Διαβάζετε τώρα
Κυριακή Ε΄ Νηστειών, Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας

Κυριακή Ε΄ Νηστειών, Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας

Τὸν βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων (τιμᾶται 11 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνέγραψε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.

Ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνια της πέρασε στὴν Αἴγυπτο μία ζωὴ ἀσωτίας, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἡλικία διέφθειρε τὴν παρθενία της καὶ εἶχε ἀσυγκράτητο καὶ ἀχόρταγο τὸ πάθος τῆς σαρκικῆς μείξεως. Ζώντας αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν εἰσέπραττε χρήματα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τὸ πάθος της. Ἡ ἴδια ξαγορεύθηκε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμὰ ὅτι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδὴ τὸ ἔργο τῆς δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Καὶ ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε, εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κυλιέται στὸ βόρβορο ποὺ ἦταν ἡ ζωή της καὶ σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Λόγω τῆς ἄσωτης ζωῆς καὶ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ποὺ εἶχε, κάποια φορᾶ ἀκολούθησε τοὺς προσκυνητὲς ποὺ πήγαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὄχι γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχει πολλοὺς ἐραστὲς ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος της. Περιγράφει δὲ καὶ ἡ ἴδια ρεαλιστικὰ καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀποκάλυψε, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δὲν ὑπῆρχε εἶδος ἀσέλγειας ἀπὸ ὅσα λέγονται καὶ δὲν λέγονται, τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε διδάσκαλος σὲ ἐκείνους τοὺς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες. Καὶ ἡ ἴδια ἐξέφρασε τὴν ἀπορία της γιὰ τὸ πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τὶς ἀσωτίες της καὶ γιατί ἡ γῆ δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα της καὶ δὲν τὴν κατέβασε στὸν ἅδη, ἐπειδὴ εἶχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ αὐτοῦ δὲν ἀρκέστηκε στὸ ὅτι διέφθειρε τοὺς νέους, ἀλλὰ διέφθειρε καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τοὺς ξένους ἐπισκέπτες. Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, περιφερόταν στοὺς δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».

Αἰσθάνθηκε ὅμως, βαθιὰ μετάνοια ἀπὸ ἕνα θαυματουργικὸ γεγονός. Ἐνῶ εἰσερχόταν στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάποια δύναμη τὴν ἐμπόδισε νὰ προχωρήσει. Στὴν συνέχεια στάθηκε μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδειξε μεγάλη μετάνοια καὶ ζήτησε τὴν καθοδήγηση καὶ βοήθεια τῆς Παναγίας. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θεοτόκου εἰσῆλθε ἀνεμπόδιστα αὐτὴ τὴν φορὰ στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὴν Παναγία, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τὴν προέτρεπε νὰ πορευθεῖ στὴν ἔρημο, πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἀμέσως ζήτησε τὴν συνδρομὴ καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου καὶ ἦρε τὸν δρόμο της πρὸς τὴν ἔρημο, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Βαπτιστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Στὴν ἔρημο ἔζησε σαράντα ἑπτὰ χρόνια, χωρὶς ποτὲ νὰ συναντήσει ἄνθρωπο.

Κατὰ τὰ πρῶτα δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο, πάλεψε πολὺ σκληρὰ γιὰ νὰ νικήσει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, οὐσιαστικὰ γιὰ νὰ νικήσει τὸν διάβολο ποὺ τὴν πολεμοῦσε μὲ τὶς ἀναμνήσεις τῆς προηγούμενης ζωῆς.

Ἡ Ὁσία ζοῦσε δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταῖς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Εἶχε πολλὲς ἐπιθυμίες φαγητῶν, ποτῶν καὶ «πορνικῶν ἀσμάτων» καὶ πολλοὺς λογισμοὺς ποὺ τὴν ὠθοῦσαν πρὸς τὴν πορνεία. Ὅμως, ὅταν ἐρχόταν κάποιος λογισμὸς μέσα της, ἔπεφτε στὴν γῆ, τὴν ἔβρεχε μὲ δάκρυα καὶ δὲν σηκωνόταν ἀπὸ τὴ γῆ «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχῶς προσευχόταν στὴν Παναγία, τὴν ὁποία εἶχε ἐγγυήτρια τῆς ζωῆς τῆς μετανοίας ποὺ ἔκανε. Τὸ ἱμάτιό της σχίσθηκε καὶ καταστράφηκε καὶ ἔκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ ἔτρεμε ἀπὸ τὸν παγετὸ καὶ «ὡς πολλάκις με χαμαὶ πεσοῦσαν ἀπνοῦν μεῖναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».

Ὕστερα ἀπὸ σκληρὸ ἀγώνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνεχῆ προστασία τῆς Παναγίας, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ὅποτε μεταμορφώθηκε τὸ λογιστικὸ καὶ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς της, καθὼς ἐπίσης ἐθεώθηκε καὶ τὸ σῶμα της.

Λόγω τῆς μεγάλης πνευματικῆς της καταστάσεως στὴν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα.


Ἦταν γυμνὴ ἀλλὰ τὸ σῶμα τῆς ὑπερέβη τὶς ἀνάγκες τῆς φύσεως. Λέγει ἡ ἴδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾶς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Τὸ σῶμα τρεφόταν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στὴ περίπτωσή της, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις Ἁγίων, παρατηροῦμε ὅτι ἀναστέλλονται οἱ ἐνέργειες τοῦ σώματος. Αὐτὴ ἡ ἀναστολὴ τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν ὀφειλόταν στὸ ὅτι ἡ ψυχὴ τῆς δεχόταν τὴν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ θεία ἐνέργεια διαπορθμευόταν καὶ στὸ σῶμα της: «Ἀρκεῖν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεῖν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».

Ἐκείνη τὴν περίοδο ἀσκήτευε σὲ ἕνα μοναστήρι ὁ Ἱερομόναχος Ἀββὰς Ζωσιμᾶς (τιμᾶται 4 Ἀπριλίου), ποὺ ἦταν κεκοσμημένος μὲ ἁγιότητα βίου. Ἔβλεπε θεία ὁράματα, καθὼς τοῦ εἶχε δοθεῖ τὸ χάρισμα τῶν θείων ἐλλάμψεων, λόγω του ὅτι ζοῦσε μέχρι τὰ πενήντα τρία του χρόνια μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἦταν φημισμένος στὴν περιοχή του. Τότε, ὅμως, εἰσῆλθε μέσα τοῦ ἕνας λογισμὸς κάποιας πνευματικῆς ὑπεροψίας, γιὰ τὸ ἂν δηλαδὴ ὑπῆρχε ἄλλος μοναχὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὠφελήσει ἢ νὰ τοῦ διδάξει κάποιο καινούργιο εἶδος ἀσκήσεως. Ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν διδάξει καὶ νὰ τὸν διορθώσει, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν τελειότητα. Καὶ στὴν συνέχεια τοῦ ὑπέδειξε νὰ πορευθεῖ σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.

Ὁ Ἀββὰς Ζωσιμᾶς ὑπάκουσε στὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχούς, καὶ διέκρινε ὅτι ἀκτινοβολοῦσαν τὴ Χάρη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζώντας ἔντονη μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἀκτημοσύνη, μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή.

Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ὑπῆρχε ἕνας κανόνας. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, τὴν Κυριακή της Τυρινῆς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀφοῦ οἱ μοναχοὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν καὶ ἀσπάζονταν μεταξύ τους, καὶ ἔπειτα ἐλάμβαναν ὁ καθένας τοὺς μερικὲς τροφὲς καὶ ἔφευγαν στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς τὸν ἀγώνα τῆς ἀσκήσεως. Ἐπέστρεφαν δὲ στὸ μοναστήρι τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὰ Πάθη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν ὡς κανόνα νὰ μὴν συναντᾶ κανεὶς τὸν ἄλλο ἀδελφὸ στὴν ἔρημο καὶ νὰ μὴν τὸν ἐρωτά, ὅταν ἐπέστρεφαν, γιὰ τὸ εἶδος τῆς ἀσκήσεως ποὺ ἔκανε τὴν περίοδο αὐτή.

Αὐτὸν τὸν κανόνα ἐφάρμοσε καὶ ὁ Ἀββὰς Ζωσιμᾶς. Ἀφοῦ ἔλαβε ἐλάχιστες τροφές, βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ πορεύθηκε στὴν ἔρημο, ἔχοντας τὴν ἐπιθυμία νὰ εἰσέλθει ὅσο μποροῦσε πιὸ βαθειὰ σὲ αὐτή, μὲ τὴν ἐλπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ἀσκητὴ ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ φθάσει σὲ αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Πορευόταν προσευχόμενος καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα. Κοιμόταν δὲ ὅπου εὑρισκόταν.

Εἶχε περπατήσει μία πορεία εἴκοσι ἡμερῶν ὅταν, κάποια στιγμὴ ποὺ κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἔψελνε, εἶδε στὸ βάθος μία σκιὰ ποὺ ἐμοίαζε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα. Στὴν ἀρχὴ θεώρησε ὅτι ἦταν δαιμονικὸ φάντασμα, ἀλλὰ ἔπειτα διαπίστωσε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ὂν ποὺ ἔβλεπε ἦταν γυμνό, εἶχε μαῦρο σῶμα – τὸ σῶμα αὐτὸ προερχόταν ἀπὸ τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες – καὶ εἶχε στὸ κεφάλι τοῦ λίγες ἄσπρες τρίχες, ποὺ δὲν ἔφθαναν πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν λαιμό. Ὁ Ἀββὰς Ζωσιμᾶς ἔβλεπε τὴν Ὁσία Μαρία, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν. Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀσκοῦσε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ μάλιστα ὁ Ἀββὰς Ζωσιμᾶς τὴν εἶδε ὅταν ἐκείνη ὕψωσε τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια της καὶ «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Καὶ σὲ κάποια στιγμή, ἐνῶ ἐκεῖνος καθόταν συντρόμος, «ὁρᾶ αὐτὴν ὑψωθείσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γὴς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».

Ὁ Ἀββὰς Ζωσιμᾶς προσπάθησε νὰ πλησιάσει, γιὰ νὰ διαπιστώσει τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ὂν ἀπομακρυνόταν. Ἔτρεχε ὁ Ἀββὰς Ζωσιμᾶς, ἔτρεχε καὶ ἐκεῖνο. Καὶ ὁ Ἀββὰς κραύγαζε μὲ δάκρυα πρὸς αὐτὸ ὥστε νὰ σταματήσει, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνο ὅμως δὲν ἀνταποκρινόταν. Μόλις ἔφθασε ὁ Ἀββὰς σὲ κάποιο χείμαρρο καὶ ἀπόκαμε, ἐκεῖνο τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἀφοῦ τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὸ μικρό του ὄνομα, πράγμα ποὺ προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στὸν Ἀββᾶ, τοῦ εἶπε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει καὶ νὰ τὸν δεῖ κατὰ πρόσωπο, γιατί εἶναι γυναίκα γυμνὴ καὶ ἔχει ἀκάλυπτα τὰ μέλη τοῦ σώματός της. Τὸν παρακάλεσε, ἂν θέλει, νὰ τῆς δώσει τὴν εὐχή του καὶ νὰ τῆς ρίξει ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὰ ροῦχα του, γιὰ νὰ καλύψει τὸ γυμνὸ σῶμα της. Ὁ Ἀββὰς ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε καὶ τότε ἐκείνη στράφηκε πρὸς αὐτόν. Ὁ Ἀββὰς ἀμέσως γονάτισε γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχή της, ἐνῶ τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἐκείνη. Καὶ παρέμειναν καὶ οἱ δύο γονατιστοὶ «ἕκαστος ἑξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».

Ἐπειδὴ ὁ Ἀββὰς ἀναρωτιόταν μήπως ἔβλεπε μπροστά του κάποιο ἄυλο πνεῦμα, ἐκείνη διακρίνοντας τοὺς λογισμούς του, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή, ποὺ ἔχει περιτειχισθεῖ ἀπὸ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ εἶναι χῶμα καὶ στάχτη καὶ ὄχι ἄυλο πνεῦμα.

Ἡ Ὁσία Μαρία κατὰ τὴν συνάντηση αὐτή, ἀφοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ζωή της, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμὰ νὰ ἔλθει κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη της ἑπόμενης χρονιᾶς, σὲ ἕναν ὁρισμένο τόπο στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, κοντὰ σὲ μία κατοικημένη περιοχή, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια μεγάλης μετάνοιας ποὺ μεταμόρφωσε τὴν ὕπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», τοῦ εἶπε, δηλαδὴ εἶχε ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κοινωνήσει τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἀββὰς Ζωσιμᾶς ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανένα τί ἀκριβῶς συνάντησε, σύμφωνα ἄλλωστε καὶ μὲ τὸν κανόνα ποὺ ὑπῆρχε σὲ ἐκείνη τὴν ἱερὰ μονή. Ὅμως, συνεχῶς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ δεῖ καὶ πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» τὴν ἑπόμενη χρονιὰ καὶ μάλιστα ἦταν στεναχωρημένος γιατί δὲν περνοῦσε ὁ χρόνος, καθὼς ἤθελε ὅλος αὐτὸς ὁ χρόνος νὰ ἦταν μία ἡμέρα.

Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββὰς Ζωσιμᾶς ἀπὸ κάποια ἀρρώστια δὲν μπόρεσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὴν ἔρημο, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι πατέρες στὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἔτσι παρέμεινε στὸ μοναστήρι. Καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ὅταν εἶχαν ἐπιστρέψει οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς, ἐκεῖνος ἑτοιμάσθηκε νὰ πορευθεῖ στὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Ὁσία, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει.

Τὴν Μεγάλη Πέμπτη πῆρε μαζί του σὲ ἕνα μικρὸ ποτήρι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πῆρε μερικὰ σύκα καὶ χουρμάδες καὶ λίγη βρεγμένη φακὴ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ συναντήσει τὴν Ὁσία Μαρία. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκείνη ἀργοποροῦσε νὰ ἔλθει στὸν καθορισμένο τόπο, ὁ Ἀββὰς προσευχόταν στὸν Θεὸ μὲ δάκρυα νὰ μὴν τοῦ στερήσει λόγω τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ τὴν εὐκαιρία νὰ τὴ δεῖ ἐκ νέου.

Μετὰ τὴν θερμὴ προσευχὴ τὴν εἶδε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, νὰ κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, νὰ πατᾶ πάνω στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στὴν συνέχεια ἡ Ὁσία τὸν παρακάλεσε νὰ πεῖ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὸ «Πάτερ ἠμῶν». Ἀκολούθως ἀσπάσθηκε τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμὰ καὶ κοινώνησε τῶν ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἔπειτα ὕψωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, ἀναστέναξε μὲ δάκρυα καὶ εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνη, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».

Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὸν παρακάλεσε νὰ ἔλθει καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος στὸ χείμαρρο ποὺ τὴν εἶχε συναντήσει τὴν πρώτη φορά, ζήτησε τὴν προσευχή του. Ὁ Ἀββὰς ἄγγιξε τὰ πόδια τῆς Ὁσίας, ζήτησε καὶ αὐτὸς τὴν προσευχή της καὶ τὴν ἄφησε νὰ φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμοῦσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Ἐκείνη ἔφυγε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἦλθε, πατώντας δηλαδὴ πάνω στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ.

Τὸ ἑπόμενο ἔτος, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν παράκληση τῆς Ὁσίας, ὁ Ἀββὰς βιαζόταν νὰ φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Ἀφοῦ βάδισε πολλὲς ἡμέρες καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ἔψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» νὰ δεῖ «τὸ γλυκύτατο θήραμα», τὴν Ὁσία του Θεοῦ. Ὅμως δὲν τὴν ἔβλεπε πουθενά. Τότε ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ κατανυκτικά: «Δεῖξον μοι, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὂν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμὰ ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἄθικτος θησαυρός, ἄγγελος μέσα σὲ σῶμα, ποὺ ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἔχει. Καὶ προσευχόμενος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τὰς χείρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρῆκε δὲ καὶ δική της γραφὴ ποὺ ἔλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμά, ἐν τούτω τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτὴ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Τὴν βρῆκε δηλαδὴ νεκρή, κείμενη στὴν γῆ, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα καὶ βλέποντας πρὸς τὴν ἀνατολή. Συγχρόνως βρῆκε καὶ γραφὴ ποὺ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴν ἐνταφιάσει.

Ἡ Ὁσία κοιμήθηκε τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ κοινώνησε, ἀφοῦ εἶχε διασχίσει σὲ μία ὥρα ἀπόσταση τὴν ὁποία διήνυσε τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββὰς Ζωσιμᾶς σὲ εἴκοσι ἡμέρες. Γράφει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἦνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Τὸ σῶμα τῆς εἶχε ἀποκτήσει ἄλλες ἰδιότητες, εἶχε μεταμορφωθεῖ.

Στὴν συνέχεια ὁ Ἀββὰς Ζωσιμᾶς, ἀφοῦ ἔκλαψε πολὺ καὶ εἶπε ψαλμοὺς κατάλληλους γιὰ τὴν περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Καὶ μετὰ μὲ μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοῖς δακρύσι» ἐπιμελήθηκε τὰ τῆς ταφῆς. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ γῆ ἦταν σκληρὴ καὶ ὁ ἴδιος ἦταν προχωρημένης ἡλικίας, γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν σκάψει καὶ βρισκόταν σὲ ἀπορία. Τότε «ὁρᾶ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνω τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδὴ εἶδε ἕνα λιοντάρι νὰ στέκεται δίπλα στὸ λείψανο τῆς Ὁσίας καὶ νὰ γλείφει τὰ ἴχνη της. Ὁ Ἀββὰς τρόμαξε, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοῖς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδὴ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι καλοπίανε τὸν Ἀββᾶ καὶ τὸν παρακινοῦσε καὶ μὲ τὶς κινήσεις του καὶ μὲ τὶς προθέσεις του, νὰ προχωρήσει στὸν ἐνταφιασμό της. Λαμβάνοντας ὁ Ἀββὰς θάρρος ἀπὸ τὸ ἥμερό του λιονταριοῦ, τὸ παρακάλεσε νὰ σκάψει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸν λάκκο, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ὁσίας Μαρίας, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀδυνατοῦσε. Τὸ λιοντάρι ὑπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδὴ μὲ τὰ μπροστινά του πόδια ἄσκαψε τὸ λάκκο, ὅσο ἔπρεπε, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ σκήνωμα τῆς Ὁσίας Μαρίας.

Ὁ ἐνταφιασμὸς τῆς Ὁσίας ἔγινε προσευχομένου τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ τοῦ λιονταριοῦ «παρεστῶτος». Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ ἔφυγαν καὶ οἱ δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον της ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».

Καὶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, καταλήγει ὅτι ἔγραψε αὐτὸ τὸ βίο «κατὰ δύναμιν» καὶ «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».

Ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, δείχνει πὼς μία πόρνη μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ Χάριν θεός, πὼς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἄγγελος ἐν σώματι καὶ πὼς ἡ κατὰ Χριστὸν ἐλπίδα μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν ὑπὸ τοῦ διαβόλου προερχόμενη ἀπόγνωση. Στὸ πρόσωπο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητᾶ τὴν ἡδονὴ καὶ κυνηγᾶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἱκανοποίησή τους, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐξαγιασθεῖ τόσο πολύ, ὥστε νὰ φθάσει στὸ σημεῖο νὰ τὴν κυνηγοῦν οἱ Ἅγιοι γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία της καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸ τετιμημένο τῆς σῶμα, καθὼς ἐπίσης νὰ τὴ σέβονται καὶ τὰ ἄγρια ζῶα.

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μὲ τὴν μετάνοιά της, τὴν βαθιά της ταπείνωση, τὴν ὑπέρβαση ἐν Χάριτι τοῦ θνητοῦ καὶ παθητοὺ σώματός της, ἀφ’ ἑνὸς μὲν προσφέρει μία παρηγοριὰ σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ταπεινώνει ἐκείνους ποὺ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὰ ἀσκητικά τους κατορθώματα. Δὲν ἡμέρωσε μόνο τὰ ἄγρια θηρία ποὺ ὑπῆρχαν μέσα της, δηλαδὴ τὰ ἄλογα πάθη, ἀλλὰ ὑπερέβη ὅλα τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινη φύσεως καὶ ἡμέρωσε ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία τῆς κτίσεως.

Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ὁ πλοῦτος τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ θεολογία καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ ὁλοκληρωτικά.

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ τὴν Ἐ’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοῖ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κάτ’ εἰκόνα• λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ• ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ• διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μαρία τὸ πνεῦμα σου.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστοῦ νύμφη σήμερον, τὴ μετανοία ἐδείχθης, Ἀγγέλων τὴν πολιτείαν ἐπιποθοῦσα, δαίμονας, Σταυροῦ τῷ ὄπλω καταπατοῦσα, διὰ τοῦτο βασιλείας, ἐφάνης νύμφη Μαρία πάνσεμνε.

View Comments (2)

Leave a Reply

Your email address will not be published.