Αυτός ο γενναίος μάρτυρας του Χριστού Νικόλαος καταγόταν από ένα ασήμαντο χωριό, που ονομάζεται Ψάρι και βρίσκεται στα σύνορα του νομού Κορινθίας. Οι γονείς του ονομαζόταν Ιωάννης και Καλή και ήταν και οι δύο θεοσεβείς. Δώδεκα χρονών και ορφανός έφυγε από το χωριό του και ήρθε στη Σηλυβρία, η οποία απέχει μια μέρα δρόμο από την Κωνσταντινούπολη.
Έζησε εδώ με φόβο Θεού και αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά, τα οποία ανέτρεφε χριστιανοπρεπώς. Αν και ζούσε μέσα στην φασαρία και την κίνηση, αυτό δεν τον εμπόδιζε να φροντίζει την σωτηρία του. Είχε το επάγγελμά του πλανόδιου παντοπώλη και παράλληλα έδινε ελεημοσύνη στους φτωχούς και εκκλησιαζόταν τακτικότατα. Στο 34ο έτος της βασιλείας του Σουλεϊμάν του Α’ (1520 -1566) κάποιος έπαρχος στην Κωνσταντινούπολη που ονομαζόταν Σινάν φέρονταν πολύ σκληρά στους υπόδουλους Χριστιανούς, τους ταλαιπωρούσε συνεχώς και τους εκφόβιζε με απειλές. Τότε ο Νικόλαος φθονήθηκε από τους Αγαρηνούς συναδέλφους του, διότι πουλούσε περισσότερα προϊόντα από αυτούς και κατηγορήθηκε ότι ύβρισε τον Μωάμεθ ως ψευδοπροφήτη. Τον έφεραν λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και αφού στάθηκε μπροστά στο βήμα του επάρχου, χωρίς καθόλου να φοβηθεί, ομολόγησε την χριστιανική πίστη του και έλεγξε ως ψευδή την θρησκεία των μωαμεθανών. Ο έπαρχος διέταξε να τον ραβδίσουν πολλές φορές και μάτωσαν τα νύχια των ποδιών του. Κατόπιν, τον έριξαν στη φυλακή, όπου έμεινε τέσσερις μέρες.
Όταν τον έβγαλαν, άρχισε ο έπαρχος να του τάζει μεγάλες τιμές και αξιώματα για να τον πείσει να αρνηθεί την πίστη του. Ο άγιος Νικόλαος όμως, έμεινε περισσότερο σταθερός και με κανένα τρόπο δεν υπέκυπτε, αντίθετα μάλιστα αποκαλούσε τον ψευδοπροφήτη τους τον Μωάμεθ, γιο του διαβόλου. Για αυτό και τον έδεσαν με αλυσίδες από τον τράχηλο, τον έντυσαν με ψάθα και τον έσυραν οι δήμιοι στην πόλη. Επειδή αυτό όμως όχι μόνο δεν τον έκαμψε, αλλά τον δυνάμωσε ακόμα περισσότερο, με διαταγή του επάρχου άναψαν φωτιά στο ιπποδρόμιο και δεν έβαλαν τον άγιο ολόκληρο επάνω, αλλά έκαιγαν λίγο λίγο τις σάρκες του, για να είναι οι πόνοι αφόρητοι και η τιμωρία σκληρότερη.
Αφού ο άγιος βασανίστηκε έτσι για πολλή ώρα και δεν μπορούσε πλέον να στέκεται όρθιος, έγειρε το κεφάλι του στα δεξιά και ο δήμιος τεντώνοντας την αλυσίδα (διότι ήταν ακόμη γύρω από τον τράχηλο του μάρτυρα) έκοψε με το ξίφος το κεφάλι του στις 14 Φεβρουαρίου 1554. Το τίμιο σώμα του κάηκε από τη φλόγα και μόνο η κάρα του αγοράστηκε από κάποιον πιστό, αφού πλήρωσε είκοσι χρυσά νομίσματα στον δήμιο, και την έστειλε στη μονή του αγίου Αθανασίου στα Μετέωρα, όπου και βρίσκεται επιτελώντας πολλά θαύματα εις δόξαν Πατρός, υιού και Πνεύματος Αγίου. Αμήν.