Διαβάζετε τώρα
Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἁγί­ου Ἀ­ντω­νί­ου

Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἁγί­ου Ἀ­ντω­νί­ου

  • Μοναχῆς Θεοτέκνης Ἁγιοστεφανιτίσσης, Τό Πέτρινο δάσος, τόμος α΄, Ἱερά Ἀσκητήρια

Στήν νό­τι­α πλευ­ρά τοῦ βρά­χου Πυ­ξά­ρι, στήν πε­ρι­ο­χή τῶν Κο­φι­νί­ων καί πλη­σί­ον τοῦ να­ΐ­σκου τοῦ Γε­νε­σί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου ὑ­ψώ­νε­ται σή­με­ρα ἀ­να­στη­λω­μέ­νο σέ νέ­α δι­α­μόρ­φω­ση τό πα­λαι­ό σπη­λαι­ῶ­δες μο­νύ­δρι­ο τοῦ κα­θη­γη­τῆ τῶν μο­να­στῶν ἁ­γί­ου Ἀ­ντω­νί­ου τοῦ Με­γά­λου. Στόν τοῖ­χο κρέ­με­ται ἀ­κό­μα τμῆ­μα τῆς πα­λαι­ᾶς ἀ­νε­μό­σκα­λας, συ­νηρ­μο­σμέ­νης μέ μι­κρούς ξύ­λι­νους δο­κί­σκους.

Τό ἔ­τος 1782 ὁ Ἐ­λασ­σο­νί­της μο­να­χός Παρ­θέ­νι­ος στήν γνω­στή χαλ­κο­γρα­φί­α του ζω­γρα­φί­ζει ἐ­ντός σπη­λαί­ου καί τήν μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­ντω­νί­ου. Στόν ἴ­δι­ο βρά­χο, ὑ­ψη­λό­τε­ρα, ἀ­φή­νει νά δι­α­φαί­νε­ται ἐ­ντός σπη­λαί­ων τό μο­νύ­δρι­ο τοῦ Ὁσί­ου Γρη­γο­ρί­ου, χω­ρίς νά τό κα­τα­γρά­φει, πρά­γμα πού ση­μαί­νει ὅ­τι δέν θά λει­τουρ­γοῦ­σε πλέ­ον.

Ὁ Léon Heuzey στά 1858 ἀ­να­φέ­ρει τόν Ἅ­γι­ο Ἀ­ντώ­νι­ο με­τα­ξύ ἄλ­λων ἕν­δε­κα με­τε­ω­ρί­τι­κων μο­νυ­δρί­ων, πε­ρί τῶν ὁ­ποί­ων ἔ­λα­βε γνώ­ση ἀ­πό προ­φο­ρι­κές πα­ραδόσεις.

Παλαιές φωτογραφίες ἀπό τόν Ἅγιο Ἀντώνιο

Πε­ρι­γρα­φή. Τό μο­να­στή­ρι τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­ντω­νί­ου πε­ρι­γρά­φει ὁ Κα­στρα­κι­νός συγ­γρα­φέ­ας Ἀ­θα­νά­σι­ος Τσα­γκαρ­σού­λης, κα­τά τό ἔ­τος 2000, ἀ­πό πα­λαι­ές του ἀ­να­μνή­σεις. «Εἶ­ναι κτι­σμέ­νο σέ μι­ά φυ­σι­κή σπη­λι­ά τοῦ βρά­χου Πυ­ξά­ρι. Ἐ­ξω­τε­ρι­κά, πα­λι­ό­τε­ρα, φαι­νό­ταν μό­νο ὁ ἀ­σβε­στό­χτι­στος τοῖ­χος ποὺ τὸν δι­έ­κο­πτε ἕ­να, σχε­τι­κά, μι­κρὸ πορ­το­πα­ρά­θυ­ρο. Πά­ντα ἀ­νοι­χτό, καὶ ἀ­πὸ τὴ βά­ση κρε­μό­ταν τὰ ἀ­πο­μει­νά­ρι­α μι­ᾶς ξύ­λι­νης ἀ­νε­μό­σκα­λας. Τὸ πα­ρά­θυ­ρο αὐ­τὸ ἀ­πέ­χει ἀ­πὸ τὸ ἔ­δα­φος ἀρ­κε­τὰ μέ­τρα. Γι­ὰ νὰ ἀ­νέ­βουν τὰ παι­δι­ά, τό­τε, στὸ μο­να­στή­ρι, σκαρ­φά­λω­ναν στὸ βρά­χο μέ­χρις ὅ­του νὰ πι­ά­σουν τὴν ἀ­νε­μό­σκα­λα. Με­τὰ ἦ­ταν εὔ­κο­λη ἡ ἀ­νά­βα­ση καὶ ἡ εἴ­σο­δος στὸ μο­να­στή­ρι. Μ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ἀ­νέ­βη­κα καὶ ’­γὼ πρὶν ἀπὸ 40-50 χρό­νι­α. Ἐ­κεῖ­νο ποὺ μοῦ ἔ­κα­με ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ἐ­ντύ­πω­ση, κα­τά­πλη­ξη θὰ ἔ­λε­γα, ἦ­ταν ἡ κα­θα­ρό­τη­τα, ἡ τε­λει­ό­τη­τα καὶ ἡ ζω­ντά­νι­α τῶν χρω­μά­των τῶν εἰ­κό­νων τοῦ τέ­μπλου. Ἰ­δι­αί­τε­ρα μὲ ἐ­ντυ­πω­σί­α­σε ἡ εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­ντω­νί­ου, ἂν κα­λὰ θυ­μᾶ­μαι (…). Τώ­ρα γι­ὰ νὰ ἀ­νε­βεῖ κα­νεὶς στὸν Ἅ­γι­ο Ἀ­ντώ­νι­ο δὲ χρει­ά­ζε­ται ἐ­πι­δε­ξι­ό­τη­τα γι­α­τὶ ἔ­σπα­σαν τὸ βρά­χο καὶ ἔ­γι­νε δρό­μος».

Ἡ προ­α­να­φε­ρό­με­νη φο­ρη­τή εἰ­κό­να τοῦ 17ου αἰώνα μέ τούς δύ­ο ἁ­γί­ους Ἀ­ντω­νί­ους, δη­λα­δή μέ τόν Μέ­γα καί τόν ἅ­γι­ο Ἀ­ντώ­νι­ο Βε­ροί­ας φυ­λάσ­σε­ται σή­με­ρα στήν ἱερά μονή Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δας.

Τό ἀ­σκη­τή­ρι­ο τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­ντω­νί­ου κά­η­κε στήν δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1970 ἀ­πό ξέ­νους του­ρί­στες πού δι­α­νυ­κτέ­ρευ­σαν. Κα­τό­πιν ἀ­να­και­νί­στη­κε πρό­χει­ρα μέ τήν φρο­ντί­δα τοῦ π. Φω­τί­ου Κα­ρα­κώ­στα, ἱ­ε­ρέ­α τοῦ Κα­στρα­κί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος δη­μι­ούρ­γη­σε καί πρό­σβα­ση γι­ά νά λει­τουρ­γεῖ­ται ἡ μο­νή του­λά­χι­στον ἅ­παξ τοῦ ἔ­τους.

Πα­λαι­ό­τε­ρη ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή πε­ρι­γρα­φή. Μέ τήν ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή τῆς πα­λαι­ᾶς μορ­φῆς τοῦ ἀ­σκη­τη­ρί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­ντω­νί­ου ἀ­σχο­λή­θη­καν οἱ ἀρ­χι­τέ­κτο­νες Δη­μή­τρι­ος Βλά­μης, Αἰ­κα­τε­ρί­να Ἰ­ω­άν­νου καί Γρη­γό­ρι­ος Μαυ­ρο­μά­της στήν δι­δα­κτο­ρι­κή δι­α­τρι­βή μέ θέ­μα «Με­τέ­ω­ρα» πού ὑ­πέ­βαλ­λαν στό Ἐ­θνι­κό Με­τσό­βι­ο Πο­λυ­τε­χνεῖ­ο στά 1960. Εὐ­χα­ρι­στῶ ἰ­δι­αί­τα­τα τόν ἀρ­χι­τέ­κτο­να κ. Δ. Βλά­μη, δι­ό­τι μοῦ ἀ­πέ­στει­λε εὐ­γε­νῶς τήν ἀ­νω­τέ­ρω δι­α­τρι­βή τους: «Ἡ μονή τοῦ Ἁγίου Ἀ­ντω­νί­ου εἶ­ναι κα­τα­σκευ­α­σμέ­νη σέ κοι­λό­τη­τα βρά­χου, στήν το­πο­θε­σί­α Μπά­ντο­βα ΝΑ τοῦ Κα­στρακίου (…) Ἡ στή­ρι­ξη τοῦ κτί­σμα­τος στό βρά­χο ἔ­γι­νε μέ ὀ­πτο­πλιν­θο­δο­μή καί τοι­χο­ποι­ΐ­α (πά­χους 65 ἑ­κα­το­στῶν) ἐ­νι­σχυ­μέ­νη μέ ξυ­λο­δε­σι­ές. Ἡ κα­τα­σκευ­ή στούς πι­ό πά­νω ὀ­ρό­φους εἶ­ναι ξύ­λι­νη. Ἡ εἴ­σο­δος γί­νε­ται στό ὕ­ψος τῆς τοι­χο­ποι­ΐ­ας ἀπό μι­κρή πόρ­τα (ὕ­ψους 95 καί πλά­τους 70 ἑ­κα­το­στῶν), σέ χῶ­ρο πο­λύ χα­μη­λό καί μα­κρό­στε­νο ἀ­νά­με­σα στήν τοι­χο­ποι­ΐ­α καί τόν βρά­χο. Κα­νέ­να ἄ­νοι­γμα δέν τόν φω­τί­ζει. Μέ δυ­σκο­λί­α κι­νεῖ­ται κα­νείς πρός μί­α μι­κρή σκά­λα πού ὁ­δη­γεῖ μέ λί­γα σκα­λι­ά σ’ ἕ­να ξύ­λι­νο πα­τά­ρι.

Παλαιές φωτογραφίες τοῦ ἱεροῦ ἀσκητηρίου τοῦ ἀρχιτέκτονα Δ. Βλάμη στά 1959

Δο­κά­ρι­α το­πο­θε­τη­μέ­να ἀ­νά 2 ἤ 3 μα­ζί, ἀ­κου­μπι­σμέ­να στόν βρά­χο καί τήν πά­νω πα­ρει­ά τοῦ τοί­χου προ­βάλ­λουν στό κε­νό καί μα­ζί μέ τό κοῖ­λο τοῦ βρά­χου αὐ­ξά­νουν τίς δι­α­στά­σεις τοῦ πα­τα­ρι­οῦ. Ἡ χρή­σι­μη ἐ­πι­φά­νει­α τοῦ πα­τή­μα­τος δι­α­μορ­φώ­θη­κε ἀ­πό φαρ­δει­ές σα­νί­δες πά­χους 2,5 ἑ­κα­το­στῶν, πού καρ­φώ­θη­καν στά δο­κά­ρι­α.

Ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κή πλευ­ρά κλί­νε­ται ἀ­πό κα­τα­κό­ρυ­φα ξύ­λα πού δη­μι­ουρ­γοῦν ἕ­να εἶ­δος κα­φα­σω­τοῦ. Τῆς κα­τα­σκευ­ῆς αὐ­τῆς βρή­κα­με τό πλαί­σι­ο μέ τίς ἐ­γκο­πές ὁ­πού ἔ­μπαι­ναν τά ξύ­λα. Ὁ χῶ­ρος αὐ­τός δέν φαί­νε­ται νά χω­ρι­ζό­ταν σέ μι­κρό­τε­ρους· ὑ­πο­θέ­του­με ὅ­τι χρη­σί­μευ­ε ὡς κα­θι­στι­κό.

Τόν πι­ό πά­νω ὄ­ρο­φο, πού εἶ­ναι ξύ­λι­νος, στη­ρί­ζουν ὑ­πο­στη­λώ­μα­τα ἀ­πό κορ­μούς δέν­δρων. Ἡ κα­τα­σκευ­ή εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γη μέ αὐ­τήν πού εἴ­δα­με. Ἡ σκά­λα ὁ­δηγεῖ σέ με­γά­λο ἀ­νοι­κτό χῶ­ρο πού λει­τουρ­γεῖ θά λέ­γα­με ὡς αὐ­λή τοῦ ἀσκητηρίου. Ἐ­δῶ βρί­σκο­νται ἡ εἴ­σο­δος τοῦ να­οῦ καί τό βρι­ζό­νι. Ἡ προ­σπέ­λα­ση στήν κοι­λό­τη­τα τοῦ βρά­χου (πού χρη­σί­μευ­ε γι­ά κε­λλι­ά) καί ἡ εἴ­σο­δος στήν ἑ­στί­α. Ἡ ἐκ­κλη­σί­α, μι­ά μο­νό­κλι­τη βα­σι­λι­κή, σέ στά­θμη λί­γο ψη­λό­τε­ρη εἶ­ναι μι­σή λα­ξε­υμέ­νη στό βρά­χο. Οἱ κα­τα­σκευ­ές, μέ­σα σ’ ­αὐ­τή, εἶ­ναι τό ἴ­δι­ο ἁ­πλο­ϊ­κές ἀλλά πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σε­γμέ­νες. Ἡ ὀ­ρο­φή κα­λύ­πτε­ται ἀ­πό ξύ­λι­νες σα­νί­δες μέ σκε­πα­σμέ­νους ἁρ­μούς.

Οἱ κοι­λό­τη­τες πού χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν σάν κε­λλι­ά δέν φαί­νε­ται νά ὑ­πέ­στη­σαν τρο­πο­ποι­ή­σεις. Βρί­σκο­νται στό πλά­ϊ καί πί­σω ἀ­πό τόν να­ό. Ἀ­νά­με­σα στήν στέ­γη τοῦ να­οῦ καί τήν ὀ­ρο­φή τοῦ βρά­χου, κε­νό ἐ­πι­τρέ­πει τόν φω­τι­σμό καί ἀ­ε­ρι­σμό τους.

Ἑ­στί­α πρέ­πει νά ἦ­ταν ὁ μι­κρός χῶ­ρος μέ τήν ξύ­λι­νη εἴ­σο­δο, στά δε­ξι­ά τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀ­νά­με­σα στήν ἑ­στί­α καί τήν ἐκ­κλη­σί­α, στήν γω­νία, φαί­νε­ται νά ξε­κι­νοῦ­σε ξύ­λι­νη σκά­λα πρός ἄλ­λο ἐ­πί­πε­δο. Ἀ­πό ἐ­κεῖ μπο­ροῦ­σαν νά ἀ­νε­βαί­νουν σέ ἄλλο ἀσκηταριό πά­νω ἀ­πό τό συ­γκρό­τη­μα. Δυ­στυ­χῶς, ἡ ἄ­νο­δος σ’ αὐ­τήν σή­με­ρα εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τη.

Στό ἀσκητήριο δέν βρή­κα­με ση­μά­δι­α ἐ­γκα­τα­στά­σε­ως συ­στή­μα­τος ὑ­δρεύ­σε­ως. Τά μέ­σα πού χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ἐ­δῶ εἶ­ναι ἁ­πλά καί οἱ κα­τα­σκευ­ές ἐ­μπει­ρι­κές. Ὡ­στό­σο οἱ οἰ­κο­δο­μι­κές λε­πτο­μέ­ρει­ες δεί­χνουν ὅ­τι ἄν καί ἁ­πλά ἤ κα­κό­τε­χνα, οἱ μο­να­χοί το­πο­θέ­τη­σαν στήν σω­στή τους θέ­ση τά ὑ­λι­κά καί δι­α­τή­ρη­σαν τούς χώ­ρους στήν γνω­στή ἱ­ε­ραρ­χι­κή δι­ά­τα­ξη».

Ἡ ἀ­να­δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ μο­νυδρίου. Ἀ­πό τό 1994 εἶ­ναι με­τό­χι τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 18/22.11.1994 πρά­ξη τοῦ σεβασμιωτάτου μη­τρο­πο­λί­τη Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων κ. Σε­ρα­φείμ.

Κα­τά τά ἔ­τη 2005-2006 ὁ πο­λύ­δρα­στος ἡ­γού­με­νος τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος ἀρ­χι­μαν­δρί­της Χρυ­σό­στο­μος Τέ­τσι­ος ἀ­νε­στή­λω­σε τό ὅ­λο μο­να­στη­ρι­α­κό συ­γκρό­τη­μα. Ἡ ἡ­μι­τρι­ό­ρο­φη κα­τα­σκευ­ή πε­ρι­λαμ­βά­νει στόν τρί­το ὄ­ρο­φο τόν σπη­λαι­ώ­δη να­ΐ­σκο τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­ντω­νί­ου, καί σέ χα­μη­λό­τε­ρο ἐ­πί­πε­δο τό μι­κρό ἀρ­χο­ντα­ρί­κι, μα­γει­ρεῖ­ο καί πι­ό κά­τω δύ­ο μο­να­χι­κά κελ­λι­ά.

Ὁ πρῶτος πανηγυρικός Ἑσπερινός τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου κατά τό ἔτος 2007. Διακρίνεται ὁ ἀναστηλωτής Γέρων Χρυσόστομος.

Οἱ νέ­οι ἐ­ξῶ­στες μέ τίς κά­θε­τες δο­κούς δέ­νουν αἰ­σθη­τι­κά μέ τό ἀ­ρι­στε­ρά καί ἄ­νω­θεν εὑ­ρι­σκό­με­νο τρι­σπή­λαι­ο ἀ­σκη­τή­ρι­ο τοῦ Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου μέ τούς ξυλό­πη­κτους ἐ­ξῶ­στες. Ἔ­χα­σε βέ­βαι­α τήν αἴ­σθη­ση τοῦ αἰ­ω­ρού­με­νου, ἀλ­λά ἔ­γι­νε προ­σι­τό γι­ά λει­τουρ­γι­κή χρή­ση καί κα­τοί­κη­ση μο­να­χῶν.

Πε­ρι­γρα­φή τοῦ να­ΐ­σκου. Ὁ μι­κρός θο­λω­τός να­ΐ­σκος τοῦ Ἁγί­ου Ἀ­ντω­νί­ου ἱ­στο­ρή­θη­κε κα­τά τό 2006 μέ ἐ­πι­βλη­τι­κές ἐ­πί­θε­τες σέ μου­σα­μᾶ τοι­χο­γρα­φί­ες δι­ά χει­ρός τοῦ Λα­ζά­ρου Πε­χλι­βα­νί­δη ἐκ Μα­κε­δο­νί­ας (ἀ­πό τόν Λο­φί­σκο Λα­γκα­δᾶ).

Τό ἐσωτερικό τοῦ σπηλαιώδους ναΐσκου τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου.

Ἡ ἐ­πι­γρα­φή τῆς ἱ­στο­ρή­σε­ως βρί­σκε­ται στήν δε­ξι­ά πα­ρα­στά­δα τοῦ βο­ρει­νοῦ πα­ρα­θύ­ρου καί ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «Ι­στο­ρη­θη ο παν­σε­πτος και ι­ε­ρος ου­τος / να­ος των ο­σι­ων και θε­ο­φο­ρων πα­τε­ρ(ων) / η­μων Α­ντω­νι­ου του Με­γα­λου κ΄ Α­ντω­νι­ου του / νε­ου εκ Βε­ροι­ας δι­α συν­δρο­μης φι­λο­θε­ων / εν Χρι­στῳ Α­δελ­φων Αρ­χι­ε­ρα­τευ­ο­ντος / κ.κ. Σε­ρα­φειμ η­γου­με­νευ­ο­ντος Αρ­χι­μαν/δρι­του Χρυ­σο­στο­μου Τε­τσι­ου Η­πει­ρω­του της / Ι­ε­ρας Μο­νης Α­γι­ας Τρι­α­δος Α­γι­ων Με/τε­ω­ρων δι­α χει­ρος Πε­χλι­βα­νι­δη Λα/ζα­ρου τῳ Σω­τη­ρι­ῳ ε­τει ͵βϛ΄ [=2006]».

Δύ­ο πα­ρό­μοι­ες ἐ­πι­γρα­φές τῆς ἀ­να­και­νί­σε­ως τοῦ ἀ­σκη­τη­ρί­ου εἶ­ναι κα­τα­το­πι­στι­κές καί βρί­σκο­νται ἑκατέρωθεν τῆς εἰ­σό­δου τοῦ να­ΐ­σκου κά­τω ἀ­πό τίς ἐ­πί­τοι­χες εἰ­κό­νες τῶν δύ­ο ἁ­γί­ων Ἀ­ντω­νί­ων ἀ­ντί­στοι­χα.

Ἡ α΄ ἐπιγραφή: «Τό ἱ­ε­ρόν Με­τό­χι­ον τῆς Ἱ. Μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος Με­τε­ώ­ρων τῶν Ὁ/σί­ων κ΄ θε­ο­φό­ρων πα­τέ­ρων ἡ­μῶν Ἀ­ντω­νί­ου τοῦ Με­γά­λου κ΄ Ἀ­ντω­νί­ου / τοῦ νέ­ου ἐκ Βε­ροί­ας Ἀ­νη­γέρ­θη ἐκ βά­θρων ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ο­ντος / κ.κ. Σε­ρα­φείμ κ΄ ἡ­γου­με­νεύ­ο­ντος ἀρχ. Χρυ­σο­στό­μου Τέ­τσι­ου Ἠ­πει­ρώ­του τῷ Σω­τη­ρί­ῳ ἔ­τει ͵βϛ΄ [=2006]».

Τό ἄνω τμῆμα τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τοῦ ναοῦ.

Στίς 17 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2006, ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­ντω­νί­ου, ξα­να­λει­τούρ­γη­σε τό μο­νύ­δρι­ο πρός με­γά­λη χα­ρά τῶν μο­να­χῶν καί τῶν φι­λο­μο­νά­χων πι­στῶν. Ὁ Ἅ­γι­ος Ἀ­ντώ­νι­ος ἀ­πο­τε­λεῖ με­το­χι­α­κό ἡ­συ­χα­στή­ρι­ο τῶν πα­τέ­ρων τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος.

Μέ τήν σύγ­χρο­νη αὔ­ξη­ση τῶν ἐ­πι­σκε­πτῶν τῶν Ἁγί­ων Με­τε­ώ­ρων ὅ­λα τά ἱ­ε­ρά κοι­νό­βι­α φρο­ντί­ζουν νά δη­μι­ουρ­γοῦν ἡ­συ­χα­στι­κά κα­θί­σμα­τα-με­τό­χι­α γι­ά πε­ρισ­σό­τε­ρη ἡ­συ­χί­α καί πε­ρι­συλ­λο­γή.

Προσκυνητάρι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου σέ κόγχη τοῦ ναοῦ μέ τήν κτητορική ἐπιγραφή.
View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.