Διαβάζετε τώρα
Με­γά­λη Πέμ­πτη βρά­δυ

Με­γά­λη Πέμ­πτη βρά­δυ

Τήν Μ. Πέμ­πτη τό βρά­δυ ψάλ­λε­ται ὁ πο­λύ­ω­ρος Ὄρ­θρος τῆς Μ. Πα­ρα­σκευ­ῆς πού εἶ­ναι πιό γνω­στός ὡς «ἀ­κο­λου­θί­α τῶν Πα­θῶν». Ὁ λα­ός τήν ἀ­πο­κα­λεῖ «Τά δώ­δε­κα Εὐ­αγ­γέ­λια», ἀ­φοῦ στή διά­ρκεια τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας δι­α­βά­ζον­ται δώ­δε­κα εὐ­αγ­γε­λι­κά ἀ­πο­σπά­σμα­τα πού μᾶς πε­ρι­γρά­φουν τά γε­γο­νό­τα τοῦ Πά­θους τοῦ Κυ­ρί­ου μας.

Θυ­μό­μα­στε «τά φρι­κτά Πά­θη, τούς ἐμ­πτυ­σμούς, τά ρα­πί­σμα­τα, τά κο­λα­φί­σμα­τα, τάς ὕ­βρεις, τούς γέ­λω­τας, τήν πορ­φυ­ρᾶν χλαῖ­ναν, τόν κά­λα­μον, τόν σπόγ­γον, τό ὄ­ξος, τούς ἥ­λους, τήν λόγ­χην καί προ­πάν­των τόν Σταυ­ρόν καί τόν θά­να­τον.­.­.­.­».

Τήν ὥ­ρα πού ἐ­ξέρ­χε­ται ὁ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος ἀ­πό τό Ἱ­ε­ρό γιά νά πε­ρι­φερ­θεῖ μέ­σα στό να­ό, ψάλ­λε­ται τό γνω­στό τρο­πά­ριο-ἀν­τί­φω­νο: «Σή­με­ρον κρε­μᾶ­ται ἐ­πί ξύ­λου ὁ ἐν ὕ­δα­σι τήν γῆν κρε­μά­σας (τρίς). Στέ­φα­νον ἐξ ἀ­καν­θῶν πε­ρι­τί­θε­ται ὁ τῶν ἀγ­γέ­λων Βα­σι­λεύς. Ψευ­δῆ πορ­φύ­ραν πε­ρι­βάλ­λε­ται ὁ πε­ρι­βάλ­λων τόν οὐ­ρα­νόν ἐν νε­φέ­λαις. Ρά­πι­σμα κα­τε­δέ­ξα­το ὁ ἐν Ἰ­ορ­δά­νῃ ἐ­λευ­θε­ρώ­σας τόν Ἀ­δάμ. Ἥ­λοις προ­ση­λώ­θη ὁ Νυμ­φί­ος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Λόγ­χῃ ἐ­κεν­τή­θη ὁ Υἱ­ός τῆς Παρ­θέ­νου. Προ­σκυ­νού­μεν σου τά πά­θη, Χρι­στέ (τρίς). Δεῖ­ξον ἡ­μῖν καί τήν ἔν­δο­ξόν σου ἀ­νά­στα­σιν».

Δη­λα­δή: Σή­με­ρα κρέ­με­ται ἐ­πά­νω στόν Σταυ­ρό Ἐ­κεῖ­νος πού κρέ­μα­σε τήν γῆ ἐ­πά­νω στά νε­ρά. Στε­φά­νι ἀ­κάν­θι­νο φο­ρεῖ στήν Κε­φα­λή Του ὁ Βα­σι­λιάς τῶν Ἀγ­γέ­λων. Ψεύ­τι­κο βα­σι­λι­κό ἔν­δυ­μα φο­ρεῖ Αὐ­τός πού ντύ­νει τούς οὐ­ρα­νούς μέ σύν­νε­φα. Χτύ­πη­μα κα­τα­δέ­χε­ται Ἐ­κεῖ­νος πού, μέ τό βά­πτι­σμά Του στόν Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μό, ἐ­λευ­θέ­ρω­σε τόν Ἀ­δάμ ἀ­πό τήν δου­λεί­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Μέ καρ­φιά καρ­φώ­θη­κε πά­νω στόν Σταυ­ρό ὁ Νυμ­φί­ος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ λόγ­χη τρυ­πή­θη­κε στήν πλευ­ρά Του ὁ Υἱ­ός τῆς Παρ­θέ­νου. Προ­σκυ­νού­με Σου τά Πά­θη Χρι­στέ. Ἀ­ξί­ω­σέ μας νά δοῦ­με καί τήν ἔ­νδο­ξη Ἀ­νά­στα­σή Σου.

Θυ­μό­μα­στε ἀ­κό­μα τήν με­τά­νοι­α καί τήν σω­τή­ρια ὁ­μο­λο­γί­α τοῦ λη­στῆ πού σταυ­ρώ­θη­κε στά δε­ξιά τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­πως πα­ρου­σιά­ζει καί τό ἐ­ξα­πο­στει­λά­ριο τῆς ἡ­μέ­ρας: «Τόν λη­στήν αὐ­θη­με­ρόν τοῦ Πα­ρα­δεί­σου ἠ­ξί­ω­σας, Κύ­ρι­ε. Κἀ­μέ τῷ ξύ­λῳ τοῦ σταυ­ροῦ φώ­τι­σον καί σῶ­σον με».

Δηλαδή: Τόν ληστή Κύριε τήν ἴδια μέρα πού μετάνοιωσε τόν ἔβαλες μέσα στόν Παράδεισο. Καί μένα Κύριε, μέ τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ Σου σῶσε με.

Λό­γῳ τῆς με­γά­λης μα­κρο­θυ­μί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου μας, πού ὑ­πέ­στη τό­σα πά­θη μέ τό­ση ἀ­χα­ρι­στί­α ἀ­πό ἐ­μᾶς, με­τά τά Εὐ­αγ­γε­λι­κά ἀ­να­γνώ­σμα­τα ψάλ­λου­με –μο­να­δι­κή φο­ρά σ’ ὅ­λο τόν χρό­νο- ἀν­τί τοῦ γνω­στοῦ «Δό­ξα σοι, Κύ­ρι­ε, δό­ξα σοι», τό «Δό­ξα τῇ μα­κρο­θυ­μί­ᾳ σου, Κύ­ρι­ε, δό­ξα σοι».

Τελευταῖο ψάλλεται τό ἀπολυτίκιο: «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου, τῷ τιμίῳ σου Αἵματι. Τῷ σταυρῷ προσηλωθείς καί τῇ λόγχῃ κεντηθείς, τήν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις. Σωτήρ ἡμῶν δόξα σοι».

Δη­λα­δή: Μᾶς ἐ­ξη­γό­ρα­σες ἀ­πό τήν κα­τά­ρα τοῦ νό­μου μέ τό τί­μιο Αἷ­μα Σου. Μέ τό νά καρ­φω­θεῖς στόν Σταυ­ρό καί νά τρυ­πη­θεῖς μέ τήν λόγ­χη ἔ­γι­νες γιά τούς ἀν­θρώ­πους πη­γή ἀ­θα­να­σί­ας. Δό­ξα ἀ­νή­κει σ’ Ἐ­σέ­να τόν Σω­τῆ­ρα μας.

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.