Διαβάζετε τώρα
7 Φεβρουαρίου 1867. Ο άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος Διβόλης, ο εξ Αλικινού, Κυδωνίας Κρήτης

7 Φεβρουαρίου 1867. Ο άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος Διβόλης, ο εξ Αλικινού, Κυδωνίας Κρήτης

  • από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

Αθλήσει γεώργιον καινόν εδείχθης Κυρίω, Γεώργιε, ώ συναγάλλη.
Εβδομάτη Γεώργιος μελεϊσθείς Κυρίω έστη.”

ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΝΕΟΤΗΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ: Ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυς του Χριστού γεννήθηκε στην Κρήτη, χωριό Αλικιανού Κυδωνίας, την 24η Μαΐου του 1846 από ευγενείς γονείς, τον Ιερέα Νικόλαο Διβόλη, που καταγόταν από τη Φολέγανδρο, και την Αικατερίνη Μπουζιανοπούλου, καταγόμενη από την σηματικότερη οικογένεια του Θέρισσου της Κυδωνίας. Στο Θέρισσο μετέβη και ο πατέρας του ως εφημέριος. Εκεί ο Γεώργιος ανετράφη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Ο Γεώργιος έμαθε και λίγα γράμματα, ίσα-ίσα να μπορεί να διαβάζει. Κι όμως εκείνα τα λίγα τον ωφέλησαν ιδιαίτερα. Ο Νεομάρτυς του Χριστού, εργαζόταν ως γεωργός. Μετά τη σκληρή ολοήμερη δουλειά στα αμπέλια και έπειτα από το δείπνο, διάβαζε συναξάρια των Αγίων της Ορθοδοξίας μας, ιδιαιτέρως δε των Μαρτύρων. Αυτό το έκανε κάθε βράδυ, μέχρι τα μεσάνυχτα. Του έλεγαν μάλιστα συχνά οι γονείς του: “Παιδί μου πρέπει να κοιμηθείς, να ξεκουραστείς, αύριο πάλι έχεις εργασία”. Και ο Γεώργιος συνήθιζε να τους απαντά: “Δεν αναπαύομαι ούτε κοιμούμαι ευχάριστα, εάν πρώτα δεν χορτάσω από θεία ανάγνωση”.

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΑΔΕΛΦΟ: Κατά το τέλος του 1865, ένα βράδυ, διάβασε τον βίο ενός Μάρτυρα και γέμισε η καρδιά του από θείο έρωτα. Τότε, στέναξε βαθειά και είπε με κατάνυξη: “Χριστέ μου, αξίωσε κι εμένα να χύσω το αίμα μου για την αγάπη σου”. Ο αδελφός του Ιωάννης, ο οποίος ήταν τυφλός και άκουγε την ανάγνωση, του είπε: “Τι λές εκεί αδελφέ μου; Δεν ξέρεις ότι για να γίνει αυτό που είπες πρέπει να εγερθεί διωγμός κατά των Χριστιανών; Και εσύ μπορεί να υποφέρεις τα μαρτύρια, αλλά πόσοι θα αρνηθούν τον Χριστό μας και θα χαθούν;” Ο Γεώργιος αναστέναξε βαθειά και είπε: “Ναι Χριστέ μου, αν είναι θέλημά σου, αξίωσέ με να χύσω το αίμα μου για την αγάπη σου, όπως κι Εσύ έχυσες το αίμα Σου για τη δική μου αγάπη”. Ο αδελφός του φύλαξε στην καρδιά του τους λόγους του αυτούς, μυστικούς. Και να λοιπόν πως τελικά εκπληρώθηκε η επιθυμία του Αγίου.

ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1866: Όταν στα 1866, ξεκίνησε η γνωστή επανάσταση στην Κρήτη, ο Γεώργιος βοηθούσε τον αγώνα ως αγγελιαφόρος μεταφέροντας επιστολές από τον έναν οπλαρχηγό στον άλλο, ή όπως αλλιώς μπορούσε. Την Κυριακή 5η Φεβρουαρίου του 1867, βρέθηκε στο χωριό Φουρνέ της επαρχίας Κυδωνίας, μαζί με πολλούς επαναστάτες, οι οποίοι όμως επροδόθηκαν από έναν “Χριστιανό”, στον Τούρκο πασά. Ο τελευταίος έστειλε πολυάριθμο στρατό που περιέζωσε το χωριό και συνέλαβε πολλούς, οδηγώντας τους στο στρατόπεδό του. Μάλιστα, δύο επαναστάτες απ’ το Φουρνέ, τους βασάνιζαν ανηλεώς για να μαρτυρήσουν από ποιο χωριό καταγόταν ο καθένας. Έπειτα, φυλάκισε τους κατοίκους των ορεινών χωριών, ενώ τους υπόλοιπους τους έστειλε στα Χανιά στο Μουσταφά πασά, ο οποίος παρακληθείς από τον φίλο του Ιωάννη Τσαπάκη ή Γιάννακα, απέστειλε επιστολή στον πασά που τους συνέλαβε για να απολύσει όσους κρατούσε. Αυτός όμως ο αιμοβόρος, διέταξε τον σκοπό του στρατοπέδου του να κρατήσει τον αγγελιοφόρο του Μουσταφά με διάφορες δικαιολογίες, μέχρι να εκτελέσει την απάνθρωπη απόφασή του, καθώς την νύχτα της Κυριακής προς την Δευτέρα, τους κατέσφαξε όλους! Και δεν τους σκότωνε απλώς, αλλά κατέκοβε πρώτα τα αυτιά, την μύτη, τη γλώσσα, τα χέρια, τα πόδια, τα απόκρυφα μέλη, εξώρυσε τα μάτια και τελευταία έκοβε και την κεφαλή! Αυτό το τέλος έλαβαν όλοι αδιακρίτως οι γενναίοι εκείνοι αγωνιστές της Κρήτης.

ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΕΞΩΜΟΤΗ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ: Κάποιος Μουλατζιμπαχρής, αξιωματικός από το χωριό Αλικιανού, που γνώριζε από παιδί τον Γεώργιο, πλησίασε και του λέει: “Έλα μωρέ Γιωργάκη, να κάμεις μια δουλειά που θα σου πώ, για να γλυτώσεις τη ζωή σου, εάν θέλεις, διότι σε γνωρίζω από μικρό παιδί, και σε λυπούμαι να αποθάνεις”. Τότε ο Γεώργιος τον ρώτησε: “τι δουλειά είναι αυτή, Μπαχρή Αγά”; Κι εκείνος του αποκρίθηκε: “Να γίνεις Τούρκος. Έτσι θα σωθείς”! Ο Γεώργιος γέλασε και του λέει: “Δεν αλλάξω την Πίστη μου, όχι μόνο αν μου χαρίσετε τη ζωή, αλλά και όλο τον κόσμο”. Τότε ο Αγάς πρόσθεσε: “Εγώ ήθελα να σου κάμω αυτό το καλό, διότι, όταν ήμουν μικρός ακόμη θυμούμαι ότι έσπασε το πόδι του ο αδελφός μου Αρίφ και του το θεράπευσε ο πατέρας σου. Αλλά αφού δεν δέχεσαι τη συμβουλή μου, μ’ άλλον τρόπο δε μπορώ να σε σώσω κι ας είναι η αμαρτία του θανάτου σου δική σου. Όμως, δεν λυπάσαι τουλάχιστον τους γονείς σου ή την αδελφή σου και τον τυφλό αδελφό σου που θα μείνουν απροστάτευτοι; Ο πατέρας σου είναι γέρος κι άμα εσύ πεθάνεις με τέτοιο σκληρό θάνατο, οπωσδήποτε θα πεθάνει κι αυτός απ’ τη λύπη του”. Όμως, ο ευλογημένος Γεώργιος έκλεισε το διάλογο ως εξής: “Αν είναι καλό αυτό που θέλεις να μου κάμεις, έχε το για τον εαυτό σου, κι εγώ Τούρκος δεν γίνομαι. Χριστιανός γεννήθηκα, χριστιανός είμαι και χριστιανός θα αποθάνω! Μάθε δε ότι πρό πολλού επεθύμησα το Μαρτύριο και ζήτησα απ’ τον Χριστό μου να με αξιώσει να απολαύσω το Ματύριο. Και τώρα, ας είναι δοξασμένος που με αξίωσε, να φανώ τόσο άφρων, να καταφρονήσω τη θεία δωρεά; Μάθε μάλιστα πως εσύ έπρεπε να γίνεις Χριστιανός που είσαι γεννημένος από μητέρα Χριστιανή και γνωρίζεις απ’ αυτήν πολύ καλά τα της αγίας μας Πίστεως. Για τους γονείς, τον αδελφό και την αδελφή μου μη σε μέλει, διότι ίσα-ίσα, άμα πεθάνω για τον Χριστό θα εύρω παρρησία προς Αυτόν και τότε θα τους προστατεύω περισσότερο και καλύτερα”! Τότε τον παρέλαβε κατ’ ιδίαν ένας Χριστιανός αξιωματικός, ονομαζόμενος Χατζηεμμανουήλ Φουγλανάκης και του λέει: “Βρε Γιωργάκη, κάνε αυτό που σου λέει ο Μπαχρή Αγάς, έστω για να τον ξεγελάσεις, να γλυτώσεις τη ζωή σου και όταν επιστρέψεις στο σπίτι σου, πάλι Χριστιανός είσαι και ο Θεός σε συγχωρεί, διότι βλέπει την ανάγκη”. Τότε του λέει και ο Γεώργιος: “Δεν φοβάσαι τον Θεό Καπετάν Μανώλη, να μου λες αυτά τα λόγια; Αν και δεν τα λές από κακία αλλά από πλάνη, δεν ξέρεις τι λέει το Ευαγγέλιο για αυτές τις περιστάσεις; Άκουσε τι λέει ο Χριστός: «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς. Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Λοιπόν, εάν πράξω όπως μου λέγεις, πρέπει ύστερα να χύσω το αίμα μου για τον Χριστό, για να αποπλύνω την άρνηση και μάλιστα εάν πράξω αυτό τώρα, θα οργισθεί ο Χριστός και θα με καταδικάσει ως καταφρονητή της μεγάλης Χάριτός του, την οποία μου έδωσε καθώς του ζήτησα. Λοιπόν ας μην έχει ελπίδα ο Μπαχρής ότι θα γίνει το θέλημά του”.

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Μετά απ΄αυτά, οι στρατιώτες οδήγησαν τον Άγιο στον Αγά, ο οποίος τον ρώτησε τι αποφάσισε. Ο Γεώργιος απάντησε με χαρά και θάρρος: “Ό,τι σου είπα και πρίν, αυτό σου λέω και τώρα και αυτό θα λέω και μέχρι τελευταίας μου αναπνοής. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Δεν αρνούμαι τον Χριστό μου, δεν γίνομαι Τούρκος, δεν αφήνω την υπέρλαμπρη Πίστη μου για να πιστεύσω στην ζωώδη και σκοτεινή δική σας σατανική πλάνη”. Ο Μπαχρή Αγάς, απελπισμένος, παρέδωσε τον Άγιο στους δημίους, οι οποίοι τον παρακινούσαν να πιεί μια φιάλη ρούμι, ίσως για να μην υποφέρει, αλλά αυτός γέλασε και τους είπε: “σας ευχαριστώ, δεν θέλω ρούμι να πιώ, διότι έχω να βαδίσω μεγάλο δρόμο και πρέπει να έχω σώας τας φρένας μου”. Τότε άρχισαν να τον κακοποιούν μαζί με άλλους αιχμαλώτους. Κι όπως τον βασάνιζαν, οι άλλοι Χριστιανοί έκλαιγαν και θρηνούσαν, ο ένας τη ζωή του, ό άλλος την γυναίκα του και τα παιδιά του, αυτός ο ευλογημένος στεκόταν σαν πέτρα και όχι μόνο δεν εφώναζε αλλά ούτε καθόλου στέναζε ή δάκρυζε. Αντιθέτως, το γενναίο κρητικόπουλο, έχαιρε σαν να στεκόταν γαμπρός στην ώρα της στέψης και δόξαζε τον Θεό και τον ευχαριστούσε διότι τον αξίωσε να φθάσει σ’ αυτή την ώρα και να πάθει για την αγάπη του. Ευχαριστούσε και τους δημίους γιατί με το μαρτύριο του προξενούσαν μεγάλη δόξα και χαρά, μ’ αυτούς τους λίγους πόνους. Τους παρακαλούσε μάλιστα να του αυξήσουν την βάσανο διότι έλεγε, “όσο πιο πολύ υποφέρει για την αγάπη του Χριστού, τόσο περισσότερη τιμή θα λάβει από τον Θεό”. Αφού πρώτα του έκοψαν κι αυτού όλα του τα μέλη, τέλος του έκοψαν και την τιμία του κεφαλή, και έτσι έλαβε ο ανδρείος Γεώργιος, το στέφανο του μαρτυρίου. Ήταν η 7η Φεβρουαρίου του 1867. Το τίμιο και ιερό λείψανό του, το έριξαν οι Αγαρηνοί μαζί με τά άλλα λείψανα των φονευθέντων Χριστιανών, όλα μαζί, σε τόπο άγνωστο, μέχρι σήμερα.

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ: Το μαρτύριο του Γεωργίου και οι διάλογοι που προηγήθηκαν τα διηγήθηκαν αυτόπτες και αυτήκοοι αξιόπιστοι μάρτυρες. Αυτά κατορθώνει η δυνατή πίστη. Οι πιστοί άγιοι του Κυρίου Μάρτυρες θυσιάζουν ακόμη και αυτή τη ζωή τους, υπέρ της ορθοδόξου ομολογίας του αγαπημένου Νυμφίου της Εκκλησίας, του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού. Αξίζει να προσθέσουμε, πως οι Μάρτυρες του Κυρίου, μάλιστα οι Νεομάρτυρες, είναι οι πλησιέστεροι σ’ εμάς, μεταξύ όλων των Αγίων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση του Αγίου Γεωργίου, χαίρουν μαζί με την Μεγαλόνησο και η Φολέγανδρος και η Σίκινος καθώς υπάρχουν απόγονοι του Αγίου Νεομάρτυρος που φέρουν και το ίδιο επώνυμο. Είθε οι βίοι των Αγίων Μαρτύρων να φαιδρύνουν την ψυχή μας και να φωτίζουν με το παράδειγμά τους τις δύσκολες ατραπούς της ζωής μας γιατί: “Ζήτησε να εύρεις τον εαυτόν σου μέσα εις τους βίους των Αγίων. Θα τον εύρεις οπωσδήποτε μέσα εις αυτούς. Ακόμη θα εύρεις εκεί και τα «φάρμακα», με τα οποία ημπορείς να τον θεραπεύσεις από όλας τας πνευματικάς αρρωστίας και να τον κάνεις υγιή δια παντός. Υγιή και εις τους δύο κόσμους, εις τρόπον ώστε να μην ημπορέσει να σε βλάψει κανένας θάνατος. Θα εύρεις ακόμη μέσα εις τους βίους των Αγίων, όλα όσα χρειάζονται εις σε ώ άνθρωπε, που είσαι μία αθάνατος ύπαρξις, μία αιωνία ύπαρξις, μία θεανθρώπινη ύπαρξις, άνθρωπε! Άνθρωπε! Άνθρωπε!” [π. Ιουστίνος Πόποβιτς, «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος»].

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.