Στήν νότια πλευρά τοῦ βράχου Πυξάρι, στήν περιοχή τῶν Κοφινίων καί πλησίον τοῦ ναΐσκου τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου ὑψώνεται σήμερα ἀναστηλωμένο σέ νέα διαμόρφωση τό παλαιό σπηλαιῶδες μονύδριο τοῦ καθηγητῆ τῶν μοναστῶν ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου. Στόν τοῖχο κρέμεται ἀκόμα τμῆμα τῆς παλαιᾶς ἀνεμόσκαλας, συνηρμοσμένης μέ μικρούς ξύλινους δοκίσκους.
Τό ἔτος 1782 ὁ Ἐλασσονίτης μοναχός Παρθένιος στήν γνωστή χαλκογραφία του ζωγραφίζει ἐντός σπηλαίου καί τήν μονή τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Στόν ἴδιο βράχο, ὑψηλότερα, ἀφήνει νά διαφαίνεται ἐντός σπηλαίων τό μονύδριο τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, χωρίς νά τό καταγράφει, πράγμα πού σημαίνει ὅτι δέν θά λειτουργοῦσε πλέον.
Ὁ Léon Heuzey στά 1858 ἀναφέρει τόν Ἅγιο Ἀντώνιο μεταξύ ἄλλων ἕνδεκα μετεωρίτικων μονυδρίων, περί τῶν ὁποίων ἔλαβε γνώση ἀπό προφορικές παραδόσεις.
Περιγραφή. Τό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου περιγράφει ὁ Καστρακινός συγγραφέας Ἀθανάσιος Τσαγκαρσούλης, κατά τό ἔτος 2000, ἀπό παλαιές του ἀναμνήσεις. «Εἶναι κτισμένο σέ μιά φυσική σπηλιά τοῦ βράχου Πυξάρι. Ἐξωτερικά, παλιότερα, φαινόταν μόνο ὁ ἀσβεστόχτιστος τοῖχος ποὺ τὸν διέκοπτε ἕνα, σχετικά, μικρὸ πορτοπαράθυρο. Πάντα ἀνοιχτό, καὶ ἀπὸ τὴ βάση κρεμόταν τὰ ἀπομεινάρια μιᾶς ξύλινης ἀνεμόσκαλας. Τὸ παράθυρο αὐτὸ ἀπέχει ἀπὸ τὸ ἔδαφος ἀρκετὰ μέτρα. Γιὰ νὰ ἀνέβουν τὰ παιδιά, τότε, στὸ μοναστήρι, σκαρφάλωναν στὸ βράχο μέχρις ὅτου νὰ πιάσουν τὴν ἀνεμόσκαλα. Μετὰ ἦταν εὔκολη ἡ ἀνάβαση καὶ ἡ εἴσοδος στὸ μοναστήρι. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀνέβηκα καὶ ’γὼ πρὶν ἀπὸ 40-50 χρόνια. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ἔκαμε ἐξαιρετικὴ ἐντύπωση, κατάπληξη θὰ ἔλεγα, ἦταν ἡ καθαρότητα, ἡ τελειότητα καὶ ἡ ζωντάνια τῶν χρωμάτων τῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου. Ἰδιαίτερα μὲ ἐντυπωσίασε ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, ἂν καλὰ θυμᾶμαι (…). Τώρα γιὰ νὰ ἀνεβεῖ κανεὶς στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο δὲ χρειάζεται ἐπιδεξιότητα γιατὶ ἔσπασαν τὸ βράχο καὶ ἔγινε δρόμος».
Ἡ προαναφερόμενη φορητή εἰκόνα τοῦ 17ου αἰώνα μέ τούς δύο ἁγίους Ἀντωνίους, δηλαδή μέ τόν Μέγα καί τόν ἅγιο Ἀντώνιο Βεροίας φυλάσσεται σήμερα στήν ἱερά μονή Ἁγίας Τριάδας.
Τό ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου κάηκε στήν δεκαετία τοῦ 1970 ἀπό ξένους τουρίστες πού διανυκτέρευσαν. Κατόπιν ἀνακαινίστηκε πρόχειρα μέ τήν φροντίδα τοῦ π. Φωτίου Καρακώστα, ἱερέα τοῦ Καστρακίου, ὁ ὁποῖος δημιούργησε καί πρόσβαση γιά νά λειτουργεῖται ἡ μονή τουλάχιστον ἅπαξ τοῦ ἔτους.
Παλαιότερη ἀρχιτεκτονική περιγραφή. Μέ τήν ἀρχιτεκτονική τῆς παλαιᾶς μορφῆς τοῦ ἀσκητηρίου τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἀσχολήθηκαν οἱ ἀρχιτέκτονες Δημήτριος Βλάμης, Αἰκατερίνα Ἰωάννου καί Γρηγόριος Μαυρομάτης στήν διδακτορική διατριβή μέ θέμα «Μετέωρα» πού ὑπέβαλλαν στό Ἐθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο στά 1960. Εὐχαριστῶ ἰδιαίτατα τόν ἀρχιτέκτονα κ. Δ. Βλάμη, διότι μοῦ ἀπέστειλε εὐγενῶς τήν ἀνωτέρω διατριβή τους: «Ἡ μονή τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου εἶναι κατασκευασμένη σέ κοιλότητα βράχου, στήν τοποθεσία Μπάντοβα ΝΑ τοῦ Καστρακίου (…) Ἡ στήριξη τοῦ κτίσματος στό βράχο ἔγινε μέ ὀπτοπλινθοδομή καί τοιχοποιΐα (πάχους 65 ἑκατοστῶν) ἐνισχυμένη μέ ξυλοδεσιές. Ἡ κατασκευή στούς πιό πάνω ὀρόφους εἶναι ξύλινη. Ἡ εἴσοδος γίνεται στό ὕψος τῆς τοιχοποιΐας ἀπό μικρή πόρτα (ὕψους 95 καί πλάτους 70 ἑκατοστῶν), σέ χῶρο πολύ χαμηλό καί μακρόστενο ἀνάμεσα στήν τοιχοποιΐα καί τόν βράχο. Κανένα ἄνοιγμα δέν τόν φωτίζει. Μέ δυσκολία κινεῖται κανείς πρός μία μικρή σκάλα πού ὁδηγεῖ μέ λίγα σκαλιά σ’ ἕνα ξύλινο πατάρι.
Δοκάρια τοποθετημένα ἀνά 2 ἤ 3 μαζί, ἀκουμπισμένα στόν βράχο καί τήν πάνω παρειά τοῦ τοίχου προβάλλουν στό κενό καί μαζί μέ τό κοῖλο τοῦ βράχου αὐξάνουν τίς διαστάσεις τοῦ παταριοῦ. Ἡ χρήσιμη ἐπιφάνεια τοῦ πατήματος διαμορφώθηκε ἀπό φαρδειές σανίδες πάχους 2,5 ἑκατοστῶν, πού καρφώθηκαν στά δοκάρια.
Ἡ ἐξωτερική πλευρά κλίνεται ἀπό κατακόρυφα ξύλα πού δημιουργοῦν ἕνα εἶδος καφασωτοῦ. Τῆς κατασκευῆς αὐτῆς βρήκαμε τό πλαίσιο μέ τίς ἐγκοπές ὁπού ἔμπαιναν τά ξύλα. Ὁ χῶρος αὐτός δέν φαίνεται νά χωριζόταν σέ μικρότερους· ὑποθέτουμε ὅτι χρησίμευε ὡς καθιστικό.
Τόν πιό πάνω ὄροφο, πού εἶναι ξύλινος, στηρίζουν ὑποστηλώματα ἀπό κορμούς δένδρων. Ἡ κατασκευή εἶναι ἀνάλογη μέ αὐτήν πού εἴδαμε. Ἡ σκάλα ὁδηγεῖ σέ μεγάλο ἀνοικτό χῶρο πού λειτουργεῖ θά λέγαμε ὡς αὐλή τοῦ ἀσκητηρίου. Ἐδῶ βρίσκονται ἡ εἴσοδος τοῦ ναοῦ καί τό βριζόνι. Ἡ προσπέλαση στήν κοιλότητα τοῦ βράχου (πού χρησίμευε γιά κελλιά) καί ἡ εἴσοδος στήν ἑστία. Ἡ ἐκκλησία, μιά μονόκλιτη βασιλική, σέ στάθμη λίγο ψηλότερη εἶναι μισή λαξευμένη στό βράχο. Οἱ κατασκευές, μέσα σ’ αὐτή, εἶναι τό ἴδιο ἁπλοϊκές ἀλλά περισσότερο προσεγμένες. Ἡ ὀροφή καλύπτεται ἀπό ξύλινες σανίδες μέ σκεπασμένους ἁρμούς.
Οἱ κοιλότητες πού χρησιμοποιήθηκαν σάν κελλιά δέν φαίνεται νά ὑπέστησαν τροποποιήσεις. Βρίσκονται στό πλάϊ καί πίσω ἀπό τόν ναό. Ἀνάμεσα στήν στέγη τοῦ ναοῦ καί τήν ὀροφή τοῦ βράχου, κενό ἐπιτρέπει τόν φωτισμό καί ἀερισμό τους.
Ἑστία πρέπει νά ἦταν ὁ μικρός χῶρος μέ τήν ξύλινη εἴσοδο, στά δεξιά τῆς ἐκκλησίας. Ἀνάμεσα στήν ἑστία καί τήν ἐκκλησία, στήν γωνία, φαίνεται νά ξεκινοῦσε ξύλινη σκάλα πρός ἄλλο ἐπίπεδο. Ἀπό ἐκεῖ μποροῦσαν νά ἀνεβαίνουν σέ ἄλλο ἀσκηταριό πάνω ἀπό τό συγκρότημα. Δυστυχῶς, ἡ ἄνοδος σ’ αὐτήν σήμερα εἶναι ἀδύνατη.
Στό ἀσκητήριο δέν βρήκαμε σημάδια ἐγκαταστάσεως συστήματος ὑδρεύσεως. Τά μέσα πού χρησιμοποιήθηκαν ἐδῶ εἶναι ἁπλά καί οἱ κατασκευές ἐμπειρικές. Ὡστόσο οἱ οἰκοδομικές λεπτομέρειες δείχνουν ὅτι ἄν καί ἁπλά ἤ κακότεχνα, οἱ μοναχοί τοποθέτησαν στήν σωστή τους θέση τά ὑλικά καί διατήρησαν τούς χώρους στήν γνωστή ἱεραρχική διάταξη».
Ἡ ἀναδημιουργία τοῦ μονυδρίου. Ἀπό τό 1994 εἶναι μετόχι τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίας Τριάδος μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 18/22.11.1994 πράξη τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτη Σταγῶν καί Μετεώρων κ. Σεραφείμ.
Κατά τά ἔτη 2005-2006 ὁ πολύδραστος ἡγούμενος τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τέτσιος ἀνεστήλωσε τό ὅλο μοναστηριακό συγκρότημα. Ἡ ἡμιτριόροφη κατασκευή περιλαμβάνει στόν τρίτο ὄροφο τόν σπηλαιώδη ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, καί σέ χαμηλότερο ἐπίπεδο τό μικρό ἀρχονταρίκι, μαγειρεῖο καί πιό κάτω δύο μοναχικά κελλιά.
Οἱ νέοι ἐξῶστες μέ τίς κάθετες δοκούς δένουν αἰσθητικά μέ τό ἀριστερά καί ἄνωθεν εὑρισκόμενο τρισπήλαιο ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου μέ τούς ξυλόπηκτους ἐξῶστες. Ἔχασε βέβαια τήν αἴσθηση τοῦ αἰωρούμενου, ἀλλά ἔγινε προσιτό γιά λειτουργική χρήση καί κατοίκηση μοναχῶν.
Περιγραφή τοῦ ναΐσκου. Ὁ μικρός θολωτός ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἱστορήθηκε κατά τό 2006 μέ ἐπιβλητικές ἐπίθετες σέ μουσαμᾶ τοιχογραφίες διά χειρός τοῦ Λαζάρου Πεχλιβανίδη ἐκ Μακεδονίας (ἀπό τόν Λοφίσκο Λαγκαδᾶ).
Ἡ ἐπιγραφή τῆς ἱστορήσεως βρίσκεται στήν δεξιά παραστάδα τοῦ βορεινοῦ παραθύρου καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ιστορηθη ο πανσεπτος και ιερος ουτος / ναος των οσιων και θεοφορων πατερ(ων) / ημων Αντωνιου του Μεγαλου κ΄ Αντωνιου του / νεου εκ Βεροιας δια συνδρομης φιλοθεων / εν Χριστῳ Αδελφων Αρχιερατευοντος / κ.κ. Σεραφειμ ηγουμενευοντος Αρχιμαν/δριτου Χρυσοστομου Τετσιου Ηπειρωτου της / Ιερας Μονης Αγιας Τριαδος Αγιων Με/τεωρων δια χειρος Πεχλιβανιδη Λα/ζαρου τῳ Σωτηριῳ ετει ͵βϛ΄ [=2006]».
Δύο παρόμοιες ἐπιγραφές τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ ἀσκητηρίου εἶναι κατατοπιστικές καί βρίσκονται ἑκατέρωθεν τῆς εἰσόδου τοῦ ναΐσκου κάτω ἀπό τίς ἐπίτοιχες εἰκόνες τῶν δύο ἁγίων Ἀντωνίων ἀντίστοιχα.
Ἡ α΄ ἐπιγραφή: «Τό ἱερόν Μετόχιον τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Μετεώρων τῶν Ὁ/σίων κ΄ θεοφόρων πατέρων ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου κ΄ Ἀντωνίου / τοῦ νέου ἐκ Βεροίας Ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων ἀρχιερατεύοντος / κ.κ. Σεραφείμ κ΄ ἡγουμενεύοντος ἀρχ. Χρυσοστόμου Τέτσιου Ἠπειρώτου τῷ Σωτηρίῳ ἔτει ͵βϛ΄ [=2006]».
Στίς 17 Ἰανουαρίου 2006, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, ξαναλειτούργησε τό μονύδριο πρός μεγάλη χαρά τῶν μοναχῶν καί τῶν φιλομονάχων πιστῶν. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἀποτελεῖ μετοχιακό ἡσυχαστήριο τῶν πατέρων τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίας Τριάδος.
Μέ τήν σύγχρονη αὔξηση τῶν ἐπισκεπτῶν τῶν Ἁγίων Μετεώρων ὅλα τά ἱερά κοινόβια φροντίζουν νά δημιουργοῦν ἡσυχαστικά καθίσματα-μετόχια γιά περισσότερη ἡσυχία καί περισυλλογή.