Ὁ λόχος φτάνει στά ριζά τοῦ 1750. Εἶναι μιά Δεκεμβριανή μέρα τοῦ 1940, λίγο μετά τό μεσημέρι, κι ὁ λοχαγός πῆρε προσταγή ἀπ’ τόν ταγματάρχη του νά καβαλικέψει μέ τούς ἄντρες του τήν κορφή, προτοῦ πλακώσει ἡ νύχτα. Γιατί μιά διλοχία -μπορεῖ καί μεγαλύτερη δύναμη- τῆς μεραρχίας τῶν «Κενταύρων» εἶναι σκαλωμένη στή ράχη του καί φέρνει μεγάλες δυσκολίες στήν κίνηση τῶν Ἑλληνικῶν τμημάτων.
Τό χιόνι εἶχε πιάσει τό μισό μέτρο κι ἔπεφτε ἀκόμα πυκνό. Τό ὕψωμα ὀρθώνεται μπρός τους μαχαίρι. Τόσο κοφτό κι ἀπότομο εἶναι. Οἱ ἀνιχνευτές πού εἶχαν γυρίσει, φέραν τήν εἴδηση, πώς, λέει, ὁ λόφος εἶναι δεμένος μέ σίδερο περίγυρα. Οἱ Ἰταλοί λουφάζουν μές στά ἀμπριά τους κι οὔτε πού νιώθουν χιόνι καί κρύο.
Εἶναι δύσκολη ἡ ἔφοδος. Μαχαίρι τό ὕψωμα, κακοτράχαλος ὁ ἀνήφορος, χιόνι στρωμένο –καί νά πέφτει ἀκόμα- κουρασμένα τά παλικάρια, ρημαγμένα ἀπ’ τίς πορεῖες καί τίς πρωτερινές μάχες, τά πόδια πρησμένα καί τρύπιες οἱ ἀρβύλες.
Μ’ ὅλ’ αὐτά, ἴσαμε τό σούρουπο πρέπει νά κάθουνται στήν κορφή.
Ἡ ὥρα εἶναι τρεῖς. Περιθώριο πιά δέν ὑπάρχει. Ὁ λοχαγός μαζεύει τούς ἄντρες γύρω του. Τούς ἐξηγεῖ πόσο δύσκολο εἶναι τό ἀνέβασμα καί τό πάρσιμο τῆς κορφῆς. Πώς ἀπ’ τή δική τους ἐπιτυχία κρινόταν ἡ ζωή πολλῶν συμπολεμιστῶν τους. Γι’ αὐτό, τούς εἶπε, αὐτοί πού θά τόν ἀκολουθήσουν θέλει νά ’ναι, ἄς ποῦμε, ἐθελοντές. Νά τό λέει ἡ ψυχή τους. Γιατί δέν θά πολεμήσουν μηδέ μέ τά ὅπλα, μηδέ μέ τή σωματική τους δύναμη. Μά μονάχα μέ τήν ψυχή. Ὡστόσο αὐτός θά τραβήξει ἐμπρός κι ὅποιος θέλει ἄς τόν ἀκολουθήσει. Καί μοναχός, ἀκόμα, θά φτάσει στήν κορυφή.
Κι ἀποσώνει ὁ λοχαγός:
-Τί λέτε, παιδιά, θά μ’ ἀκολουθῆστε;
-Μαζί σας, κύριε λοχαγέ! ἀποφασιστική, ἀντρίκεια ἡ φωνή τους.
Στό τραχύ, ἀξύριστο μάγουλο τοῦ λοχαγοῦ λαμπύρισε ἕνα δάκρυ καί πάνω πνίγηκαν πολλές σπίθες. Καί δέ φάνηκε, νέρωσε καί χάθηκε στά βρεγμένα γένια.
-Εὐχαριστῶ, παιδιά! ψιθυρίζει πνιχτά κι ἀναμερίζει.
Τά παλικάρια ἀκροβολίζονται γοργά καί προσμένουν τήν προσταγή του.
Τό χιόνι πέφτει πυκνότερο τώρα. Κι ἀρχίζει νά φυσᾶ ἕνας κρύος ἀγέρας. Τά ρούχα τῶν στρατιωτῶν εἶναι, σχεδόν, ἄσπρα.
Ἄξαφνα ἀκούγεται σταθερή, κοφτή ἡ φωνή τοῦ λοχαγοῦ μές στό χιόνι πού πέφτει:
-Μπρός, παιδιά!
Ὁρμοῦν στόν ἀνήφορο. Καλά προφυλαγμένοι μές στό πυκνό πέπλο τοῦ χιονιοῦ, πιάνουν ν’ ἀνεβαίνουν. Κι ὅσο ἀνεβαίνουν, τόσο βουλιάζουν πιότερο, γιατί τό χιόνι ἐδῶ εἶναι παχύτερο. Κι οἱ κακοτοπιές, τά γκρεμούρια κι οἱ σάρες, καθώς τό χιόνι τά κρύβει, τούς ρίχνουν κάτω, τούς κατρακυλοῦν στίς σοῦδες, τούς σακατεύουν τό κορμί.
Ὅταν φτάνουν στά τριακόσια μέτρα ἀπ’ τήν κορφή, τούς μυρίζονται οἱ «Κένταυροι». Τά βόλια βουίζουν γύρω τους καί σβήνουν μές στό παγωμένο χιόνι.
-Κάτω, παιδιά! προστάζει ὁ λοχαγός. Βαθιά στό χιόνι ὅλοι, ἀκίνητοι!
Μεμιάς τά παλικάρια χάνονται, λές καί τά ’χαψε ἡ ἄσπρη θωριά τοῦ χιονιοῦ.
Τά πολυβόλα ρίχνουν κάμποσες ριπές ἀκόμα καί σταματοῦν. Τό τραγούδι τους γυρεύει κρασί ἀπό αἷμα, διψᾶ γιά τόν σιωπηλό χορό τοῦ θανάτου. Καί σάν δέ βρίσκουν αὐτή τήν ἀπολαυή, σιωποῦν.
Νόμισαν οἱ Ἰταλοί, φαίνεται, πώς παραπῆραν. Περίμεναν μερικά λεπτά καί βγῆκαν λίγοι, μά ἀπ’ ὅλες τίς μεριές τοῦ λόφου, νά ἐξετάσουν, νά δοῦν τί ἦταν αὐτές οἱ γκριζωπές σκιές πού τούς φάνηκε πώς κινοῦνταν πάνω στό χιόνι. Δισταχτικά στήν ἀρχή, ξέθαρρα μετά, κοιτοῦν ἀκάλυπτοι στόν κατήφορο. Κοντά σ’ αὐτούς βγῆκαν κι ἄλλοι καί μέ προσοχή χτενίζουν τήν πλαγιά.
Ὁ ἀγέρας δυναμώνει. Τό χιόνι πέφτει σπαθωτό, πυκνό. Καί τά παλικάρια εἶναι λουφασμένα – ἕνα σῶμα μέ τ’ ἄσπρο στρωσίδι.
-Πῦρ! προστάζει ὁ λοχαγός.
Τά ντουφέκια βροντοῦν. Πολλοί, πού ἔδωναν στόχο καλό καθώς ἦταν στ’ ἀκροράχι, πέφτουν. Ὅσοι πρόκαναν, φύγαν λαχταρισμένοι νά κλειστοῦν στ’ ἀμπάρια τους.
Καί τότε ὁ λόφος ἀνάβει. Ὅλα τά ὅπλα –μικρά καί μεγάλα- χτυποῦν τούς γενναίους. Πέφτουν κάμποσοι ἐκεῖ. Καί τό αἷμα, καθώς κρουνελιάζει ἀχνιστό ἀπ’ τίς βαθιές πληγές, δέν προφταίνει νά κοκκινίσει τό χιόνι, καθώς πέφτει ἄλλο πάνωθε καί τό σκεπάζει. Μαζί ἀφανίζει καί τούς σκοτωμένους.
-Μπρός, παιδιά! Πάνω!…
Χιμοῦν ἀπελπισμένα κατά τήν κορφή πού ἀχνοφαίνεται μές στό χιόνι πού πέφτει, πέφτει…
Μά τά ντουφέκια τοῦ ἐχτροῦ, καλά κρυμμένα μές στίς τρύπες, ξερνοῦν καταπάνω τόν πυρωμένο θάνατο.
-Πίσω, παιδιά! προστάζει ὁ λοχαγός.
Πισωπλατοῦν. Κατεβαίνουν κατρακυλώντας στά ἑφτακόσια, ὀχτακόσια μέτρα. Ἐκεῖ λουφάζουν πάλι καί μετριοῦνται. Λείπουν ἐννιά παλικάρια.
Παίρνουν ἀνάσα. Μερικοί ἀνάβουν τσιγάρο. Τά ἐχτρικά πυρά συνεχίζουν νά γαζώνουν τήν πλαγιά. Κάποια βόλια φτάνουν ἴσαμε κεῖ, μπροστά τους, καί σβήνουν τσιζζζ μές στό παγωμένο χιόνι. Ἄλλα, πάλι, σφυρίζουν πάνωθέ τους κάι χάνονται στό χάος.
Ὁ λοχαγός μαζώνει τούς διμοιρίτες καί τούς ὁμαδάρχες γύρω του. Τούς τονίζει κάποια κρίσιμα σημεῖα πού θά πρέπει νά προσέξουν σέ τούτη τήν ἐπίθεση. Θά ’ναι ἡ τελευταία. Ἤ κερδίζουν τήν κορφή ἤ πέφτουν ἐκεῖ ὅλοι. Νά μήν προσμένουν προσταγή γιά ὀπισθοχώρηση. Τό πισωγύρισμα νά τό ξεχάσουν. Καί σ’ ἐκείνη τή σκληρή στιγμή τούς λέει καί λίγες λέξεις διαλεγμένες ἀπ’ τήν καρδιά του, σάν στοργικός πατέρας, περισσότερο, παρά ὡς λοχαγός τους κι εἶναι ἐκεῖνα τά λόγια πού τούς κάνουν ἀτσάλι τήν ψυχή.
Δοκιμάζουν τά ντουφέκια οἱ γενναῖοι, τραβοῦν τά λουριά, στεργιώνουν καλά τά σακίδια στήν πλάτη, σφίχνουν τά δόντια κι εἶναι ἕτοιμοι.
Στήν προσταγή τοῦ λοχαγοῦ ὁρμοῦν στόν κακοτράχαλο ἀνήφορο, σκιές γκριζωπές πού ὁλοένα ξεμακραίνουν κατά τήν κορφή. Οἱ ντουφεκιές τοῦ ἐχτροῦ ἀραιώνουν, ὥσπου σταματοῦν. Τά παλικάρια σούρνονται σάν φίδια πάνω στό χιόνι. Ἀνεβαίνουν κι ἀνεβαίνουν σιγά, σταθερά. Μά πάλι τούς καταλαβαίνουν καί πέφτει τό μολύβι βροχή ἀπ’ ὅλες τίς μεργιές. Οἱ ψυχές τους ἀνάβουν τώρα. Γίνονται πυρωμένο ἀτσάλι μές στή βαρυχειμωνιά. Καί δέν προσμένουν ν’ ἀκούσουν τή φωνή τοῦ λοχαγοῦ τους. Ὁ καθένας γίνεται λοχαγός καί διμοιρίτης καί ὁμαδάρχης. Καί καθώς ἀνεβαίνουν βουτηγμένοι ἴσαμε τό λαιμό στό χιόνι, τούς φάνηκε, λέει, πώς εἶδαν τήν Παναγία μαντιλοδεμένη, μαυροφόρα, μέ γλυκό χαμόγελο, πελώρια μπροστά τους ἀνάερα, νά κάθεται σέ ἀστραφτερό θρόνο, νά τούς γνέφει καί νά τούς προτρέπει μ’ ἀνάλαφρες κινήσεις τῶν χεριῶν της νά προχωρήσουν ἄφοβα, νά φτάσουν ἐκεῖ, στήν κορφή. Τήν εἶδαν, ναί…
Τότε ὀρθοπατοῦν ὅλοι. Στεργιώνουν τίς ξιφολόγχες στά ντουφέκια κι ἀκολουθοῦν ὑπνωτισμένοι, λές, τό ὅραμα. Τά βόλια σφυρίζουν γύρω τους, οἱ χειροβομβίδες τρυποῦν τήν ἄσπρη ἐπιφάνεια τοῦ χιονιοῦ, τήν ξεκοιλιάζουν μέ τ’ ἀναμμένα σίδερα. Ἀλλά οἱ γενναῖοι δέν σταματοῦν. Ἀνεβαίνουν, ἀνεβαίνουν…
Οἱ «Κένταυροι» ἀνοιγοκλείνουν τά μάτια. Σημαδεύουν, μά στόχο δέν βρίσκουν. Τά χέρια τους τρέμουν. Κι ὅσο πλησιάζουν οἱ γκριζωπές σκιές μισοχαμένες μές στό πυκνό χιόνι πού πέφτει, τόσο ὁ ἐχτρός λιποψυχᾶ.
Ὥσπου δίνουν μιά καί καβαλοῦν στό καταράχι.
Πηδοῦν ἀπ’ τ’ ἀμπριά οἱ «Κένταυροι». Οἱ λόγχες ἀνεβοκατεβαίνουν. Μιά βουβή γοργή πάλη σῶμα μέ σῶμα. Ἀλλά σέ τοῦτο τό παιχνίδι τοῦ θανάτου εἶναι ἀσύγκριτοι οἱ γενναῖοι μας. Τούς στριμώχνουν, τούς πατοῦν, τούς πιέζουν μέ ὁρμή τιτανική. Κι ὁ ἐχτρός πισωπλατεῖ, φτάνει στ’ ἀκροράχι καί μουλωχτά παίρνει τόν κατήφορο κι ἀφανίζεται μές στήν ἄσπρη ἀπεραντοσύνη. Μονάχα ἕνας νεαρός ἀνθυπολοχαγός σταματᾶ ὀρθός στό φρύδι τοῦ λόφου καί ρίχνει μέ τ’ ὁπλοπολυβόλο. Μιά χειροβομβίδα σκάει μπρός του καί τόν κατρακυλᾶ στήν πλαγιά.
Ἡ Παναγία ἁπλώνει πάνωθέ τους, μεγαλώνει, πάει νά σκεπάσει τά πάντα. Καί δέ βλέπουν ἄλλο, παρά τό γλυκό πρόσωπό της, πού χάνεται, σβήνει ἀγάλι’ ἀγάλια, καθώς ἀνηφοράει στά ὕψη.
Can you be more specific about the content of your article? After reading it, I still have some doubts. Hope you can help me.