Ἐμπνευσμένο ἀπ’ τό πρῶτο μετακατοχικό Πάσχα
Ἦταν δύσκολη ἐκείνη ἡ χρονιά. Ἡ πρώτη χρονιά τῆς λευτεριᾶς. Κι ἐμεῖς ἀκόμα τά μικρά τό καταλαβαίναμε. Ξέθαρρα πιά καί δίχως περιορισμούς ὁ νοῦς σελάγιζε στά ὕψη, μά ἦταν καί οἱ πληγές τοῦ κορμιοῦ, τῆς ψυχῆς, τῆς ἄψυχης ὕλης πού θά διάβαινε πολύς καιρός νά πάρουν τήν ἀπάνω βόλτα, νά γιάνουν ὁλότελα.
Τή μικρή μας πολιτεία τή βρήκαμε συντρίμμια κι ἀποκαΐδια. Οὔτε πέτρα πάνω στήν πέτρα, πού λέμε. Μονάχα τά βράχια ὀρθώνονταν μαχαίρι τ’ ἀψήλου, περήφανα, ἀνίκητα. Κι οἱ Κασροπολίτες κοιτοῦσαν τήν πέτρινη κοψιά τους, καμάρωναν τήν ἄπιαστη κορφή τους κι ὅλοι συμφωνοῦσαν πώς τίποτα δέν ἄλλαξε. Πώς νά, σέ λίγο, ὅλα θά γίνουν, καί τό γέλιο, ἡ χαρά, ἡ εὐτυχία πάλι θά φτερουγίσουν στόν κατακαημένο τόπο.
Δύσκολος ὁ χειμώνας πού πέρασε. Τό χιόνι σκέπασε πολλές φορές τίς προχειροφτιαγμένες φωλιές τῶν Καστροπολιτῶν. Φαγητό καί ρουχισμός λειψά. Πές μηδαμινά. Ἀλλά ὅ,τι καί νά πεῖς, ὁ ἀγέρας τῆς λευτεριᾶς δίνει ζωή. Περπατᾶς ξυπόλυτος καί κουρελής καί σοῦ φαίνεται πώς φορᾶς ἀρχοντική στολή, κοιμᾶσαι νηστικός καί ξυπνᾶς χορτασμένος…
Ὅσο ἄγριος ἦταν τοῦτος ὁ χειμώνας, τόσο φωτεινή ἦρθε ἡ ἄνοιξη. Λουλούδιασε ὁ τόπος καί σηκώθηκε ἕνα μπόι τό χορτάρι. Ἀκόμα καί τά μαυρισμένα χαλάσματα ὀμόρφυναν. Γιόμισαν χλωρασιά, μαργαρίτες καί παπαροῦνες. Σάν τίς πληγές πού τίς ἐπιδένεις μέ φανταχτερά, χαρούμενα ὑφάσματα.
Γελᾶ ὁ τόπος κι ἄς εἶναι ἀκόμα τό αἷμα νωπό. Γελᾶ ὁ ἥλιος, τά δέντρα, τά λουλούδια, οἱ βράχοι μας, τό ποτάμι, τό βουνό…
Ὅλα γελοῦν.
Ἔτσι φτάνει τό Μεγαλοβδόμαδο.
Εἶναι Μεγάλη Πέμπτη. Ἡ μάνα βάφει τ’ αὐγά πρωί πρωί, καθώς τό συνηθίζει. Ἐγώ κι ἡ μικρή μου ἀδελφή βοηθᾶμε. Μᾶς εἶχε δώσει ἀπό ’να πανί ποτισμένο στό λάδι καί τό περνούσαμε ἁπαλά πάνω στήν κόκκινη ἐπιφάνεια. Ἔτσι τ’ αὐγά παίρναν μιάν ὄμορφη στιλπνάδα. Μά σάν φέρναμε τήν κουβέντα στή χαρά τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, στό ἄναμμα τῆς φωτιᾶς, στό ψήσιμο τοῦ ἀρνιοῦ στήν πλατιάν αὐλή, τότε μέ τέχνη γύριζε τήν κουβέντα ἀλλοῦ. Δέ δώσαμε σημασία στό πράμα.
Τό βράδυ πάλι ἀναφέραμε γιά ἀρνί, γιά χαρές στό ψήσιμο… Καί βλέπαμε τόν πατέρα νά γιομίζει τό τσιμπούκι, νά ρουφᾶ καί νά πετᾶ σύγνεφο τόν καπνό. Ἦταν πολύ συλλογισμένος καί δέν ἀποκρινόταν σέ ὅ,τι καί νά ρωτούσαμε. Μονάχα κοιτοῦσε σιωπηλός καί λυπημένος τό ἀναμμένο τζάκι. Μᾶς παραξένεψε ἡ στάση του. Γιατί ὁ πατέρας ἦταν πάντα χαρούμενος στό σπίτι. Καί προπαντός αὐτές τίς μέρες. Μέ τέχνη μᾶς ὑποδαύλιζε τή χαρά τῆς Μεγάλης Μέρας. Ἔτσι τόν βλέπαμε μονάχα, ὅταν τόν ἀπασχολοῦσε κάτι πολύ σοβαρό.
Ποτέ δέν περάσαμε Πασχαλιά δίχως ἀρνί. Ἀκόμα καί τίς μαῦρες μέρες τῆς σκλαβιᾶς. Εἴχαμε καμιά εἰκοσαριά πρόβατα -ἐκεῖ, στό Μεράι- καί δέν μᾶς ἔλειπε τό γάλα, τό μαλλί, κι ὅσο νά πεῖς, κάπου κάπου, καί τό κρέας. Καί τή Λαμπρή ὁ πατέρας περνοῦσε στό σουβλί τό θρεψερότερο ἀρνί. Μά τώρα εἴχαμε πουλήσει τά προβατάκια, νά βροῦμε τρόπο νά στήσουμε τό μικρό σπίτι, νά ρίξουμε ἕνα ροῦχο προκοπῆς πάνω μας.
Δέν κάναμε πιά κουβέντα. Σιωπηρά ὅλοι συμφωνήσαμε σ’ αὐτό. Καί προσμέναμε. Ὑπομονετικά. Πώς νά, ὁ πατέρας, δέν μπορεῖ, κάτι θά κάνει νά μᾶς βολέψει καί τούτη τήν Πασχαλιά. Εἶναι τόσο δυνατός, τόσο καλός ὁ πατέρας!
Mεγάλο Σάββατο. Κοντά στά μεσάνυχτα χτύπησαν οἱ καμπάνες. Τί γλυκά πού χτυποῦν οἱ καμπάνες τῆς λευτεριᾶς! Τί χαρούμενα πέφτουν τά καμπανοχτυπήματα στήν ἥσυχη νύχτα καί σκορπιένται πανωτά στήν κοιμισμένη Καστρόπολη! Τί μαλακά, μέ πόση γαλήνη θρονιάζονται στίς καρδιές μας!
Λαγοκοιμόμασταν. Καί μόνοι μας πεταχτήκαμε πάνω, ντυθήκαμε γοργά, πήραμε τίς λαμπάδες κι ὅλοι μαζί πιάνουμε τόν ἀνήφορο γιά τή μεγάλη ἐκκλησία τῆς Παναγίας.
Φτάνουμε ἀπ’ τούς πρώτους, γιατί τό σπίτι μας δέν ἦταν μακριά. Σέ λίγο γιομίζει. Βουβός ὁ κόσμος, μέ ἀστραφτερά μάτια, στοιβάζεται στά στασίδια, στόν ἀνοιχτό χῶρο, ἀκόμα καί στά σκαλιά τοῦ ἄμβωνα.
Τί γλυκειές οἱ ἀναστάσιμες ψαλμωδίες! Θέλω ν’ ἀκούω, ν’ ἀκούω ἀτέλειωτες ὧρες. Ποτέ νά μή σκολάσει τούτη ἡ λειτουργία.
-Δεῦτε λάβετε φῶς!…
Μεμιᾶς ἀστραποβολᾶ ἡ μεγάλη ἐκκλησία. Φῶς, πολύ φῶς!…
-Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…
Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἡ Ἑλλάδα ἀναστήθηκε, ἡ Καστρόπολη ἀναστήθηκε. Τσουγκρίσματα αὐγῶν, ἀγκαλιάσματα, φιλιά καί δάκρυα.
Σέ λίγο ἐκείνη, ἡ γιομάτη βελουδένια κύματα φωτεινή θάλασσα, πιάνει νά σκορπιέται, νά γίνεται ἀστραφτερά ποτάμια, νά σέρνεται ἥσυχα, πανηγυρικά στούς δρόμους τῆς Καστρόπολης. Κι ἦταν ἀπροσμέτρητη χαρά νά βλέπεις ἀπό κεῖ πάνω, ἀπ’ τό ὕψωμα τῆς Παναγίας, τά φωτεινά αὐτά ποτάμια νά κυλοῦν εἰρηνικά, ἤρεμα, δίχως παφλασμούς, στούς δρόμους τῆς πολιτείας.
Καί τά χαλάσματα, τά μαυρισμένα ἀποκαΐδια, κι ἐκεῖνα ἀπόψε παίρνουν γιορταστική ὄψη. Καί φαντάζουν -ναί, ἔτσι φαίνονται!- ὄρθια, ἀναστημένα, πανώρια. Σάν καί πρῶτα.
Tά χαράματα ξύπνησα χαρούμενος. Ἀλλά εὐθύς ἡ χαρά μου χάνεται. Στό παραγώνι ὁ πατέρας, ξαπλωμένος στό δεξιό πλευρό καί μέ ἀποκούμπι τήν ἀνοιχτή παλάμη τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ νά στηρίζει τό ψαρό του κεφάλι, κρατᾶ τό ἀναμμένο τσιμπούκι του. Ἕνα μαῦρο σύγνεφο λές κι ἔχει θρονιαστεῖ στό μέτωπό του. Βαριά συλλογισμένος, ἀκίνητος, ἔχει μπήξει τή ματιά του μές στίς φλόγες τοῦ τζακιοῦ κι ὁλοένα πετᾶ πυκνές πυκνές τοῦφες στόν καπνό.
Κάτι θέλω νά πῶ, μά σωπαίνω. Ὄχι ἀπό φόβο, ἀλλ’ ἀπό κάποιον ἀκαθόριστο δισταγμό, πού πλακώνει μέ δύναμη τήν καρδιά μου.
-Πατέρα, ποῦ εἶναι ἡ μάνα; ρωτῶ στερνά.
Δέ σαλεύει διόλου, σάν νά μήν ἄκουσε. Μονάχα ὕστερα ἀπό λίγο, δείχνει μέ τό τσιμπούκι κατά τήν κουζίνα.
Μέ δυό πήδους βρίσκομαι ἐκεῖ. Ἡ μάνα μαδᾶ μιά μεγάλη κότα. Καταλαβαίνω καλά τώρα πιά.
-Μάνα! λέω ὅσο πιό γλυκά μπορῶ. Δέ θά ψήσουμε ἀρνί σήμερα;
-Μέ κοιτάζει μέ ἀγάπη, μέ στοργή, μέ πόνο.
-Ὄχι, γιέ μου. Τί τό θέλεις τό ἀρνί; Νά, θά ἑτοιμάσω τήν κότα… Καί τό βράδυ ἄλλη μιά… Οὔ, μιά χαρά θά περάσουμε… δυό κότες…
Δέν μπορεῖ νά συνεχίσει. Ἀναφιλητά τήν πνίγουν καί δέν βγάζει ἄλλη κουβέντα.
Μαζεύομαι στήν ἄκρια κι ἀρχίζω νά κλαίω σιγανά. Ἡσυχία βασιλεύει στό σπίτι. Μονάχα ὁ θόρυβος πού κάνουν τά φτερά, καθώς ἡ μάνα ξεπουπουλίζει τήν κότα, ἀκούγεται. Τίποτ’ ἄλλο.
Ὕστερα ἀπό λίγο φωνάζει ὁ πατέρας.
-Νικήτα!
-Ναί, πατέρα.
-Ἔλα μέσα.
Πῆγα. Σάν ἔνοχος στάθηκα μπρός του. Σκυμμένο τό κεφάλι καί τά μάτια νά τρέχουν. Δέν ξέρω πόση ὥρα ἀπόμεινα ἐκεῖ. Στερνά σηκώνω δειλά τό κεφάλι καί κοιτῶ: Ὁ πατέρας πάντα ἀκίνητος στή θέση του. Τό τσιμπούκι πετοῦσε καπνούς, σάν τρένο πού προχωρεῖ ἀγκομαχώντας. Καί καθώς ἡ ἀναλαμπή τῆς φωτιᾶς χτυποῦσε στό πρόσωπό του, βλέπω στά μάγουλά του νά κυλοῦν δυό δάκρυα, πού ἄστραψαν σάν δυό κατακόκκινα ρουμπίνια, καθώς ἡ πυρά τῆς φωτιᾶς καθρεφτιζόταν μέσα τους.
Γονατίζω πλάι του. Κι ἐκεῖνος μέ χάιδεψε πολλή ὥρα στό κεφάλι. Πάντα ἀμίλητος. Δέν ξέρω γιατί, ἀλλά τό χάδι ἐκεῖνο γιόμισε τήν καρδιά μου μέ ἀπέραντη ἀγάπη καί στοργή, πού, ἀκόμα, εἶναι ἐκεῖ, τό νιώθω.
Ἀλλά ξαφνικά, κάτι μοῦ τραβᾶ τό παπούτσι. Εἶναι ἡ μικρή σκυλίτσα μας, ἡ Λίζα. Στέκεται σούζα καί προσέχει τό ἔξυπνο ζῶο κι ὅλο μέ κοιτᾶ βαθιά στά μάτια. Καταλαβαίνει, φαίνεται, τή λύπη μου.
-Μπάρμπα-Νικόλα!… ἀκούγεται μιά δυνατή φωνή.
-Νίκο, κάποιος φωνάζει! Μιλᾶ ἡ μάνα ἀπ’ τήν κουζίνα.
-Μπαρμπα -Νικόλα!…
-Νίκο, σέ φωνάζουν, δέν ἀκοῦς;
Βαρύς σηκώνεται ὁ πατέρας καί μέ κυρτωμένους ὤμους βγαίνει στήν αὐλή. Τόν ἀκολουθῶ. Πίσω μου ἔρχεται ἡ Λίζα.
Ἀλλά τί εἶναι αὐτό πού βλέπουν τά μάτια μας! Τί εἶναι αὐτό πού μᾶς κάνει νά μείνουμε ἀκίνητοι, ἄφωνοι;
Στήν πλατιάν αὐλή, ἀνάμεσα στό χορτάρι, στέκει ἕνας ψηλός νέος μέ καστανόξανθο, κοντό γένι. Καί χαμογελᾶ καλόκαρδα, πές ἀγγελικά. Στούς ὤμους του ἔχει ριγμένο ἕνα ἀρνί, ἔτσι ἀκριβῶς καθώς ὁ Χριστός φανερώνεται σέ μιά εἰκόνα του.
-Μπαρμπα-Νικόλα, μιλᾶ ὁ νέος καί ἡ φωνή του καμπανίζει στ’ αυτιά μας καθαρή, μελωδική. Σοῦ φέρνω τοῦτο τό ἀρνί, δῶρο τοῦ ἀφεντικοῦ μου, τοῦ γερο-Γκάντα. «Πάρε, Θόδωρε», μοῦ εἶπε, «ἕνα ἀπό τά καλύτερα ἀρνιά μας καί νά τό πᾶς στό Νίκο. Βοσκήσαμε τό χωράφι του, κάτω στό Ζευγαρολίβαδο, καί δέ μοῦ ’πε κουβέντα ὁ ἄνθρωπος, ἄντε!».
Σύγκαιρα ἀπιθώνει τό ἀρνί στό παχύ χορτάρι, βγαίνει στό δρόμο καί χάνεται μέ τρανές ντρασκελιές πέρα στή στροφή.
Ὁ πατέρας πῆγε νά πεῖ κάτι, δέν προφταίνει, μένει μέ ἀνοιχτό τό στόμα καί σταυροκοπιέται.
-Δόξα νά ’χει ὁ Κύριος!
Τό μαῦρο σύγνεφο πού ’χε θρονιαστεῖ στό μέτωπό του, χάνεται μεμιᾶς. Τό πρόσωπό του ἀστράφτει. Ἐπιτέλους! Μπορεῖ νά μᾶς προσφέρει τή χαρά τῆς Λαμπρῆς. Φαντάζει, κεῖ μπροστά μας, ὁ γελαστός, ὁ καλόκαρδος γίγαντας τοῦ παραμυθιοῦ.
Τόν ἀγκαλιάζω, τόν φιλῶ. Ἡ μάνα εἶχε βγεῖ, στό ἀναμεταξύ, στήν πόρτα καί κλαίει ἀπό χαρά. Σέ λίγο ξυπνοῦν καί τά μεγαλύτερα ἀδέρφια, ἡ μικρή μου ἀδελφή. Ἡ Λίζα γρυλίζει χαρούμενη, πηδᾶ γύρω μας, μᾶς δαγκώνει ἁπαλά, τρέχει πέρα, γυρίζει πάλι, στέκεται σούζα, κάνει χίλια δυό παιχνίδια.
Πόσο ὄμορφη εἶναι ἡ μέρα τώρα!
Γελᾶ ὁ τόπος κι ἄς εἶναι ἀκόμα τό αἷμα νωπό. Γελᾶ ὁ ἥλιος, τά δέντρα, τά λουλούδια, οἱ βράχοι μας, τό ποτάμι, τό βουνό… Ὅλα γελοῦν.