Διαβάζετε τώρα
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: Εἰς τὸν Φαρισαῖον, καὶ εἰς τὴν πόρνην

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: Εἰς τὸν Φαρισαῖον, καὶ εἰς τὴν πόρνην

Ἐλέχθη τὴν Ἁγίαν Μεγάλην Τετάρτη

Κάθε ἐποχή εἶναι κατάλληλη γιά μετάνοια γιά ὁποιονδήποτε θέλει νά μετανοήσει. Γιατί εἶναι δυνατόν, στόν καθένα πού θά τό θελήσει, καί κατά τήν ἄνοιξη νά δεῖ νά βλαστάνει ὁ ἀγαθός βίος καί τό καλοκαίρι νά συνάξει τούς καρπούς τῆς σωτηρίας καί τό φθινόπωρο νά δεῖ τή ζημιά πού ὑφίσταται ἡ ψυχή καί μέσα στόν χειμῶνα νά ἀποφύγει τήν καταιγίδα τῶν ἁμαρτημάτων καί σέ κάθε μεταβολή νά στραφεῖ πρός τό καλύτερο· τή νύχτα νά ἀποφύγει τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἡμέρα νά σπεύσει πρός τό φῶς τῆς καθαρῆς συνειδήσεως. Ἡ περίοδος πού τώρα διανύουμε, ἡ ὁποία ἔχει ὁριστεῖ γιά ἐγκράτεια καί νηστεία, εἶναι πιό κατάλληλη γιά μετάνοια, ἀλλά ὄχι γιά ὅλους. Γιατί κάπως ἔτσι ὁμιλεῖ ἡ φωνή τοῦ Κυρίου: Αὐτόν ὁ ὁποῖος πιστεύει σέ μένα θά τόν παραλάβω καί θά τόν ὁδηγήσω στόν κοινό Δημιουργό. Ἄς φορέσουμε λοιπόν φτερά πίστεως καί μετανοίας καί ἄς λάβουμε τήν ἀπόφαση νά πετάξουμε ψηλά  πρός τόν Δημιουργό μας, καί ἐμεῖς ὡς πρωτότοκοι υἱοί τῆς Ἐκκλησίας καί σεῖς οἱ ὁποῖοι σάν ἔμβρυα κυοφορεῖσθε στά σπλάγχνα τῆς Ἐκκλησίας καί λαχταρᾶτε νά ὑποδεχθεῖτε τίς μακάριες καί ἀνώδυνες ὠδῖνες καί νά γίνετε παιδιά Ἐκείνου ὁ ὁποῖος πολέμησε γιά χάρη μας · ἐμεῖς μέν γιά νά καθαρίσουμε μέ τά δάκρυά μας τόν βασιλικό χιτῶνα τόν ὁποῖο φορέσαμε καί μολύναμε· ἐσεῖς πάλι γιά νά μπορέσετε νά φορέσετε αὐτόν τόν χιτῶνα καί νά τόν φυλάξετε πιό καθαρό κι ἀπό τήν παραμικρή βρωμιά. Διότι χωρίς εἰλικρινῆ πίστη κανείς δέν εἶναι σέ θέση νά ἐπιτύχει τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.

Σ’ αὐτόν τόν λόγο μου συνηγορεῖ, μαζί μέ μύριες ἄλλες ἀποδείξεις, ἐκείνη ἡ πόρνη γυναῖκα ἡ ὁποία κράτησε σάν δυό λαμπάδες τήν πίστη καί τήν μετάνοια καί, ἀφοῦ ἔτρεξε κοντά στόν οὐράνιο Νυμφίο, ἔγινε νύμφη τοῦ Χριστοῦ μέσα σέ μιά ἡμέρα. Ἀλλά μιά καί θυμήθηκα τήν μακαρία πόρνη – τήν ὀνομάζω μέ τό μέχρι τώρα ἀξιοκατάκριτο ὄνομά της, γιά νά ἀντιληφθοῦμε ποιά ἦταν προηγουμένως καί ποιά ἔγινε ἐν συνεχείᾳ – θέλω νά τήν ὁδηγήσω στήν ἁγία Ἐκκλησία, γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς ἀπό αὐτήν μέ ποιόν τρόπο ἔχουμε ὑποχρέωση νά πλησιάσουμε τόν Χριστό καί νά λάβουμε συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Διότι οἱ ἐνέργειες ἐκείνης μᾶς διδάσκουν μέ σαφήνεια πῶς πρέπει πάντοτε κι ἐμεῖς νά ἐνεργοῦμε, ἐνῶ οἱ λόγοι τοῦ Σωτῆρος πρός ἐκείνην θά ἀποτελοῦν παραμυθία τῶν ἁμαρτωλῶν. Γιατί ποιός θά ἄκουγε καί δέν θά θαύμαζε πού μιά γυναίκα λερωμένη μέ μύριους λεκέδες συγκαταλέχθηκε μεταξύ τῶν παρθένων μέ τό νά καταφύγει μόνον σ’ Αὐτόν καί μέ τό νά χύσει θερμές σταγόνες δακρύων στά πόδια Του; Δεῖξτε κι ἐσεῖς τήν ἴδια συμπεριφορά, ὥστε νά τρυγήσετε τόν ἴδιο καρπό. Γιατί ποιός ἄνθρωπος δέν θά τηρήσει τήν ἴδια στάση μ’ αὐτήν, γιά νά βρεῖ τήν ἴδια ἀνταπόδοση, ἀναλογιζόμενος τήν ἀλλαγή της, ἀλλά καί τήν ἀμοιβή πού αὐτή ἔλαβε ἀπό τόν Κύριο;

Διότι τί ἄλλο εἶναι μιά πόρνη παρά διαφθορά ἤ ὁλοφάνερη ὕβρις τῆς φύσεως ἤ δημόσια διαπόμπευση τοῦ γένους τῶν γυναικῶν, βλάβη σωμάτων καί ψυχῶν, μεταδοτική ἀσθένεια σκεπασμένη μέ εὐχαρίστηση, τάφος ἀσβεστωμένος, ἀχαλίνωτο καί ἀχόρταγο στόμα τοῦ ᾃδη, διακοσμημένο προπύλαιο τοῦ θανάτου, εὐχάριστο δηλητήριο, προκλητική ἀναίδεια, ἀδιάντροπη αἰσχύνη, ὄμορφος ὄλεθρος, δόλωμα τῶν μηχανῶν τῆς ἀσέλγειας, κολλητική οὐσία γιά νά κολλοῦνε ἐπάνω της οἱ νέοι, γυναίκα πού ἐμπορεύεται τά μέλη τοῦ σώματός της, βυθός ἀπωλείας, ἕνα ναυάγιο πού τό ἀγαποῦν, κοινή συμφορά κάθε ἁμαρτίας, ἐργαστήριο ἀσωτείας, διδάσκαλος κάθε παρανομίας, δημιουργός τῆς ἔχθρας πρός τόν Θεό, καύσιμη ὕλη τῆς γεένης τοῦ αἰωνίου πυρός;

Ἀλλ’ ὅμως αὐτή πού μέ τή ζωή της ὑπηρέτησε τέτοια καί τόσο μεγάλα κακά, μόλις ἀγάπησε μέ ἀπρόσμενο τρόπο τήν σωφροσύνη, γράφτηκε στίς σελίδες τῶν Εὐαγγελίων. Αὐτές ἀφοῦ τίς ξεφυλλίζουμε, ἄς ἐντρυφήσουμε στήν ἱστορία τῆς πόρνης γυναικός, ὅπως ἐκείνη ἀπήλαυσε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

«Ἠρώτησέ τις τῶν Φαρισαίων τόν Ἰησοῦν, ἵνα φάγῃ μετ’ αὐτοῦ. Καί εἰσελθών εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου, ἀνεκλίθη» (Λουκ. ζ΄, 36).

Ποιός εἶδε βασιλιά νά τόν προσκαλεῖ στρατιώτης; Ποιός εἶδε ἕναν κύριο νά τοῦ παραθέτει τραπέζι κάποιος δοῦλος του; Ποιός εἶδε ἕνα τόσο ὕψος νά κατέρχεται σέ τέτοια ταπείνωση; Πόσο ὑπερβολική ἔκπληξη! Πόσο θεϊκή συγκατάβαση! Δέν εἶπε στόν Φαρισαῖο πού τόν προσκάλεσε: Ἐσύ καλεῖς σέ γεῦμα ἐμένα, ὁ ὁποῖος προσκαλῶ σέ οὐράνιο τραπέζι ὅλους τούς ἀνθρώπους; Ἐσύ καλεῖς σέ γεῦμα ἐμένα πού χόρτασα μέ πέντε ἄρτους ὁλόκληρη λαοθάλασσα; Ἐσύ καλεῖς σέ γεῦμα ἐμένα πού ἔθρεψα ὅλους τούς ἀνθρώπους; Τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά δέν εἶπε ὁ Σωτήρας· ἀλλά ἀφοῦ κάθησε σιωπηλός στήν οἰκία τοῦ Φαρισαίου ἔλαβε θέση γιά φαγητό. Διότι γνώριζε σέ ποιό τραπέζι ἐπρόκειτο νά γευματίσει· γνώριζε πώς σκόπευε νά προστρέξει κοντά του ἡ πόρνη καί νά σωθεῖ· καί ἔστρεφε παντοῦ γύρω-γύρω τό βλέμμα Του, ἐξετάζοντας ὁλόγυρα γιά τό κυνήγι καί σάν νά φώναζε κάπως ἔτσι πρός τούς συνδαιτημόνες: Ἐγώ ἔχω φαγητό γιά νά φάω, τό ὁποῖο θά δεῖτε σέ λίγο. Ἐγώ ἔχω φαγητό νά φάω, τή σωτηρία τῆς γυναίκας πού πρόκειται νά μέ συναντήσει. Διότι τροφή μου εἶναι ἡ ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων· τροφή μου εἶναι ἡ ζωή τῶν δούλων μου· ἀπόλαυσή μου εἶναι ἡ μεταμέλεια τῶν ἁμαρτωλῶν· εὐχαρίστησή μου εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν καταδικασμένων· φαγητό μου εἶναι ἡ σωτηρία τῶν αἰχμαλώτων. Κι ἐνῶ ὁ Σωτήρας καθισμένος στό ἀνάκλιντρο ἦταν σάν νά ἔλεγε τά λόγια αὐτά μέ τό βλέμμα καί τήν στάση Του, «Ἰδού», λέει τό Εὐαγγέλιο, «γυνή ἐν τῇ πόλει, ἥτις ἦν ἁμαρτωλός» (Λουκ. ζ΄, 37). Τό θήραμα ἔσπευσε στήν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ τοῦ οὐρανίου Βασιλέως. Ὁ κηνυγός ἀνέκειτο στό ἀνάκλιντρο ἕτοιμος καί τό θήραμα βιαζόταν νά φθάσει στόν θηρευτή.

«Καί ἰδού γυνή ἐν τῇ πόλει, ἥτις ἦν ἁμαρτωλος» (Λουκ. ζ΄ 37). Δύο δυσάρεστα γνωρίσματα τῆς κακίας. Πές μας, εὐαγγελιστά, τήν ὀνομασία της, γράψε τό ὄνομα τῆς γυναίκας, ἄς μάθουμε πῶς ὀνομαζόταν. Ὡς προσφώνησή της εἶχε τήν ἁμαρτία καί τό ὄνομά της τήν πονηρία. Αὐτή, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε λάβει θέση γιά φαγητό στήν οἰκία τοῦ Φαρισαίου, μονολόγησε: Μέσα βρίσκεται ὁ Χριστός, πού ξεχειλίζει φιλανθρωπία καί πηγάζει οἰκτιρμούς· μέσα βρίσκεται ὁ Χριστός, πού μέ τόν λόγο Του θεραπεύει καί περιθάλπει ἀσθενεῖς· μέσα βρίσκεται ὁ Χριστός πού Τόν ὑμνοῦν οἱ Ἄγγελοι καί ζεῖ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους σάν ἕνας ἀπό αὐτούς· μέσα εἶναι ὁ Χριστός ὁ σύνθρονος μέ τόν Πατέρα καί πού παρακάθηται στό ἴδιο τραπέζι μέ τόν Φαρισαῖο καί πίνει μαζί του· μέσα εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος τρέφει ὅλους μέ τήν θεότητά Του καί ζεῖ γιά τήν ἀνθρωπότητα· μέσα εἶναι ὁ Χριστός καί ἀνέχεται τραπέζι φαρισαϊκό Αὐτός πού γεμίζει κάθε τραπέζι μέ κάθε εἴδους ἀγαθά· καί θεώρησε πέρα γιά πέρα ἄξιο τιμῆς τόν Φαρισαῖο, ὥστε νά εἰσέλθει στό σπίτι του· ὁ ἀναμάρτητος ἀνέχθηκε μέ ὅλη Του τήν καρδιά νά συμφάγει μέ τόν ἁμαρτωλό. Ἔχω βάσιμες καί καλές ἐλπίδες γιά τίς δικές μου ἁμαρτίες. Γιατί Αὐτός πού ἔδειξε τέτοια συμπεριφορά πρός τόν Φαρισαῖο θά εἶναι ἐξάπαντος καί ἀπέναντί μου καλός καί φιλάνθρωπος.

Βρῆκα, ὅπως τό ἐπιθυμοῦσα, τόν Σωτῆρα ὅλων, βρῆκα Αὐτόν πού βρίσκει ὅσους Τόν ἀναζητοῦν, βρῆκα Αὐτόν πού ἐπιδιώκει νά βρεῖ ὅσους Τόν ποθοῦν, βρῆκα Αὐτόν πού τρέχει γρήγορα πρός αὐτούς πού τρέχουν νά Τόν βροῦν καί προϋπαντᾶ ὅσους κατευθύνονται πρός Αὐτόν, βρῆκα βοηθό καί ὑποστηρικτή μου καί τόν κατάλληλο καιρό καί τόν κατάλληλο τόπο. Ἄς εἰσέλθω στήν καθαρή πηγή ἐγώ πού μέ ἔχει βυθίσει στόν βοῦρκο ἡ φιληδονία· ἄς μήν παραμείνω λερωμένη τώρα πού φάνηκε μιά τέτοια πηγή· θά λουσθῶ δωρεάν· γιατί ἔτσι θέλει ἡ πηγή. Ἄς εἰσέλθω στό αἰώνιο φῶς ἐγώ πού χρησιμοποιοῦσα καί τίς ἡμέρες σάν νύχτες· ἄς δῶ τό οὐράνιο φῶς μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ· ἄς εἰσέλθω πρός τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης ἐγώ πού κουβαλῶ μαζί μου τό σκοτάδι τῆς ἀδικίας. Γιατί ποιός ἔρχεται σέ συνάφεια μέ τό φῶς καί δέν μετέχει τοῦ φωτός; Ἄς μπῶ γιά νά συναντήσω τόν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν, ὁ Ὁποῖος γιά χάρη μου ἦλθε κοντά μου καί ἐγκαταστάθηκε σ’ αὐτό τό σπίτι καί, ὅπως φαίνεται, περιμένει ἀπό καιρό τήν προσέλευσή μου· ἄς εἰσέλθω πρός τόν οὐράνιο ἰατρό ἐγώ πού ὅλοι μ’ ἔχουν ἀπορρίψει· ἄς εἰσέλθω πρός τόν οὐράνιο ἰατρό ἐγώ πού, ἐνῶ εἶμαι σωματικά ὑγιής, νοσῶ ψυχικά· γιατί μόλις μέ δεῖ στήν κατάσταση πού βρίσκομαι, μπορεῖ νά βάλει φάρμακο ἐπάνω στά πάθη μου, τό ὁποῖο εἶναι σέ θέση νά ναρκώσει κάθε πόνο. Θά Τοῦ δείξω τίς πληγές μου, πού βέβαια τίς γνωρίζει, καί θά λάβω τό φάρμακο. Ἄς εἰσέλθω πρός τήν μοναδική ζωή ἐγώ πού λόγω τῆς βρωμερῆς ζωῆς μου ἀπέκλεισα τόν ἑαυτό μου ἀπό τή ζωή· ἄς παρουσιασθῶ μπροστά στόν φιλάνθρωπο δικαστή ἡ ἀξιοκατάκριτη. Θά ἀπαλλαγῶ ἀπό τίς εὐθύνες τῶν ἁμαρτιῶν μου πρό τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, θά ἀποφύγω τήν κρίση καί τήν καταδίκη μου πρίν ἀπό τή φοβερή κρίση, θά κλέψω κρυφά τά μαστίγια τῆς δίκαιης τιμωρίας μου πρίν ἀπό τήν ὥρα τοῦ φρικτοῦ βήματος · πρίν δῶ τόν Χριστό νά ἀποφαίνεται καί νά ἀποφασίζει ὡς δικαστής, ἄς Τόν δῶ νά συζητᾶ μέ φιλανθρωπία· πρίν φοβηθῶ τόν τιμωρό Κύριο, θά Τόν καλοπιάσω μπροστά Του. Δέν εἶμαι ἡ πρώτη πού τολμῶ νά Τόν πλησιάσω· ἤδη, ὅπως ἄκουσα, καί κάποια ἄλλη, γυναῖκα Σαμαρείτιδα, παράνομη γιά τόν μωσαϊκό νόμο, συνάντησε τήν Πηγή τῆς ζωῆς δίπλα στήν πηγή (τοῦ φρέατος τοῦ Ἰακώβ) καί ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ, ἀφοῦ ἄντλησε τήν θεογνωσία. Καί πάλι μιά ἄλλη γυναίκα ἀπό τό γένος τῶν Χαναναίων, ἐλεύθερος βλαστός τοῦ καταραμένου καί δουλικοῦ (εἰδωλολατρικοῦ) σπέρματος, συνάντησε τόν Κύριο καί ζήτησε τή βοήθειά Του ἐναντίον τοῦ δαίμονος πού τυραννοῦσε τή μονάκριβη θυγατέρα της. Ἔτσι, μέ τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ ἀνέτρεψε τήν ὡς τότε κατάσταση καί ἀπέκτησε τήν ἐξουσία κατά τοῦ δαίμονος καί ἡ μητέρα ἔγινε γιατρός τῆς κόρης της. Καί αὐτός ὁ ἀνελέητος καί βάρβαρος δαίμονας δέν τόλμησε πιά νά ξαναπλησιάσει τό κορίτσι, ἐπειδή φοβήθηκε τή διαταγή τῆς φωνῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἄς τήν μιμηθῶ λοιπόν κι ἐγώ αὐτήν κι ἄς πλησιάσω σ’ Αὐτόν πού τά πάντα χαρίζει καί μπορεῖ καί ἐπιθυμεῖ. Ἄς χρησιμοποιήσω τή συνήθεια τῆς ἀναίδειας γιά τό συμφέρον μου· θά σταθῶ αὐτόκλητη μπροστά στόν Σωτῆρα πού γευματίζει. Θά λύσω τά μαλλιά μου καί θά θρηνήσω τήν ἀθλιότητά μου. Θά καταστρέψω τά πολύπλοκα δίχτυα τῆς ἁμαρτίας, γιά νά θηρεύσω τή συγγνώμη ἀπό Αὐτόν πού ἀφειδῶς τή χορηγεῖ· θά κλάψω μιά φορά μέ εἰλικρίνεια ἐγώ πού πολλές φορές ἔχω γελάσει ξεδιάντροπα· θά κλάψω τώρα μπροστά στόν φιλάνθρωπο κριτή, γιά νά μήν κλάψω ἀνώφελα στό τέλος. Θά θρηνήσω τώρα λίγο, γιά νά μή θρηνήσω τότε πολύ. Θά καταβρέξω τά πόδια τοῦ Χριστοῦ μέ τά δάκρυά μου, γιά νά ξεπλύνει Ἐκεῖνος μέ τό λόγια Του τίς ἁμαρτίες μου· θά σπογγίσω μέ τίς πλεξοῦδες μου τά δάκρυά μου, γιά νά ἐξαγιασθοῦν κάπως καί αὐτές ἀπό τό ἄγγιγμα αὐτό· θά καταφιλήσω τά ἄχραντα πέλματα τῶν ποδιῶν Του, τά ὁποῖα καταφίλησε καί τό πέλαγος, ὥστε μέ τά σώφρονα καί ἁγνά φιλήματα νά φτύσω τό δηλητήριο τῶν ὡς τώρα ἀκόλαστων φιλημάτων· θά ἀγκαλιάσω τά θεϊκά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, τά παρθενικά, τά ὁποῖα ἀπό Μητέρα παρθένο γεννήθηκαν, γιά νά διοχετεύσω κάποια σταγόνα δικαιοσύνης ἀπό ἐκεῖνα τά ἅγια μέλη στά δικά μου ἀξιοκατάκριτα μέλη. Θά λυγίσει μπροστά στίς ἐκδηλώσεις μου αὐτές ὁ Εὔσπλαγχνος. Θά ἐλεήσει αὐτήν πού πέφτει μπροστά Του, τήν ὁποία δέν τιμώρησε ὅταν ἁμάρτανε· θά ἐλεήσει τήν γονυπετοῦσα, τήν ὁποία εὐεργετοῦσε κι ὅταν ἀκόμα χοροπηδοῦσε ἄτακτα· θά ἐλεήσει αὐτήν πού θέλει νά σωθεῖ, τήν ὁποία βρῆκε χαμένη καί μέ πραότητα ἔφερε κοντά Του. Δέν ἀντέχει ὁ Κύριος νά παραβλέψει τά γνήσια δάκρυα, δέν μπορεῖ νά μή φανεῖ καί σέ μένα αὐτό πού ἀπό τή φύση Του εἶναι, δηλαδή εὔσπλαγχνος· ἔχει μεγάλη δύναμη ἐνώπιόν Του ὁ στεναγμός πού ἀνέρχεται ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς· ἔχει μεγάλη παρρησία πρός Αὐτόν ἡ μετάνοια· ἐξάπαντος θά πεῖ καί σέ μένα κάτι ἥμερο καί γαλήνιο καί ταιριαστό στή θεότητά Του.

Αὐτά ἐμελέτησε ἡ σοφή, αὐτά ἔπραξε ἡ πιστή γυναίκα. Καί ἀφοῦ στολίσθηκε μέ τό κάλυμμα πού ἁρμόζει σέ γυναῖκες, σάν παρθένος καί ὄχι σάν πόρνη, καί ἔτσι ἔκρυψε, σάν σέ θέατρο, ὁλόκληρη τή μορφή της πού ὡς τότε ὅλοι γνώριζαν, καί ἀφοῦ ἐξέτασε γύρω-γύρω μέ ἀσφάλεια καί πρόσεξε νά μήν μπεῖ μαζί της, ὅταν θά παρουσιαζόταν στόν Κύριο, κάποιο γνώρισμα καί κάποια ἐκδήλωση πόρνης, πού θά τήν πρόδιδε καί θά τήν κατέκρινε, ὅρμησε μέσα στό δωμάτιο τοῦ Φαρισαίου καί ἀφοῦ στάθηκε μπροστά στά πόδια τοῦ δεσπότου Χριστοῦ, πραγματοποίησε τήν προμελετημένη ἀπόφασή της.

«Κομίσασα γάρ», λέει τό Εὐαγγέλιο, «ἀλάβαστρον μύρου καί στᾶσα παρά τούς πόδας αὐτοῦ ὀπίσω, κλαίουσα ἤρξατο βρέχειν τούς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καί ταῖς θριξί τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε καί κατεφίλει τούς πόδας αὐτοῦ, καί ἤλειφε τῷ μύρῳ» (Λουκ. ζ΄, 37-38), μιλώντας μέ τή σιωπή της καί φωνάζοντας μέ τή σιγή της καί λέγοντας ἀπό μέσα της, ἀπό τήν ψυχή της, πρός Αὐτόν πού ξέρει νά ἀκούει τίς πονεμένες ψυχές καί τά σιωπηλά στόματα, γράφοντας, ὅπως πιστεύουμε, μέ τά δάκρυά της μιά τέτοια ἱκεσία:

Ἀπό μόνη μου παραπέταξα τόν ἑαυτό μου σάν ἀπολωλός πρόβατο· σέ ἀναγνώρισα ὅμως ὡς Δεσπότη μου, τόν ποιμένα καί Κύριό μου. Ἔπεσα μέ τή θέλησή μου στό στόμα τῶν θηρίων, ἀλλά τό κατάλαβα καί ξέφυγα ἀπό τά πικρά δαγκώματα τοῦ λύκου. Πολλές φορές ναυάγησα ἐθελουσίως, ἀλλά σώθηκα ἀπό τό ναυάγιο, ἀφοῦ κράτησα ὡς ἄγκυρα τήν παρουσία Σου. Δέν ἔχω βέβαια παρρησία· διότι στερεῖται παρρησίας ὁ κάθε ἁμαρτωλός. Δέν ἔχω καμμιά δικαιολογία· διότι κάθε ἁμαρτωλός εἶναι ἀδικαιολόγητος καί παράνομος. Δέν ἔχω φωνή· διότι εἶναι ἄφωνος ὁ κάθε κατάδικος. Μοῦ φράζει καί μοῦ κλείνει στό στόμα ἡ πονηρή μου συνείδηση, τήν ὁποία διέφθειρε ὁ διεφθαρμένος μου βίος. Μοῦ δένει τή γλῶσσα ὁ πλοῦτος πού μέ κατηγορεῖ, φωνάζοντάς μου ἀπό μέσα μου: Κλεῖσε τά λόγια πίσω ἀπό τά χείλη σου· διότι τό στόμα τῶν ἁμαρτωλῶν δέν ἔχει παρρησία νά ἀπευθύνει λόγους πρός τόν Θεό καί ἡ ἀξιοκατάκριτη γλῶσσα δέν ἁρμόζει νά τόν ἱκετεύει καί ὁ κίβδηλος καί ἀνειλικρινής λόγος δέν ἔχει πρόσωπο νά Τοῦ ζητήσει χάρη. Μέ τή σιωπή μου ἐκθέτω τή ζωή μου σέ Σένα πού ὅλα τά γνωρίζεις· μιλῶ μέ τήν ὄψη μου, φωνάζω μέ τή μορφή μου, διακηρύσσω μέ τά μάτια μου τίς ἀνομίες μου, μέ τά δάκρυά μου ἐξομολογοῦμαι τά σφάλματά μου, μέ τούς στεναγμούς μου ὁμολογῶ δημόσια Ἐσένα πού εἶσαι ὁ μόνος πού δέν εἶναι δυνατόν νά κρυφθεῖς. Πέφτω μπροστά στά πόδια Σου, τοῦ Βασιλέως τῶν οὐρανῶν σάν αἰχμάλωτη μαζί μέ ὅλα τά ὅπλα μου. Καί Σοῦ προσφέρω, φιλάνθρωπε, ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μου μέ τά ὁποῖα ἐξεστράτευσα ἐναντίον σου, ἀλλά περισσότερο ἐναντίον μου. Ἐλέησε τήν κεφαλή αὐτή, «Διότι οἱ ἀνομίες μου ὑψώθηκαν σάν κύματα ἐπάνω ἀπό τήν κεφαλή μου»· ἐλέησε αὐτές τίς τρίχες πού Σύ ἔπλασες· ἐλέησε αὐτά τά μάτια τά ὁποῖα ἐδημιούργησες· ἐλέησε αὐτόν τόν πηλό τόν ὁποῖο Σύ ἐμορφοποίησες, ὥστε νά γίνει περικαλλής, ἐνῶ ἐγώ ἔκανα κακή χρήση τῆς ὀμορφιᾶς μου καί τήν μετέτρεψα σέ ἀκαλαίσθητη ἀσχήμια· ἐλέησε τήν εἰκόνα Σου, στήν ὁποία ὁ ἐχθρός (διάβολος) ἔπαιξε τά παιχνίδια πού ἤθελε· ἐλέησε τή δική Σου εἰκόνα, τήν ὁποία ὁ ἐχθρός σου ἔσυρε ἐδῶ κι ἐκεῖ σάν ἀδέσποτη. Δέξου ὡς λύτρα τά δάκρυά μου καί ὡς ἀγαθός πού εἶσαι ἀπάλλαξέ με ἀπό τίς βαρειές μου ἁμαρτίες. Μόνο νά τό θελήσεις, καί ἔχω κιόλας λυθεῖ. Κάνε μόνον ἕνα νεῦμα, καί ἔχω ἤδη λυτρωθεῖ. Δῶσε ἐντολή καί ἔχει ἐπιτευχθεῖ αὐτό πού ἐπιθυμεῖς. Διότι αὐτό τό ὁποῖο Ἐσύ θέλεις εἶναι κιόλας πραγματικότητα. Καί τά λόγια Σου εἶναι ἔργα. Ἄς λάβω τήν ἐλευθερία ἀπό τά ἄχραντα πόδια Σου, ὅπως ἔκλεψε ἡ αἱμορροοῦσα τή θεραπεία, ἐγγίζοντας καί μόνον τό κράσπεδο τοῦ ἐνδύματός Σου, διότι Σύ θέλησες νά κλαπεῖ αὐτή (ἐνν. ἡ θεραπεία). Ἄς διηγοῦνται οἱ μεταγενέστεροι τή φιλανθρωπία πού ἔδειξες πρός τό πρόσωπό μου. Παράπεμψε ἐμένα καί ὅσα συμβαίνουν σέ μένα ὡς μιά ὡραία ὑπόμνηση τῆς εὐσπλαγχνίας Σου γιά τίς κατοπινές γενεές. Ἄς λένε ὅλοι πώς κάποτε μιά παράνομη καί ἀξιοκατάκριτη πόρνη πλησίασε μετανοημένη τόν Χριστό κι Ἐκεῖνος τήν ἐδικαίωσε. Καί βλέποντας ὅλοι (τή δική μου περίπτωση) ἄς σέ πλησιάσουν μαζί μου καί ἄς ἁρπάξουν τίς δωρεές πού προσφέρεις. Δίκαιε καί φιλάνθρωπε Κριτά, πού λόγω τῆς πολλῆς Σου φιλανθρωπίας συναναστρέφεσαι ἀκόμα καί τούς κατάδικους, ἔτσι προσῆλθα σέ Σένα, ὡς κριτή, ἔτσι καί σύ ὑπαγόρευσέ μου τήν συγχώρηση· μή διαπομπεύσεις τίς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον ὅλης τῆς κτίσεως, μή δημοσιοποιήσεις τίς ἀνομίες μου στό μελλοντικό δικαστήριο· μή μέ στείλεις στήν αἰώνια φωτιά, ἡ ὁποία ἔχει ὡς καύσιμη ὕλη τή ζωή τῶν ραθύμων. Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τῆς Παρθένου Μαρίας καί δημιουργέ τῆς Παρθένου, γιά χάρη τῆς Παρθένου καί Μητέρας Σου, ἡ ὁποία παρέμεινε καί πάλι Παρθένος, ἐξ αἰτίας ἐκείνης τῆς Ἁγίας ἀποκατάστησε ἐμένα τήν βδελυρή καί κάνε με λαμπρή καί καθαρή. Καί Σύ ἀπό γυναῖκα γεννήθηκες, ὅπως Ἐσύ Μόνος γνωρίζεις, καί ξέρεις τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία.

Καί ἐνῶ τέτοια ἔλεγε μέσα της ἡ πιστή γυναῖκα καί ἐδέετο, ἐκεῖ κοντά εὑρισκόμενος ὁ Σωτήρ, ἀνακεκλιμένος στό ἀνάκλιντρο καί ἐντρυφώντας στά κλάμματά της καί ἀπολαμβάνοντας τά δάκρυα τῆς μετανοίας της καί λαχταρώντας τή δίψα τῆς γυναίκας πού διψοῦσε τήν συγγνώμη Του, ἐπέτρεπε σ’ αὐτήν πού πολύ τό ἐπιθυμοῦσε νά ἀπολαμβάνει τό ἀντικείμενο τοῦ πόθου της καί νά ἐγγίσει μέ μεγάλη ἀπόλαυση τά πόδια Του.

Τότε οἱ Φαρισαῖοι ψιθύριζαν σιγανά λέγοντας μεταξύ τους: Τί εἶναι αὐτό τό περίεργο καί παράδοξο θέαμα; Ποιός δίδαξε αὐτή τήν πόρνη νά συμπεριφέρεται μέ σωφροσύνη; Ποιός ἔπεισε τή γυναῖκα αὐτή πού εἶχε παραδοθεῖ στίς αἰσχρές ἡδονές νά σκέφτεται μέ τόν τρόπο αὐτό; Δέν εἶναι αὐτή πού ἀποτελεῖ τή δημόσια αἰσχύνη τῆς πόλεώς μας; Δέν εἶναι αὐτή πού γινόταν γυναῖκα ὁποιουδήποτε τήν ἐπιθυμοῦσε; Δέν εἶναι αὐτή πού ἀποτελοῦσε τόν κατήγορο τῆς ἁμαρτίας τοῦ κάθε ἀνδρός; Δέν εἶναι αὐτή πού μισεῖ τή σωφροσύνη καί καταστρέφει τούς νομίμους γάμους; Δέν εἶναι αὐτή πού ληστεύει τούς ἀνθρώπους κολακεύοντάς τους; Πῶς λοιπόν εἶναι δυνατόν, ἐνῶ ἦταν τέτοια, νά ἀλλάξει ριζικά; Πῶς δείχνει νά ἀγαπᾶ τά δάκρυα καί τό πένθος γιά τίς ἁμαρτίες της αὐτή πού λαχταροῦσε τά γέλια καί τίς ἀπολαύσεις; Πῶς μεταπήδησε σ’ αὐτή τή φρόνιμη ἐμφάνιση καί συμπεριφορά αὐτή πού ἦταν ἄσοφη καί παράκαιρη καί πού μέ τή μορφή καί τό βλέμμα της καί τό σχῆμα καί τό περίεργο βάδισμα καί μέ ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός της προετοίμαζε ὅλους γιά τόν θάνατο; Ὤ, τί ἀπροσδόκητη μεταβολή! Ὤ, τί παράξενη ἀλλαγή!

Οἱ ὑπηρέτες τέτοια λόγια ἔλεγαν, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος πού κάλεσε στό σπίτι του τόν Ἰησοῦ ἔλεγε βάζοντας βλάσφημους λογισμούς στήν ψυχή του: «Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἄν τίς καί ποταπή ἡ γυνή, ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστιν» (=Αὐτός ἄν ἦταν προφήτης, θά γνώριζε ποιά εἶναι καί ποιό διεφθαρμένο βίο ἔχει ἡ γυναίκα αὐτή, πού τόν ἐγγίζει· θά γνώριζε δηλαδή ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή) (Λουκ. ζ΄ 39). Ἀφελῶς, προσέθεσε, καί στήν τύχη τόν ἀποκαλοῦν προφήτη. Ξεγελάσθηκα μαζί μέ τούς ἄλλους κι ἐγώ καί τόν ἔβαλα μέσα στό σπίτι μου ὡς ἐξεταστή τῶν ἀδήλων καί δυσνοήτων πραγμάτων. Γιατί ἄν ἦταν προφήτης, θά γνώριζε μέ σαφήνεια τά μέλλοντα. Ἀφοῦ δέν γνωρίζει αὐτή τή γυναῖκα πού εἶναι σέ ὅλους φανερή καί πασίγνωστη, πῶς μπορεῖ νά γνωρίζει ὅσα εἶναι ἀπόρρητα καί ἄγνωστα σέ ὅλους; Πῶς ἀνέχεται νά τόν ἐγγίζουν τά χέρια μιᾶς πόρνης; Πῶς δέν διώχνει ἀπό μακριά αὐτήν πού δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά μήν τό ἔχει κάνει μέ τό σῶμα της; Πῶς δέν ἀποστρέφεται αὐτήν τήν ἀηδιαστική καί ἐντελῶς ἀναίσχυντη;

Ὁ Φαρισαῖος κακίζει τήν πολλή φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ ὡς ἄγνοια καί ἀποκαλεῖ ἄγνοια τή συγκατάβασή του, ἐνῶ ὁ ἴδιος δέν εἶναι σέ θέση νά ἀντιληφθεῖ αὐτό πού ἔλαβε χώρα μπροστά στά μάτια του.

«Καί ἀποκριθείς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρός αὐτόν∙ ἔχω σοί τι εἰπεῖν» (=Καί ὁ Ἰησοῦς ἀπαντώντας στίς ἀπόκρυφες σκέψεις τοῦ Φαρισαίου, τοῦ εἶπε: ἔχω κάτι νά σοῦ πῶ)  (Λουκ. ζ΄ 40): Ξέρω τί λές χωρίς καθόλου νά μιλᾶς, ξέρω τί μουρμουρίζεις σωπαίνοντας, ξέρω τί φωνάζεις σιωπηλός, ξέρω καί αὐτή τί συζητᾶ μαζί μου μέ τή σκέψη της, ξέρω κι ἐγώ πόσους κακούς λογισμούς κάνεις μέσα σου σέ βάρος μου. Θά σοῦ διηγηθῶ τίς φωνές τῶν σκέψεών σου, θά ἀποκαλύψω τίς βλασφημίες σου, θά δημοσιοποιήσω ὅσα διανοεῖσαι σάν νά εἶμαι ἐγκατεστημένος στούς λογισμούς τῆς ψυχῆς σου. Ἔτσι λές: «Ἄν ἦταν προφήτης, θά γνώριζε ποιά εἶναι καί πόσο διεφθαρμένο βίο ἔχει ἡ γυναῖκα αὐτή, πού τόν ἐγγίζει· θά γνώριζε δηλαδή ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή». Αὐτά εἶναι πού σκέφτεσαι. Πῶς λοιπόν θά γνώριζα τή ζάλη τῶν λογισμῶν πού κλωθογυρίζουν στά βάθη τῆς διανοίας σου, ἄν δέν ἤμουν Θεός καί δημιουργός τῶν ὅλων; Ὅπως σύ ὁ ἴδιος ὑποψιάζεσαι ἀπό τήν ἀπάντηση, πρέπει νά ἀντιληφθεῖς ποιός εἶμαι ἐγώ ὁ ὁποῖος σοῦ ἀπαντῶ, ἑνῶ σύ δέν μιλᾶς καθόλου. Ξεσκεπάζω τά λόγια τῆς ψυχῆς σου. Ἄν ἤμουν προφήτης, θά γνώριζα ποιά ἦταν καί πόσο κακῆς διαγωγῆς ἦταν ἡ γυναίκα αὐτή; Καί γιατί νά χρειάζεται προφητική ἔλλαμψη γιά ἕνα γνωστό πρόσωπο; Δέν γνωρίζω αὐτήν πού δέσποζε στήν ἀγορά; Δέν γνωρίζω αὐτήν γιά χάρη τῆς ὁποίας ἦλθα στό σπίτι σου; Γνωρίζω τή γυναίκα καί τήν κακή διαγωγή της. Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε κρυφό γιά τό μάτι τῆς θεότητος, οὔτε πλεονέκτης οὔτε πονηρός. Γνωρίζω ποιά εἶναι ἡ γυναίκα, πόσο κακή εἶναι ἡ διαγωγή της καί ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή. Καί γι’ αὐτό χαίρομαι πού κρατᾶ τά πόδια μου, γιά νά σώσω ὡς Θεός αὐτήν πού μέ εὐλάβεια μέ κρατάει. Διότι δέν μέ μολύνουν τά χέρια της, ἀλλά ἐγώ τήν καθιστῶ καθαρή. Γιατί ὁ βόρβορος δέν μπορεῖ νά σκοτεινιάσει τόν ἥλιο, ὁ πηλός δέν ἀλλάζει τόν μαργαρίτη, ἡ ἁμαρτία δέν μπορεῖ νά ἀκουμπήσει τόν ἀναμάρτητο. Δέν ἤγγισα τόν πρώην λεπρό καί ἀπαλλάχτηκε ἀπό τήν νόσο; Μήπως ἔγινα λεπρός, ἐπειδή πλησίασα τόν λεπρό; Ἔτσι καί τώρα κάνοντας τά συνηθισμένα θαύματά μου τήν μεταστρέφω αὐτήν πρός τήν ἁγιότητα· ἐπειδή ἀνέχομαι νά μέ ἀκουμπήσει τό χέρι της δέν ἀποκτῶ τή δική της κακή ποιότητα. Γιατί εἶμαι γιατρός. Καί γιατρός πού δέν θεραπεύω σωματικά τραύματα καί σαπισμένα μέλη καί πληγές πού πυορροοῦν, ἀλλά ἐργάζομαι γιά τή σωτηρία τῶν ψυχικά ἀσθενῶν. Εἶμαι ὁ δημιουργός καί λυπᾶμαι τό πλάσμα μου. Εἶμαι κύριος καί δέν ἀνέχομαι νά ὑποστεῖ βλάβη μιά δούλη πού ἀγαπᾶ τόν κύριό της. Εἶμαι τσοπάνος καί χαίρομαι δικαιολογημένα πού βρῆκα τό πλανημένο μου πρόβατο. Εἶμαι λιμάνι καί  ὑποδέχομαι ὅλους ὅσοι ἀγκυροβολοῦν σ’ αὐτό.

«Σίμων, ἔχω σοί τι εἴπεῖν. Δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι». (=Σίμων ἔχω νά σοῦ πῶ κάτι. Ἕνας δανειστής εἶχε δύο χρεωφειλέτες) (Λουκ. ζ΄ 40-41). Ὡς τώρα ἤσουν μέ τό μέρος της. Γιατί ἐκστρατεύεις ἐναντίον της σάν νά εἶσαι ὁ μόνος πού ἀνέβηκες στήν ἀκρόπολη τῶν ἀρετῶν; Ὡς τώρα ἤσουν ὑπόλογος ἀπέναντί μου. Γιατί λοιπόν τήν κατακρίνεις σάν νά εἶσαι ὁ μόνος ἀθῶος; Καί ἐσύ καί αὐτή εἶσθε χρεωφειλέτες μου. Ἐγώ εἶμαι ὁ δανειστής σας. Δάνεισα σέ σένα καί σ’ αὐτή τή γυναικούλα τήν παρούσα ζωή. «Ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δέ ἕτερος πεντήκοντα»(=ἕνας χρωστοῦσε πεντακόσια δηνάρια κι ὁ ἄλλος πενῆντα) (Λουκ. ζ΄ 41). Αὐτή χρωστάει πεντακόσια δηνάρια, γιατί ἔκανε πολλές ἁμαρτίες. Ἑσύ χρωστᾶς πενῆντα, γιατί ἔφταιξες λίγο. Ἀλλ’ ὅμως πρέπει νά λογοδοτήσεις γιά τή ζωή σου. «Μή ἐχόντων δέ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο» (=ἐπειδή ὅμως αὐτοί ἀδυνατοῦσαν νά ἐπιστρέψουν τά δανεικά, ὁ δανειστής χάρισε καί στούς δύο τό χρέος ) (Λουκ. ζ΄42). Χάρισα σέ σένα τά μικρά, χαρίζω καί σ’ αὐτήν τά μεγάλα παραπτώματα. Ἐσύ πρῶτος ἀπήλαυσες τήν παρουσία μου, ἄς ἀπολαύσει καί αὐτή τήν ἀμνησικακία μου. Ἤθελες νά φανῶ ἀπέναντί σου φιλάνθρωπος καί ἀπέναντί της ἀπάνθρωπος; Ἀλλά δέν ἀνέχομαι νά ἐξουσιάζεις ἐσύ τήν ἀγαθότητά μου. Ἄν ἐσύ βρισκόσουν σέ μιά τέτοια θέση σάν τή δική της κι αὐτή στή δική σου, θά ἤθελες νά ἔλεγε αὐτή γιά σένα αὐτά πού ἐσύ σκέφτεσαι ἐναντίον της; Δέν ἄκουσες ὅτι: Μή θέλεις νά κάνεις ὅσα δέν θέλεις νά πάθεις; Γιατί αὐτός εἶναι ὁ κοινός νόμος τῆς φύσεως. «Τίς οὖν, εἰπέ μοι, πλέον ἀγαπήσει αὐτόν;» (=πές μου λοιπόν, ποιός θά τόν ἀγαπήσει περισσότερο;) (Λουκ. ζ΄ 42).

«Ἀποκριθείς δέ ὁ Σίμων εἶπεν, Ὑπολαμβάνω, ὅτι ᾧ τό πλέον ἐχαρίσατο. Καί πρός αὐτόν ὁ Σωτήρ∙ ὀρθῶς ἔκρινας» (= Ἀποκρίθηκε ὁ Σίμων καί εἶπε: Νομίζω ὅτι ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ὁ δανειστής δάνεισε τό πιό μεγάλο χρεός. Καί ὁ Σωτήρ τοῦ εἶπε: ἔκρινες ὀρθά.) (Λουκ. ζ΄ 43). Μεῖνε λοιπόν σταθερός στήν ἀπόφαση πού πρῶτος ἔλαβες. «Καί στραφείς πρός τήν γυναῖκα, τῷ Σίμωνι λέγει, Βλέπεις ταύτην τήν γυναῖκα;» (=Καί ἀφοῦ στράφηκε πρός τήν γυναῖκα, εἶπε στόν Σίμωνα: Βλέπεις αὐτήν τήν γυναῖκα;)  (Λουκ. ζ΄44). Ἐγώ δέν ἀποκαλῶ πιά πόρνη αὐτήν πού καί μέ τίς πράξεις ἀπέβαλε καί τό ὄνομα. Βλέπεις αὐτή τή γυναῖκα πού αὐτόκλητη ἦλθε κοντά μας, πού ἐπιδεικνύει ἀξιέπαινη ἀναίδεια, πού ἀσκεῖ προσφιλῆ ἀναισχυντία, πού καθοδηγεῖ στόν δρόμο πού ὁδηγεῖ πρός ἐμένα, τήν ἀρχόντισσα τῆς εὐσεβείας, τήν διδάσκαλο τῆς μετανοίας, αὐτήν πού ἔμπρακτα δίδαξε τίς σωστές πράξες, πού κλαίει ἀσταμάτητα, τήν παρρησία τῶν ἁμαρτωλῶν, τήν κήρυκα τῆς εὐσπλαγχνίας μου, αὐτήν πού ἔκανε τό σπίτι σου ἐκκλησία, πού προσεύχεται στόν Θεό μόνη πρός μόνον, πού ἄνθρωπο μέ βλέπει, ἀλλά μέ ἱκετεύει ὡς Θεό, ἐνῶ δέν διαθέτω οὔτε δορυφόρους στρατιῶτες οὔτε βῆμα δικαστικό. Γονατίζει μπροστά μου σάν σέ δικαστή, προσκυνεῖ τόν ἀνακεκλιμένο. Βλέπεις αὐτήν τήν γυναῖκα τήν ἀκούραστη, τήν ἐργάτιδα τῶν ἀγαθῶν, αὐτήν πού μέ τά μαλλιά καί τά δάκρυά της ὕφανε γιά τόν ἑαυτό της τή στολή τῆς ἀθανασίας, αὐτήν πού ἱκετεύει γιά τόν ἑαυτό της μέ ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός της, τήν ἄπληστη γιά ὅσα δέν ἔπρεπε νά δεῖ, κι ἀκόμη πιό ἄπληστη γιά ὅσα μακαρίζεται ἡ ὑπερβολή.

Σκέψου τί ἔκανες ἐσύ καί κοίταξε τί ἔχει κάνει αὐτή καί θά στεφανώσεις μαζί μου αὐτήν πού στεφάνωσε τόν ἑαυτό της. Κι ἄν δέν θαυμάσεις κι ἐσύ τήν εὐσέβεια καί τήν ἐργασία, τότε νά κατηγορεῖς τήν εὐσπλαγχνία μου. Εἰσῆλθα στήν οἰκία σου ἐγώ ὁ Χριστός, ἐγώ ὁ ὁποῖος εὑρίσκομαι συγχρόνως  ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ καί παντοῦ καί ἐδῶ ὅπως τώρα μέ βλέπεις, καί ἔχω τιμήσει μέ τήν παρουσία μου κι ἐσένα καί τόν οἶκο σου. Καί σύ δέν μοῦ ἔρριξες νερό νά πλύνω τά πόδια μου. Ἐσύ δέν ἔχυσες στά πόδια μου,  κάτι πού μποροῦσες νά κάνεις εὔκολα καί γρήγορα καί δέν ὑπῆρχε δυσκολία στήν προμήθειά του. Ὅμως αὐτή, τήν ὁποία ἐσύ κακίζεις, ἔβρεξε μέ τά δάκρυά της τά πόδια μου, τά ὁποῖα δέν κάλυψαν μέ νερό ὅλα τά ὕδατα καί τά κύματα τῆς θαλάσσης. Παρατηρεῖς ἕνα περίεργο πότισμα νά περιβρέχει τά πόδια μου. Βλέπεις μιά παράδοξη βροχή ἡ ὁποία δέν προέρχεται ἀπό νέφη, ἀλλά τήν γεννοῦν τά μάτια αὐτῆς τῆς γυναίκας. Ποιά πηγή βγάζει τόσα ἄφθονα νερά ὅσα εἶναι τά δάκρυά της; Ποιά κρήνη ἀναβλύζει τόσες πολλές σταγόνες καί δέν ἐλέγχεται; Αὐτή ἔβρεξε μέ τά δάκρυά της τά πόδια μου καί τά σκούπισε μέ τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς της καί κατασκεύασε τίς τρίχες της παράξενο μάκτρο κι ἔκανε τίς πλεξοῦδες της παράδοξο προσόψι μέ τό ὁποῖο σκούπισε τά πόδια μου. Ἐσύ δέν μοῦ ἔδωσες φίλημα. Δέν μέ θεώρησες ἄξιο νά μέ φιλήσεις στό στόμα. Ἐνῶ αὐτή ἀπό τή στιγμή πού εἰσῆλθε δέν σταμάτησε νά μοῦ καταφιλάει τά πόδια. Πόσο ταπεινή θέση ἔλαβε μπροστά μου! Τί θεῖα φιλήματα! Τί πνευματικά φιλήματα μέ τά ὁποῖα ἦταν σάν νά ἀπολογοῦνταν γιά τήν προηγούμενη ἀκατάστατη ζωή της! Ἐσύ δέν ἄλειψες τήν κεφαλή μου μέ λάδι (πού εἶναι τόσο φτηνό). Τό τιμιώτερο μέρος τοῦ σώματός μου δέν τό ἔβρεξες μέ ἁπλό λάδι. Αὐτή ὅμως μοῦ ἄλειψε τά πόδια μέ πανάκριβο εὐῶδες ἔλαιο!

Τί λοιπόν νομίζεις ὅτι πρέπει νά κάνω; Νἀ ἀποστραφῶ αὐτήν πού μοῦ προσφέρει μιά τέτοια φιλοξενία; Νά πετάξω μακρυά μου τά ἀγαπημένα μου δῶρα; Μήπως νά παραβλέψω μιά τέτοια καί τόσο μεγάλη διάθεση; Μήπως νά παραβλέψω μιά πίστη πού εἶναι ὑψηλότερη ἀπό τόν οὐρανό; Νά περιφρονήσω τέτοια καί τόσα καλά; Νά ἀδιαφορήσω γιά τούς τόσο ἀξιολύπητους στεναγμούς; Ἀλλά δέν εἶμαι τέτοιος. Νά ἀποστραφῶ τούς κρουνούς τῶν δακρύων της; Μά δέν μπορῶ. Νά ἀποστραφῶ τή δακρυσμένη μορφή; Ἀλλά ἐγώ ἔλαβα τή μορφή δούλου μόνο καί μόνο ἀπό φιλανθρωπία. Νά ἀρνηθῶ γιά χάρη σου τόν ἑαυτό μου; Νά μισήσω αὐτήν τήν γυναῖκα ἡ ὁποία τόσο γνήσια μέ ποθεῖ; Νά ἀπομακρύνω ἀπό κοντά μου αὐτήν πού περιπλέκεται στά πόδια μου; Νά διώξω τήν ἱκέτιδα χωρίς νά ἔχει ἐπιτύχει ὅσα ἤλπιζε; Νά ἱκανοποιήσω τή θέληση τοῦ διαβόλου; Νά χαρίσω τό θήραμα στόν ἐχθρό; Νά ξαναστείλω τό περιστέρι μου στό γεράκι; Νά μή λυπηθῶ αὐτήν πού τίποτε ἄλλο δέν λέει παρά μόνον τό, ἐλέησόν με; Νά μήν ἐλεήσω αὐτήν πού ξέφυγε μέ τά ἔργα της ἀπό τόν διάβολο καί κατέφυγε σέ μένα; Γιατί λοιπόν κατῆλθα ἀπό τούς οὐρανούς; Καί γιατί ἔχω περιβληθεῖ τό ὁρατό μου σῶμα; Καί γιατί βρέθηκα μέσα στήν οἰκία σου; Ἄν σκόπευα νά διώξω ἀπό κοντά μου αὐτήν πού παρουσιάσθηκε καί ἐπιθυμεῖ νά τήν θηρεύσω, γιά ποιό λόγο ἔλαβα θέση για κηνύγι; Ἀλλά, «Δέν ἦλθα νά καλέσω δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια». Γι’ αὐτό σοῦ λέω «Συγχωροῦνται οἱ πολλές της ἁμαρτίες, γιατί ἀγάπησε πολύ». Αὐτός πού ἀγαπᾶ λίγο, λίγο καί θά ἀγαπηθεῖ.

Ἀφοῦ εἶπε αὐτά ὁ Χριστός πρός τόν Φαρισαῖο ἀξίωσε τήν γυναῖκα πού τόν κατέβρεχε (μέ μύρο) βλέμματος καί λόγου ἤμερου καί καταδεκτικοῦ καί ἀφοῦ ἔσκυψε ἐλαφρά πρός αὐτήν πού τόν παρακαλοῦσε κρύβοντας τόν ἑαυτό της, τῆς ἀνακοίνωσε τήν ἀπόφαση πού ἐκείνη ἐπιθυμοῦσε, τήν ἄφεση δηλαδή τῶν ἁμαρτιῶν της. «Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι» (=εἶναι συγχωρημένες οἱ ἁμαρτίες σου) (Λουκ. ζ΄48). Δέξου, λοιπόν, γυναῖκα, τήν δέηση πού  ὑπογράφηκε μέ τά δάκρυά σου∙ δέξου τήν ἀνταπόδοση τῆς πίστεως, δέξου τίς ἀμοιβές τῆς ὑπακοῆς σου, δέξου τίς δωρεές τῆς εὐσεβείας, δέξου τόν στέφανο τῆς μετανοίας, δέξου τόν γλυκύτατο καρπό τῶν πικρῶν στεναγμῶν, δέξου τόν γλυκύτατο θερισμό τοῦ θλιβεροῦ σπόρου. Ἔσπειρες μέ δάκρυα, θέρισε μέ χαρά. Εἶναι συγχωρημένες οἱ ἁμαρτίες σου. Ἔσπασαν τά δεσμά τοῦ ἁμαρτωλοῦ σου βίου, διαλύθηκαν οἱ ἁλυσίδες τῆς πονηρίας. Ἀπαλλάχτηκες ἀπό τίς κατηγορίες καί τίς εὐθύνες, γλύτωσες τήν ἄσβεστη κάμινο τοῦ πυρός, ἔσβησες μιά τόσο μεγάλη φλόγα μέ λίγα δάκρυα, καταπάτησες τήν κεφαλή τοῦ πονηροῦ ἐχθροῦ, κατήγαγες λαμπρότατη νίκη κατά τοῦ ἀντιπάλου. «Θάρσει, θύγατερ, Θεός ὁ δικαιῶν, τίς ὁ κατακρίνων σε;» (=Ἔχε θάρρος θύγατερ, ὁ Θεός συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες σου. Ποιός μπορεῖ νά σέ κατακρίνει; ) (Ρωμ. η΄33-34). Ἐγώ ὁ κριτής γίνομαι ἐγγυητής τῆς συγχωρήσεως. Ποιός ἄλλος μπορεῖ νά ἀνατρέψει τήν ἀπόφασή μου; Ἐγώ ὁ δικαστής σέ ἀπαλλάσσω. Ποιός ἄλλος μπορεῖ νά σέ καταδικάσει; Ἔχε θάρρος, θυγατέρα. Ἀναλογίσου πόσο ἀνυψώθηκες ξαφνικά. Πῶς ἦλθες ἐδῶ ὡς ὑπόδικη καί ἀξιώθηκες νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τήν κατηγορία καί νά γίνεις θυγατέρα ἐμοῦ τοῦ βασιλέως τῶν οὐρανῶν. Ἦλθες ἐσύ τραυματισμένη γιά νά βρεῖς φάρμακο καί σάν βασίλισσα φόρεσες βασιλικό στεφάνι. Ξαναγεννήθηκες χωρίς μήτρα, ξαναπλάστηκες χωρίς πηλό, ξαναχύθηκες (σάν μέταλλο σέ καλούπι)  χωρίς φωτιά, βαπτίσθηκες χωρίς κολυμβήθρα. Ἐσύ γέμισες κολυμβήθρα μέ τά δάκρυά σου. Τά λόγια μου ἔγιναν τό βάπτισμά σου. Ὁ λόγος μου φωτισμός τοῦ προσώπου σου. «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε»  (=Ἔχε θάρρος κόρη  μου, ἡ πίστη σου σέ ἔχει σώσει)  (Λουκ. η.΄48). Σύμφωνα μέ τήν πίστη σου, ἄντλησες καί τήν ἄφεση. Ἔλαβες κατά τήν ἐπιθυμία σου. Βασίλευσες κατά τή θέλησή σου. Ἔσκυψες μέ τό σῶμα σου κι ὁλόκληρη γέμισες φῶς. «Σέ ἔχει σώσει ἡ πίστη σου».

Διότι ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας, ἡ πίστη εἶναι προοίμιο ἀθανασίας, ἡ πίστη εἶναι καθαρός ὀφθαλμός θεογνωσίας, ἡ πίστη βλέπει καί ἀόρατα. «Σέ ἔχει σώσει ἡ πίστη σου» . Μακάρι καί οἱ Ἰουδαῖοι νά εἶχαν μιμηθεῖ τήν πίστη σου!  Μακάρι καί οἱ Ἕλληνες νά ἤθελαν νά μιμηθοῦν την ἀπόφασή σου!  Μακάρι ὅλοι οἱ ἄνθρωπο νά μάθαιναν νά πιστεύουν ὅπως ἐσύ. «Πορεύου εἰς εἰρήνην» (=Πήγαινε στό καλό, ἥσυχη καί εἰρηνική) (Λουκ. η΄ 48). Διότι ἄν θά τό ἤθελες, θά μέ ἔχεις γιά πάντα μαζί σου καί δίπλα σου. Ἄν παραμείνεις ἁγνή ἔτσι, ποτέ δέν θά ἀποχωριστῶ ἀπό τήν διάνοιά σου. Ἄν φυλάξεις ἀμόλυντη τήν καθαρότητα πού ἔχεις τώρα, θά παραμείνω πάντοτε κοντά σου. Ἐάν μείνεις νύμφη παρθένος, θά εἶμαι γιά σένα νυμφίος παρθένος, νυμφίος φρουρός τῆς παρθενίας σου.  Ἄν δέν ἀθετήσεις τήν συμφωνία γάμου πού σήμερα πραγματοποιήθηκε μεταξύ μας, δέν θά διαλύσω τό συνοικέσιο. Ἐάν δέν πορνεύσεις ντροπιάζοντάς με, δέν θά παύσω νά σέ θεωρῶ δική μου. Ἐάν δέν ξανακάνεις μοιχούς λογισμούς -γεγονός τό ὁποῖο θά μέ προσβάλει- θά σέ δωρίσω, ὡς οὐράνιος μνηστήρας, καί τά οὐράνια ἀγαθά. Ἐάν φυλάξεις ἄτρωτο ἀπό τά βέλη τοῦ πονηροῦ τό φρόνημά σου ἀπέναντί μου, θά ἀπολαύσεις γά πάντα τήν εὔνοιά μου. «Πορεύου εἰς εἰρήνην».

Νά θυμᾶσαι τή σημερινή ἡμέρα, κατά τήν ὁποία ἀπήλαυσες τήν ἐλευθερία. Νά θυμᾶσαι αὐτά τά ὄμορφα δάκρυα, χάρη στά ὁποῖα ἀκτινοβολεὶ τόσο πολύ το πρόσωπό σου. Νά θυμᾶσαι αὐτή τή μετάνοιά σου, λόγω τῆς ὁποίας βρῆκες τό ἀξίωμα τῆς θυγατέρας τοῦ Θεοῦ. «Πορεύου εἰς εἰρήνην». Συμφιλιώθηκα μαζί σου, ἐνῶ γιά πολύν καιρό στό παρελθόν σέ λυπόμουν γά ὅσα ἔκανες. Μήν διακόψεις τήν καλή εἰρήνη μέ πονηρές πράξεις. Μήν μέ πολεμήσεις ξανά μέ τά μέλη τοῦ σώματός σου. Μήν ξαναπλέξεις τά μαλλιά σου σάν τόν σατανά. Μήν βάψεις τό πρόσωπό σου σάν νά εἶναι τοῖχος. Μήν χρησιμοποιεῖς τεχνάσματα γιά νά στολιστεῖς μέ τρόπο ὑπερβολικό καί ὀλέθριο. Μήν ἐκθέτεις -ὅπως γίνεται στήν ἀγορά- τήν ὄψη σου μπροστά στά μάτια τῶν ἐμπόρων τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν. Μήν κατευθύνεις τά μάτια σου, σάν κυνηγός, πρός ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μέ τή θέλησή τους πέφτουν στά δίχτυα σου. Μήν χρησιμοποιεῖς τά χείλη σου σάν βέλη ἐναντίον ἐκείνων πού εὐχαριστιοῦνται νά τούς πληγώνεις. Μήν κάνεις θάνατο τό στόμα σου. Μήν καταδικάζεις τά χέρια σου μέ ἄσεμνες περιπτύξεις. Οὔτε τά πόδια σου μέ αἰσχρούς δρόμους. Μήν ἀνατρέψεις τόν καλό δρόμο πού τώρα πῆρες μέ δρόμους κακούς. Μήν σκορπίσεις τούς μαργαρίτες τῆς ἁγνότητος τούς ὁποίους εὔκολα διάλεξες. Μήν ξαναγίνεις ἐργαστήριο καταστροφῆς. Μήν ξαναγυρίσεις στήν παλιά σου ἀπάτη. Μήν ἐπανέλθεις στό προηγούμενο ἔργο σου. Θά εἶναι λάθος σου νά ξαναχτίσεις ὅσα γκρέμισες παίρνοντας μιά σωστή ἀπόφαση. Μήν δεχτεῖς ὡς σύμβουλό σου τόν ὄφι, γιά νά μήν γυμνωθεῖς ὅπως ἡ Εὔα. Μήν ἐγκαταλείψεις στήν ἡδονή τήν πηγή τῆς πίστεως, γιά νά μήν ρίξει ὁ πολύμορφος δράκων δηλητήριο ἐναντίον σου. Μήν κοιμηθεῖς τόν ὕπνο τῆς ἡδυπαθείας, γιά νά μήν κινήσεις τόν δίκαιο θυμό μου ἐναντίον σου. Μήν χύσεις βόρβορο ἐπάνω σου, ὕστερα ἀπό τόσο μύρο. Μήν ξαναγίνεις αὐτό πού ἦσουν. Μιά φορά καθαρίσθηκες, μιά φορά καθάρθηκες στή φωτιά. Νά παραμείνεις νέο ἄγαλμα σωφροσύνης, γιά νά μή λιώσεις στή φωτιά (τῆς κολάσεως). «Πορεύου εἰς εἰρήνην». Νά ἀναγγείλεις σέ ὅσους συναντᾶς πόσο ἀγαθός καί φιλάνθρωπος εἶμαι. Νά παρουσιάζεις σ’ ὅσους δέν μέ γνωρίζουν αὐτόν πού σοῦ καθάρισε τήν βρωμιά. Γίνε λοιπόν δίχτυ ζωῆς. Μέχρι σήμερα ψάρευες τούς νέους γιά νά τούς ὁδηγήσεις στήν ἀπώλεια. Ἀπό σήμερα νά ἁλιεύεις ὅλους τούς ἀνθρώπους γιά τή σωτηρία τους. Φώναξε πρίν ἀπό τόν Παῦλο, μιά καί σ’ ἔπιασαν τά δίχτυα μου πρίν ἀπό τόν Παῦλο: «Πιστός ὁ λόγος καί πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστός Ἰησοῦς παρεγένετο ἐν κόσμῳ ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρώτη εἰμί ἐγώ». (=Ὁ λόγος πού θά πῶ εἶναι ἀξιόπιστος καί ἄξιος νά τόν δεχτοῦν ὅλοι μέ τήν ψυχή τους, ὅτι δηλαδή ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦρθε στόν κόσμο γιά νά σώσει ἁμαρτωλούς, ἀπ’ τούς ὁποίους πρώτη εἶμαι ἐγώ) (Α΄ Τιμ. α΄15).

Αὐτῆς τῆς γυναίκας τήν μετάνοια ἄς τήν μιμηθοῦμε ὅλοι μας, γιά νά ἀποκτήσουμε τήν ἴδια παρρησία.  Ἄς λύσουμε καί νά σταματήσουμε τίς ἀδικίες, ὅπως ἐκείνη ἔλυσε τά μαλλιά της. Ἄς χύσουμε παρόμοια δάκρυα, γιά νά λάβουμε παρόμοια θεραπεία. Ἄς ἀγαπήσουμε τόν Κύριο ὅσο καί αὐτή, γιά νά μᾶς ἀγαπήσει τό ἴδιο καί αὐτός. Ἄς πιάσουμε κι ἐμεῖς μέ χέρια γεμάτα πίστη Αὐτόν πού εἶναι εὐχάριστο νά κρατάει κανείς κι ἄς μήν Τόν ἀφήσουμε ποτέ, ἕως ὅτου πεῖ ἔμπρακτα καί σέ μᾶς: Ἔχουν συγχωρεθεῖ οἱ ἁμαρτίες σας, πάρτε θάρρος παιδιά μου. Ἡ πίστις σας σᾶς ἔχει σώσει. Καί ἄς χαράξουμε τήν πίστη της στίς διάνοιές μας, ἀναπέμποντας δόξα στόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(PG 61, 727-734, Απόδοση στη νεοελληνική: π. Χρίστος Κυριαζόπουλος)

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.