Διαβάζετε τώρα
Το ελληνικό έθνος δεν είναι πρόσφατη κατασκευή

Το ελληνικό έθνος δεν είναι πρόσφατη κατασκευή

  • Α­πό­σπα­σμα α­πό το βι­βλί­ο του Μελέτη Μελετόπουλου, To ζήτημα του πατριωτισμού, το ο­ποί­ο κυ­κλο­φό­ρη­σε πέ­ρυ­σι α­πό τις εκ­δό­σεις Πα­πα­ζή­ση, δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 84.

 

Τά στε­ρε­ό­τυ­πα καί οἱ ἰ­δε­ο­λη­ψί­ες τῆς «προ­ο­δευ­τι­κῆς» δι­α­νό­η­σης

«Θά ᾽ρθει πρῶ­τα ἕ­να ψευ­το­ρω­µ­έ­ϊ­κο˙
νά µήν τό πι­στέ­ψεις. Θά φύ­γει πί­σω».
(Κο­σµ­ᾶς Αἰ­τω­λός)

Μία ὀ­λι­γά­ρι­θµ­η ἀλ­λά παν­τα­χοῦ πα­ροῦ­σα ὁ­µ­ά­δα πα­νε­πι­στη­µ­ια­κῶν, δη­µ­ο­σι­ο­γρά­φων, δι­α­νο­ου­µ­έ­νων καί πο­λι­τευ­τῶν ἐ­πι­χει­ρεῖ τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια µέ συ­στη­µ­α­τι­κό καί ἐ­πί­µ­ο­νο τρό­πο νά ἐ­πη­ρε­ά­σει τήν κοι­νή γνώ­µ­η καί ἰ­δι­α­ί­τε­ρα τήν νε­ο­λα­ί­α καί νά µ­ε­τα­βά­λει τήν ἱ­στο­ρι­κή συ­νε­ί­δη­ση καί το­ύς πο­λι­τι­κο­ύς προ­σα­να­το­λι­σµ­ο­ύς τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ. Προ­ω­θεῖ και­νο­φα­νεῖς ἀ­πό­ψεις γιά γε­γο­νό­τα µ­ε­ί­ζο­νος ση­µ­α­σί­ας, ὅ­πως ἡ Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση, ἀλ­λά καί ὑ­πο­στη­ρί­ζει συγ­κε­κρι­µ­έ­νες θέ­σεις γιά τίς σύγ­χρο­νες ἑλ­λη­νο­τουρ­κι­κές σχέ­σεις, τό Κυ­πρια­κό, τήν ἐν­τα­ξια­κή πο­ρε­ί­α τῆς Τουρ­κί­ας πρός τήν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κή ῞Ε­νω­ση, τήν ὑ­πο­τι­θέ­µ­ε­νη ὕ­παρ­ξη µ­ει­ο­νο­τή­των στό ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, τήν ἀ­πό­δο­ση ρα­τσι­στι­κῶν καί σω­βι­νι­στι­κῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν στόν ἑλ­λη­νι­κό λαό, τήν σχέ­ση µ­ας µέ τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί πολ­λά ἄλ­λα. Ἡ ἀ­πή­χη­ση αὐ­τῶν τῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων στήν ἑλ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α εἶ­ναι ἐ­λά­χι­στη, ἀ­φοῦ ὅ­λες οἱ ἔγ­κυ­ρες µ­ε­τρή­σεις τῆς κοι­νῆς γνώ­µ­ης δε­ί­χνουν µία συν­τρι­πτι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ πα­τρι­ω­τι­κοῦ αἰ­σθή­µ­α­τος καί τῶν πα­ρα­δο­σια­κῶν ἀ­ξι­ῶν σέ ὅ­λες τίς ἡ­λι­κί­ες καί τίς κοι­νω­νι­κές ὁ­µ­ά­δες. Πα­ρά ταῦ­τα, ἡ προ­σπά­θεια χον­δρο­ει­δοῦς ἀ­να­θε­ώ­ρη­σης τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας, µ­α­ζί µέ τήν προ­ώ­θη­ση «ἐ­ναλ­λα­κτι­κῶν» ἀ­πό­ψε­ων στά ἐ­θνι­κά µ­ας θέ­µ­α­τα, ἔ­χουν προ­κα­λέ­σει κα­τά και­ρούς µ­ε­γά­λες ἀν­τι­δρά­σεις καί τήν ὀργή τῆς κοι­νῆς γνώ­µ­ης.  []

Κεν­τρι­κό στοι­χεῖ­ο αὐ­τῆς ὅ­λης τῆς πο­λι­τι­κῆς «φι­λο­σο­φί­ας» εἶ­ναι ἡ ἐ­πί­θε­ση στήν ἔν­νοι­α τῆς Πα­τρί­δας καί στό πα­τρι­ω­τι­κό συ­να­ί­σθη­µ­α. ῎Ε­χουν κα­τα­βλη­θεῖ ἀ­πό το­ύς κύ­κλους αὐ­το­ύς ἐ­πί­µ­ο­νες προ­σπά­θει­ες νά ταυ­τι­σθεῖ ὁ Πα­τρι­ω­τι­σµ­ός µέ τόν ἐ­θνι­κι­σµό, τόν σω­βι­νι­σµό, τόν ρα­τσι­σµό, τήν µ­ι­σαλ­λο­δο­ξί­α. Κάθε αὐ­το­νό­η­τη, ἀ­κό­µ­η καί ἡ µ­ε­τρι­ο­πα­θέ­στε­ρη, ἄ­πο­ψη γιά τήν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς µ­ας κυ­ρι­αρ­χί­ας καί τήν ἀν­τι­µ­ε­τώ­πι­ση ξέ­νης ἐ­πι­βου­λῆς συ­κο­φαν­τεῖ­ται ὡς «ἐ­θνι­κι­στι­κή ὑ­στε­ρί­α» καί ἀν­τι­προ­τε­ί­νε­ται ὁ «δι­ά­λο­γος» γιά τά κυ­ρι­αρ­χι­κά µ­ας δι­και­ώ­µ­α­τα, ὁ κα­τευ­να­σµ­ός κ.λπ. Λο­γι­κή ἀ­πό­λη­ξη πα­ρό­µ­οι­ων ἀν­τι­λή­ψε­ων, βε­βα­ί­ως, εἶ­ναι ἡ δι­α­µ­όρ­φω­ση ἑ­νός κλί­µ­α­τος αὐ­το­ε­νο­χο­ποί­η­σης καί πα­θη­τι­κῆς ἀ­πο­δο­χῆς τῶν ἀ­µ­φι­σβη­τή­σε­ων τῆς ἐ­θνι­κῆς µ­ας ὑ­πό­στα­σης. Καί ἡ ἀ­πο­δυ­νά­µ­ω­ση τοῦ πνε­ύ­µ­α­τος ἀν­τί­στα­σης στίς ἀ­πει­λές πού πάν­το­τε ὑ­πῆρ­χαν καί πάν­το­τε θά ὑ­πάρ­χουν, στόν τα­ρα­γµ­έ­νο κό­σµ­ο πού πο­ρευ­ό­µ­α­στε ὡς ἔ­θνος ἐ­πί χι­λι­ά­δες χρό­νια.

῎Αλ­λο­θι καί ἀ­φο­ρµή τῆς ἐ­πί­θε­σης ὁ­ρι­σµ­έ­νων προ­σώ­πων καί ὁ­µ­ά­δων ἐ­ναν­τί­ον τοῦ πα­τρι­ω­τι­κοῦ αἰ­σθή­µ­α­τος, τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ ῎Ε­θνους καί ὅ­λων τῶν ἐ­θνι­κῶν συ­µ­βό­λων, εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς ἡ κα­τά­χρη­σή τους ἀ­πό τήν δι­κτα­το­ρί­α τῶν συν­τα­γµ­α­ταρ­χῶν (1967-1974). Οἱ συν­τα­γµ­α­τάρ­χες κα­τα­σκε­ύ­α­σαν ἕ­να κά­πη­λο ἰ­δε­ο­λο­γι­κό προ­σω­πεῖ­ο χρη­σι­µ­ο­ποι­ών­τας τά ἱ­ε­ρά καί τά ὅ­σια τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας, ὅ­πως τό Εἰ­κο­σι­έ­να, τό Σα­ράν­τα, τό τρί­πτυ­χο Πα­τρίς-Θρη­σκε­ί­α-Οἰ­κο­γέ­νεια κ.λπ.
῎Ε­τσι, µόλις κα­τέρ­ρευ­σε τό δι­κτα­το­ρι­κό κα­θε­στώς, τό 1974, ἡ κα­τά­χρη­ση αὐ­τή τῶν ἐ­θνι­κῶν συ­µ­βό­λων ἀ­πό τήν δι­κτα­το­ρί­α ἔ­δω­σε τό «δι­κα­ί­ω­µ­α» σέ κά­ποι­ους κύ­κλους νά ἐ­πι­τε­θοῦν ὄ­χι µόνον ἐ­ναν­τί­ον τοῦ στρα­το­κρα­τι­κοῦ αὐ­ταρ­χι­σµ­οῦ, ἀλ­λά καί τῶν συ­µ­βό­λων πού αὐ­τός κα­τα­χρά­στη­κε.

∆ι­ά­φο­ροι πα­νε­πι­στη­µ­ια­κοί, δη­µ­ο­σι­ο­γρα­φοῦν­τες ἱ­στο­ρι­κοί κ.λπ., [  ] ἀν­τέ­γρα­ψαν καί εἰ­σή­γα­γαν ἀ­τε­λῶς κά­ποι­ες ἄ­σχε­τες πρός τά ἑλ­λη­νι­κά δε­δο­µ­έ­να θε­ω­ρη­τι­κές κα­τα­σκευ­ές ἀ­πό τήν Εὐ­ρώ­πη καί τίς ΗΠΑ ἤ ξε­σή­κω­σαν κά­ποι­ες πο­λι­τι­κῶς ὀρ­θές ἰ­δέ­ες τῆς µόδας ἀ­πό πο­λι­τι­κά πε­ρι­ο­δι­κά τῆς Νέας Ὑόρκης ἤ τοῦ ῎Αµστερνταµ καί τίς ὕ­ψω­σαν ὡς λά­βα­ρο πα­νε­πι­στη­µ­ια­κῆς στα­δι­ο­δρο­µ­ί­ας καί ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κῆς ἀ­νέ­λι­ξης. Καί βρῆ­καν στόν κλει­στό τους χῶ­ρο εὐ­νο­ϊ­κή ἀν­τα­πό­κρι­ση, δι­ό­τι στήν πα­νε­πι­στη­µ­ια­κή µ­ας κοι­νό­τη­τα ἡ ἄ­κρι­τη εἰ­σα­γω­γή θε­ω­ρι­ῶν (ὅ­πως καί κα­τα­να­λω­τι­κῶν προ­ϊ­όν­των) ἀ­πό τό ἐ­ξω­τε­ρι­κό, πού ὑ­πο­κα­θι­στᾶ τήν κο­πι­α­στι­κή πα­ρα­γω­γή τους, ἔ­χει δυ­στυ­χῶς µ­α­κρά πα­ρά­δο­ση.

Μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο, πα­ρα­δε­ί­γµ­α­τος χά­ριν, ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­θνο­γέ­νε­σης τῶν κα­θη­γη­τῶν Γκέλνερ καί Χομπσμπάουμ, πού ἀ­φο­ρᾶ τά ἀ­νε­πτυ­γµ­έ­να βι­ο­µ­η­χα­νι­κά ἔ­θνη τῆς ∆ύ­σης, ἐ­φα­ρµ­ό­σθη­κε µέ ἀ­πί­στευ­τη ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κή ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα ἀ­πό κά­ποι­ους πα­νε­πι­στη­µ­ι­α­κο­ύς τῆς µή βι­ο­µ­η­χα­νι­κῶς ἀ­νε­πτυ­γµ­έ­νης χώ­ρας µ­ας. Σύσσωµη ἡ «προ­ο­δευ­τι­κή», ἀ­να­νε­ω­τι­κή, ἐκ­συγ­χρο­νι­στι­κή κ.λπ. ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κή κοι­νό­τη­τα υἱ­ο­θέ­τη­σε τήν ἐ­ξω­πρα­γµ­α­τι­κή γιά τά ἑλ­λη­νι­κά δε­δο­µ­έ­να αὐ­τήν θε­ω­ρί­α. Γιά νά δοῦ­µ­ε κα­λύ­τε­ρα πῶς λει­τουρ­γεῖ τό στε­ρε­ό­τυ­πο, ἀ­ξί­ζει τόν κό­πο νά στα­θοῦ­µ­ε λί­γο σ’ αὐ­τό τό ση­µ­εῖ­ο.

Τό συ­µ­πέ­ρα­σµ­α πού συ­νή­γα­γε ἡ «προ­ο­δευ­τι­κή» µ­ας δι­α­νό­η­ση ἀ­πό τήν ἐ­φα­ρµ­ο­γή αὐ­τῆς τῆς θε­ω­ρί­ας, πού θά ἐ­ξε­τά­σου­µ­ε ἀ­µ­έ­σως πα­ρα­κά­τω ἀ­να­λυ­τι­κά, ἦ­ταν ὅ­τι δέν ὑ­φί­στα­ται συ­νέ­χεια τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ ἔ­θνους, ὅ­τι τό σύγ­χρο­νο ἑλ­λη­νι­κό ἔ­θνος εἶ­ναι µία κα­τα­σκευή τῆς «νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας», ὅ­τι ἡ ση­µ­ε­ρι­νή ἑλ­λη­νι­κή συ­νε­ί­δη­ση εἶ­ναι τε­χνη­τό καί βε­βι­α­σµ­έ­νο «ἰ­δε­ο­λό­γη­µ­α» κ.λπ. Φυ­σι­κά, δέν ἔ­κα­ναν τόν κό­πο, οἱ «προ­ο­δευ­τι­κοί» µ­ας δι­α­νο­ο­ύ­µ­ε­νοι, νά µ­ε­λε­τή­σουν τίς πη­γές, νά δι­α­πι­στώ­σουν πρω­το­γε­νῶς πῶς σκε­πτό­ταν καί πῶς αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­ζό­ταν ὁ ῞Ελ­λη­νας τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, για­τί ἔ­γι­νε ἡ µ­ε­γά­λη Ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ 1821, ποιά ἦ­ταν ἡ πο­λι­τι­στι­κή ἔκ­φρα­ση τοῦ ὑ­πό­δου­λου Ἑλ­λη­νι­σµ­οῦ –καί, ὁ­πωσ­δή­πο­τε, τό κυ­ρί­αρ­χο κα­τά τόν Σο­λω­µό, ἀλ­λά καί πολ­λο­ύς ἄλ­λους– κρι­τή­ριο τῆς γλώσ­σας: τί γλῶσ­σα ὁ­µ­ι­λοῦ­σε ὁ Ἑλ­λη­νι­σµ­ός στο­ύς αἰ­ῶ­νες τῆς µ­α­κρᾶς Ἱ­στο­ρί­ας του; Δι­α­κό­πη­κε πο­τέ ἡ ὁ­µ­ι­λί­α τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας στο­ύς µ­α­κρο­ύς αἰ­ῶ­νες τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου καί τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας στίς ἑλ­λη­νι­κές χῶ­ρες; ποιά ἦ­ταν ἡ γλῶσ­σα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Ποιά ἦ­ταν ἡ γλῶσ­σα τῶν δι­α­νο­ου­µ­έ­νων; Ποιά ἦ­ταν ἡ γλῶσ­σα τῆς ἀλ­λη­λο­γρα­φί­ας µ­ε­τα­ξύ τῶν ὁ­πλαρ­χη­γῶν καί προ­ε­στῶν τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας; Σέ ποιά γλῶσ­σα ἔ­γρα­ψαν τά κε­ί­µ­ε­νά τους οἱ Φα­να­ρι­ῶ­τες; Τί γλῶσ­σα µ­ι­λοῦ­σε το 1600 και το 1700 ὁ ἁ­πλός λα­ός; Σέ ποιά γλῶσ­σα τρα­γου­δοῦ­σε ὁ ἁ­πλός λα­ός τά δη­µ­ο­τι­κά τρα­γο­ύ­δια του; Τί προ­έ­λευ­ση ἔ­χουν τά ἤ­θη καί τά ἔ­θι­µ­α τοῦ λα­οῦ αὐ­τῆς τῆς χώ­ρας; Ποι­ά ἦ­ταν ἡ ἱ­στο­ρι­κή συ­νεί­δη­ση, τά κοι­νά ση­µ­εῖ­α ἀ­να­φο­ρᾶς, τό πλαί­σιο αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­σµ­οῦ αὐ­τοῦ τοῦ λα­οῦ; [  ]

Ἀλ­λά ἄς δοῦ­µ­ε ἄν τά συ­µ­πε­ρά­σµ­α­τα τῶν προ­ο­δευ­τι­κῶν µ­ας δι­α­νο­ου­µ­έ­νων συ­νά­δουν καί πρός το­ύς ἴ­διους το­ύς θε­ω­ρη­τι­κο­ύς το­ύς ὁ­πο­ί­ους ἐ­πι­κα­λοῦν­ται. Ὁ Έρνεστ Γκέλνερ εἶ­χε πολ­λο­ύς λό­γους νά ἀ­σχο­λη­θεῖ µέ τόν ἐ­θνι­κι­σµό: εἶ­χε γεν­νη­θεῖ τό 1925 στήν Πρά­γα, ἀ­να­πτύ­χθη­κε πνευ­µ­α­τι­κά ἀ­νά­µ­ε­σα στήν τσέ­χι­κη καί τήν γε­ρµ­α­νι­κή κουλ­το­ύ­ρα καί ὡς Ἑ­βραῖ­ος δι­ώ­χθη­κε ἀ­πό το­ύς να­ζί. Ἡ τραυ­µ­α­τι­κή του ἐ­µ­πει­ρί­α ἀ­πό τόν ἐ­θνι­κο­σο­σι­α­λι­σµό ἦ­ταν τό ψυ­χο­λο­γι­κό ὑ­πό­στρω­µ­α καί τό ἀρ­χι­κό κί­νη­τρο πού τόν ὤ­θη­σε νά ἀ­σχο­λη­θεῖ σέ πολ­λές µ­ε­λέ­τες του µέ τό ἐ­θνι­κι­στι­κό φαι­νό­µ­ε­νο. Ὁ ἄλ­λος ἐκ­φρα­στής τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ἐ­θνο­γέ­νε­σης, ὁ Έρικ Χομπσμπάουμ, ἐ­πί­σης Ἑ­βραῖ­ος δι­ω­κό­µ­ε­νος ἀ­πό το­ύς να­ζί, στρα­τευ­µ­έ­νος κο­µ­µ­ου­νι­στής, συ­νέ­βα­λε καί αὐ­τός στήν ἀ­νά­λυ­ση τοῦ ἐ­θνι­κι­στι­κοῦ φαι­νο­µ­έ­νου. Οἱ δύ­ο αὐ­τοί σπου­δαῖ­οι ἱ­στο­ρι­κοί ἀ­σχο­λή­θη­καν µέ ἕ­να πο­λύ συγ­κε­κρι­µ­έ­νο ἐ­ρώ­τη­µ­α: πῶς ἡ ἀρ­χι­κά πο­λυ­δι­α­σπα­σµ­έ­νη, φε­ου­δα­λι­κή Εὐ­ρώ­πη, κα­τέ­λη­ξε νά πα­ρα­γά­γει ἐ­θνι­κά κρά­τη καί ἐ­θνι­κι­στι­κές ἀν­τι­λή­ψεις πού ὁ­δή­γη­σαν στόν να­ζι­σµό.

Πρά­γµ­α­τι, οἱ δύ­ο αὐ­τοί ἱ­στο­ρι­κοί ἔ­χουν δί­κιο στά συ­µ­πε­ρά­σµ­α­τά τους γιά τήν δη­µ­ι­ουρ­γί­α τῶν σύγ­χρο­νων ἐ­θνῶν στόν χῶ­ρο τῆς ∆υ­τι­κῆς Εὐ­ρώ­πης. ῞Ο­ταν δι­α­λύ­θη­κε τό ∆υ­τι­κό Ρω­µ­α­ϊ­κό Κρά­τος, τό 476 µ.Χ., µία παν­σπε­ρµ­ί­α φυ­λῶν χω­ρίς πα­ρελ­θόν καί χω­ρίς ἱ­στο­ρι­κή καί ἐ­θνι­κή συ­νε­ί­δη­ση κα­τέ­κλυ­σε τόν χῶ­ρο τῆς ση­µ­ε­ρι­νῆς ∆υ­τι­κῆς καί Κεν­τρι­κῆς Εὐ­ρώ­πης. Βα­θµ­ια­ῖα, σχη­µ­α­τί­σθη­κε στά ἐ­ρε­ί­πια τοῦ ρω­µ­α­ϊ­κοῦ κρά­τους τό φε­ου­δα­λι­κό σύ­στη­µ­α, στά πλα­ί­σια τοῦ ὁ­πο­ί­ου το­πι­κοί φε­ου­δάρ­χες κυ­βερ­νοῦ­σαν µ­ι­κρά ἤ µ­ε­γά­λα φέ­ου­δα, σέ κα­θε­στώς πρω­τό­γο­νης ἀ­γρο­τι­κῆς οἰ­κο­νο­µ­ί­ας καί ἀ­νυ­παρ­ξί­ας ὀρ­γα­νω­µ­έ­νων κρα­τι­κῶν δο­µ­ῶν. Στα­δια­κά, κα­τά τήν Ἀ­να­γέν­νη­ση, ἐ­µ­φα­νί­σθη­καν οἱ πρῶ­τοι πυ­ρῆ­νες κρα­τῶν, πού ἔ­πα­σχαν ὅ­µ­ως ἀ­πό ἐ­θνο­λο­γι­κή καί πο­λι­τι­σµ­ι­κή ὁ­µ­οι­ο­γέ­νεια. Ἡ Ἀ­να­γέν­νη­ση, ὁ ∆ι­α­φω­τι­σµ­ός, ἡ Βι­ο­µ­η­χα­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση, ἡ ἰ­σχυ­ρο­πο­ί­η­ση τῆς Ἀ­στι­κῆς Τάξης, ἡ δη­µ­ι­ουρ­γί­α ὀρ­γα­νω­µ­έ­νων κρα­τι­κῶν µ­η­χα­νι­σµ­ῶν ὁ­δή­γη­σαν τε­λι­κῶς στήν δι­α­µ­όρ­φω­ση ἰ­σχυ­ρῶν κρα­τῶν.

Οἱ Γκέλνερ-Χομπσμπάουμ ἔ­χουν δί­κιο στό ἑ­ξῆς: ὅ­σο πιό ἀ­νο­µ­οι­ο­γε­νές ἐ­θνο­φυ­λε­τι­κά ἦ­ταν ἕ­να εὐ­ρω­πα­ϊ­κό κρά­τος, τό­σο πιό ἰ­σχυ­ρές ἦ­ταν οἱ προ­σπά­θει­ες ὁ­µ­ο­γε­νο­πο­ί­η­σής του. Τέτοιες προ­σπά­θει­ες ἦ­ταν δυ­να­τόν νά ὁ­δη­γή­σουν –καί στήν πε­ρί­πτω­ση τῆς Γε­ρµ­α­νί­ας ὁ­δή­γη­σαν– στήν ἐ­µ­φά­νι­ση τοῦ πα­ρα­λη­ρη­µ­α­τι­κοῦ σω­βι­νι­σµ­οῦ. Τοῦ ὁ­πο­ί­ου κύ­ρια θύ­µ­α­τα ὑ­πῆρ­ξαν ὡς ἀ­πο­δι­ο­πο­µ­παῖ­οι τρά­γοι οἱ Ἑ­βραῖ­οι, ἐκ τοῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν «πα­ρα­φω­νί­α» στο­ύς κόλ­πους ἑ­νός κρά­τους πού ἐ­πε­δί­ω­κε µέ µ­α­νί­α τήν πλή­ρη ὁ­µ­ο­γε­νο­πο­ί­η­σή του.

Τί σχέ­ση ἔ­χουν ὅ­λα αὐ­τά µέ τήν ἑλ­λη­νι­κή ἱ­στο­ρί­α καί πρα­γµ­α­τι­κό­τη­τα; Ἀ­πο­λύ­τως κα­­µ­ί­α. ῞Ο­ταν τό ∆υ­τι­κό Ρω­µ­α­ϊ­κό Κρά­τος δι­α­λύ­θη­κε τό 476, τό Ἀ­να­το­λι­κό Ρω­µ­α­ϊ­κό Κρά­τος ὄ­χι µόνον ἐ­πε­βί­ω­σε µέ ἐ­πι­τυ­χί­α, ἀλ­λά ἐ­ξε­λί­χθη­κε σέ παγ­κό­σµ­ια ὑ­περ­δύ­να­µ­η τοῦ Με­σα­ί­ω­να. Ἐ­νῷ ἡ Δυ­τι­κή Εὐ­ρώ­πη βί­ω­νε τό χι­λι­ό­χρο­νο δρᾶ­µ­α της, σέ κα­τά­στα­ση τρα­γι­κῆς ὑ­πα­νά­πτυ­ξης καί πνευ­µ­α­τι­κοῦ σκό­τους, τό Βυ­ζάν­τιο (Ρω­µ­α­νί­α γιά το­ύς συγ­χρό­νους του) βί­ω­νε µία ἐ­πο­χή ἀ­κµ­ῆς, ἦ­ταν ὀρ­γα­νω­µ­έ­νο κρά­τος µέ δη­µ­ό­σια δι­ο­ί­κη­ση, ἐκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­µ­α, κοι­νω­νι­κή πρό­νοι­α, ἐ­ξα­γω­γι­κό ἐ­µ­πό­ριο καί, κυ­ρί­ως, παγ­κό­σµ­ια πο­λι­τι­στι­κή ἀ­κτι­νο­βο­λί­α. ῞Ο­ταν, ἀν­τι­θέ­τως, ἡ ∆ύ­ση εἰ­σῆλ­θε σέ ἐ­πο­χή στα­δια­κῆς ἀ­νά­πτυ­ξης, ὁ βυ­ζαν­τι­νός κό­σµ­ος ὅ­δευ­ε πρός τό τέ­λος του, κι ὅ­ταν ἡ ∆υ­τι­κή Εὐ­ρώ­πη συγ­κλο­νι­ζό­ταν ἀ­πό τήν Ἀ­να­γέν­νη­ση, τόν ∆ι­α­φω­τι­σµό καί τήν Βι­ο­µ­η­χα­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση, ὁ Ἑλ­λη­νι­σµ­ός βί­ω­νε τόν δι­κό του, τρα­γι­κό Με­σα­ί­ω­να τοῦ σκό­τους καί τῆς δου­λε­ί­ας.

Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ἐ­θνο­γέ­νε­σης, λοι­πόν, ὅ­πως τήν πε­ρι­γρά­φουν οἱ Γκέλνερ καί Χομπσμπάουμ, ἀ­φο­ρᾶ ἕ­ναν κό­σµ­ο πού πέ­ρα­σε ἀ­πό τίς φά­σεις τοῦ φε­ου­δα­λι­κοῦ Με­σαί­ω­να, τῆς Ἀ­να­γέν­νη­σης, τοῦ ∆ι­α­φω­τι­σµ­οῦ καί τῆς Βι­ο­µ­η­χα­νι­κῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης, δι­α­δι­κα­σί­ες πού ἀ­που­σι­ά­ζουν παν­τε­λῶς ἀ­πό τήν ἑλ­λη­νι­κή ‘Ιστο­ρί­α λό­γῳ τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Πῶς, λοι­πόν, ἐ­φα­ρµ­ό­ζε­ται µ­έ τό­ση ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα στήν ἑλ­λη­νι­κή ‘Ι­στο­ρί­α;

Ὁ Ἑλ­λη­νι­σµ­ός, µ­ε­τά τήν ἀ­πορ­ρό­φη­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­στι­κοῦ κό­σµ­ου ἀ­πό το­ύς Ρω­µ­α­ί­ους, συ­νέ­χι­σε νά κυ­ρια­ρχεῖ πο­λι­τι­στι­κά στά πλα­ί­σια τῆς Ρω­µ­α­ϊ­κῆς Κο­σµ­ο­κρα­το­ρί­ας (ὁ µ­ε­γα­λύ­τε­ρος ἱ­στο­ρι­κός τοῦ Εἰ­κο­στοῦ Αἰ­ῶ­να, ὁ ‘Άρνολντ Τόινμπι θε­ω­ρεῖ τήν Ρώµη µία ἁ­πλῆ πα­ραλ­λα­γή καί ἔκ­φαν­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κό­σµ­ου). Ὁ ἐκ­χρι­στι­α­νι­σµ­ός τοῦ ρω­µ­α­ϊ­κοῦ κρά­τους δη­µ­ι­ο­ύρ­γη­σε, µέσα ἀ­πό πολ­λές πε­ρι­πέ­τει­ες, µία νέ­α πο­λι­τι­στι­κή σύν­θε­ση, τόν ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο βυ­ζαν­τι­νό κό­σµ­ο. Ἡ συ­νε­ί­δη­ση τοῦ ῞Ελ­λη­να ὀρ­θό­δο­ξου, ὑ­πη­κό­ου τοῦ ρω­µ­α­ϊ­κοῦ κρά­τους, ὁ­δή­γη­σε στήν ἔν­νοι­α τοῦ Ρω­µ­η­οῦ: εἶ­ναι ἕ­να νέ­ο στά­διο τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­ας, πού ἀ­σφα­λῶς ὑ­πέ­στη δι­α­δο­χι­κές µ­ε­ταλ­λα­γές καί πέ­ρα­σε ἀ­πό πολ­λές φά­σεις στίς χι­λι­ε­τί­ες τῆς Ἱ­στο­ρί­ας του. Οἱ ἐν συ­νε­χε­ί­ᾳ φυ­λε­τι­κές ἀ­να­µ­ε­ί­ξεις τοῦ Ἑλ­λη­νι­σµ­οῦ (κυ­ρί­ως µέ Σλα­ύ­ους, Φράγ­κους καί Ἀλ­βα­νο­ύς) κα­τά τόν Με­σα­ί­ω­να, ὄ­χι µόνον δέν δι­έ­σπα­σαν τήν ἑλ­λη­νι­κή συ­νε­ί­δη­ση καί πο­λι­τι­στι­κή ἔκ­φρα­ση, ἀλ­λά τήν ἐν­δυ­νά­µ­ω­σαν µέ νέ­α δυ­να­µ­ι­κή.
Οἱ µ­ε­τα­να­στευ­τι­κές εἰσ­ρο­ές ὁ­δη­γοῦ­σαν σέ ἀ­φο­µ­ο­ί­ω­ση τῶν µ­ε­τα­να­στῶν («το­ύς Σλα­ύ­ους γραι­κώ­σας», γρά­φει γιά τόν πα­τέ­ρα του Βα­σί­λει­ο Α΄ ὁ Λέων ὁ Σο­φός στά Βα­σι­λι­κά του, ἐ­νῷ ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­µ­ε τήν πρω­το­πο­ρια­κή δρά­ση τῶν Ἀρ­βα­νι­τῶν καί τῶν λα­τι­νο­γε­νῶν Βλά­χων στήν Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση καί σέ ὅ­λους το­ύς ἐ­θνι­κο­ύς ἀ­γῶ­νες). Χρει­ά­ζε­ται ἰ­δι­α­ί­τε­ρη ἐ­µ­µ­ο­νή σέ µία βι­ο­λο­γι­κή φυ­λε­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη τῆς Ἱ­στο­ρί­ας, γιά νά µήν ἀν­τι­λα­µ­βά­νε­ται κα­νε­ίς τήν ἀ­φο­µ­οι­ω­τι­κή λει­τουρ­γί­α τῶν πο­λι­τι­σµ­ῶν. [   ]

Οἱ βα­θύ­τε­ρες ρί­ζες τῆς σύγ­χρο­νης ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­θνι­κῆς συ­νε­ί­δη­σης φθά­νουν πί­σω ὥς  τήν  ὁ­µ­η­ρι­κή ἐ­πο­χή, καί δι­ή­νυ­σαν χι­λι­ε­τί­ες πρίν φθά­σου­µ­ε στήν Τουρ­κο­κρα­τί­α καί στήν Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση. ῞Ο­ποι­ος δέν ἔ­χει µ­ε­λε­τή­σει σέ βά­θος τά ὁ­µ­η­ρι­κά ἔ­πη, τόν Ἐ­πι­τά­φιο τοῦ Πε­ρι­κλέ­ους, τίς δη­µ­η­γο­ρί­ες τοῦ Ἰ­σο­κρά­τους, ὅ­ποι­ος δέν ἔ­χει δι­α­βά­σει προ­σε­κτι­κά τήν Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Με­γά­λου Ἀ­λε­ξάν­δρου καί τῶν ∆ι­α­δό­χων τοῦ Gustav Droysen, ὅ­ποι­ος δέν γνω­ρί­ζει τί γρά­φει ὁ Λέων ὁ Σο­φός στά Βα­σι­λι­κά του γιά τόν ἐ­ξελ­λη­νι­σµό τῶν Σλα­ύ­ων, κι ὅ­ποι­ος δέν ἐ­µ­βά­θυ­νε στοι­χει­ω­δῶς στήν ὑ­στε­ρο­βυ­ζαν­τι­νή πο­ί­η­ση ὅ­πως καί στό ἔρ­γο τῆς Ἑ­λέ­νης Γλύ­κα­τζη-Ἀρ­βε­λέρ γιά τήν Πο­λι­τι­κή Ἰ­δε­ο­λο­γί­α τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ἄν κά­ποι­ος δέν δι­ά­βα­σε µ­ε­τα­βυ­ζαν­τι­νή λο­γο­τε­χνί­α, ἀ­κρι­τι­κά ἔ­πη καί κλέ­φτι­κα τρα­γο­ύ­δια, ἀλ­λά καί Νε­ο­ελ­λη­νι­κό ∆ι­α­φω­τι­σµό, καί δέν µελέτησε ἐ­µ­βρι­θῶς τίς ἑλ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, σί­γου­ρα δέν µ­πο­ρεῖ νά συλ­λά­βει τήν πολυκύµαντη καί θυ­ελ­λώ­δη δι­α­δρο­µή τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­θνι­κῆς συ­νε­ί­δη­σης.

Ὁ σο­φός Γκέλνερ τό ξέ­ρει κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό το­ύς ἐν Ἑλ­λά­δι ἀν­τι­γρα­φεῖς του: «Ἡ πρώ­τη ἐ­θνι­κι­στι­κή ἐ­ξέ­γερ­ση ἔ­λα­βε χώ­ρα λί­γα χρό­νια µ­ε­τά τό Συ­νέ­δριο τῆς Βι­έν­νης καί ἦ­ταν ἡ ἑλ­λη­νι­κή», γρά­φει στό ἔρ­γο του Ἐ­θνι­κι­σµ­ός: πο­λι­τι­σµ­ός, πί­στη καί ἐ­ξου­σί­α [σέ ἑλ­λη­νι­κή µ­ε­τά­φρα­ση ἀ­πό τίς ἐκ­δό­σεις Ἀ­λε­ξάν­δρεια, Ἀ­θή­να 2002, σ. 69-70]. Καί συ­νε­χί­ζει: «Θά ἦ­ταν ἄ­σκο­πο νά ἀρ­νη­θοῦ­µ­ε ὅ­τι ὁ­ρι­σµ­έ­να γνω­ρί­σµ­α­τά της συ­νι­στοῦν κά­ποι­ο πρό­βλη­µ­α γιά τήν θε­ω­ρί­α µ­ας, ἡ ὁ­πο­ί­α συν­δέ­ει τόν ἐ­θνι­κι­σµό µέ τόν βι­ο­µ­η­χα­νι­σµό. Τό Να­ύ­πλιο (πρώ­τη πρω­τε­ύ­ου­σα τῆς Ἀ­νε­ξάρ­τη­της Ἑλ­λά­δας) καί ἡ Ἀ­θή­να τοῦ πρώ­ι­µ­ου 19ου αἰ­ῶ­να πα­ρου­σί­α­ζαν ἐ­λά­χι­στη ὁ­µ­οι­ό­τη­τα µέ τό Μάντσεστερ τοῦ ῎Ενγκελς, ἐ­νῷ ὁ Μο­ριᾶς δέν ἔ­µ­οια­ζε µέ τά λαγ­κά­δια τοῦ Λάνκασαϊαρ… εἶ­ναι εὔ­λο­γη ἡ ὑ­πο­ψί­α ὅ­τι ἀρ­χι­κά τό ἑλ­λη­νι­κό ἐ­θνι­κό κί­νη­µ­α δέν ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε σ’ ἕ­να ὁ­µ­οι­ο­γε­νές νε­ω­τε­ρι­κό ἐ­θνι­κό κρά­τος, ἀλ­λά µ­ᾶλ­λον… νά ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τήν Ὀ­θω­µ­α­νι­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α µ’ ἕ­να νέ­ο Βυ­ζάν­τιο». ∆ι­αυ­γέ­στα­τη ἀ­νά­λυ­ση. Καί δι­α­πι­στώ­νει ὁ ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κά ἔν­τι­µ­ος Γκέλνερ: «Σέ γε­νι­κές γρα­µ­µ­ές, ὄ­χι µόνο ὁ ἑλ­λη­νι­κός, ἀλ­λά ὅ­λοι οἱ βαλ­κα­νι­κοί ἐ­θνι­κι­σµ­οί φα­ί­νε­ται νά συ­νι­στοῦν µ­εῖ­ζον πρό­βλη­µ­α γι’ αὐ­τήν τήν θε­ω­ρί­α, ἄν λά­βου­µ­ε ὑ­π’ ὄ­ψιν τήν κα­θυ­στέ­ρη­ση τῶν Βαλ­κα­νί­ων σύ­µ­φω­να µέ τά κρι­τή­ρια τοῦ βι­ο­µ­η­χα­νι­σµ­οῦ καί τῆς νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας».

Οἱ δι­ά­φο­ροι κα­θη­γη­τές τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν πα­νε­πι­στη­µ­ί­ων, πού βι­ά­στη­καν ἀ­πρό­σε­κτα νά ἐ­φα­ρµ­ό­σουν τήν θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­θνο­γέ­νε­σης στήν ἑλ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση, ὑ­πο­βάλ­λον­τάς µ­ας τήν ἰ­δέ­α ὅ­τι τό ἑλ­λη­νι­κό ἔ­θνος εἶ­ναι µία τε­χνη­τή κα­τα­σκευή τῆς Νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, ἀ­σφα­λῶς δέν πρό­σε­ξαν τί γρά­φει ὁ ἴ­διος ὁ Γκέλνερ στήν σε­λί­δα 144-45 τοῦ ἐν λό­γῳ βι­βλί­ου του (πού σύ­µ­φω­να µέ αὐ­τά πού ἔ­γρα­ψε στόν πρό­λο­γο ὁ γυι­ός –ἐ­πί­σης κα­θη­γη­τής– τοῦ συγ­γρα­φέ­α: «…εἶ­ναι ἡ τε­λευ­τα­ί­α του λέ­ξη στό θέ­µ­α τοῦ ἐ­θνι­κι­σµ­οῦ. Ἀν­τι­προ­σω­πε­ύ­ει ἐ­πί­σης τήν πιό ὥ­ρι­µ­η ἀ­νά­λυ­σή του…»). Γρά­φει λοι­πόν στό τέ­λος τοῦ βι­βλί­ου του ὁ Γκέλνερ: «Ἡ δι­κή µ­ου ἄ­πο­ψη εἶ­ναι ὅ­τι κά­ποι­α ἔ­θνη δι­α­θέ­τουν αὐ­θεν­τι­κο­ύς ἀρ­χα­ί­ους ὀ­µ­φα­λο­ύς, ἄλ­λα ἔ­χουν ὀ­µ­φα­λο­ύς πού ἐ­πι­νο­ή­θη­καν γιά χά­ρη τους ἀ­πό τήν ἴ­δια τήν ἐ­θνι­κι­στι­κή τους προ­πα­γάν­δα καί ἄλ­λα δέν ἔ­χουν κα­θό­λου ὀ­µ­φα­λό. Πι­στε­ύ­ω ἀ­κό­µ­η ὅ­τι ἡ µ­ε­σα­ί­α κα­τη­γο­ρί­α εἶ­ναι µέχρι στι­γµ­ῆς ἡ µ­ε­γα­λύ­τε­ρη, ἀλ­λά εἶ­µ­αι ἀ­νοι­χτός στίς δι­ορ­θώ­σεις πού θά ὑ­πο­δε­ί­κνυ­ε µία ἱ­στο­ρι­κή ἔ­ρευ­να. Σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, νά πῶς πρέ­πει νά δι­α­τυ­πω­θεῖ τό ὅ­λο ζή­τη­µ­α».[]

Νά πῶς λει­τουρ­γεῖ ἡ πα­νε­πι­στη­µ­ια­κή κοι­νό­τη­τα στήν Ἑλ­λά­δα

Οἱ αὐ­τό­κλη­τοι εἰ­σα­γω­γεῖς πα­ρό­µ­οι­ων ξέ­νων θε­ω­ρι­ῶν, προ­σα­ρµ­ο­σµ­έ­νων κα­ταλ­λή­λως ὥ­στε νά ἐ­φα­ρµ­ο­σθοῦν στήν ἑλ­λη­νι­κή ‘Ι­στο­ρί­α κα­τά τό δο­κοῦν, προ­σπα­θοῦν νά ἐ­µ­φα­νί­σουν τήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι τό Ἑλ­λη­νι­κό ῎Ε­θνος εἶ­ναι ἕ­να τε­χνη­τό κα­τα­σκε­ύ­α­σµ­α ἐ­θνι­κι­στῶν ἱ­στο­ρι­κῶν καί ἀ­κρο­δε­ξι­ῶν προ­πα­γαν­δι­στῶν. ῞Ο­τι στήν οὐ­σί­α οἱ κά­τοι­κοι αὐ­τῆς τῆς χώ­ρας, µία παν­σπε­ρµ­ί­α Ἀλ­βα­νῶν, Σλα­ύ­ων, Βλά­χων, Σα­ρα­κα­τσά­νων καί ἄλ­λων ἀ­προσ­δι­ο­ρί­στου προ­ε­λε­ύ­σε­ως µ­ε­το­ί­κων, ἀ­πο­φά­σι­σαν µία ὡ­ρα­ί­α πρω­ί­α νά ἐ­πα­να­στα­τή­σουν ἔ­τσι χω­ρίς λό­γο, µ­ᾶλ­λον λό­γῳ ἀ­ναρ­χι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρος, δι­ά­θε­σης γιά πλι­ά­τσι­κο καί ἐξ αἰ­τί­ας ἐ­θνι­κι­στι­κῶν προ­κα­τα­λή­ψε­ων ἐ­ναν­τί­ον τῶν Το­ύρ­κων. Ἡ Ὀ­θω­µ­α­νι­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α ἦ­ταν, φα­ί­νε­ται, ἕ­να πο­λυ­ε­θνι­κό πο­λυ­πο­λι­τι­σµ­ι­κό κρά­τος, ὅ­που δι­α­βι­οῦ­σαν ἁ­ρµ­ο­νι­κά δι­ά­φο­ρες ἐ­θνό­τη­τες χω­ρίς πολ­λά προ­βλή­µ­α­τα. Ἰ­δε­ο­λο­γι­κό ἐ­πί­χρι­σµ­α σ’ αὐ­τήν τήν ἐκ­δή­λω­ση ἀ­ναρ­χί­ας ἔ­δω­σε ὁ ἀ­πό­η­χος τῆς Γαλ­λι­κῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης καί ἡ ἐ­πί­δρα­σή της σέ κά­ποι­ους δι­α­νο­ου­µ­έ­νους, πού ἀ­πο­φά­σι­σαν νά ἐ­πι­βά­λουν στα­νι­κά τήν δη­µ­ι­ουρ­γί­α ἐ­λε­ύ­θε­ρου κρά­τους στο­ύς εὐ­χα­ρι­στη­µ­έ­νους ρα­γι­ά­δες.

Μπο­ρεῖ αὐ­τά νά ἠ­χοῦν εἰ­ρω­νι­κά, ἀλ­λά δέν εἶ­ναι. Εἶ­ναι ἁ­πλῶς αὐ­τά πού πο­λύ σο­βα­ρά δη­µ­ο­σι­εύ­ουν οἱ «προ­ο­δευ­τι­κοί» µ­ας δι­α­νο­ού­µ­ε­νοι στόν ἑλ­λη­νι­κό Τύ­πο καί σέ ἑλ­λη­νι­κά «ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κά» κε­ί­µ­ε­να. ῎Ας δοῦ­µ­ε µ­ε­ρι­κά πα­ρα­δε­ί­γµ­α­τα.
Κυ­ρια­κή 24 Μαρ­τί­ου 2002
(Πα­ρα­µ­ο­νή τῆς ἐ­θνι­κῆς ἑ­ορ­τῆς.)

  • Ὁ κ. Πέτρος Πι­ζά­νιας, τα­κτι­κός κα­θη­γη­τής τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας στό Ἰόνιο Πα­νε­πι­στή­µ­ιο, δη­µ­ο­σι­ε­ύ­ει ἐ­κτε­νέ­στα­το ἄρ­θρο στήν ἐ­φη­µ­ε­ρί­δα Κα­θη­µ­ε­ρι­νή, µέ τί­τλο, «Ἀ­πό το­ύς Γα­ζῆ­δες ὥς τήν ὀ­θω­µ­α­νι­κή ὁ­λο­κλή­ρω­ση» (σ. 5). Ἀ­φοῦ χα­ρα­κτη­ρί­ζει «ἀ­τε­λέ­στα­τη κο­σµ­ο­κρα­το­ρί­α» (!) τόν ἑλ­λη­νι­στι­κό κό­σµ­ο πού δη­µ­ι­ο­ύρ­γη­σε ὁ Μέγας Ἀ­λέ­ξαν­δρος, ἔρ­χε­ται στόν 13ο αἰ­ῶ­να, ὅ­ταν ἐ­µ­φα­νί­σθη­καν οἱ «Γα­ζῆ­δες ἱπ­πό­τες τῆς ἡ­µ­ι­σε­λή­νου», ὅ­πως ἐ­πί λέ­ξει ἀ­πο­κα­λεῖ το­ύς πρώ­τους Το­ύρ­κους ἐ­πι­δρο­µ­εῖς. Προ­φα­νῶς ὁ κ. Πι­ζά­νιας χρη­σι­µ­ο­ποι­εῖ τόν ὅ­ρο «ἱπ­πό­τες» γιά νά ἀ­πο­δώ­σει ἱπ­πο­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στο­ύς µ­ογ­γο­λι­κῆς προ­ε­λε­ύ­σε­ως Τουρ­κο­µ­ά­νους ἐ­πι­δρο­µ­εῖς. Πρέ­πει ἐ­δῶ νά ὑ­πεν­θυ­µ­ί­σου­µ­ε στόν κ. Πι­ζά­νια ὅ­τι ὁ ὅ­ρος «ἱπ­πό­της» ἔ­χει συγ­κε­κρι­µ­έ­να κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κά καί ἱ­στο­ρι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: ἱπ­πό­της (ἄς δι­α­βά­σει τό κλασ­σι­κό ἔρ­γο τοῦ Μ. Μπλοχ Ἡ Φε­ου­δα­λι­κή Κοι­νω­νί­α, ἔ­χει µ­ε­τα­φρα­στεῖ καί στά ἑλ­λη­νι­κά) εἶ­ναι ὁ ἀ­νή­κων στήν κλη­ρο­νο­µ­ι­κή φε­ου­δα­λι­κή ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α τῶν Εὐ­ρω­πα­ί­ων γαι­ο­κτη­µ­ό­νων τοῦ Με­σα­ί­ω­να, συν­δέ­ε­ται µέ τήν µ­α­κρα­ί­ω­νη κα­το­χή γαι­ῶν καί τήν κυ­ρι­αρ­χί­α ἐ­πί τῶν αὐ­το­χθό­νων πλη­θυ­σµ­ῶν καί εἶ­ναι µία κοι­νω­νι­κή κα­τη­γο­ρί­α ἰ­δι­ό­τυ­πη, πού ἀ­να­πτύ­χθη­κε ἀ­πο­κλει­στι­κά ἐ­πί δυ­τι­κο­ευ­ρω­πα­ϊ­κοῦ ἐ­δά­φους το­ύς Μέσους Αἰ­ῶ­νες. Ἀ­να­λο­γί­ες, ἀλ­λά ὄ­χι τα­ύ­τι­ση, ὑ­πάρ­χει µέ το­ύς Ἰάπωνες Σα­µ­ου­ρά­ι, ἐ­πί­σης γαι­ο­κτή­µ­ο­νες µέ αὐ­το­νο­µ­ί­α ἔ­ναν­τι τῆς κεν­τρι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας. Τί σχέ­ση ἔ­χουν ὅ­λ’ αὐ­τά µέ το­ύς νο­µ­ά­δες ἐ­κτρο­φεῖς ἀ­λό­γων καί αἰ­γο­προ­βά­των, κοι­µ­ώ­µ­ε­νους σέ σκη­νές καί τρώ­γον­τες ἀ­πο­ξη­ρα­µ­έ­νο κρέ­ας κα­µ­ή­λας πε­ρι­φε­ρό­µ­ε­νους Τουρ­κο­µ­ά­νους τοῦ 13ου αἰ­ῶ­να;
    Ἀλ­λά ὑ­πάρ­χει καί συ­νέ­χεια: Οἱ ἐ­πι­δρο­µ­ές τῶν Γα­ζή­δων, γρά­φει ὁ κ. Πι­ζά­νιας, «δέν δι­έ­φε­ραν ὡς πρός τήν πρα­κτι­κή καί τό κί­νη­τρο πού χα­ρα­κτή­ρι­ζαν τίς ἐ­πι­δρο­µ­ές τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν καί τῶν ∆υ­τι­κῶν» (sic).
    Ἐ­δῶ ἐ­ξο­µ­οι­ώ­νε­ται ἕ­να ἰ­σχυ­ρό, οἰ­κο­νο­µ­ι­κά ἀ­νε­πτυ­γµ­έ­νο καί πο­λι­τι­κά ὀρ­γα­νω­µ­έ­νο κρά­τος, µ­έ παγ­κό­σµ­ια πο­λι­τι­στι­κή ἀ­κτι­νο­βο­λί­α, ὅ­πως τό Βυ­ζάν­τιο, µέ πε­ρι­πλα­νώ­µ­ε­να βαρ­βα­ρι­κά φῦ­λα πού λή­στευ­αν τόν πλοῦ­το του. Ἀλ­λά ὁ κ. Πι­ζά­νιας ἔ­χει ἄλ­λη ἄ­πο­ψη γιά τό Βυ­ζάν­τιο. Ἀ­να­φέ­ρει λί­γο πά­ρα κά­τω «τό γνω­στό ἀ­πό το­ύς πρώ­τους αἰ­ῶ­νες τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου πρό­τυ­πο τῆς κλει­στῆς οἰ­κο­νο­µ­ί­ας καί κοι­νω­νί­ας, καί τῆς ἀ­πό­λυ­της θε­ο­κρα­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας». ῞Ο­σο γιά τήν «κλει­στή οἰ­κο­νο­µ­ί­α» τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, πα­ρα­πέ­µ­που­µ­ε τόν κ. Πι­ζά­νια στήν κλασ­σι­κή Ἱ­στο­ρί­α τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τοῦ µ­αρ­ξι­στῆ Ρώσ­σου ἱ­στο­ρι­κοῦ Μ. Β. Λεβτσένκο [Ἱ­στο­ρί­α τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ἐκ­δό­σεις Ἀ­να­γνω­στί­δη, σ. 30-31 καί ἀλ­λοῦ], ὅ­που ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῶν συ­ναλ­λα­γῶν καί στήν κα­τά­κτη­ση νέ­ων ἀ­γο­ρῶν, κα­θώς καί στίς τε­ρά­στι­ες ἐ­ξα­γω­γές βυ­ζαν­τι­νῶν προ­ϊ­όν­των σ’ ὅ­λον τόν κό­σµ­ο. Τά ἴ­δια γρά­φουν καί ὅ­λες οἱ κλασ­σι­κές βυ­ζαν­τι­νές ἱ­στο­ρί­ες, ἡ δέ ἀ­εί­µ­νη­στη Ἀγ­γε­λι­κή Λα­ΐ­ου, κα­θη­γή­τρια τοῦ Χάρβαρντ, ἀ­κα­δη­µ­α­ϊ­κός καί πρώ­ην ὑ­πουρ­γός τῆς κυ­βερ­νή­σε­ως Ση­µ­ί­τη, πα­ρου­σι­ά­ζει, στά κλασ­σι­κά ἔρ­γα της γιά τήν βυ­ζαν­τι­νή οἰ­κο­νο­µ­ί­α, πού ἀ­σφα­λῶς ἔ­χει ὑ­π’ ὄ­ψιν του ὁ κ. Πι­ζά­νιας, τήν βυ­ζαν­τι­νή οἰ­κο­νο­µ­ί­α κα­θό­λου «κλει­στή», ἀλ­λά ἐ­ξω­στρε­φῆ καί ἀ­νοι­χτή. ῞Ο­σο γιά τήν «κλει­στή» βυ­ζαν­τι­νή κοι­νω­νί­α, κλει­στή εἶ­ναι µία κοι­νω­νί­α χω­ρίς κοι­νω­νι­κή κι­νη­τι­κό­τη­τα, π.χ. ἡ ἰν­δι­κή µέ τίς κά­στες της. Ἀ­πε­ναν­τί­ας στό Βυ­ζάν­τιο ὑ­πῆρ­χε πλή­ρης κι­νη­τι­κό­τη­τα, χω­ρι­κοί ὅ­πως ὁ Ἰ­ου­στί­νος ἤ ὁ Βα­σί­λει­ος Α΄ ὁ Μα­κε­δών ἔ­γι­ναν αὐ­το­κρά­το­ρες, ἀλ­λά καί οὔ­τε ἡ φυ­λε­τι­κή κα­τα­γω­γή ἔ­παι­ζε ρό­λο, δι­ό­τι αὐ­το­κρά­το­ρες ἔ­γι­ναν Ἀ­ρµ­έ­νιοι, Γε­ωρ­για­νοί, Σλα­ύ­οι κ.λπ.
    Ὁ κ. Πι­ζά­νιας ἐ­πα­νῆλ­θε δρι­µ­ύ­τε­ρος τήν Κυ­ρια­κή 4 Ἀ­πρι­λί­ου 2004 καί πά­λι στήν φι­λό­ξε­νη Κα­θη­µ­ε­ρι­νή (σ. 5), µέ νέ­ο ἄρ­θρο, ὑ­πό τόν τί­τλο «Κα­τα­γω­γι­κοί µ­ῦ­θοι καί πο­λι­τι­κό σχέ­διο τοῦ ᾽21» καί τόν ἐκ­πλη­κτι­κό ὑ­πό­τι­τλο ἐ­πί λέ­ξει: «Ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση δέν εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σµ­α τῆς ἀ­γα­νά­κτη­σης τοῦ λα­οῦ, ἀλ­λά ἡ ἐ­φα­ρµ­ο­γή τῆς ἀ­πό­φα­σης τῶν δι­α­νο­ο­ύ­µ­ε­νων δι­α­φω­τι­στῶν», ὅ­που γρά­φει τά ἑ­ξῆς: «Τό προ­ε­πα­να­στα­τι­κό ἔρ­γο τῶν Ἑλ­λή­νων δι­α­φω­τι­στῶν δι­α­νο­ο­ύ­µ­ε­νων εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­νό­η­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ταυ­τό­τη­τας τῶν Ἑλ­λή­νων, ἡ δι­ά­δο­σή της µέσῳ πε­ρι­ο­δι­κῶν, φυλ­λα­δί­ων καί βι­βλί­ων (ἐ­ρώ­τη­ση δι­κή µ­ου: πῶς σ’ ἕ­ναν λαό ἀ­ναλ­φά­βη­το, ποι­µ­έ­νων καί χω­ρι­κῶν, δι­α­δό­θη­κε ἡ «ἐ­πι­νο­η­µ­έ­νη ἐ­θνι­κή ταυ­τό­τη­τα» µέσῳ βι­βλί­ων; Οἱ κλέ­φτες, οἱ ἁ­ρµ­α­το­λοί καί οἱ ἀ­γω­νι­στές ἤ­ξε­ραν νά δι­α­βά­ζουν;) καί τέ­λος ἡ ἀ­νύ­ψω­σή της σέ πο­λι­τι­κή ἰ­δε­ο­λο­γί­α». Ἀλ­λά ἀ­κοῦ­στε καί τήν συ­νέ­χεια: «Στά σχο­λι­κά ἐγ­χει­ρί­δια, στίς ἐ­πε­τε­ί­ους ὅ­πως ἡ ση­µ­ε­ρι­νή, µ­ᾶς δι­δά­σκουν ὅ­τι ὁ λα­ός δέν ἄν­τε­χε πλέ­ον τή σκλα­βιά καί ἐ­ξε­γέρ­θη­κε. Ὁ λα­ϊ­κι­σµ­ός, δι­ά­χυ­τος στήν κοι­νω­νί­α µ­ας ἐ­πί δε­κα­ε­τί­ες, δέν ἀ­φή­νει ἥ­συ­χη οὔ­τε τήν ἱ­στο­ρί­α οὔ­τε πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο τόν λαό. Στήν πρα­γµ­α­τι­κό­τη­τα κα­µ­µ­ί­α ἀ­ξι­ο­ση­µ­ε­ί­ω­τη λα­ϊ­κή ἐ­ξέ­γερ­ση δέν ἔ­γι­νε στήν ἀρχή τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης µέ ἐ­ξα­ί­ρε­ση αὐ­τήν τοῦ Ἀν­τω­νί­ου Οἰ­κο­νό­µ­ου στήν ῞Υ­δρα καί ἴ­σως στή Σάµο. Ἡ ἀ­που­σί­α ση­µ­αν­τι­κῶν ἐ­ξε­γέρ­σε­ων ὀ­φε­ί­λε­ται ἐν πολ­λοῖς στό γε­γο­νός ὅ­τι τό ὀ­θω­µ­α­νι­κό αὐ­το­κρα­το­ρι­κό σύ­στη­µ­α εἶ­χε ἐ­µ­πε­δώ­σει µ­η­χα­νι­σµ­ο­ύς συ­να­ί­νε­σης µέ τίς το­πι­κές ἀ­γρο­τι­κές κοι­νω­νί­ες. Καί ἡ συ­να­ί­νε­ση αὐ­τή ἦ­ταν ἀρ­κε­τά λει­τουρ­γι­κή ἀ­κό­µ­η καί τίς πα­ρα­µ­ο­νές τοῦ ᾽21. Στίς λί­γες πε­ρι­πτώ­σεις πού ἡ συ­να­ί­νε­ση δέν λει­τουρ­γοῦ­σε, ὅ­πως στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν Σου­λι­ω­τῶν, τό­τε καί µόνο τό αὐ­το­κρα­το­ρι­κό κρά­τος χρη­σι­µ­ο­ποι­οῦ­σε τή βί­α. Τό ᾽21 δέν εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σµ­α τῆς ἀ­γα­νά­κτη­σης τοῦ λα­οῦ, ἀλ­λά ἡ ἐ­φα­ρµ­ο­γή ἑ­νός προ­α­πο­φα­σι­σµ­έ­νου σχε­δί­ου [  ] Προ­α­πο­φα­σι­σµ­έ­νου ἐν πολ­λοῖς ἀ­πό το­ύς δι­α­νο­ο­ύ­µ­ε­νους δι­α­φω­τι­στές πού συγ­κρό­τη­σαν καί ἀ­νέ­πτυ­ξαν τήν κα­τ’ ἐ­ξο­χήν ἐ­πα­να­στα­τι­κή ὀρ­γά­νω­ση τῶν Ἑλ­λή­νων, τή Φι­λι­κή Ἑ­ται­ρε­ί­α, ὑ­πό τήν ἐ­πιρ­ροή τοῦ γαλ­λι­κοῦ ἰ­­α­κω­βι­νι­σµ­οῦ» (sic!).
    Ὁ κ. Πι­ζά­νιας, ὅ­πως φα­ί­νε­ται, εἶ­ναι φα­να­τι­κός ὀ­πα­δός τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῆς συ­νω­µ­ο­σί­ας. Ὁ­λό­κλη­ρη Ἐ­πα­νά­στα­ση, πού ξε­σή­κω­σε ἕ­ναν ὁ­λό­κλη­ρο λαό καί µάλιστα σέ ὁ­λό­κλη­ρη τήν Βαλ­κα­νι­κή, µία Ἐ­πα­νά­στα­ση πού εἶ­χε θύ­µ­α­τα Πα­τρι­άρ­χες, προ­ε­στο­ύς, κα­πε­τα­να­ί­ους, κλέ­φτες καί ἁ­ρµ­α­το­λούς καί ἁ­πλο­ύς ἀ­γρό­τες, δέν ἔ­γι­νε µέ τήν πρό­θυ­µ­η καί ἀ­δι­άλ­λα­κτη βο­ύ­λη­ση τῶν ρα­γι­ά­δων νά ζή­σουν ἐ­λε­ύ­θε­ροι ἤ νά πε­θά­νουν, ἀλ­λά ἦ­ταν προ­α­πο­φα­σι­σµ­έ­νο προ­ϊ­όν µ­υ­στι­κῆς συ­νω­µ­ο­σί­ας. Ἐκ­πλη­κτι­κό!
    Ἐξ ἄλ­λου ὁ κ. Πι­ζά­νιας, ἄν καί τα­κτι­κός κα­θη­γη­τής τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας, δέν ἔ­χει φα­ί­νε­ται δι­α­βά­σει κα­λά τό κλασ­σι­κό ἔρ­γο τοῦ Σάθα Ἡ Τουρ­κο­κρα­του­µ­έ­νη Ἑλ­λάς, ἀλ­λά οὔ­τε το­ύς Πε­ρι­η­γη­τές τοῦ Κυ­ρι­ά­κου Σι­µ­ό­που­λου. Ἐ­κεῖ θά µάθαινε ὅ­τι πε­ρί­που κά­θε τρι­άν­τα χρό­νια (δη­λα­δή ἀ­νά µία γε­νιά) ξε­σποῦ­σαν ἐ­πα­να­στά­σεις, σέ ὅ­λη τήν δι­άρ­κεια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἀ­πό τήν πρώ­τη Ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ Κρο­κό­δει­λου Κλα­δᾶ, ἀ­µ­έ­σως µ­ε­τά τήν ῞Α­λω­ση, µέχρι τά Ὀρ­λω­φι­κά τό 1770 καί τήν ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ Βλα­χά­βα στόν Ὄ­λυ­µ­πο τό 1806. Καί, τέ­λος πάν­των, ἄν θε­ω­ρεῖ τόν Σάθα καί τόν Σι­µ­ό­που­λο ἐ­θνι­κι­στές ἱ­στο­ρι­κο­ύς, ἄς δι­α­βά­σει καί τόν κα­θό­λου –µά κα­θό­λου– φι­λέλ­λη­να Φίνλεϊ, πού λέ­ει ἀ­κρι­βῶς τά ἴ­δια. Ἀλ­λά τό κε­ί­µ­ε­νο τοῦ κ. Πι­ζά­νια στήν Κα­θη­µ­ε­ρι­νή δέν ἔ­χει οὔ­τε µία –οὔ­τε µία!– βι­βλι­ο­γρα­φι­κή πα­ρα­πο­µ­πή. Οἱ «µ­η­χα­νι­σµ­οί συ­να­ί­νε­σης», ἐξ ἄλ­λου, πού εἶ­χε δι­α­µ­ορ­φώ­σει τό ὀ­θω­µ­α­νι­κό κρά­τος σύ­µ­φω­να µέ τόν κ. Πι­ζά­νια, ἦ­ταν οἱ ἀ­πο­κε­φα­λι­σµ­οί, τό παι­δο­µ­ά­ζω­µ­α, ἡ ἄ­γρια φο­ρο­λο­γί­α, οἱ γε­νι­κευ­µ­έ­νες σφα­γές καί ἄλ­λες δη­µ­ο­κρα­τι­κές καί φι­λει­ρη­νι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες. Για­τί δέν ἀ­να­φέ­ρει ὁ κ. Πι­ζά­νιας τήν κά­θο­δο, στά 1715, στόν Μο­ριᾶ καί στήν Ρο­ύ­µ­ε­λη, τοῦ µ­ε­γά­λου βε­ζύ­ρη Ἁ­λῆ-Κι­ου­µ­ουρ­τζῆ, ἐ­πι­κε­φα­λῆς τε­ρα­στί­ου στρα­τε­ύ­µ­α­τος, πού ἰ­σο­πέ­δω­σε τήν νό­τια Ἑλ­λά­δα; Για­τί δέν ἀ­να­φέ­ρει τήν κα­τα­στρο­φή τοῦ Μο­ριᾶ τό 1770 ἀ­πό τόν Κα­ρά-Μου­στα­φᾶ καί το­ύς 100.000 Τουρ­καλ­βα­νο­ύς του; Γιά ποιά «συ­να­ί­νε­ση» µ­ι­λᾶ ὁ κ. Πι­ζά­νιας;
    Καί γιά ποιά «ἀ­που­σί­α ση­µ­αν­τι­κῶν ἐ­ξε­γέρ­σε­ων» στήν ἀρχή τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης γρά­φει ὁ κ. Πι­ζά­νιας; Τί ἦ­ταν τό­τε τό Βαλ­τέ­τσι, τό Λάλα, ἡ Κα­λα­µ­ά­τα κ.λπ.;
    Κι ὅ­σο γιά τήν «ἐ­πιρ­ροή τοῦ γαλ­λι­κοῦ ἰ­α­κω­βι­νι­σµ­οῦ», ὁ κ. Πι­ζά­νιας λί­γο µ­ᾶς τά µ­περ­δε­ύ­ει: ἡ Γαλ­λι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση ἔ­γι­νε τό 1789. Τότε ἐ­πιρ­ροή τί­νος πρά­γµ­α­τος ἦ­ταν ἡ γε­νι­κευ­µ­έ­νη ἐ­ξέ­γερ­ση τοῦ 1770 ἤ οἱ προ­η­γο­ύ­µ­ε­νες ἐ­πα­να­στά­σεις (σέ ὅ­λη τήν δι­άρ­κεια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας γί­νον­ταν, ὅ­πως εἴ­πα­µ­ε, ἐ­πα­να­στα­τι­κά κι­νή­µ­α­τα κα­τά µέσον ὅ­ρο κά­θε τρι­άν­τα χρό­νια); ’Ή ἦ­ταν «ἐ­πιρ­ροή τοῦ γαλ­λι­κοῦ ἰ­α­κω­βι­νι­σµ­οῦ» τό ἐ­πα­να­στα­τι­κό κί­νη­µ­α τοῦ Κρο­κό­δει­λου Κλα­δᾶ στήν Πε­λο­πόν­νη­σο τοῦ 1460, τρεῖς αἰ­ῶ­νες πρίν τόν ἰ­α­κω­βι­νι­σµό;
    Ἀλ­λά τήν βα­θύ­τε­ρη φι­λο­σο­φί­α τοῦ κ. Πι­ζά­νια δι­α­κρί­νει κα­νε­ίς κα­λύ­τε­ρα ὅ­ταν, πα­ρά κά­τω, ἀ­πο­κα­λεῖ τό σύν­θη­µ­α «φω­τιά καί τσε­κο­ύ­ρι στο­ύς προ­σκυ­νη­µ­έ­νους» (πού ἐ­ξα­πέ­λυ­σε ὁ Κο­λο­κο­τρώ­νης τό 1825-6 ἐ­ναν­τί­ον ὅ­σων δή­λω­ναν ὑ­πο­τα­γή στόν Ἰµπραήµ πού κα­τέ­και­ε τήν Πε­λο­πόν­νη­σο) ὡς «κι­νή­σεις, πού θυ­µ­ί­ζουν πε­ρί­ο­δο ἐ­πα­να­στα­τι­κοῦ τρό­µ­ου». Εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἀ­πο­λύ­τως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι ὁ κ. Πι­ζά­νιας γρά­φει «ἐ­νάν­τια στο­ύς “προ­σκυ­νη­µ­έ­νους” ῞Ελ­λη­νες στόν Ἰµπραήµ», δη­λα­δή θέ­τει τήν λέ­ξη προ­σκυ­νη­µ­έ­νους σέ εἰ­σα­γω­γι­κά. Κα­τα­λά­βα­µ­ε, κ. Πι­ζά­νια…
    Καί νά σκε­φθεῖ κα­νε­ίς ὅ­τι τό κε­ί­µ­ε­νό του ἐκ­φω­νή­θη­κε ὡς πα­νη­γυ­ρι­κός τῆς 25ης Μαρ­τί­ου στό Γε­ω­πο­νι­κό Πα­νε­πι­στή­µ­ιο…
    ∆έν τε­λει­ώ­σα­µ­ε µέ τόν κ. Πι­ζά­νια. Ἐ­πα­νῆλ­θε µέ συ­νέν­τευ­ξή του στήν ἄ­πει­ρα φι­λό­ξε­νη Κα­θη­µ­ε­ρι­νή στίς 29 Ἀ­πρι­λί­ου 2007 (σ. 7), ὅ­που δι­α­τυ­πώ­νει τήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι ἡ Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση δέν εἶ­ναι, ὅ­πως ξέ­ρα­µ­ε µέχρι σή­µ­ε­ρα, κι ὅ­πως οἱ ἴ­διοι οἱ πρω­τα­γω­νι­στές της τήν συ­νέ­λα­βαν, ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κός πό­λε­µ­ος ἤ ἀ­γώ­νας τῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας (προ­φα­νῶς οὔ­τε νά ἀ­πε­λευ­θε­ρω­θοῦ­µ­ε θέ­λα­µ­ε οὔ­τε τήν ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α µ­ας ἐ­πι­δι­ώ­κα­µ­ε), «καί ἀ­κό­µ­η χει­ρό­τε­ρα δέν εἶ­ναι “Πα­λιγ­γε­νε­σί­α” ἑ­νός δῆ­θεν προ­ϋ­πάρ­χον­τος ἔ­θνους, ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζει ἡ ἐ­θνο­κεν­τρι­κή δο­ξα­σί­α».[   ] Ἐ­γώ, ὅ­µ­ως, µέ αὐ­στη­ρά ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κά κρι­τή­ρια, θά χα­ρα­κτη­ρί­σω «δο­ξα­σί­α» τίς ἀ­πό­ψεις τοῦ κ. Πι­ζά­νια. ∆ι­ό­τι σ’ ὅ­λ’ αὐ­τά δέν εἶ­δα οὔ­τε µία συγ­κε­κρι­µ­έ­νη πα­ρα­πο­µ­πή σέ πη­γές τῆς ἐ­πο­χῆς, οὔ­τε ἕ­να πρα­γµ­α­το­λο­γι­κό ἐ­πι­χε­ί­ρη­µ­α. Ἐ­πι­στή­µ­η ὅ­µ­ως εἶ­ναι ἡ ἐ­ξα­γω­γή συ­µ­πε­ρα­σµ­ά­των µέ βά­ση ὑ­παρ­κτά στοι­χεῖ­α (ἄς δι­α­βά­σει ὁ κ. Πι­ζά­νιας τόν κώ­δι­κα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς τῶν Ἁ­γί­ων Τεσ­σα­ρά­κον­τα Σπάρ­της (πού ἀ­να­κά­λυ­ψε ὁ δι­α­κε­κρι­µ­έ­νος βυ­ζαν­τι­νο­λό­γος Νι­κό­λα­ος Βέης), πού ἀ­νή­κει στόν 17ο αἰ­ῶ­να καί δε­ί­χνει τήν γλα­φυ­ρή, ὡ­ραι­ό­τα­τη ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα τῆς ἐ­πο­χῆς, πού κα­νέ­νας Κο­ρα­ῆς δέν κα­τα­σκε­ύ­α­σε καί πού µ­οι­ά­ζει τό­σο πο­λύ µέ τήν ση­µ­ε­ρι­νή δι­κή µ­ας!) καί ὄ­χι χα­ρα­κτη­ρι­σµ­οί, κρί­σεις, θε­ω­ρί­ες καί ἄ­φθο­νη φλυ­α­ρί­α.
  • Ὁ δη­µ­ο­σι­ο­γρά­φος κ. Πάσχος Μαν­δρα­βέ­λης, στίς 21 Φε­βρου­α­ρί­ου 2007, δη­µ­ο­σι­ε­ύ­ει στήν Κα­θη­µ­ε­ρι­νή ἄρ­θρο µέ τί­τλο «Τό δί­κιο τοῦ ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που», ὅ­που συ­µ­πε­ρι­ε­λά­µ­βα­νε τήν φρά­ση «τά ψε­ύ­τι­κα λά­βα­ρα τῆς Ἁ­γί­ας Λα­ύ­ρας». Ἀ­νέ­τρε­ξα λοι­πόν στήν σχε­τι­κή βι­βλι­ο­γρα­φί­α, γιά νά δι­α­πι­στώ­σω τήν ἱ­στο­ρι­κή ἀ­λή­θεια, καί ἀ­να­κά­λυ­ψα ὅ­τι τό πε­ρι­στα­τι­κό τῆς Ἁ­γί­ας Λα­ύ­ρας ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν πλή­ρως καί ἀ­να­λυ­τι­κά: α) ὁ ἔγ­κυ­ρος ἱ­στο­ρι­κός Οὐ­ίλ­λιαµ Μύλλερ, στό κλασ­σι­κό ἔρ­γο του Ἡ Τουρ­κί­α κα­ταρ­ρέ­ου­σα, Ἀ­θή­να, ἔκ­δο­ση τοῦ βι­βλι­ο­πω­λε­ί­ου τῆς Ἑ­στί­ας, 1914, σελ. 93, β) ὁ Σάµουελ Γκρίν­τλε­ϋ Χάου, στήν Ἱ­στο­ρι­κή σκι­α­γρα­φί­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης, Νέα Ὑόρκη, 1928, ἀ­να­τύ­πω­ση ἑλλ. µ­ε­τά­φρ. 1997, σελ. 66. Ση­µ­ει­ω­τέ­ον ὅ­τι ὁ Χάου ἔ­ζη­σε στήν Ἑλ­λά­δα κα­τά τήν ἐ­πα­να­στα­τι­κή πε­ρί­ο­δο ἐ­πί πέν­τε ἔ­τη καί προ­σέ­φε­ρε ὑ­πη­ρε­σί­ες ὡς ἰα­τρός, γ) ὁ ἐγ­κυ­ρώ­τε­ρος ἱ­στο­ρι­κός καί σύγ­χρο­νος τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης Σπυ­ρί­δων Τρι­κο­ύ­πης, στήν κλασ­σι­κή Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως, ἀ­να­τύ­πω­ση ἀ­πό τήν Νέα Ἑλ­λη­νι­κή Βι­βλι­ο­θή­κη, σ. 62. Τά πα­ρα­πά­νω ἐν­δει­κτι­κά, δι­ό­τι σχε­δόν ὅ­λες οἱ πη­γές ἀ­να­φέ­ρουν τήν Ἁ­γί­α Λα­ύ­ρα.
    ῎Ε­στει­λα ἐ­πι­στο­λή στήν Κα­θη­µ­ε­ρι­νή µέ τά προ­α­να­φερ­θέν­τα, ὅ­που ἐ­πε­σή­µ­αι­να ἐν κα­τα­κλεῖ­δι ὅ­τι ἀ­πό­ψεις καί κρί­σεις πού ἀ­φο­ροῦν τό­σο σο­βα­ρά ζη­τή­µ­α­τα πρέ­πει νά εἶ­ναι ἐ­παρ­κῶς τε­κµ­η­ρι­ω­µ­έ­νες καί ὄ­χι προ­ϊ­όν­τα ἰ­δε­ο­λο­γι­κῶν ἐ­πιρ­ρο­ῶν. Ἡ Κα­θη­µ­ε­ρι­νή δη­µ­ο­σί­ευ­σε τήν ἐ­πι­στο­λή µ­ου, ἀλ­λά φα­ί­νε­ται ὅ­τι ὁ κ. Μαν­δρα­βέλ­λης γνω­ρί­ζει κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τόν Σπυ­ρί­δω­να Τρι­κο­ύ­πη τά γε­γο­νό­τα καί µ­ᾶλ­λον θε­ω­ρεῖ τόν Μύλλερ καί τόν Χάου ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ ἐ­θνι­κι­σµ­οῦ. Γι’ αὐ­τό καί στίς 28 Μαρ­τί­ου, ἕ­ναν πε­ρί­που µ­ῆ­να µ­ε­τά, ἐ­πα­νῆλ­θε ἀ­πτό­η­τος ἀ­πό ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κά ἐ­πι­χει­ρή­µ­α­τα καί πη­γές σέ νέ­ο του ἄρ­θρο, µέ τόν τί­τλο «Οἱ “ἀ­γα­θοί” µ­ας µ­ῦ­θοι» (τό ἀ­γα­θοί σέ εἰ­σα­γω­γι­κά τοῦ ἰ­δί­ου), ξε­κι­νών­τας µέ τήν πρό­τα­ση: Ἡ κα­τάρ­ρευ­ση τῶν µύθων γιά τό «κρυ­φό σχο­λειό» καί τήν «εὐ­λο­γί­α τοῦ Πα­λαι­ῶν Πα­τρῶν Γε­ρµ­α­νοῦ στήν Ἁ­γί­α Λα­ύ­ρα» κ.λπ. κ.λπ.
    Πε­ρί­µ­ε­να ἀ­πό τόν κ. Μαν­δρα­βέ­λη ἤ νά ἀ­να­θε­ω­ρή­σει ὅ­σα εἶ­χε προ­η­γου­µ­έ­νως ὑ­πο­στη­ρί­ξει, ὑ­πό τό βά­ρος τῶν πα­ρα­πο­µ­πῶν καί τῆς βι­βλι­ο­γρα­φί­ας πού τοῦ ἔ­στει­λα, ἤ νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει µέ ἄλ­λες, ἀν­τί­θε­τες πα­ρα­πο­µ­πές καί ἄλ­λη βι­βλι­ο­γρα­φί­α, τήν ὀρ­θό­τη­τα τῶν ἀ­πό­ψε­ών του. Ἀλ­λά δέν ἔ­πρα­ξε οὔ­τε τό ἕ­να οὔ­τε τό ἄλ­λο. Αὐ­τό λοι­πόν ἀ­πο­δει­κνύ­ει σα­φέ­στα­τα ὅ­τι οἱ ἀ­πό­ψεις τοῦ κ. Μαν­δρα­βέ­λη δέν προ­κύ­πτουν ἀ­πό µ­ε­λέ­τη τῶν πρα­γµ­α­τι­κῶν πε­ρι­στα­τι­κῶν, ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λοῦν προ­ϊ­όν ἰ­δε­ο­λο­γι­κῆς ἐ­µ­µ­ο­νῆς καί ὡς γνω­στόν οἱ ἰ­δε­ο­λο­γι­κές ἐ­µ­µ­ο­νές δέν κά­µ­πτον­ται οὔ­τε καί ἀ­πό τήν πιό ἐ­µ­πε­ρι­στα­τω­µ­έ­νη ἐ­πι­χει­ρη­µ­α­το­λο­γί­α καί ἀ­πο­δε­ί­ξεις, δι­ό­τι σχε­τί­ζον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο µέ τόν ψυ­χι­κό καί λι­γώ­τε­ρο µέ τόν πνευ­µ­α­τι­κό µ­ας κό­σµ­ο.
    Γιά τό ζή­τη­µ­α τοῦ κρυ­φοῦ σχο­λει­οῦ, πού ἐ­πί­σης ὁ κ. Μαν­δρα­βέ­λης κα­ταγ­γέλλει ὡς µ­ῦ­θο, τήν ἀ­πάν­τη­ση ἔ­χει δώ­σει ὁ Φ.Ι. Κα­κρι­δῆς (ἐ­κτός ἄν ὁ κ. Μαν­δρα­βέ­λης ἀ­µ­φι­σβη­τεῖ καί τό ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κό κῦ­ρος τοῦ κ. Κα­κρι­δῆ ἤ ἄν τόν θε­ω­ρεῖ κι αὐ­τόν ἀ­κραῖ­ο ἐ­θνι­κι­στή). Σέ ἄρ­θρο του στό Βῆ­µ­α [22 Φε­βρου­α­ρί­ου 1998, Νέες Ἐ­πο­χές, σ. 11], ὁ Κα­κρι­δῆς ση­µ­ει­ώ­νει ὅ­τι, ναί µέν ὑ­πῆρ­χαν σχο­λές ἐ­πί Τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἀλ­λά ἡ λει­τουρ­γί­α τους ἐ­λεγ­χό­ταν αὐ­στη­ρά ἀ­πό τήν τουρ­κι­κή ἐ­ξου­σί­α, ὥ­στε νά ἀ­πο­κλε­ί­ε­ται ἡ πα­τρι­ω­τι­κή ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α καί ἡ µ­α­χό­µ­ε­νη Ὀρ­θο­δο­ξί­α, γι’ αὐ­τό καί ὑ­πῆρ­χαν πα­ράλ­λη­λοι, ἄ­τυ­ποι καί δι­α­φε­ύ­γον­τες τοῦ τουρ­κι­κοῦ ἐ­λέγ­χου µ­η­χα­νι­σµ­οί δι­δα­σκα­λί­ας, πού στήν λα­ϊ­κή συ­νε­ί­δη­ση κα­τα­γρά­φη­καν ὡς «κρυ­φό σχο­λειό». Ἀλ­λά ἡ ἀ­να­δρο­µή στό πα­ρελ­θόν ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται ἀ­πό τό πα­ρόν: στήν κα­τε­χό­µ­ε­νη Κύπρο, τίς δι­ώ­ξεις πού ὑ­πέ­στη καί ὑ­φί­στα­ται ἡ δα­σκά­λα ’Ελένη Φωκά τίς ἔ­χε­τε ἀ­κο­ύ­σει, φίλ­τα­τε κ. Μαν­δρα­βέ­λη µ­ου;
  • [ ] 2 Σε­πτε­µ­βρί­ου 2007: ὁ κ. ∆η­µ­ή­τρης Σω­τη­ρό­που­λος, δι­δά­σκων Ἱ­στο­ρί­α στό Ἰόνιο Πα­νε­πι­στή­µ­ιο, πα­ρου­σι­ά­ζει τό ἔρ­γο τοῦ (ἄ­γνω­στου σέ µένα) κ. Νίκου Ρο­τζώ­κου, µέ τί­τλο Ἐ­θνα­φύ­πνι­ση καί Ἐ­θνο­γέ­νε­ση (σ.τ.σ.: νά ᾽την πά­λι ἡ Ἐ­θνο­γέ­νε­ση), Ὀρ­λω­φι­κά καί ἑλ­λη­νι­κή ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­α. Ὁ ἀ­πί­στευ­τος τί­τλος τῆς βι­βλι­ο­πα­ρου­σί­α­σης (πού κα­τα­λα­µ­βά­νει τό ἥ­µ­ι­συ τῆς σε­λί­δας 6 τῆς Κα­θη­µ­ε­ρι­νῆς, εἶ­ναι «Τά Ὀρ­λω­φι­κά δέν ἦ­ταν ἐ­θνι­κή ἐ­πα­νά­στα­ση». Χω­ρίς κἄν ἕ­να ἐ­ρω­τη­µ­α­τι­κό στό τέ­λος. ∆η­λα­δή, κα­τό­πιν τοῦ ἔρ­γου τοῦ κ. Ρο­τζώ­κου καί τῆς βι­βλι­ο­πα­ρου­σι­ά­σε­ώς του ἀ­πό τόν κ. Σω­τη­ρό­που­λο, τό θέ­µ­α ξε­κα­θά­ρι­σε καί θε­ω­ρεῖ­ται λῆ­ξαν! Τά Ὀρ­λω­φι­κά, πού ἐ­πί αἰ­ῶ­νες οἱ πη­γές ἀ­να­φέ­ρουν ὡς τήν τε­λευ­τα­ί­α µ­ε­γά­λη Ἐ­πα­νά­στα­ση τῶν ὑ­πό­δου­λων Ἑλ­λή­νων πρίν τό ᾽21, κα­τα­τάσ­σε­ται πλέ­ον ὁ­ρι­στι­κά στίς… µή ἐ­θνι­κές ἐ­πα­να­στά­σεις! (῎Α­ρα­γε τί ἐ­πα­νά­στα­ση ἦ­ταν; Τα­ξι­κή; ’Ή µήπως δέν ἦ­ταν ἐ­πα­νά­στα­ση;) Σύµφωνα µέ τόν κ. Σω­τη­ρό­που­λο, «ἡ γρα­φί­δα τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ Νίκου Ρο­τζώ­κου ἔρ­χε­ται νά σκί­σει σάν γι­α­τα­γά­νι τίς βε­βαι­ό­τη­τές µ­ας σέ σχέ­ση µέ τίς ἐ­πα­να­στα­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις τῶν ὁ­µ­ο­δό­ξων τοῦ ὕ­στε­ρου 18ου αἰ­ῶ­να στά νό­τια τῆς Ὀ­θω­µ­α­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας».
[  ] Μία δη­µ­ο­φι­λής σ’ αὐ­το­ύς το­ύς κύ­κλους ἀ­να­φο­ρά εἶ­ναι ἡ κα­ταγ­γε­λί­α τῆς «ἐ­θνο­κά­θαρ­σης» τῶν Το­ύρ­κων τῆς Τρί­πο­λης ἀ­πό το­ύς ῞Ελ­λη­νες κα­τά τήν Ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σή της τόν Σε­πτέ­µ­βριο τοῦ 1821. «Ὅ­ταν οἱ Ἕλ­λη­νες µ­πῆ­καν στήν Τρί­πο­λη, δέν ἔ­µ­ει­νε λι­θά­ρι ὄρ­θιο», ἐ­πι­ση­µ­αί­νει ὀρ­θά ὁ κύ­ριος Θά­νος Βε­ρέ­µ­ης, κα­θη­γη­τής Ἱ­στο­ρί­ας στό Πα­νε­πι­στή­µ­ιο Ἀ­θη­νῶν, σέ συ­νέν­τευ­ξή του στόν Τύ­πο τῆς Κυ­ρια­κῆς (1-4-2007). ῎Ο­χι µόνον δέν θά δι­α­ψε­ύ­σω, ἀλ­λά θά τε­κµ­η­ρι­ώ­σω καί θά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σω τό γε­γο­νός: «Τό ἄ­λο­γό µ­ου», γρά­φει ὁ νι­κη­τής τῶν Το­ύρ­κων καί ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τής τῆς Ἑλ­λά­δος Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης, «ἀ­πό τά τε­ί­χη ἕ­ως τά σα­ρά­για δέν ἐ­πά­τη­σε γῆ» [Κο­λο­κο­τρώ­νη Ἀ­πο­µ­νη­µ­ο­νε­ύ­µ­α­τα, ἐκδ. ∆ρα­κο­πο­ύ­λου, σελ. 93]. 32.000 Τοῦρ­κοι ἐ­σφά­γη­σαν ἀ­πό το­ύς ῞Ελ­λη­νες, συ­νε­χί­ζει ὁ Γέρος τοῦ Μο­ριᾶ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­βα­λε «Τε­λά­λη, νά πα­ύ­σῃ ὁ σφα­γµ­ός». Καί συ­νε­χί­ζει: «῞Ο­ταν ἐ­µ­βῆ­κα εἰς τήν Τρι­πο­λι­τσά, µ­οῦ ἔ­δει­ξαν τόν πλά­τα­νο εἰς τό πα­ζά­ρι ὁ­πού ἐ­κρέ­µ­α­γαν το­ύς ῞Ελ­λη­νες. Ἀ­να­στέ­να­ξα καί εἶ­πα: “῎Α­ϊν­τε, πό­σοι ἀ­πό τό σό­γι µ­ου καί ἀ­πό τό ἔ­θνος µ­ου ἐ­κρε­µ­ά­σθη­σαν ἐ­κεῖ”, καί δι­έ­τα­ξα καί τόν ἔ­κο­ψαν. Ἐ­πα­ρη­γο­ρή­θη­κα καί διά τόν σκο­τω­µό τῶν Το­ύρ­κων».

῎Ο­χι, κύ­ρι­οι ὄ­ψι­µ­οι «ἀν­θρω­πι­στές», οἱ ση­µ­ε­ρι­νοί ἐ­λε­ύ­θε­ροι ῞Ελ­λη­νες δέν αἰ­σθα­νό­µ­α­στε ἐ­νο­χές γιά τήν «ἀν­θρω­πι­στι­κή κα­τα­στρο­φή» τῆς Τρί­πο­λης, τόν µ­α­το­βαμ­µ­έ­νο Σε­πτέ­µ­βρη τοῦ 1821. ∆ε­δο­µ­έ­νου ὅ­τι δέν ὑ­φί­στα­το τό­τε –ὅ­πως καί δέν ὑ­φί­στα­ται οὔ­τε σή­µ­ε­ρα– δι­ε­θνής ὀρ­γα­νι­σµ­ός πού νά χα­ρί­ζει τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α στο­ύς ὑ­πό­δου­λους λα­ο­ύς, κα­τό­πιν γρα­πτῆς αἰ­τή­σε­ως µ­ε­τά χαρ­το­σή­µ­ου. Οὔ­τε οἱ Τοῦρ­κοι θά ἔ­φευ­γαν µόνοι τους ἀ­πό τήν Ἑλ­λά­δα κα­τό­πιν δι­α­πρα­γµ­α­τε­ύ­σε­ων. Οἱ πρό­γο­νοί µ­ας, βε­βα­ί­ως, τό γνώ­ρι­ζαν αὐ­τό πο­λύ κα­λά, γι’ αὐ­τό καί τό κεν­τρι­κό σύν­θη­µ­α στήν Ἐ­πα­νά­στα­ση ἦ­ταν «Ἐ­λευ­θε­ρί­α ἤ Θάνατος».

ΠΗΓΗ

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.