Η κάθε γιορτή ἔχει καί τά ἐθιμικά σύμβολά της, ὄχι μονάχα τά ἐκκλησιαστικά καί θρησκευτικά, ἀλλά καί τά κοσμικά, πού ἀποτελοῦν τίς συνήθειες τοῦ λαοῦ μας, ἄρρηκτα συνδεδεμένες μέ τό πνευματικό νόημα τῶν ἡμερῶν. Τά πιό ἀντιπροσωπευτικά ἀπό τά ἔθιμα αὐτά εἶναι τά ἑξῆς:
Τό αὐγό: Εἶναι παγκόσμια σχεδόν ἡ χρήση του στό χριστιανικό κόσμο, τίς μέρες αὐτές. Τό γεγονός ὅτι δέν νοεῖται Πάσχα χωρίς κόκκινα αὐγά, σύμβολο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, εἶναι κοινός τόπος καί πίστη. Γιά τό χρῶμα του λέγεται ὅτι θυμίζει εἴτε τό αἷμα τοῦ ἑβραϊκοῦ προβάτου ἤ τέλος τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά εἶναι κοινή καί ἡ λαϊκή παράδοση γιά τό παράξενο ἄκουσμα πού ἐξηγεῖ ἁπλά: «Ὅταν εἶπαν πώς ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, κανείς δέν τό πίστευε. Μιά γυναίκα πού κρατοῦσε στό καλάθι της αὐγά, φώναξε: «Μπορεῖ ἀπό ἄσπρα νά γίνουν κόκκινα;». Καί, ὦ τοῦ θαύματος ἔγιναν!». Τό πρῶτο ἀρτήσιμο φαγητό πού τρώγεται μετά τήν λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως εἶναι τό αὐγό. Ὁ ἦχος ἀπό τό σπάσιμο τοῦ αὐγοῦ συμβολίζει τή μάχη πού ἔδωσε ὁ Χριστός μέ τό θάνατο καί πού μέ τήν Ἀνάστασή του τόν νίκησε. Τά αὐγά βάφονται σ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα τή Μεγάλη Πέμπτη ἤ ἀλλιῶς καί «κόκκινη Πέμπτη». Μετά τή βαφή σέ πολλά μέρη τά αὐγά σκεπάζονται μέ μιά λευκή πετσέτα γιατί δέν πρέπει νά τά δεῖ ἡ πιό λυπημένη μέρα τοῦ χρόνου ἡ Μεγάλη Παρασκευή, καθώς τό κόκκινο χρῶμα προαναγγέλλει τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως.
Τό ἀρνί: Αὐτό εἶναι σύμβολο καθαρότερα ἑλληνικό. Ἐκτός ἀπό τόν «ἀμνό τοῦ Θεοῦ» τόν Χριστό δηλαδή πού σφαγιάστηκε γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας, ἔχουμε καί τό πραγματικό σφαγμένο ἀρνί τοῦ Πάσχα,πού θά ψηθεῖ μέ πατροπαράδοτο τρόπο στή σούβλα καί θά φαγωθεῖ στό ὕπαιθρο. Γύρω ἀπό αὐτό τό ἔθιμο ἀναπτύχθηκαν καί οἱ ἀνοιξιάτικες γενικά παραστάσεις τοῦ ἑλληνικοῦ ὑπαίθρου, μέ τούς φουστανελάδες, τούς τσοπάνηδες καί τίς γκλίτσες, μέ τίς βλαχοποῦλες καί τούς χορούς, μέ τά πεύκα, τίς σημαῖες καί τίς ἐκκλησιές.
Τά τσουρέκια: Eἶναι γλυκά ψωμιά πού μπῆκαν στά ἔθιμα τῆς Λαμπρῆς ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, κυρίως μέ τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν τό 1922. Εἶναι ὁ ἐξελιγμένος τύπος τοῦ πασχαλινοῦ ψωμιοῦ, τῆς Λαμπροκουλούρας ἤ τοῦ Λαμπρόψωμου.
Λαμπρή ὀνομάσαμε τό ἑλληνικό Πάσχα, ἔτσι τό ξέρει ὁ λαός στά τραγούδια του, ἔτσι τό δίδαξε ἀπό τά πρῶτα χρόνια της ἡ Ἐκκλησία: «Ἑορτή καί πανήγυρις λαμπρά!».
Στήν Πασχαλιάτικη Ὑμνογραφία, τή γεμάτη ἀπό νικητήρια ἄσματα καί θούρια γιορταστικά, τά «λαμπρυνθῶμεν» καί τά «λαμπροφόρος» ἀκούονται σάν τελετουργικές ἐπιταγές. Ἀνακατεύονται στήν ἐκκλησία μέ τό φῶς τῶν λαμπάδων, «ὁπού κρατοῦν οἱ χριστιανοί στό χέρι», ἀνακατεύονται μέ τά γιορτινά φορέματα τῶν πιστῶν, μέ τό χαρούμενο βλέμμα τους, μέ τό ἐλπιδοφόρο νόημα τοῦ «Χριστός Ἀνέστη»….Καί πρωτοσυνθέτουν, ἐκεῖ μέσα, στήν ἑλληνική Λαμπρή!…
Ἀλλά ἡ Λαμπρή συνεχίζεται κι ἔξω στό ὕπαιθρο, στό φῶς τοῦ ἑλληνικοῦ Ἀπρίλη, στόν ἀέρα τῆς θάλασσας καί τοῦ βουνοῦ. Τή νιώθουμε μέ τό ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν, τήν ἀγκαλιάζουμε μέ τό φίλημα τῆς ἀγάπης, τή χαιρόμαστε στό χοροστάσο καί στίς ψησταριές, τή βλέπουμε μέσα στό ποτήρι τοῦ κεχριμπαρένιου κρασιοῦ, τήν ἀκοῦμε στά ὄργανα καί στό τραγούδι, τή χαιρόμαστε στή λεβέντικη παρουσία τῆς νιότης, μέ τίς ἀρματωμένες φορεσιές καί τά χρυσοστόλιστα στήθια…
«Μέρα Λαμπρή, μέρα γιορτή, μέρα λουλουδιασμένη»…
Εἶναι ἡ γιορτή, πού τήν ἀναθυμοῦνται μέ καημό καί οἱ πεθαμένοι τῆς ἑλληνικῆς μας γῆς καί κλαῖνε, ὅταν τή σκέφτονται πώς πλησιάζει… Στά μοιρολόγια τους οἱ μάνες καί οἱ ἀδελφές προσέχουν νά μήν πάει ἕνα τέτοιο μήνυμα στό Κάτου Κόσμο:
«Μήν πεῖς πώς ἔρχεται Λαμπρή, πώς ἔρχονται γιορτάδες!…»
Στά μαῦρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ἡ «Λαμπριά» καί μόνη ἔφτανε νά δίνει, μιά φορά τό χρόνο, τήν ὑπέρτατη χαρά στούς πατέρες μας, μιάν ὄμορφη ψευδαίσθηση λευτεριᾶς, πού ὁλοένα γένναε τήν ἐλπίδα. Τή χαρά της δέν τήν ἀντάλλαζαν μέ τίποτε. Κι ὅταν, σ’ ἕνα τραγούδι μας δημοτικό μιά χήρα Τούρκα ζήτησε ἀπό δυό «Γραικόπουλα» ν’ ἀλλάξουν πίστη, γιά νά χαροῦν τά πλούτη της καί τά καλά της, ἐκεῖνα σκέφτηκαν τή γονικιά τους Λαμπρή καί τῆς ἀπάντησαν:
«Κάλλιο γένε σύ Ρωμιά, / νά χαρεῖς τή Λαμπριά!…».
Ἡ λέξη «Πάσχα» εἶναι μαζί καί Ἑβραϊκή κι ἐκκλησιαστική καί λόγια. Μά ἡ «Λαμπρή» εἶναι ἐθνικότερα ἑλληνική, μέ ὅλο τό φῶς της καί τόν πλοῦτο της καί τή χαρά της. Οἱ πατεράδες καμαρώνουν νά βατίσουν κείνην τήν ἡμέρα τά παιδιά τους καί νά τά φωνάζουν «Λάμπρους» καί «Λαμπρινές»…
Τό ἴδιο τό φῶς τῆς Ἄνοιξης δίνει στίς «Λαμπρογεννημένες» κοπελιές τήν ὀμορφιά, πού τήν τραγούδησε ὁ λαϊκός στίχος:
«…ὅπού γεννήθη τή Λαμπρή, κι ἔλαμψ’ ὁ κόσμος ὅλος!…»
Εἶναι γνωστή κι ἡ χορτάτη εὐχή, πού δίνει κάθε νοικοκυρά στούς ἀγαπημένους της, «νά ἔχουν ὅσα φέρνει ἡ μέρα ἡ Λαμπρή», καί νά εἶναι χαρούμενοι «σάν τῆς Λαμπρῆς τό φῶς!».
Ἡ ἴδια νοικοκυρά ξέρει τί εὐφορία εἶναι γιά τό σπίτι, νά ἔχει τοῦτες τίς μέρες πλουσιοπάροχα τά «λαμπριάτικα» αὐγά, τό «λαμπριάτικο» ἀρνί (τόν «Λαμπριάτη») καί τά «λαμπροκούλουρα».
Τί εὐτυχία εἶναι γιά τά παιδιά της νά «λαμπροφορέσουν», νά πᾶν στήν ἐκκλησία, ἤ νά βγοῦν μέ τά «λαμπρογιορτερά» τους ροῦχα στό σιργιάνι.
Πόσα δέ χρωστᾶνε ὁ χορός μας, οἱ σχηματισμοί καί τά τραγούδια του, ἡ φορεσιά κι ἡ τοπική μορφή τους, σέ τοῦτα τ’ ἁπλωμένα στό ὕπαιθρο κοινωνικά πανηγύρια τῆς ἑλληνικῆς Λαμπρῆς!…
Μά ὅμως, «δέν εἶναι κάθε μέρα Λαμπρή!». Θά τελειώσουν κάποτε τά ξεφαντώματα, καί θά ΄ρθουν «ξώλαμπρα» (ἤ ἀπόλαμπρα) οἱ δουλειές, μέ τό πικρό μόχθο καί τίς φροντίδες τους!…
Ἀλλά πάλι θά μᾶς ὁδηγήσουν κι αὐτές στήν προετοιμασία γιά τό γιόρτασμα τῆς ἄλλης Λαμπρῆς, πού «ὅσο κι ἄν ἀργεῖ, ξανάρχεται!…».
Ξανάρχεται, τό ἴδιο πολυδάπανη, χαρούμενη ὅμως πάντα, ἀνοιξιάτικη καί ἀπολυτρωτική.
(Δημήτριος Σ. Λουκᾶτος: Πασχαλινὰ καὶ τῆς Ἄνοιξης)