Βαρυσήμαντη επιστολή έστειλε η Ι. Κοινότητα Αγ. Όρους στον Οικουμενικό Πατριάρχη, με αφορμή την επίσκεψη του Πάπα στο Φανάρι τον Νοέμβριο, κατά την εορτή του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα.
Μεταξύ άλλων οι Αγιορείτες αναφέρουν ότι είναι τουλάχιστον καινοφανή όσα συνέβησαν στο Φανάρι και μάλιστα ο λειτουργικός ασπασμός του Πατριάρχη με τον Πάπα, ενώ η αγιορείτικη παράδοση είναι γεμάτη από παραδείγματα αγίων που μίλησαν για την πλάνη και την αίρεση των Λατίνων. Επίσης είναι πολλοί Αγιορείτες, όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Πρώτος, που μαρτύρησαν γιατί δεν δέχθηκαν να «συμφρονήσουν με τους Λατινόφρονες».
Η συνέχιση του θεολογικού διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς, που επιμένουν στις αιρετικές τους δοξασίες, έχει ως μόνο αποτέλεσμα τον σκανδαλισμό των πιστών, αναφέρουν στη συνέχεια.
Τέλος προειδοποιούν τον Πατριάρχη και υπενθυμίζουν ότι πριν από πενήντα χρόνια οι περισσότερες αγιορείτικες μονές διέκοψαν το μνημόσυνο του Πατριάρχη Αθηναγόρα, όταν εκείνος προχώρησε στην άρση των αναθεμάτων με τους παπικούς.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της επιστολής, το οποίο μόλις πρόσφατα έγινε γνωστό.
Θα απαντήσει ο Πατριάρχης στους Αγιορείτες;
Σημειώνουμε ότι είναι σεβαστή η στάση της Ι. Κοινότητας του Αγίου Όρους να μη κοινοποιεί τα κείμενα των επιστολών της. Για θέματα όμως που αφορούν την Ορθόδοξη Πίστη μας, όπως αυτής της επιστολής, είναι καλό να γίνονται γνωστά, αφού όλοι οι πιστοί θέλουν να γνωρίζουν τις θέσεις του Αγίου Όρους.
ΚΑΡΥΑΙ ΤΗι 18ῃ/31ῃ Δεκεμβρίου 2014
ΑΡΙΘ. ΠΡΩΤ. Φ.2/7/3012
Τῇ Αὐτοῦ Θειοτάτῃ Παναγιότητι
Τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ
Κυρίῳ κῳ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ωι
Πανσεβάστῳ Πατρὶ ἡμῶν καὶ Δεσπότῃ
Εἰς Φανάριον
Παναγιώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,
Τὴν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα βαθυσεβάστως ἐν Κυρίῳ προσαγορεύομεν, ὑποβάλλοντες τὸ υἱϊκὸν ἡμῶν σέβας καὶ τὰς ταπεινὰς εὐχὰς διὰ τὴν ἐπὶ θύραις ἐπιτολὴν τοῦ νέου ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου, νυχθημερὸν μνημονεύοντες τοῦ σεπτοῦ Ὑμῶν ὀνόματος ἐν ταῖς πρὸς Κύριον ταπειναῖς δεήσεσιν ἡμῶν.
Ἀξιωθέντες ἐγκαταβιοῦν εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Κυρίας Θεοτόκου Περιβόλιον, τελοῦντες τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας ἤ ἀναγινώσκοντες τὰ τῶν θεοφόρων πατέρων συγγράμματα, ἄλλοτε μὲν τιμῶμεν τὸν ἐν ἁγίοις ἱερομάρτυρα Κοσμᾶν τὸν Πρῶτον καὶ τοὺς σὺν Αὐτῷ, διότι μὲ τὴν ὁμολογίαν καὶ τὸ αἷμα των «ἐτήρησαν ἄμωμον τὴν Ἐκκλησίαν ἐκ τῆς πλάνης καὶ τῆς αἱρέσεως» «μὴ θελήσαντες συγκοινωνῆσαι καὶ συμφρονῆσαι τοῖς Λατινόφροσι» (τροπάριον τρίτης ὠδῆς καὶ Κοντάκιον), ἄλλοτε δὲ μετὰ τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου μακαρίζομεν τὸν Ἅγιον Μάρκον Ἐφέσου τὸν Εὐγενικόν, διότι «ὤφθη ἀνένδοτος ταῖς τῶν ἐναντίων ἐπιφοραῖς, τῆς θείας πίστεως λυμαινομένης τοῖς παραχαράκταις Λατίνοις» (Δοξαστικὸν μικροῦ ἑσπερινοῦ) καὶ ἄλλοτε ἀναγινώσκομεν τὸν Ὅσιον Σιλουανὸν ἀναβοῶντα: «Πόσον μακάριοι εἴμεθα οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ διότι ὁ Κύριος ἔδωκεν ἡμῖν τὴν ζωὴν ἐν Πνεύματι… Πιστεύω μόνον εἰς τὴν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, διότι εἰς Αὐτὴν εὑρίσκεται ἡ χαρὰ τῆς σωτηρίας, ἥτις ἀποκτᾶται διὰ τῆς ταπεινώσεως ἐν Χριστῷ»!
Ἀνατραφέντες εἰς τὴν πνευματικὴν ταύτην παράδοσιν καὶ μελετῶντες τοὺς ἀγῶνας τῶν πάλαι τε καὶ ἐπ᾽ ἐσχάτων πατέρων διὰ τὴν ἀκαινοτόμητον τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας πίστιν, δυσκολευόμεθα νὰ κατανοήσωμεν τὰ διατρέξαντα κατὰ τὰς ἑορτίους ἡμέρας ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, τοῦ Πατριάρχου ἡμῶν, κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἱερωτάτην στιγμὴν τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς, ἐξελθόντος ἐκ τοῦ ἱεροῦ βήματος διὰ νὰ δώσῃ λειτουργικὸν ἀσπασμὸν εἰς τὸν ἐνδεδυμένον τὸ ὠμόφορον Πάπαν Ρώμης, ὅστις καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀπήγγειλε τὴν Κυριακὴν προσευχήν!
Ἀκροώμενοι τὴν ἀνησυχίαν τῶν ἐνασκουμένων ἐν τῇ Ἁγιωνύμῳ Πολιτείᾳ πατέρων καί ἀδελφῶν, ἐκφράζομεν τὸν συνέχοντα ἡμᾶς προβληματισμόν, διότι τὰ ὡς ἄνω πληγώνουν τὸ ὀρθόδοξον δογματικὸν καὶ λειτουργικὸν αἴσθημα καὶ προκαλοῦν σύγχυσιν εἰς τὰς συνειδήσεις τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον χριστιανῶν, ἐπαναλαμβανόμενα δὲ δίδουν τὴν αἴσθησιν ὅτι οὐδὲν ὠφελοῦν ἀλλὰ μᾶλλον σκανδαλισμὸς γίνεται, δεδομένης τῆς στασιμότητος τοῦ ἀπὸ δεκαετιῶν ἀρξαμένου θεολογικοῦ διαλόγου, ὥστε τὸ ὅραμα τῆς ἐν ἀληθείᾳ καὶ μιᾷ πίστει ἑνώσεως, νὰ φαντάζῃ ὡς ἀνέφικτος πραγματικότης, ὅτε δὲ μάλιστα πολλοὶ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀπογοητευμένοι ἐκ τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἐμφορουμένης ἐκ τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ παπισμοῦ, ἀναζητοῦν διέξοδον εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.
Ὡς Ἱερὰ Κοινότης, Παναγιώτατε, ἐθεωρήσαμεν υἱϊκὸν ὄφλημα ἵνα μεταφέρωμεν τὴν ἀγωνίαν ἡμῶν, ἐπιποθούντων ἵνα παραμείνῃ ἀπαρασάλευτος ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότης τῶν ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξων καὶ αὐτοῦ τούτου τοῦ ἁγιορειτικοῦ Σώματος, διότι, δὲν ἀποκρύπτομεν ὅτι ἰδιαιτέρως μᾶς θλίβει καὶ ἀνησυχεῖ τὸ ἐνδεχόμενον ἀναβιώσεως τῶν ἐνταῦθα πρὸ πεντηκονταετίας διαδραματισθέντων γεγονότων, τὰ ὁποῖα βεβαίως καὶ ἀπευχόμεθα, ὑφιστάμενοι εἰσέτι τὰς ὀδυνηρὰς συνεπείας αὐτῶν, ὡς ἄλλωστε ἀνεφέρθη Ὑμῖν καὶ διὰ τοῦ ὑπ᾽ ἀρ. Φ2/7/1679/18.7.2014 ἱεροκοινοτικοῦ ἡμῶν γράμματος.
Γινώσκοντες τὸ βαρὺ φορτίον, τὸ ὁποῖον ἐπωμίζεσθε, ὑποβάλλομεν ταῦτα μετὰ πόνου καὶ συνοχῆς καρδίας, υἱϊκῶς παρακαλοῦντες ὅπως πατρικῶς φροντίσητε ἵνα ἀναπαύητε τὰς συνειδήσεις τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν, «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε», ἐξαιτούμενοι τὰς πατριαρχικὰς Ὑμῶν εὐχὰς καὶ κατασπαζόμενοι βαθυσεβάστως τὴν Τιμίαν Ὑμῶν Δεξιάν