Ὁ Ἅλυσος εἶναι ἕνας γιγάντιος βράχος πού βρίσκεται βόρεια τῆς Καλαμπάκας, νοτιοδυτικά τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί χωρίζεται βορειοδυτικά μέ ἕνα φαράγγι βάθους 110 μέτρων ἀπό τόν βράχο τοῦ Ἁγίου Μοδέστου (κοινῶς Μόδι).
Τό συνολικό ὑψόμετρο τοῦ βράχου εἶναι 620 μ. Ἀπό τήν ἀνατολική πλευρά ἔχει ὕψος τριακοσίων μέτρων ἀπό τήν βάση, ἀπό δέ τήν βορειοδυτική πλευρά ὀγδόντα. Ἡ ἄνοδος γινόταν ἀπό τήν βορειοδυτική πλευρά τοῦ βράχου πού εἶναι χαμηλότερη, μέ ἀνεμόσκαλα ἑκατό καί πλέον βαθμίδων. Ἡ ὅλη ἐπιφάνεια τοῦ βράχου ἐγγίζει τά δέκα πέντε στρέμματα. Ἐκεῖ βρισκόταν κτισμένη ἡ ἱερά μονή προσκυνήσεως τῆς Ἁλύσεως τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, τήν ὁποία ἑορτάζει ἡ ἐκκλησία μας στίς 16 Ἰανουαρίου. Σήμερα καλεῖται ἀπό τούς ἐγχώριους «Ἅλτσος» καί διακρίνονται ἐλάχιστα ἐρείπια.
Παλαιότερη μνεία. Στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα ἡ Ἅλυσος ἀνήκει ὡς κελλίο στό Μεγάλο Μετέωρο. Στό γνωστό ‘Κατάστιχο διὰ τὴν ἀποκοπὴν τῶν κελλιωτῶν’ τό μονύδριο ἀναφέρεται δέκατο τρίτο στήν σειρά μέ τόν τίτλο «ἡ Ἅλυσος».
Ἱστορική ἐξέλιξη τοῦ μονυδρίου. Στήν προμνημονευθεῖσα χαλκογραφία τοῦ 1782, ὁ Παρθένιος ζωγράφισε ἐπί τοῦ βράχου τήν μονή τῆς Ἁλύσεως τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου μέ ἀρκετά κτίσματα, ναό, κελλία καί σκάλα.
Ὁ Léon Heuzey στά 1858 ἀναφέρει τήν Ἅλυσο μεταξύ ἄλλων ἕνδεκα μετεωρίτικων μονυδρίων, περί τῶν ὁποίων ἔλαβε γνώση ἀπό τήν ἐντόπια προφορική παράδοση. Γιά τό μονύδριο τῆς Ἁλύσου ἀναφέρεται καί ὁ ἀρχιμ. Πορφύριος Οὐσπένσκυ.
Τό ἔτος 1882 ὁ Πολύκαρπος Ραμμίδης γράφει, ὅτι ἐπί τοῦ βράχου ὑπάρχει ναός καί ὀμβροδέκτης (δεξαμενή): «Ἐπὶ εὐρυχώρου ὁπωσοῦν βράχου πλησίον τῆς Καλαμπάκας κειμένου εἶναι ὠκοδομημένη ἡ μονὴ αὕτη ἐπ’ ὀνόματι τῆς προσκυνήσεως τῆς Ἁλύσεως τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου τιμωμένη. Ὁ βράχος οὗτος εἶναι κυκλοτερής, ἔχει ἔκτασιν δέκα πέντε στρεμμάτων, ἐφ’ ἧς ὑπάρχει ὁ κύριος ναὸς καὶ ὀμβροδέκτης εὐρυχωρότατος· ἡ ἀνοδοκάθοδος αὐτοῦ εἶναι δυσκολωτάτη, καθότι ἐκ μὲν τοῦ μέρους τῆς κλίμακος ἔχει ὕψος ὀγδοήκοντα πήχεων, κατὰ δὲ τὰ ἄλλα μέρη ὑπερβαίνει τοὺς τριακόσιους πήχεις».
Τελευταῖα εὑρήματα. Τό ἔτος 1977 οἱ Γερμανοί ἀναρριχητές Heinz Lothar Stutte καί Dietrich Hasse ἀνέβηκαν στόν βράχο τῆς Ἁλύσεως καί μᾶς πληροφοροῦν γιά τά εὑρήματα:
«Ὁ φίλος μου βρῆκε μία πήλινη κανάτα μέ ὄμορφο ντεκόρ…. Ἡ κανάτα βρισκόταν σέ μιά θολωτή προεξοχή τοῦ βράχου ὄχι μακριά ἀπό τό μέρος ὅπου ἀνακαλύψαμε μία νωπογραφία, πού ἦταν σάν νά κρεμόταν μέσα στήν σπηλιά. Ἐκεῖ κοντά ὑπῆρχε ἕνας σωρός ἀπό κεραμίδια τῆς σκεπῆς καλυμμένα ἀπό βρῦα καί χλόη, τά ὁποῖα ἴσως προέρχονται ἀπό τήν σκεπή ἑνός ξύλινου κτιρίου πού εἶχε ἀπό καιρό καταστραφεῖ. Στήν βορεινή πλευρά τῆς θολωτῆς κορυφῆς τοῦ πλατώματος ὑπῆρχαν δύο δεξαμενές, οἱ ὁποῖες εἶχαν λαξευτεῖ στόν βράχο. Ἡ μία ἦταν κυκλική καί δέν εἶχε διάμετρο οὔτε δύο μέτρα, ἐνῶ ἦταν γεμάτη μέ νερό. Ἡ ἄλλη ἦταν ὀρθογώνια, περίπου ἴδιου μεγέθους καί βοῦρλα ἀναφύονταν ἀπό τόν ἑλώδη πυθμένα της».
Ἀπό τό 1995 ἡ Ἅλυσος, μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 19/5.2.1995 πράξη τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτη Σταγῶν καί Μετεώρων κ. Σεραφείμ, ἀνήκει στήν ἱερά μονή Ἁγίου Στεφάνου.
Can you be more specific about the content of your article? After reading it, I still have some doubts. Hope you can help me.