Διαβάζετε τώρα
Το κομμένο χέρι

Το κομμένο χέρι

  • του Γρηγόρη Σταγέα

«Νύχτα γεμάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια»

 

– Ναθήλ, οδήγησε τ’ ανίψια σου στα δώµατα. Ώρα, θαρρώ, για ξεκούραση, για ύπνο.

– Ναι, Ιάφεθ.

Ο άντρας, λέγοντας αυτά τα λόγια, ορθώνεται. Αναµερίζει τη βαριά κουρτίνα τού παραθυριού και κοιτά την πόλη π᾿ απλώνεται µισοσκότεινη ίσαµε κάτω.

Ἡ Ναθήλ τραβά µπροστά κι ακολουθούν τα δυο ανίψια της, που είχαν έρθει από µακριά, για να γραφτούν στους καταλόγους απογραφής του Καίσαρα Αυγούστου.

-Καληνύχτα, θείε!

-Καληνύχτα, παιδιά!

Ἡ νύχτα είναι καθαρή. Τ’ αστέρια τρεµοσβήνουν στον ξάστερο ουρανό, πασχίζουν να φωτίσουν τη γης. Ωστόσο, ἡ βραδιά κρύα. Ἡ πολιτεία βουερή. Τόσον κόσµο φιλοξενεί απόψε. Κοντεύουν μεσάνυχτα κι ακόµα ἡ βουή να κοπάσει.

-Τα παιδιά ξάπλωσαν, λέει ἡ γυναίκα γυρνώντας.

-Να ετοιµάσεις και για µας, Ναθήλ.

Το σπίτι του Ιάφεθ βρίσκεται στην άκρη της πόλης. Αυτή την ώρα, τις άλλες νύχτες, δεν ακουγόταν μηδέ ανάσα. Μα απόψε είναι αλλιώτικη ἡ νύχτα, θες απ’ τη µεγάλη κοσµοσυρροή, θες… τι άλλο να ΄ναι, ο Ιάφεθ δεν µπορεί να το εξηγήσει. Μονάχα κάτι νιώθει να σπαράζει µέσα του, να τον αναστατώνει, να μην τον αφήνει να ἡσυχάσει. Και ψες ήταν κόσμος. Μα απόψε κάτι απροσδιόριστο πλανάται µουλωχτά, κάτι απόκοσµο, που δεν μπορείς να πεις µε σιγουριά τι.

– Ιάφεθ, έλα, ξάπλωσε κι εσύ.

Ο άντρας δεν κουνιέται απ’ τη θέση του. Φαίνεται κάτι να προσµένει. Δίχως, βέβαια, να ξέρει τι ακριβώς. Και κοιτά σαν χαμένος τη µισοσκότεινη πολιτεία π’ απλώνεται µπρος του. Ἡ βουή, ποτάμι φουρτουνιασµένο, ολοένα μεγαλώνει, μεγαλώνει. Τα σκυλιά ουρλιάζουν. Τα κοκόρια σημαίνουν μεσάνυχτα.

Ύστερα απ’ το στερνό λάληµα του πετεινού, τα πάντα σωπαίνουν. Λες και δόθηκε σημάδι. Ἡ βουή πέφτει. Τα σκυλιά πνίξαν τα ουρλιαχτά τους. Κι ένα φως ολόχρυσο, πρωτόφαντο λούζει τον Κόσμο.

Ἡ Ναθήλ τρέχει κατά το παραθύρι.

Κάτι πάει να πει ο άντρας. Μα δεν προφταίνει. Χτυπήματα ακούγονται στην πόρτα. Ποιος να ΄ναι τέτοιαν ώρα! Ίσως κάποιος μακρινός συγγενής ή και άγνωστος, ακόµα, που ζητά φιλοξενία στο σπίτι τους. Ίσως…

– Ανοίξτε, άνθρωποί µου! ακούγεται φωνή καθαρή, βροντερή απ’ όξω.

Ἡ γυναίκα ανοίγει. Φως πλημμυρίζει το δώμα. Φως πολύ. Κι εκεί στο κατώφλι να στέκεται ένας άνθρωπος κουκουλωμένος στο μανδύα του.

– Με λένε Ἰωσήφ, µιλά ο ξένος. Είμαι απ’ τη Ναζαρέτ. Μένουμε δω πιο πάνω σ’ ένα σπήλαιο µε την αρραβωνιαστικιά µου. Μα πρόκειται να γεννήσει και γυρεύω µια γυναίκα να µας βοηθήσει.Έρχεσαι, καλή κυρά;

Το ζευγάρι γουρλώνει τα µάτια.

– Τι λες, άνθρωπέ µου!… μιλά ο άντρας. Όρεξη που την έχεις τέτοιαν ώρα!

– Ξέρω τι σκέπτεσθε, λέει ήρεμα ο άγνωστος. Μα είναι θέληµα Θεού. Ἡ Μαρία θα γεννήσει παρθένος. Έλα, κυρά µου, σε παρακαλώ!

Ο άντρας κι ἡ γυναίκα κοιτιούνται πάλι.

– Μα τι λες, τώρα, ξένε µου; Θα γεννήσει παρθένος! Είσαι καλά; απορεί ἡ γυναίκα.

– Άντε, τα χωρατά σου αλλού, καηµένε!… Και πάει να κλείσει την πόρτα ο Ἰάφεθ.

– Όχι, µή, ακούστε µε!.. Κι ἡ φωνή βροντά παράξενα.

– Τι ν’ ακούσουμε; Τι΄ναι αυτά που λες;

– Ακούστε µε!… Και τα μάτια στράφτουν στο σκοτάδι. Μαγνητισµένο νιώθει το ζευγάρι. Στέκει εκεί και δε μιλά.

Και δε σαλεύει. Και δεν αναπνέει.

– Έλα, Κυρά µου! κι ο ξένος κινά.

Ἡ Ναθήλ, δίχως ἄλλο νά πεῖ, σάν ὑπνωτισμένη, τόν ἀκολουθεῖ. Μιά δύναμη ἀνίκητη τή σέρνει ξοπίσω του.

Δεν είναι µακριά το σπήλαιο. Λίγο πιο πάνω. Μπαίνει ο Ιωσήφ. Κοντά κι ἡ γυναίκα. Κι αντικρίζουν λαμπερό σύγνεφο που λιώνει σιγά σιγά. Κι όταν το χρυσαφένιο νέφος χάνεται, στη θέση του φανερώνεται µια γυναίκα να κρατά στην αγκαλιά της ένα βρέφος. Ἡ Ναθήλ πέφτει στα γόνατα Και φιλά τα τριανταφυλλένια ποδαράκια του. Που ήταν φως γιοµάτο. Που ήταν το ίδιο φως.

Ύστερα, σαν χαµένη, φεύγει αμίλητη απ’ τη σπηλιά. Τρέχει να πει ό,τι είδε στον άντρα της. Αλλά κάπου δω κοντά είναι το σπίτι τῆς ξαδέρφης της, της Σαλώµης.

Θα ταν καλά να µάθει κι αυτή το παράξενο, µα και θαυµαστό, που ’γινε απόψε. Να δει κι αυτή ό,τι αντίκρισαν τα δικά της µάτια.

Ἡ Σαλώμη ξυπνά λαχταρισµένη.

– Τι σ’ έφερε, ξαδέρφη µου, στο σπίτι µας τέτοιαν ώρα; Ἡ Ναθήλ δεν ξέρει από ποῦ ν᾿ αρχίσει, πῶς να το πει.

– Στη σπηλιά… να, στο σταύλο του Ιακώβ, µια παρθένος γέννησε… µε τα µάτια µου το είδα!

– Σώπα, καλέ! γελά ειρωνικά εκείνη.

– Γελάς;

– Δεν είσαι καλά, ξαδέρφη. Γίνονται αυτά τα πράγµατα!…

– Κι όµως γίνονται, μιλά µε σιγουριά ἡ γυναίκα.

– Τι λες, τώρα!…

– Αλήθεια, την κόβει ἡ Ναθήλ. Πήγαινε να δεις! καί φεύγει λαφιασμένη για το σπίτι της.

Η Σαλώμη γελά πάλι και ξαπλώνει στο κρεβάτι της. Μάτι δεν κλείνει, ωστόσο. Στριφογυρίζει, τυραγνιέται…

«Μια παρθένος γέννησε! Το είδα µε τα µάτια µου!… Πήγαινε να δεις…»

Τα λόγια της ξαδέρφης κλωθογυρίζουν στο μυαλό της, την παιδεύουν.

Κι επειδή ἡσυχία δε βρίσκει πια, αποφασίζει να πηγαίνει ίσαμε τη σπηλιά. Ναι, θα πάει, να γλιτώσει απ’ την απορία που τη βασανίζει ανελέητα, µια και το σπίτι της είναι τόσο κοντά.

Και πηγαίνει και βλέπει.

Πάνω στο σπήλαιο πέφτει το φως ποτάμι. Άγγελοι ασπροφτέρουγοι ανεβοκατεβαίνουν ψέλνοντας:

«Δόξα εν υψίστοις Θεῷ

καί ἐπί γῆς εἰρήνη

εν ἀνθρώποις ευδοκίᾳ!»

Παραξενεύεται ἡ γυναίκα. Συνεπαρµένη απ’ το μεγαλείο π᾿ αντικρίζει, προχωρεί. Βλέπει ένα βρέφος λουσµένο σε φως λαμπερό. Δεξιά του γονατισµένη ἡ µητέρα του. Αριστερά του ένας άντρας, γονατιστός κι αυτός, µε σταυρωµένα τα χέρια στο στήθος. Πίσω τους άλογα και βόδια ξεφυσούν τις ζεστές πνοές τους πάνω στο μωρό. Άγγελοι κι εδώ λαφροπετούν ανάερα.

Η Σαλώμη τα χάνει. Τα χάνει μ’ όλ’ αυτά και δυσπιστεί ακόµα. Και τότε το χέρι της «πυρί αποπίπτεται».

– Εἶδες, κυρά µου, τι κάνεις µε την ολιγοπιστία σου; μιλά µε τη μελωδική του φωνή ένας πανώριος άγγελος. Έλα, πάρε το χέρι σου και πλησίασε το Θεό, έλα!

Ἡ γυναίκα αρπάζει µε λαχτάρα το κομμένο χέρι της που είναι πεσµένο στο έδαφος της σπηλιάς, προχωρεί µαγεµένη και στέκει µπρος στο Θείο Βρέφος.

– Βάλε το χέρι στη θέση του! µιλά ο ίδιος άγγελος.

Ἡ Σαλώμη τοποθετεί το χέρι στον αριστερό της ώμο, µια εκτυφλωτική αστραπή ξεπηδά απ’ τα μάτια του Θεού και τότε «υγιές και πάλιν αυτό εγένετο».

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.