοῦ ἐ­χθροῦ γί­νον­ταν ὁ­λο­έ­να πυ­κνό­τε­ρα. Οἱ Ἀλ­πί­νι προ­σπα­θού­σα­νε τώ­ρα νά δη­μι­ουρ­γή­σου­νε ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρο φραγ­μό ρί­χνον­τας χει­ρο­βομ­βί­δες.

Παι­διά ἐ­φ’ ὅ­πλου λόγ­χη! Πρό­στα­ξε ὁ Διά­κος.

Ἄ­στρα­ψε τό Ἑλ­λη­νι­κό ἀ­τσά­λι. Ἔ­λαμ­ψε καί ἡ μορ­φή τοῦ Διά­κου.

Ναί, αὐ­τή τή στιγ­μή – αὐ­τή τή στιγ­μή! – ὀ­νει­ρευ­ό­ταν πάν­τα: Αὐ­τός μπρο­στά καί ἀ­πό κον­τά οἱ στρα­τι­ῶ­τες του, τά παλ­λη­κά­ρια του, μέ τή λόγ­χη στ’ ὅ­πλο γιά τήν Ἑλ­λά­δα!

Πρῶ­τος ρί­χτη­κε μέ­σα στίς ἐ­κρή­ξεις τῶν ἰ­τα­λι­κῶν χει­ρο­βομ­βί­δων. Οἱ φαν­τά­ροι χυ­μή­ξα­νε μα­ζί του, πα­τή­σα­νε τίς ἰ­τα­λι­κές θέ­σεις. Ἀ­νε­βο­κα­τε­βή­κα­νε τά ὅ­πλα μέ τίς λόγ­χες. Ὕ­στερ ἀ­πό λί­γα λε­πτά ὁ Διά­κος ἔ­πια­νε τήν κορ­φή.

Δέν πρό­λα­βε ὅ­μως νά ξα­να­σά­νει ὁ Λό­χος, νά ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ πά­νω στή ρά­χη. Μέ μα­νί­α οἱ Ἀλ­πί­νι ἀν­τα­πο­δώ­σα­νε τό χτύ­πη­μα. Οἱ Ἕλ­λη­νες δέν μπο­ρέ­σα­νε νά κρα­τη­θοῦ­νε στίς θέ­σεις πού μό­λις εἴ­χα­νε κα­τα­λά­βει.

Στά ρι­ζά τοῦ βου­νοῦ, ὁ Διά­κος μά­ζε­ψε τούς φαν­τά­ρους του. Τά μά­τια του, φλο­γι­σμέ­να φαί­νον­ταν με­γα­λύ­τε­ρα.

Πρέ­πει νά τό ξα­να­πά­ρου­με τό ὕ­ψω­μα, εἶ­πε. Δέν εἶ­ναι μό­νο ζή­τη­μα φι­λό­τι­μου νά μήν ἀ­φή­σου­με τούς Ἰ­τα­λούς νά μᾶς ἐ­ξευ­τε­λί­σουν. Ἀλ­λά στή μά­χη αὐ­τή κρί­νε­ται ἴ­σως ἡ τύ­χη τῆς Πα­τρί­δας. Ὁ Δα­βά­κης δέν μπο­ρεῖ νά προ­χω­ρή­σει ἄν ἐ­μεῖς δέν κα­θα­ρί­σου­με τό βου­νό. Πᾶ­με, παι­διά! Πρέ­πει νά δεί­ξου­με πώς εἴ­μα­στε ἀ­λη­θι­νοί Ἕλ­λη­νες!

-Πᾶ­με, κύ­ρι­ε ὑ­πο­λο­χα­γέ!

Πά­λι μέ τή λόγ­χη οἱ φαν­τά­ροι ἀ­κο­λού­θη­σαν.

Ἡ Τσού­κα κυ­ρι­εύ­τη­κε γιά δεύ­τε­ρη φο­ρά.

Ὁ Διά­κος βι­α­ζό­τα­νε τώ­ρα νά στε­ρι­ώ­σει κα­λά πά­νω στήν κορ­φή. Ἀλ­λά καί πά­λι δέν πρό­λα­βε. Τό ἰ­τα­λι­κό πυ­ρο­βο­λι­κό ἀ­πό τή Φούρ­κα καί οἱ ὅλ­μοι τοῦ ἐ­χθροῦ κά­μα­νε γιά κάμ­πο­ση ὥ­ρα τή ρά­χη τῆς Τσού­κας κό­λα­ση, ὅ­που κα­νέ­νας δέν μπο­ροῦ­σε νά ση­κώ­σει τό κε­φά­λι του. Κι ἀ­μέ­σως ἔ­πει­τα οἱ Ἀλ­πί­νι ἐ­ξα­πο­λύ­σα­νε νέ­α λυσ­σα­σμέ­νη ἀν­τε­πί­θε­ση καί ξη­λώ­σα­νε καί αὐ­τή τή φο­ρά τούς φαν­τά­ρους τοῦ 1/4 ἀ­πό τήν κορ­φή.

Κά­τω ἀ­πό τά πυ­ρά τῶν ἰ­τα­λι­κῶν αὐ­το­μά­των ὅ­πλων, πού χτυ­πού­σα­νε κα­ται­γι­στι­κά τίς προ­σβά­σεις τῆς Τσού­κας, ὁ Διά­κος ἀ­να­συγ­κρό­τη­σε τίς δι­μοι­ρί­ες του καί τίς πα­ρέ­συ­ρε σέ τρί­τη ἔ­φο­δο πρός τήν κορ­φή. Ἐ­κεῖ πά­νω κα­τά­ρα­χα, οἱ φαν­τά­ροι ἤρ­θα­νε στά χέ­ρια μέ τούς Ἰ­τα­λούς. Γαν­τζω­μέ­νοι στά βρά­χια, οἱ Ἀλ­πί­νι πο­λε­μή­σα­νε μέ ἄ­γριο πεῖ­σμα. Τή στιγ­μή πού λυ­γί­ζα­νε, τούς ἦρ­θαν ἐ­νι­σχύ­σεις. Ὁ Διά­κος καί ὁ Ντά­σκας κά­να­νε σά θη­ρί­α στήν προ­σπά­θειά τους νά κρα­τη­θοῦ­νε μέ τό λό­χο πά­νω στήν Τσού­κα. Οἱ Ἰ­τα­λοί ὅ­μως τούς σπρώ­ξα­νε πρός τή βο­ρει­ο­α­να­το­λι­κή πλα­γιά τοῦ βου­νοῦ, ὅ­που τε­λι­κά τούς ἔ­ρι­ξαν.

Λα­χα­νι­α­σμέ­νος, μέ ξα­ναμ­μέ­νο πρό­σω­πο, μέ τό χι­τώ­νιο ξε­σχι­σμέ­νο, ὁ Ἀ­λέ­κος Διά­κος ξα­να­μά­ζε­ψε γιά τρί­τη φο­ρά τούς στρα­τι­ῶ­τες του.

Ὁ ἴ­διος κρα­τοῦ­σε τώ­ρα τό μάν­λι­χερ ἑ­νός σκο­τω­μέ­νου φαν­τά­ρου.

Ὅ­σοι ἀ­πό σᾶς εἶ­στε ἄν­τρες, θάρ­θε­τε μα­ζί μου!

Τά ἱ­δρω­μέ­να πρό­σω­πα τῶν φαν­τά­ρων φα­νε­ρώ­να­νε κού­ρα­ση καί ἀ­πο­καρ­δί­ω­ση. Δέν εἶ­ναι μι­κρή δου­λειά νά κυ­ρι­έ­ψεις τρεῖς φο­ρές τήν ἴ­δια θέ­ση, τρεῖς φο­ρές νά τή χά­σης, κά­θε φο­ρά νά ἔ­χεις ἀ­φή­σει ἐ­κεῖ κορ­μιά συν­τρό­φων σου καί νά σοῦ λέ­νε ἀ­μέ­σως νά ξα­ναρ­χί­σεις.

Νά ξα­να­σά­νου­με, κύ­ρι­ε Ὑ­πο­λο­χα­γέ, μουρ­μού­ρι­σε κά­ποι­ος.

Οὔ­τε στιγ­μή! Ἄν ξα­να­σά­νου­με ἐ­μεῖς, θά ξα­να­σά­νουν καί οἱ Ἰ­τα­λοί. Καί τό­τε δέν θά τήν πά­ρου­με πο­τέ τήν Τσού­κα. Μί­α τε­λευ­ταί­α προ­σπά­θεια χρει­ά­ζε­ται παι­διά! Μήν τήν ἀρ­νη­θῆ­τε…

Ἀ­να­πτυ­χθή­κα­νε ξα­νά οἱ φαν­τά­ροι και, ἀρ­γά, κι­νή­σα­νε κα­τά πά­νω, πρός τά ἰ­τα­λι­κά ὁ­πλο­πο­λυ­βό­λα, πού δέ λέ­γα­νε νά στα­μα­τή­σου­νε οὔ­τε στιγ­μή.

Ἡ ὥ­ρα ἤ­τα­νε δώ­δε­κα. Ἕ­νας ὁ­λό­χρυ­σος ἥ­λιος με­σου­ρα­νοῦ­σε…

Ἡ φω­νή τοῦ Διά­κου ἀν­τή­χη­σε πά­λι:

Ἐμ­πρός μέ τή λόγ­χη!

Μό­νο ὁ Ντά­σκας καί λι­γο­στοί φαν­τά­ροι τόν ἀ­κο­λού­θη­σαν τού­τη τή φο­ρά. Ὁ λό­χος εἶ­χε χά­σει τήν ὁρ­μή του.

Αὐ­τό λοι­πόν θά ἤ­τα­νε τό τέ­λος, τό ἄ­δο­ξο τέ­λος; Θά μέ­να­νε ἐ­κεῖ κουρ­νι­α­σμέ­νοι, μέ τούς Ἰ­τα­λούς νι­κη­τές ἀ­πό πά­νω τους; Ὄ­χι! Δέν μπο­ροῦ­σε νά γί­νει αὐ­τό.

Ἐμ­πρός παι­διά! Ἐμ­πρός! Γιά μί­αν Ἑλ­λά­δα ! Γιά μί­α με­γά­λη Ἑλ­λά­δα ! Γιά μί­αν ἐ­λεύ­θε­ρη Δω­δε­κά­νη­σο !

Ἡ κραυ­γή δέν ἔ­μοια­ζε νά βγαί­νει ἀ­πό ἀν­θρώ­πι­να στή­θια. Ἤ­τα­νε κά­τι ἀλ­λό­κο­το.

Γιά μί­α με­γά­λη Ἑλ­λά­δα, γιά μί­αν ἐ­λεύ­θε­ρη Δω­δε­κά­νη­σο!

Οἱ φαν­τά­ροι ὀρ­θώ­θη­καν ὅ­λοι.

Μα­ζί σου λε­βέν­τη!

Ἡ πρώ­τη γραμ­μή τῶν Ἀλ­πί­νι σα­ρώ­θη­κε.

Ὁ Διά­κος βρέ­θη­κε κα­τά­φα­τσα μέ ἕ­να ἰ­τα­λι­κό πο­λυ­βο­λεῖ­ο.

Προ­σέξ­τε κύ­ρι­ε ὑ­πο­λο­χα­γέ! Φώ­να­ξε ὁ Ντά­σκας.

Ἕ­να κρο­τά­λι­σμα ἀ­κού­σθη­κε. Δί­πλα στό Διά­κο ἕ­νας φαν­τά­ρος ἔ­πε­σε.

Θέ­ρι­ε­ψε ὁ Διά­κος. Πί­σω ἀ­πό τίς πέ­τρες πού εἴ­χα­νε στή­σει μέ τή συ­νη­θι­σμέ­νη μα­στο­ριά τους οἱ Ἀλ­πί­νι, φαί­νον­ταν οἱ χει­ρι­στές τοῦ Φί­ατ. Ὀρ­θός ὁ Διά­κος ση­μά­δε­ψε μέ τό του­φέ­κι κι ἔ­ρι­ξε. Ἔ­πει­τα ὅρ­μη­σε.

Τό ξε­ρό κρο­τά­λι­σμα ἀν­τή­χη­σε πά­λι…

Ὁ Διά­κος στα­μά­τη­σε. Τ’ ὅ­πλο τοῦ ἔ­φυ­γε ἀ­πό τά χέ­ρια…

Γιά τήν Ἑλ­λά­δα, γιά τή Δω­δε­κά­νη­σο – τήν πάλ­λευ­κη Δω­δε­κά­νη­σο μέ­σα στή γα­λά­ζια θά­λασ­σα.

Τό πο­λυ­βό­λο ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νά βάλ­λει. Ὁ Διά­κος τέν­τω­σε τό ἀ­νά­στη­μά του. Κά­τι πῆ­γε νά φω­νά­ξει – μί­α τε­λευ­ταί­α ἴ­σως προ­στα­γή στούς φαν­τά­ρους του. Ἀ­πό τά χεί­λη του ὅ­μως δέ βγῆ­κε φθόγ­γος. Ἀ­πό­το­μα, σά νά τόν εἶ­χε χτυ­πή­σει κε­ραυ­νός, ὁ ἥ­ρω­ας σω­ρι­ά­στη­κε ἄ­ψυ­χο κορ­μί – πρῶ­τος Ἕλ­λη­νας ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός πού ἔ­πε­φτε στή μά­χη τῆς Πίν­δου, στή μά­χη τῆς Ἑλ­λά­δος.

Μᾶς φά­γα­νε τόν ὑ­πο­λο­χα­γό! Φώ­να­ξε ὁ Ντά­σκας.

Ἦ­ταν οἱ τε­λευ­ταῖ­ες λέ­ξεις πού πρό­φε­ρε. Κα­θώς ρι­χνό­ταν κα­τά τό μέ­ρος ὅ­που εἶ­χε πέ­σει ὁ Διά­κος, μί­α ρι­πή τόν σώ­ρια­σε καί αὐ­τόν νε­κρό…

Σά μυ­θι­κός ἥ­ρω­ας, νέ­ος, γε­μά­τος ὑ­γεί­α καί ὀ­μορ­φιά σκο­τώ­θη­κε ὁ Διά­κος. Σκο­τώ­θη­κε πά­νω στά ψη­λά βου­νά τῆς Πίν­δου, στίς ἐ­πάλ­ξεις τῆς Πα­τρί­δας του, με­θυ­σμέ­νος ἀ­πό τήν πί­στη του καί τόν ἐν­θου­σια­σμό του. Ἔ­πε­σε στήν κρι­σι­μό­τε­ρη ὥ­ρα τῆς Ἑλ­λά­δος, γιά τήν Ἑλ­λά­δα – γιά τή Με­γά­λη Ἑλ­λά­δα πού ὁ­ρα­μα­τί­ζον­ται ὅ­σοι ἀ­πό μᾶς ἔ­χουν ἀν­τρί­κια ψυ­χή.

Τρεῖς μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ἄρ­χι­ζε πιά τό σά­ρω­μα τοῦ ἐ­χθροῦ, κά­ποι­ο ἑλ­λη­νι­κό τμῆ­μα, πε­ρα­στι­κό ἀ­πό τήν Τσού­κα, βρῆ­κε τό κορ­μί τοῦ Ἀ­λέ­κου Διά­κου πά­νω σ’ ἕ­να στρῶ­μα ἀ­πό κλα­διά καί φύλ­λα.

Τά κουμ­πιά τῆς στο­λῆς του ἔ­λει­παν. Νά ἦ­ταν, τά­χα, ἕ­να βάρ­βα­ρο καί ἱ­ε­ρό­συ­λο πά­θος πού εἶ­χε σπρώ­ξει τούς Ἀλ­πί­νι ν΄ ἁ­πλώ­σου­νε βέ­βη­λο χέ­ρι πά­νω στό σκο­τω­μέ­νο παλ­λη­κά­ρι, ἤ μή­πως, ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α νά πά­ρουν εὐ­λα­βι­κά κά­ποι­ο ἐν­θύ­μιο ἀ­πό τό ἅ­γιο λεί­ψα­νο ἑ­νός ἀ­λη­θι­νοῦ ἥ­ρω­α;

Στό μι­κρό κοι­μη­τή­ριο τῆς Ζού­ζου­λης, ἀ­να­παύ­ε­ται ὁ Ἀ­λέ­κος Διά­κος ἀ­πό τή Δω­δε­κά­νη­σο.

Ἦ­ταν ὡ­ραί­α ἡ νί­κη στήν Πίν­δο. Καί ἡ Δω­δε­κά­νη­σος σή­με­ρα εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κή.

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.