ΕΘΙΜΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΛΑΣ
Η Μεγάλη Εβδομάδα ή Εβδομάδα των Παθών, ή κατά το επισηµότερο Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα, ονομάζεται σύµφωνα µε το χριστιανικό εορτολόγιο η αµέσως επόµενη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η Μεγάλη Εβδομάδα αρχίζει από την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ, όπου τελείται η Ακολουθία του Νυμφίου, και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο και είναι αφιερωμένη στα Άγια Πάθη του Ιησού Χριστού. Ονομάζεται Μεγάλη από την ανάµνηση των γεγονότων που διαδραματίζονται καθ΄ εκάστη των ηµερών αυτής τα οποία και θεωρούνται ιδιαίτερα σηµαντικά για τη Χριστιανική Θρησκεία.
Η Μεγάλη Εβδομάδα λέγεται επίσης και «Αγία Εβδομάδα», σε διάκριση της «Καθαρής Εβδομάδας» που είναι η πρώτη εβδομάδα των νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, αλλά και όλων των άλλων εβδοµάδων του έτους, καθώς επίσης και «Εβδομάδα ξηροφαγίας» επειδή ακολουθείται αυστηρή νηστεία, ως και ακόµη παλαιότερα «άπρακτος εβδοµάς» όπου παράλληλα µε την αυστηρή νηστεία συνηθίζονταν και η πλήρης αποχή από κάθε εργασία.
Από τις καθημερινές Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος και ιδίως από την Ακολουθία του Μυστικού Δείπνου (Όρθρος Μεγάλης Πέμπτης), ξεχωριστή σηµασία έχει η συμμετοχή του κοινού στο τροπάριο της Κασσιανής µε την αγρυπνία της Μεγάλης Τρίτης, το Ευχέλαιο της Μεγάλη Τετάρτης, τα Δώδεκα Ευαγγέλια µε την αγρυπνία της Μεγάλης Πέμπτης και φυσικά το αποκορύφωμα των Παθών του Κυρίου που είναι η Μεγάλη Παρασκευή με τα Εγκώµια και τον Επιτάφιο Θρήνο.
Μεγάλη Πέμπτη
Η Μεγάλη Πέμπτη, από κάποια άλλη οπτική γωνία, έχει πολύ µεγάλη σηµασία και ιδιαίτερα στους απλούς βιοπαλαιστές της υπαίθρου. Η συχωρεµένη η µάνα µου έλεγε: «Μεγάλη Πέμπτη να ‘ρχεται από τρεις φορές το χρόνο, η µέρα της Πεντηκοστής…». Και τούτο γιατί οι ψυχές των πεθαµένων από τη Μ. Πέμπτη µέχρι και την Πεντηκοστή ελευθερώνονται, δρουν ελεύθερα· γι αυτό και την Πεντηκοστή την έλεγαν «τ’ αη Ρουσαλιού ή Αρουσαλιού»: πανάρχαιο νεκρικό έθιµο, κατά το οποίο, τόσο οι αρχαίοι Έλληνες, όσο και οι Ρωμαίοι, πίστευαν ότι οι ψυχές των πεθαµένων, σε ορισµένες µέρες ξαναγυρνούν στον πάνω κόσµο (βλ. λ. Ρουσαλιός στο γλωσσάρι των Χασίων). Η δοξασία αυτή επιβίωσε ως τις µέρες µας και κάποιες μέρες του χρόνου είναι αφιερωμένες στις ψυχές. Μια από αυτές είναι το Σάββατο της Πεντηκοστής (ψυχοσάββατο).
Μεγάλη λοιπόν η χάρη αυτής της ημέρας. Πριν αλέκτωρ λαλήσει, η καλή νοικοκυρά ξηµερώνοντας τη Μ. Πέμπτη έφτιανε πρώτα τις κουλούρες (σημερινά τσουρέκια) για τα βαφτιστήρια και στη συνέχεια το αρνόψωμα (το πασχαλιάτικο ψωμί). Το αρνόψωµα ήταν ζυμωτό ψωμί στον ταβά και ψημένο στη γάστρα ή στον παραδοσιακό φούρνο, στολισμένο από πάνω µε ρεβίθια. Το λέγανε αρνόψωµα, γιατί φανέρωνε την άρνηση του μαθητή του Χριστού Πέτρου (µε τη σύλληψη του Χριστού στον κήπο της Γεσθηµανή), όταν ρωτήθηκε από τους διώκτες του Χριστού αν ήταν µαθητής του. Στη συνέχεια έπρεπε να βάψει τα αβγά για το Πάσχα.
Το αβγό συμβολίζει τον τάφο του Χριστού που ήταν ερμητικά κλειστός, όπως το περίβλημα του αβγού, αλλά έκρυβε µέσα του τη «Ζωή», αφού από αυτόν βγήκε ο Χριστός που αναστήθηκε.
Μπορεί τα τελευταία χρόνια τα αβγά να βάφονται σε διάφορα χρώματα, όμως η παράδοση τα θέλει κόκκινα. Είναι γεγονός πως τα χρωματιστά αβγά τα συναντάμε στην αρχαιότητα στη Ρώμη, στην Ελλάδα, στην Κίνα, στην Αίγυπτο, ως δώρα στις ανοιξιάτικες γιορτές μαζί µε κουνέλια τα οποία είναι το σύμβολο της γονιμότητας.
Πώς ακριβώς όµως καταλήγουμε στην επιλογή του κόκκινου χρώματος, δεν είναι ξεκάθαρο. Οι εξηγήσεις που υπάρχουν είναι πολλές. Μία από τις πιο αποδεκτές είναι πως το Κόκκινο συμβολίζει το αίμα και τη θυσία του Ιησού.
Οι άλλες ερμηνείες έχουν πρωταγωνίστριές τους τρεις γυναίκες: Την Παναγία, τη Μαγδαληνή και µία δύσπιστη ανώνυμη γυναίκα. Μία εξήγηση που δίνεται συχνά, λέει ότι η Παναγία πήρε ένα καλάθι αβγά και τα πρόσφερε στους φρουρούς του Υιού της, ικετεύοντάς τους να του φέρονται καλά! Όταν τα δάκρυά της έπεσαν πάνω στα αβγά, αυτά βάφτηκαν κόκκινα!
Μία άλλη ιστορία συνδέει το κόκκινο χρώμα µε τη Μαρία Μαγδαληνή. Όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας ενημερώθηκε για την Ανάσταση του Χριστού, τη θεώρησε τόσο απίθανη «όσο και το να βαφτούν τα αυγά κόκκινα». Η Μαρία Μαγδαληνή τότε, χρωμάτισε µερικά αυγά κόκκινα και του τα πήγε για να του επιβεβαιώσει το γεγονός.
Η δύσπιστη γυναίκα. Μία παραλλαγή της παραπάνω ιστορίας, θέλει µία γυναίκα να µην πιστεύει την είδηση της Ανάστασης του Ιησού και να λέει: «Όταν γίνουν κόκκινα τα αβγά που κρατώ, τότε θα πιστέψω ότι ο Χριστός αναστήθηκε». Και τότε αυτά έγιναν κόκκινα!
Το έθιµο του τσουγκρίσµατος των αυγών ξεκίνησε µάλλον στην Βόρεια Αγγλία ως παιχνίδι: Ο κάτοχος του πιο γερού αβγού ήταν ο νικητής! Κανονικά πάντως το πρώτο αβγό που βάφεται σε κάθε σπίτι ανήκει στην Παναγία και δεν πρέπει να το «τσουγκρίζουµε».
Πολλές νοικοκυρές ακόµα και σήµερα το φυλάνε στο εικονοστάσι όλο το χρόνο µέχρι το επόμενο Πάσχα, αφού λένε πως δεν χαλάει όλη την χρονιά! Την Μεγάλη Πέμπτη του επόµενου έτους το φυτεύουν στα χωράφια τους για να είναι εύφορα ή το κρεµάνε στα µαντριά των ζώων για να είναι γόνιμα.
Το πρωί που θα πήγαιναν στο κοπάδι τους, παίρνανε και την κόκκινη μπογιά από τα κόκκινα αβγά και βάφανε τα μαλλιά των αιγοπροβάτων (ιδιαίτερα των μικρών), προκειµένου να έχουν τη χάρη του Χριστού που έχυσε το αίμα του για τη σωτηρία όλων µας.
Η Μεγάλη Πέμπτη ήταν η ηµέρα κατά την οποία οι κτηνοτρόφοι χωρίζανε τα στείρα από τα γαλάρα, σημαδεύανε τα αυτιά των μικρών αμνοεριφίων τα οποία κρατούσαν για αναπαραγωγή. Και τούτο γιατί σµίγανε τα κοπάδια τους κατά την περίοδο του καλοκαιριού (από του Αγίου Γεωργίου µέχρι του Αγίου Δημητρίου – ένα περίπου εξάµηνο), µε περισσότερα του ενός και για να ξεχωρίζουν τα αιγοπρόβατά τους, το κάθε κοπάδι είχε και το συγκεκριµένο σημάδι. π.χ. κόκα, σκίζα, κουτσιάφκο ή σκίζα και κουτσιάφκο κ.ο.κ.
Η Μεγάλη Πέμπτη ήταν η ηµέρα, που ο οικοδεσπότης θα έκοβε από το δάσος (λόγγο), όλα τα χρήσιμα ξύλα που θα χρησιμοποιούσε µέχρι την επόµενη Μεγάλη Πέμπτη. Έκοβε τις γριντές και τα τσιµπίδια, αν ήθελε να φτιάξει σπίτι, τα ξύλα που θα χρησιμοποιούσε για το ξύλινο αλέτρι (σταβάρια, κοντούρια, ζυγούς, ζέβλες) και τα στειλιάρια για τα γεωργικά εργαλεία. Και όλα τούτα για ένα σηµαντικό λόγο. Να µην τα φάει το σαράκι. Όποιο χρήσιμο ξύλο κι αν κοπεί κατά την άγια αυτή ηµέρα, δεν το τρώει το σαράκι. Και βέβαια δε συζητάω το γεγονός ότι παρά την κούραση της Μεγάλης αυτής ημέρας, όλοι, μικροί και μεγάλοι θα συμμετείχαν στην αγρυπνία µε τα δώδεκα Ευαγγέλια και μάλιστα οι καλοστεκούµενες γριές θα καθόντουσαν όλη τη νύχτα για το ξενύχτισµα του εσταυρωµένου.
Τη Μεγάλη Πέμπτη έρχονταν το πρώτο γάλα για το πασχαλινό γιαούρτι στο σπίτι, αφού παλαιότερα, συνήθως εκείνη ή την προηγούµενη ηµέρα, απόκοβαν τα αρνιά να τρώνε γάλα από τις µάνες τους (εννοείται από κάποια γεύματα), για να πάρουν το γάλα και να το πήξουν τυρί ή γιαούρτι για το Πάσχα. Το καρδάρι, στο οποίο θα άρµεγαν τα γιδοπρόβατα, το έβαζαν γύρω-γύρω και ένα σκόρδο για να µην βασκαθεί το κοπάδι.
Τέλος, θα ήταν παράλειψη να µην επισηµάνουµε ότι τη Μ. Πέμπτη, έβγαζαν τα οστά των νεκρών (ξενάχωναν), αφού συμπλήρωναν 5 ή 7 χρόνια (πάντα στα μονά) τα πεθαµένα προσφιλή τους πρόσωπα. Βέβαια αυτό θα μπορούσε να γίνει και άλλες µέρες του έτους, αλλά αν ταίριαζαν περισσότερο οι ημερομηνίες, κοντά σ᾽ αυτό το διάστηµα, η µέρα αυτή ήταν η καταλληλότερη, γι’ αυτό και υποστήριζαν οι γεροντότεροι την άγνωστη για τους νεώτερους φράση: «Μ. Πέμπτη να ‘ρχεται από τρεις φορές το χρόνο».
Μεγάλη Παρασκευή
Τη Μεγάλη Παρασκευή, ηµέρα μεγάλου πένθους, στο παρελθόν οι νοικοκυρές δεν σκούπιζαν͵ δεν µαγείρευαν και δεν έστρωναν το τραπέζι, παρά µόνο έτρωγαν νηστήσιµα και συνήθως σκορδάρι· ένα μείγμα από σκόρδο, ξύδι και νερό. Κάποιες όµως δουλειές έπρεπε να γίνουν και οι νοικοκυρές από το πρωί µέχρι το απόγευµα δοκιµάζονταν σε γρηγοράδα, νοικοκυροσύνη και ετοιμότητα. Έπρεπε από το πρωί να πλύνουν τις τσαντίλες να πυτιάσον το τυρί και να το στραγγίσουν. Τα µικρά κορίτσια κι αγόρια μάζευαν λουλούδια και πρασινάδες για να προσφέρουν στο στολισμένο ήδη Ἐπιτάφιο και στη συνέχεια αφού προσκυνούσαν, θα περνούσαν τρεις φορές κάτω απ᾿ Αυτόν. Όσο για το μοιρολόϊ της Παναγιάς, αυτός ο σημαντικός αφηγηµατικός θρήνος για τη µαρτυρική πορεία του Χριστού προς το σταυρικό θάνατό του, ιδωµένος πάντα µέσα από τα µάτια και τα συναισθήματα της τραγικής του µάνας, το «τραγουδούσαν» µόνο τα αγόρια το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής.
Παραθέτω από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου µε τον τίτλο ΑΝΕΣΤΗ ΧΡΙΣΤΟΣ αυτούσια την πιο γνωστή και διαδεδομένη παραλλαγή του Μοιρολογιού της Παναγίας:
Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη µέρα
«Σήµερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη µέρα,
σήμερον εσταυρώσανε, τον πάντων βασιλέα.
Σήµερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήµερον έβαλαν βολήν οι άνομοι Εβραίοι,
οἱ άνοµοι και τα σκυλιά οι τρισκαταραμένοι.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε κα! σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυραγνάνε.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα κ᾿ οι άλλες οι γυναίκες
έπιασαν το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τς’ έβγαλε μεσ᾽ του ληστή την πόρτα.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει.
Τηρά και δεξιότερα βλέπει τον Άγιο Γιάννη.
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιού µου
µην είδες τον υιγιόκα µου και σένα δάσκαλό σου;
-Δεν έχω γλώσσα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο, για να σού τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεµένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτυγµένο;
Οπούναι τα µατάκια του ραμμένα µε µετάξι,
κι οπού φορεί στήν κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γυϊόκας σου και μένα δάσκαλός µου».
Το βράδυ πήγαιναν όλοι στην εκκλησία ν᾿ ακούσουν και να ψάλλουν κι αυτοί κατά οµάδες τα εγκώµια. Έπειτα γινόταν η περιφορά του Επιταφίου γύρω από το χωριό, ενώ τα εξωτερικά φώτα από το κάθε σπίτι ήταν όλα αναμμµένα και όλοι σχεδόν οι δρόμοι γύρω από την εκκλησία λαμποκοπούσαν από το φως των κεριών και ηχούσαν από το πένθιμο τροπάρι το οποίο σιγόψελναν οι περισσότεροι. Και βέβαια δεν παρέλειπαν αυτοί που για κάποιους λόγους δεν συμμετείχαν στην περιφορά του Επιταφίου να βγάλουν αναμμένα κάρβουνα στο φτυάρι του τζακιού κατά την περιφορά στο χωριό. Μπροστά πήγαιναν τρία αγόρια µε τα εξαπτέρυγα και το σταυρό, πίσω από αυτά ο παπάς, µετά ο επιτάφιος, τον οποίο κρατούσαν τέσσερις νέοι και πίσω του ακολουθούσε το πλήθος. Μετά την περιφορά του επιταφίου σ᾿ όλο το χωριό, εφόσον ο καιρός το επέτρεπε, επέστρεφαν στην εκκλησία. Όταν ο καιρός ήταν άσχηµος, τον επιτάφιο τον περιέφεραν µόνο τρεις φορές γύρω από την εκκλησία. Το ξεστόλισµα του επιταφίου γινόταν από τους επιτρόπους και το μοίρασμα των λουλουδιών από τον παπά. Πίστευαν ότι τα λου-λούδια του επιταφίου αποκτούσαν θεραπευτικές και αποτρεπτικές του κακού ιδιότητες. Με τα ξερά φύλλα των λουλουδιών του επιταφίου, θυµιάτιζαν τους αρρώστους ή έκαναν φυλαχτά – χαϊµαλιά για τα παιδιά ή τα είχαν στα εικονίσµατα του σπιτιού για κάθε ανάλογο ενδεχόμενο.