Διαβάζετε τώρα
Ἐν Συνειδήσει, ἐν Ἀγάπῃ καί ἐν Ἀληθείᾳ

Ἐν Συνειδήσει, ἐν Ἀγάπῃ καί ἐν Ἀληθείᾳ

Ἐν Συνειδήσει, ἐν Ἀγάπῃ καί ἐν Ἀληθείᾳ

Τά σύγχρονα ἐκκλησιολογικά προβλήματα
καί προτάσεις γιά τήν θεραπεία τους

Ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀναστασίου
Προη­γου­μέ­νου Ἱ. Μ. Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, Ἁγίων Μετεώρων
28 Νοεμβρίου 2022

 

Τόν Δεκέμβριο τοῦ 2021, μία ἀπό τίς πιό γνωστές Ἑταιρεῖες Δημοσκοπήσεων δημοσίευσε μία ἔρευνα[1], ὅπου ἀποτυπώνονται οἱ τάσεις στήν ἑλληνική κοινωνία κατά τήν τελευταία δεκαετία. Εἰδικότερα ἐξετάστηκαν οἱ προτιμήσεις καί ἡ ἐμπιστοσύνη πού δείχνουν διαχρονικά οἱ Ἕλληνες πολίτες σέ θεσμούς, μεταξύ αὐτῶν καί ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία καταγράφει τήν πιό θεαματική πτώση στά ποσοστά προτιμήσεως τῶν πολιτῶν.

Συγκεκριμένα, «οἱ θεσμοί πού ἀπώλεσαν τή μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη μεταξύ 2001 καί Δεκεμβρίου τοῦ 2021 ἦταν, κατά σειρά προτεραιότητας, ἡ Ἐκκλησία μέ ἀπώλεια 46 μονάδων, τό συνδικαλιστικό κίνημα μέ ἀπώλεια 32 μονάδων καί τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης μέ ἀπώλεια 31 μονάδων»[2]. Στήν διάρκεια τῆς τελευταίας δεκαετίας, ἡ ἐκτίμηση τῶν πολιτῶν στήν Ἐκκλησία, ἀπό τό 71% πού ἦταν τό 2001, ἔπεσε στό ποσοστό τοῦ 25%.

Πρόκειται, βεβαίως, γιά μία κατάσταση πού προκαλεῖ ἔντονο προβληματισμό καί βαθύτατη ὀδύνη σέ ὅλους τούς πιστούς, στούς ἀνθρώπους πού ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία καί ἔχουν ἀφιερώσει τήν ζωή τους στήν διακονία της. Καί ὅλα αὐτά σέ μία ἰδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία, πού ἡ κοινωνία μας βρίσκεται σέ μία ἀκραία καί πρωτοφανή πνευματική καί ἠθική κατάπτωση καί ἀποστασία. Ἀπό τήν καθημερινή εἰδησεογραφία καί μόνο ἀποκαλύπτεται ἡ τραγικότητα τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς πραγματικότητας. Συνεχῆ καί εἰδεχθῆ ἐγκλήματα, βία, κακοποίηση, δολοφονίες, γυναικοκτονίες, παιδοκτονίες, παιδεραστίες, βιασμοί παιδιῶν καί γυναικῶν, μεγάλη ἔξαρση τῶν σεξουαλικῶν ἐγκλημάτων καί τῶν κάθε λογῆς διαστροφῶν, κατάλυση καί ἰσοπέδωση τῶν ἠθικῶν, πνευματικῶν, ἐθνικῶν, πολιτιστικῶν καί κοινωνικῶν ἀξιῶν, ἠθική κατάπτωση, κοινωνική, πολιτική καί ἐθνική παρακμή καί τόσα ἄλλα, συνθέτουν ἕνα πραγματικά ζοφερό σκηνικό.

Καί ἐνῶ θά ἀνέμενε κανείς ἀπό τήν Διοίκηση[3] τῆς Ἐκκλησίας νά ἐκφράσει τόν εὐλαβή λαό τοῦ Θεοῦ καί νά ἀποτελέσει τό ἀνάχωμα σέ ὅλη αὐτή τήν παρακμή, βλέπουμε τήν καταβαράθρωση τῆς μαρτυρίας της καί τήν κατάληξή της σέ θέση οὐραγοῦ.

Τήν ἀπαξίωση αὐτή τῆς Διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας (μεταξύ ἄλλων παραδοσιακῶν θεσμῶν) στήν ἑλληνική κοινωνία σχολιάζει, σέ πρόσφατο ἄρθρο του, ὁ διευθυντής τῆς Ἐφημερίδος Καθημερινή κ. Ἀλέξης Παπαχελάς: «Ἠθικά δοκάρια γιά νά ἀκουμπήσει [ἡ κοινωνία] δέν ὑπάρχουν. Ὁ πήχυς κατεβαίνει συνέχεια. Καί τραβάει τούς πάντες πρός τά κάτω… Μέχρι καί ἡ Ἐκκλησία μοιάζει νά ἀπορροφεῖται ἀπό μπίζνες καί νά ξεχνάει τόν ρόλο της. Σέ κρίσιμες θέσεις βρίσκονται, δυστυχῶς, ἄνθρωποι πού δέν μποροῦν νά χειριστοῦν μέ κῦρος καί σοβαρότητα τούς θεσμούς πού ἐκπροσωποῦν»[4].

Δυστυχῶς, ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεικνύεται τίς περισσότερες φορές κατώτερη τῶν περιστάσεων. Σιωπῶσα καί ὑπνώττουσα, ἐγκλωβισμένη στόν ἀσφυκτικό ἐναγκαλισμό της μέ τήν κρατική ἐξουσία καί ὑποταγμένη στήν πολιτειοκρατία, βαθειά διαβρωμένη ἀπό τήν ἐκκοσμίκευση, ἄνευρη καί νωχελική, ἀδυνατεῖ νά ἀρθρώσει λόγο ἀληθείας. Ἀδυνατεῖ νά συμβάλει στήν ἀναχαίτιση τῆς ἠθικῆς καί πνευματικῆς κατάπτωσης, πού κατακλύζει τήν κοινωνία μας· ἀδυνατεῖ νά ἀντιδράσει καί νά ἀντιταχθεῖ ἀποφασιστικά στό ἀντίθεο καί ἀνθελληνικό κατεστημένο, πού συνεχῶς ἰσχυροποιεῖται καί ἑδραιώνεται στήν πατρίδα μας.

Πορεύεται ἀποκομμένη καί σέ πλήρη ἀναντιστοιχία μέ τίς καθημερινές ἀνάγκες καί τά προβλήματα τοῦ λαοῦ της, πού στενάζει πραγματικά κάτω ἀπό δυσβάστακτες συνθῆκες. Ἕνας λαός φτωχοποιημένος, πικραμένος καί πονεμένος, ἀποίμαντος, ἀκατήχητος, ἀπογοητευμένος καί ἐγκαταλελειμμένος καί ἀπό τούς πνευματικούς καί ἐκκλησιαστικούς του ταγούς, καθώς βλέπει τούς περισσότερους ἀπό αὐτούς ἀπόντες καί ἀδιάφορους, σέ ἄλλο μῆκος κύματος, κλεισμένους ἑρμητικά σέ ἕναν μικρόκοσμο καί μιά εἰκονική πραγματικότητα διαμετρικά ἀντίθετη ἀπό τήν τραγική πραγματικότητα πού ὁ ἴδιος βιώνει. Τούς βλέπει ἀπορροφημένους, ἀφοσιωμένους, ἀσχολούμενους καί συμμετέχοντες σέ λαμπερές καί πολυπρόσωπες ἐκκλησιαστικές τελετές, σέ διάφορες τιμητικές ἐκδηλώσεις, ὀνομαστήρια, ἐπετείους καί ποικίλες ἐκκοσμικευμένες δραστηριότητες.

Κι ἐνῶ γινόμαστε ὅλοι μάρτυρες τοῦ ἐ­φη­συ­χα­σμοῦ καί τῆς ἀ­δρά­νειας τῆς Διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας σέ ἀ­πο­φα­σι­στι­κά ζη­τή­μα­τα, ἀντίθετα διαπιστώνουμε μία ἐντελῶς δυσανάλογη καί ἐπιλεκτική ὑ­περ­κι­νη­τι­κό­τη­τα καί μί­α πλού­σια δρα­στη­ρι­ό­τη­τα στόν οἰ­κο­νο­μι­κό το­μέ­α. Ἀ­να­πτυ­ξια­κές ἑ­ται­ρεῖ­ες, μή κυ­βερ­νη­τι­κές ὀρ­γα­νώ­σεις (ΜΚΟ), κοι­νο­τι­κά προ­γράμ­μα­τα, με­λέ­τες, ἐ­πι­χο­ρη­γή­σεις, ἐ­πεν­δύ­σεις, με­το­χές καί συ­ναλ­λα­γές ἔ­χουν με­τα­τρέ­ψει, σέ ἕ­να με­γά­λο πο­σο­στό, τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας, τίς ἐ­νο­ρί­ες μας, τά μο­να­στή­ρια μας, ἀ­πό νο­σο­κο­μεῖ­α καί ἰ­α­τρεῖ­α ψυ­χῶν σέ οἰ­κο­νο­μο­τε­χνι­κούς ὀρ­γα­νι­σμούς καί σέ ὑ­πη­ρε­σί­ες δι­εκ­πε­ραι­ώ­σε­ως κυ­ρί­ως οἰ­κο­νο­μι­κῶν καί λο­γι­στι­κῶν ὑ­πο­θέ­σε­ων.

Τά εἶχε περιγράψει τόσο εὔστοχα καί διορατικά ὅλα αὐτά, πρίν ἀπό χρό­νια, ὁ Ὁμότιμος Κα­θη­γη­τής κ. Μαν­τζα­ρί­δης, ὅταν εἶχε καταγράψει μία διαχρονική καί πάντα ἐπίκαιρη διαπίστωση: «Τό αἴ­τη­μα πού ὑ­πάρ­χει γιά ἄ­με­ση μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στήν κοι­νω­νι­κή ἤ τήν πο­λι­τι­κή ζω­ή, δέν ὀ­φεί­λε­ται οὐ­σι­α­στι­κά στήν ἀ­νε­πάρ­κεια τῆς μαρ­τυ­ρί­ας αὐ­τῆς, ἀλ­λά στήν ἀ­που­σί­α της. Ὅ­ταν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς κα­τε­στη­μέ­νο, συ­χνά μά­λι­στα πιό δύ­σκαμ­πτο καί πιό ἀ­να­χρο­νι­στι­κό ἀ­πό τό κοι­νω­νι­κό ἤ τό πο­λι­τι­κό κα­τε­στη­μέ­νο, ὅ­ταν ἡ χα­ρι­σμα­τι­κή καί ἐ­σχα­το­λο­γι­κή προ­ο­πτι­κή της συμ­πι­έ­ζε­ται σέ μο­νο­λι­θι­κή καί ἐγ­κο­σμι­ο­κρα­τι­κή ὀρ­γά­νω­ση, ὅ­ταν ἡ ἀρ­χή τῆς θυ­σί­ας καί τῆς δι­α­κο­νί­ας δι­α­στρέ­φε­ται σέ ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κή ἐ­ξου­σί­α, πού ἀρ­νεῖ­ται μά­λι­στα κά­θε ἐ­ποι­κο­δο­μη­τι­κή κρι­τι­κή καί ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τό κῦ­ρος τῆς θεί­ας αὐ­θεν­τί­ας, γιά νά κα­λύ­ψει τήν αὐ­θαι­ρε­σί­α καί τήν ἀ­συ­ναρ­τη­σί­α, δέν μπο­ρεῖ νά δώ­σει θε­τι­κή μαρ­τυ­ρί­α»[5].

Αὐτές οἱ τόσο ἀληθινές διαπιστώσεις τοῦ σεβαστοῦ Καθηγητῆ, πού ἔγιναν πρίν ἀπό δεκαετίες, θά μποροῦσαν ἴσως νά θεωρηθοῦν καί ἐπιεικεῖς σέ σχέση μέ τήν σημερινή πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ πρόσφατη ἀντιμετώπιση τοῦ ζητήματος τοῦ κορωνοϊοῦ, ὅπου ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀντί νά προτάξει τά ἁγιαστικά μέσα τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, τῆς θείας λατρείας, τῶν ἁγίων λειψάνων καί τῶν ἁγίων εἰκόνων, τῶν λιτανειῶν καί τῶν θείων μυστηρίων, προσδέθηκε ἀσφυκτικά στό ἅρμα τῆς θεοποιημένης ἐπιστήμης καί ἀποδέχτηκε ἀδιαμαρτύρητα καί παθητικά ὅλα τά ἀντιεκκλησιαστικά κυβερνητικά μέτρα. Παράλληλα, συνέχισε χωρίς διακοπή, χωρίς καμμία ἀναστολή καί χωρίς τόν παραμικρό δισταγμό, τήν «ἀγαστή συνεργασία» της καί τίς οἰκονομικές καί ἄλλες συναλλαγές της μέ τήν Κυβέρνηση καί ταυτίστηκε μαζί της στήν σκληρότητα καί τήν αὐστηρότητα στόν στιγματισμό καί τήν δίωξη εὐλαβῶν ἱερέων καί πιστῶν.

Ὅλη αὐτή ἡ συμπεριφορά ἐπιβεβαιώνει καί καθιστᾶ, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, ἐπίκαιρους τούς λόγους τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου: «Tό πάλαι ὑπέρ τῶν προβάτων ἀπέθνησκον οἱ ποιμένες, νῦν δέ μᾶλλον αὐτοί ἀναιροῦσι τά πρόβατα… Tότε τήν ἀρετήν ἤσκουν, νῦν δέ τούς τήν ἀρετήν ἀσκοῦντας ἐξοστρακίζουσι»[6]. Δηλαδή, παλαιότερα οἱ Ποιμένες πέθαιναν γιά τά πρόβατά τους. Τώρα, ὅμως, αὐτοί οἱ ἴδιοι σκοτώνουν τά πρόβατά τoυς. Τότε ἐξασκοῦνταν στήν ἀρετή, τώρα ὅμως αὐτούς πού ἀσκοῦνται στήν ἀρετή τούς κυνηγοῦν καί τούς διώκουν.

Τά πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, παρά τήν πικρία καί τόν πόνο πού τούς προκαλεῖ ἡ στέρηση τῆς πνευματικῆς πατρότητας, προστρέχουν μέ μεγαλύτερη ἀκόμη θέρμη στήν στορ­γι­κή μας Μά­να, πού εἶναι ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία εἶ­ναι ἡ κα­λή καί σο­φή μας Μάνα, ἡ γα­λα­κτο­τρο­φοῦ­σα, ἡ παι­δα­γω­γοῦ­σα, ἡ εἰ­ρη­νεύ­ου­σα, ἡ ἀ­να­παύ­ου­σα, ἡ συμ­πά­σχου­σα, ἡ θε­ρα­πεύ­ου­σα, ἡ συγ­χω­ροῦ­σα, ἡ ἁ­γι­ά­ζου­σα, ἡ οὐ­ρα­νο­δρο­μοῦ­σα. Μέ­σα σ’ αὐ­τήν ἀ­να­γεν­νι­ό­μα­στε πνευ­μα­τι­κά, στήν ἀγ­κα­λιά της γα­λου­χού­μα­στε καί ἀν­δρω­νό­μα­στε καί ἐπιτυγχάνουμε τήν σωτηρία μας. Σέ αὐτή τήν Μάνα παραμένει ἀφοσιωμένος ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ, διαφυλάσσει ἐνεργή τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική καί δογματική του συνείδηση· δι­α­τη­ρεῖ σέ ἐ­γρή­γορ­ση τά ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξα ἀν­τα­να­κλα­στι­κά του· ἀ­γρυ­πνεῖ, προ­βλη­μα­τί­ζε­ται, ἐ­νη­με­ρώ­νε­ται, δρα­στη­ρι­ο­ποι­εῖ­ται ὅσο καί ἄν πικραίνεται, ὅσο καί ἄν λοιδωρεῖται καί ἐπικρίνεται.

Λοι­δω­ρεῖ­ται καί ἐ­πι­κρί­νε­ται ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ, ὅ­ταν ἀ­γω­νιᾶ καί δρα­στη­ρι­ο­ποι­εῖ­ται γιά τήν δι­α­φύ­λα­ξη τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς του, ὅ­ταν ἀν­τι­δρᾶ στά σύγ­χρο­να οἰ­κου­με­νι­στι­κά ἀ­νοίγ­μα­τα, ὅ­ταν ἀν­τι­στέ­κε­ται στά σχέ­δια καί τίς ἐ­πι­τα­γές τῆς Νέ­ας Τά­ξε­ως Πραγ­μά­των καί ἀρ­νεῖ­ται τήν πο­δη­γέ­τη­σή του στά συ­στή­μα­τα ἐ­λέγ­χου, στόν ἰσοπεδωτικό ψηφιακό μετασχηματισμό, στήν θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐπιστήμης καί τόν μετανθρωπισμό τῆς Νέας Ἐποχῆς.

Λοι­δω­ρεῖ­ται ὁ πι­στός λα­ός τοῦ Θε­οῦ, χα­ρα­κτη­ρι­ζό­με­νος καί στιγ­μα­τι­ζό­με­νος γιά ἄ­κρα­το ζη­λω­τι­σμό καί φον­τα­μεν­τα­λι­σμό καί ἐ­πι­κρί­νε­ται γιά δῆθεν ἀ­νυ­πα­κο­ή πρός τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀπό τούς ἴδιους τούς ποιμένες του, πού αὐτοαναγορεύονται σέ ἀπόλυτους καί μοναδικούς ἐκφραστές τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί ὅταν οἱ ἴδιοι δέν εἶναι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι» καί ὅταν οἱ ἀποφάσεις τους δέν εἶναι «ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ»[7].

 Ἡ σημασία τοῦ ὅρου «ὑπακοή στήν Ἐκκλησία»

«Τό συ­νο­δι­κό σύ­στη­μα ἀ­πό μό­νο του δέν δι­α­σφα­λί­ζει μη­χα­νι­στι­κά τήν ὀρ­θό­τη­τα τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Αὐ­τό γί­νε­ται μό­νο, ὅ­ταν οἱ συ­νο­δι­κοί Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν μέ­σα τους ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί τήν Ὑ­πο­στα­τι­κή Ὁ­δό, τό Χρι­στό δη­λα­δή, ὁ­πό­τε ὡς συν-ο­δι­κοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶ­ναι στήν πρά­ξη καί ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σι”»[8].

Ἀναμφίβολα, ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ» καί τό κέντρο ἑνότητος μέσα στήν Ἐκκλησία· εἶναι ὁ ἀρχιερέας, ὁ ἀρχιδιδάσκαλος καί ὁ ἀρχιποιμένας μέσα στήν ἐπισκοπή του. Ὅλα πρέπει νά γίνονται «μετά γνώμης τοῦ ἐπισκόπου», ἀλλά καί ὁ Ἐπίσκοπος, βέβαια, ὀφείλει νά εἶναι «ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ»[9]. Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος μᾶς προτρέπει νά συμβαδίζουμε μέ τήν γνώμη τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶναι ἡ γνώμη τοῦ Πατέρα, ὅπως καί οἱ Ἐπίσκοποι ἀκολουθοῦν τήν γνώμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: «διά τοῦτο προέλαβον παρακαλεῖν ὑμᾶς, ὅπως συντρέχητε τῇ γνώμῃ τοῦ Θεοῦ. Καί γάρ Ἰησοῦς Χριστός… τοῦ Πατρός ἡ γνώμη, ὡς καί οἱ ἐπίσκοποι… ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ εἰσίν»[10]. Κατά συνέπεια, ἡ μόνη ἀπροϋπόθετη ὀφειλόμενη ὑπακοή τῶν πιστῶν εἶναι αὐτή στόν Θεό Πατέρα καί στόν Χριστό, πού εἶναι ἡ γνώμη τοῦ Πατέρα. Ἡ ὑπακοή στόν Ἐπίσκοπο καί σέ ὅποιον ἄλλο, προϋποθέτει αὐτός νά ἀκολουθεῖ τήν γνώμη τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος θέτει μέ ἀπόλυτη σαφήνεια τά ὅρια τῆς ὑπακοῆς τῶν πιστῶν στούς Ἐπισκόπους σέ θέ­μα­τα ἀν­τί­θε­τα πρός τήν πί­στη τους: «Πῶς λοι­πόν ὁ Παῦ­λος λέ­γει, νά ὑ­πα­κοῦ­τε καί νά ὑ­πο­τάσ­σε­σθε στούς προ­ϊ­στα­μέ­νους σας; Ἀ­φοῦ εἶ­πε προ­η­γου­μέ­νως, νά ἀ­να­λο­γί­ζε­σθε τήν ὅ­λη πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς τους καί νά μι­μῆ­σθε τήν πί­στι τους, κα­τό­πιν πρό­σθε­σε, νά ὑ­πα­κοῦ­τε καί νά ὑ­πο­τάσ­σε­σθε στούς προ­ϊ­στα­μέ­νους σας. Τί λοι­πόν θά συμ­βῆ, λέ­γει, ὅ­ταν εἶ­ναι κα­κός καί δέν τόν ὑ­πα­κοῦ­με; Κα­κός, πῶς τό ἐν­νο­εῖς; ἐ­άν εἶ­ναι τέ­τοι­ος ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πί­στε­ως, ἀ­πό­φευ­γέ τον καί ἀ­πο­μα­κρύν­σου ἀ­π’ αὐ­τόν, ὄ­χι μό­νο ἄν εἶ­ναι ἄν­θρω­πος, ἀλ­λά κι’ ἄν ἀ­κό­μη εἶ­ναι ἄγ­γε­λος πού κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό· ἐ­άν ὅ­μως εἶ­ναι κα­κός ὡς πρός τήν ἰ­δι­ω­τι­κή του ζω­ή, μήν ἀ­σχο­λῆ­σαι μ’ αὐ­τήν… ἀ­φοῦ καί τό, μή κρί­νε­τε, γι­ά νά μή κρι­θῆ­τε, ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν τρό­πο ζω­ῆς, κι’ ὄ­χι στήν πί­στι»[11].

Ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, «τήν πλή­ρη ἱ­κα­νό­τη­τα νά δι­δά­σκει δέν τήν ἔ­χει λά­βει ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πό τό ποί­μνιό του, ἀλ­λά ἀ­πό τόν Χρι­στό, μέ­σω τῆς Ἀπο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς. Ἀλ­λ’ ἡ πλή­ρης αὐτή ἱκα­νό­της, πού ἔχει δο­θῆ σ’ αὐτόν, εἶναι ἱκα­νό­της τοῦ νά φέ­ρη τή μαρ­τυ­ρί­α τῆς κα­θο­λι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ἀπό τήν ἐμ­πει­ρί­α αὐ­τήν. Ἑ­πο­μέ­νως, σέ ἐρω­τή­μα­τα πε­ρί πί­στε­ως, ὁ λα­ός πρέ­πει νά κρί­νει ἀ­νά­λο­γα μέ τή δι­δα­σκα­λί­α του. Τό κα­θῆ­κον τῆς ὑ­πα­κο­ῆς παύ­ει νά ἰσχύει, ὅταν ὁ ἐπί­σκο­πος ξε­φεύ­γει ἀ­πό τό κα­θο­λι­κό πρό­τυ­πο, ὁπό­τε ὁ λα­ός ἔχει τό δι­καί­ω­μα νά τόν κα­τη­γο­ρή­σει ἀ­κό­μη καί νά τόν κα­θαι­ρέ­σει»[12].

Καί ἐπισημαίνει, ἐπίσης, ὁ μεγάλος αὐτός θεολόγος, ὅτι «­ὁ ἐ­πί­σκο­πος πρέ­πει ν’ ἀγ­κα­λιά­σει μέ­σα του ὅ­λη του τήν Ἐκ­κλη­σί­α· πρέ­πει νά ἐκ­δη­λώ­σει, νά φα­νε­ρώ­σει τήν ἐμ­πει­ρί­α καί τήν πί­στι της. Δέν πρέ­πει νά ὁ­μι­λεῖ ἀ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ, ἀλ­λά ἐν ὀ­νό­μα­τι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, e­x c­o­n­s­e­n­s­u e­c­c­l­e­s­i­ae”»­.­ Καί καταλήγει ὅτι «τὸ ὅ­λο σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα νὰ ἐ­πα­λη­θεύ­ει, ἤ, γιὰ νὰ εἴ­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­κρι­βεῖς, τὸ δι­καί­ω­μα, καὶ ὄ­χι μό­νο τό δι­καί­ω­μα, ἀλ­λὰ τὸ κα­θῆ­κον τῆς ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σε­ως. Μ’ αὐ­τὴν τὴν ἔν­νοι­α οἱ Πα­τριά­ρχες τῆς Ἀ­να­το­λῆς ἔ­γρα­φαν στὴ γνω­στὴ Ἐγ­κύ­κλιο Ἐπι­στο­λὴ τοῦ 1848 ὅ­τι ὁ λα­ὸς ὁ ἴ­διος ἀ­πὸ μό­νος του ὑ­πῆρ­ξεν ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῆς θρη­σκεί­ας”»[13]. Καί ἀλλοῦ συμπληρώνει: «Οἱ ἐ­πί­σκο­ποι λοι­πόν ἐ­νερ­γοῦν ὡς οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποι συγ­κε­κρι­μέ­νων το­πι­κῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν καί αὐ­τές οἱ ἴ­δι­ες οἱ ἐκ­κλη­σί­ες, ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­νερ­γεῖ ἐν τῷ προ­σώ­πῳ τους»[14].

Καί ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καψάνης ἔγραφε γιά τό ἴδιο ζήτημα: «Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾷ δέ εἰς τήν δι­οί­κη­σιν καί τήν δι­δα­σκα­λί­αν, ἡ συμ­με­το­χή τοῦ λα­οῦ εἶ­ναι θε­με­λι­ώ­δης, ἐ­φ’ ὅ­σον οὗ­τος, χα­ρι­σμα­τοῦ­χος ὤν καί δι­δα­κτός Θε­οῦ, ἀ­πο­τε­λεῖ με­τά τοῦ κλή­ρου τήν ἀ­γρυ­πνοῦ­σαν συ­νεί­δη­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἥ­τις μαρ­τυ­ρεῖ (κρί­νει, δι­α­κρί­νει, ἐγ­κρί­νει καί ἀ­πο­δέ­χε­ται, ἤ κα­τα­κρί­νει καί ἀ­πορ­ρί­πτει) τήν δι­δα­σκα­λί­αν καί τάς πρά­ξεις τῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας, ὡς ἀ­πε­φάν­θη­σαν καί οἱ Πα­τριά­ρχαι τῆς Ἀ­να­το­λῆς ἐν τῇ Ἐγ­κυ­κλί­ῳ αὐ­τῶν τῆς 6ης Μα­ΐ­ου 1848»[15].

Ἡ ὑπακοή ὡς ἐξουσιαστική ἐπιβολή

Στίς ἡμέρες μας, διαπιστώνουμε μέ βαθειά λύπη ὅτι ἡ «ὑπακοή στήν Ἐκκλησία», πού προβάλλεται καί ἀπαιτεῖται ἀπό τήν πλειονότητα τῶν Ἐπισκόπων, ἔχει τίς περισσότερες φορές τήν ἔννοια τῆς πειθαρχίας καί τῆς τυφλῆς συμμόρφωσης σέ ἐντολές καί αὐθαίρετες ἐπιλογές, χωρίς θεολογικές προϋποθέσεις. Πρό­κει­ται γιά τό φαι­νό­με­νο, πού ἐ­πι­κρά­τη­σε ὡς «δε­σπο­τι­σμός» ἤ «δε­σπο­το­κρα­τί­α» καί πού συ­νί­στα­ται, κυ­ρί­ως, στήν προ­βο­λή καί τήν χρή­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς αὐ­θεν­τί­ας, ὄ­χι ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας καί Χά­ρι­τος, ἀλ­λά ὡς ἀ­πό­το­κο τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος (μέ τήν δι­οι­κη­τι­κή καί ἐ­ξου­σι­α­στι­κή του μορ­φή) καί τῶν «δι­και­ω­μά­των» πού αὐ­τό συ­νε­πά­γε­ται.

Κύρια συμπτώματα αὐτῆς τῆς θλιβερῆς παθογένειας, πού ὑποδηλώνουν αὐτήν τήν ἰδιότυπη νέα βαυαροκρατία στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ αὐταρχισμός, ὁ συγκεντρωτισμός, ἡ ἀ­πο­κο­πή τοῦ σώ­μα­τος τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων ἀ­πό τόν λα­ϊ­κό πα­ρα­δο­σια­κό κορ­μό, ἡ με­τα­τρο­πή τους σέ κρα­τι­κούς ὑ­παλ­λή­λους καί ἀ­ξι­ω­μα­τού­χους κα­ρι­έ­ρας, ἡ στα­δια­κή ἀ­πο­ξέ­νω­σή τους ἀ­πό τά ποι­μαν­τι­κά τους κα­θή­κον­τα καί τήν φρον­τί­δα τοῦ λα­οῦ, ἡ ἀ­πο­στρο­φή πρός τούς ἱερεῖς, τούς μο­να­χούς καί τόν πιστό λαό, πού ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ μί­α βα­θειά ὑ­πο­τί­μη­ση καί μί­α ἐ­ξου­σι­α­στι­κή καί ἰ­δι­ο­κτη­σια­κή ἔκ­φρα­ση κυ­ρι­αρ­χί­ας.

Πρόκειται οὐσιαστικά γιά τήν κατάλυση τῆς συνοδικότητος καί τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τήν διαμόρφωση καί ἐπιβολή ἑνός ἐπισκοπο-ιεροκρατικοῦ συγκεντρωτικοῦ συστήματος διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, στηριγμένο σέ παπικά πρότυπα καί παπικές προδιαγραφές.

Ἡ ἀρχή τῆς συνοδικότητος

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἱεραρχικά δομημένη καί λειτουργεῖ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, συνοδικά. Αὐτό σημαίνει ὅτι σέ καμμία περίπτωση δέν λειτουργεῖ ἱεροκρατικά, ἐπειδή ἡ ἱεροκρατία ἀκυρώνει τή συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας στόν τρόπο διοικήσεώς της, ἡ φερεγγυότητα τῆς ὁποίας διασφαλίζεται ἀπαραιτήτως ἀπό τήν διαχρονική συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων (consensus patrum) καί ἀπό τήν δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας (λαϊκῶν, μοναχῶν καί κληρικῶν). Ἄλλωστε, ὅπως τονίζει ὁ Καθηγητής κ. Τσελεγγίδης: «Στά δογματικά θέματα, ὡς γνωστόν, ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν εἶναι πλειοψηφική, γιατί στήν Ἐκκλησία ἡ ἀλήθεια εἶναι Ὑποστατική πραγματικότητα»[16]. Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό καί ἕνας ἀκόμη, ὅταν τήν ἐκφράζει, αὐτή πλειοψηφεῖ ἔναντι τῶν ἄλλων, ὅσοι κι ἄν εἶναι αὐτοί. Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηροῦσε ὁ μακαριστός Ἐπίσκοπος Ἐρζεγοβίνης Ἀθανάσιος Γιέφτιτς, δέν ὑπάρχει συνοδική ἐξουσία στήν Ἐκκλησία, ἀλλά συνοδικότητα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι: «…δέν ὑπάρχει ἐξουσία στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ὑπάρχουν Συνοδικότητα καί συμφωνία· …τό Ἅγιον Πνεῦμα ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία καί ἐμεῖς ἀναπνέουμε τό Ἅγιον Πνεῦμα…»[17]. Αὐτή τήν παράδοση ἔχει διασώσει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καί ἡ διαχρονική μαρτυρία τῶν Ἁγίων μας: Παράδοση εἶναι «ὅ,τι πανταχοῦ, πάντοτε καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη»[18].

«Ἑρμηνευτικό κλειδί γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματός της. Ἡ δογματική συνείδηση νοεῖται ὡς πνευματική γνώση, πού γεννιέται –χαρισματικῶς- στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἁγιοπνευματική ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Χρίσματός τους. Γι’ αὐτό καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας»[19].

Τό ἐπισκοπο-ιεροκρατικό συγκεντρωτικό σύστημα – Ἡ κατάλυση τῆς συνοδικότητας

Τό ἐπισκοπο-ιεροκρατικό συγκεντρωτικό –παπικοῦ τύπου καί προδιαγραφῶν– σύστημα διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τελείως ξένο πρός τήν Ὀρθοδοξία. Τό ἴδιο ξένη, αὐθαίρετη καί παραπλανητική εἶναι ἡ ἐντύπωση, πού ἐσκεμμένα καλλιεργεῖται, ὅτι δῆθεν ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ τό ὄργανο Διοίκησής της, πού εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι. Ἔχει, ἔτσι, ἐπικρατήσει ἡ θεολογικῶς ἀπαράδεκτη συνήθεια νά ἐπαναλαμβάνουν πολλοί καί νά ἐπικαλοῦνται τήν λανθασμένη θέση «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «ἐμεῖς θά κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία», ἐννοώντας τούς Ἐπισκόπους ἤ τήν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, ἀκόμη καί ὅταν αὐτοί φρονοῦν ἤ ἀποφασίζουν ἀντίθετα πρός τήν Ὀρθόδοξη πίστη.

Σύμφωνα μέ τόν Καθηγητή τῆς Δογματικῆς κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, «ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις»[20].

Ἀναφερόμενος, ἐπίσης, ὁ ἱερός Χρυσόστομος στήν «ἀνθρωπίνην διαίρεσιν» τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος σέ «πρόβατα καί ποιμένες», παρατηρεῖ: «πρόβατα καί ποιμένες πρός τήν ἀνθρωπίνην εἰσί διαίρεσιν, πρός δέ τόν Χριστόν πάντες πρόβατα καί γάρ οἱ ποιμαίνοντες καί οἱ ποιμαινόμενοι ὑφ’ ἑνός, τοῦ ἄνω Ποιμένος, ποιμαίνονται»[21]. Ἡ διάκριση, λοιπόν, κληρικῶν καί λαϊκῶν στή λειτουργική γλώσσα, ὅπως γενικότερα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι λειτουργική καί ὄχι ταξική. Ἡ ἴδια ἡ φύση τῆς Ἐκκλησίας ἀποκλείει τήν κοσμική διαφοροποίηση τῶν μελῶν της σέ ἄρχοντες καί ἀρχομένους, κυρίους καί ὑποτελεῖς. Σκοπός σύνολης τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ καταρτισμός τῶν ἁγίων[22].

Ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός παρατηροῦσε πολύ εὔστοχα ὅτι «μία παρα-παράδοση (καί οὐσιαστικά ἀντι-παράδοση) ἔχει παρασιτικά εἰσχωρήσει στή ζωή μας καί γι᾿ αὐτό ἐπικρατεῖ ἡ σφαλερά ἐντύπωση, ὅτι ἔχουμε μία τάξη ἀρχόντων (πριγκήπων) στήν Ἐκκλησία καί μία τάξη ἀρχομένων. Περιττό νά ποῦμε, ὅτι τέτοιες ἀντιλήψεις φεουδαρχικοῦ χαρακτήρα εἶναι συνέπεια τῶν μακροχρονίων ἐπιρροῶν, πού δεχθήκαμε ὡς ὑπόδουλη Ρωμηοσύνη ἀπό τή Φραγκιά καί τήν Τουρκιά καί ἀπό τίς ὁποῖες καταταλαιπωρούμεθα ἀκόμη»[23].

Τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μέ κεφαλή τόν Χριστό, τό συναποτελοῦν οἱ Ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοί καί λαϊκοί, ἡ δέ συνείδηση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος (φύλαξ τῶν ἱερῶν δογμάτων), δέν εἶναι δυνατόν νά διεκδικηθεῖ ἀπό καμμία a priori αὐθεντία, αὐτονομημένη ἀπό τό σύνολο ἐκκλησιαστικό σῶμα.

 Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης

Αὐτή ἡ ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καταπατήθηκε βάναυσα στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ὁ πιστός λαός, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί, ἀκόμη καί ἡ πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων παραθεωρήθηκαν, παραγκωνίστηκαν, περιθωριοποιήθηκαν, ἀγνοήθηκαν καί ἐξαπατήθηκαν ἀπό αὐτή τήν «Σύνοδο». Οἱ ἐμπνευστές καί ὀργανωτές της ἐπεχείρησαν μέ βίαιο καί ἐξουσιαστικό τρόπο νά ἀναβιβάσουν, ἀπροϋπόθετα, σέ ἀπόλυτη αὐθεντία μόνον τόν συνοδικό θεσμό.

Πάνω σέ αὐτό τό μονομερές καί συγκεντρωτικό σύστημα ἀποφάσεων ὀργανώθηκε ἐπίσης –καί συνεχίζει νά ὀργανώνεται–, ἡ θεμελίωση ἑνός Πρώτου –ἄνευ ἴσων– καί στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Αὐ­τή ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κή τα­κτι­κή ἐκ­φράστηκε στό Κεί­με­νο «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», ὅ­που ἀναφέρεται ὅ­τι: «ἡ δι­α­τή­ρη­σις τῆς γνη­σί­ας ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως δι­α­σφα­λί­ζε­ται μό­νον διά τοῦ συ­νο­δι­κοῦ συ­στή­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­νέ­κα­θεν ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ ἀ­πε­τέ­λει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θε­μά­των πί­στε­ως καί κανονικῶν διατάξεων»[24].

Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δέν ἦταν οὔτε Σύνοδος ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν καί ὅλων τῶν Ἐπισκόπων (δέν συμμετεῖχαν τέσσερεις Τοπικές Ἐκκλησίες καί τό σύνολο τῶν Ἐπισκόπων), οὔτε Μεγάλη καί Ἀγία, ἀλλά ἀπετέλεσε στήν πραγματικότητα μία ἰδιότυπη ἀριστίνδην Σύνοδο, μία Σύνοδο Προκαθημένων καί ὄχι μία Πανορθόδοξη Σύνοδο. Δικαίωμα συμμετοχῆς εἶχαν μόνο οἱ Προκαθήμενοι τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί 24 Ἐπίσκοποι ἀπό κάθε Τοπική Ἐκκλησία. Οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί εἶχαν ἕναν καθαρά διακοσμητικό ρόλο καί ἦταν ἁπλοί παρατηρητές, ἀφοῦ δέν εἶχαν δικαίωμα ψήφου, στερούμενοι, ἔτσι, τό ἱερό, μοναδικό καί ἀναφαίρετο δικαίωμά τους, πού ἀποτελεῖ καί ἀδήριτη δέσμευση καί ὑποχρεωτικότητα ἐπιτακτική.

Πρόκειται πραγματικά γιά μιά πρωτοφανή μεθόδευση, πού ἀποτελεῖ μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο στά ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικά χρονικά. Εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς, πῶς Ἐπίσκοποι ὁμοιόβαθμοι τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Ἀρχιεπισκόπων, καταδέχθηκαν τέτοια προσβολή, σύρθηκαν ἀδιαμαρτύρητα σ’ αὐτήν τήν ψευδοσύνοδο καί ἐπέτρεψαν εἰς ἑαυτούς τήν ὑποβάθμισή τους σέ ρόλο ἁπλοῦ συμβούλου καί παρατηρητοῦ γιά τόσο σοβαρές ἀποφάσεις σέ τόσο σπουδαῖα δογματικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα. Ὁ παραγκωνισμός καί ἡ φίμωσή τους καί ἡ ἐπιλεκτική συμμετοχή μιᾶς ὀλιγαρχίας ἐκλεκτῶν, χωρίς ἀκόμη καί αὐτοί νά ἔχουν δικαίωμα ψήφου, συνιστᾶ τήν πλήρη καί πρωτοφανή στήν Ἐκκλησία ἀπαξιωτική κένωση τοῦ Ἐπισκόπου καί οὐσιαστικά τόν πλήρη πνευματικό εὐνουχισμό τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος.

Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης καταστρατήγησε τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, κατέλυσε κυριολεκτικά τήν συνοδικότητα, κατεπάτησε βάναυσα ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ἀγνόησε καί ἀπέρριψε τήν ἁγιοπατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καί τήν ἁγιοπνευματική ὀρθόδοξη θεολογία μας. Γι’ αὐτό καί ἡ γρηγοροῦσα συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μας ἀρνήθηκε νά ἀποδεχθεῖ τά τετελεσμένα αὐτῆς τῆς «Συνόδου» καί τήν ἀκύρωσε ἤδη στήν πράξη, ὡς ψευδοσύνοδο.

Μέ τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης νομιμοποιήθηκε ὁ ἀποκλεισμός τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος δέν γνώριζε ἀπολύτως τίποτε οὔτε γιά τό πε­ρι­ε­χό­με­νο οὔτε γιά τήν θε­μα­το­λο­γί­α αὐτῆς τῆς Συ­νό­δου· οὐ­δέ­πο­τε πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε κά­τι σχε­τι­κό μέ τήν Σύ­νο­δο αὐ­τή, οὐ­δέ­πο­τε συμ­με­τεῖ­χε στήν δι­α­δι­κα­σί­α προ­πα­ρα­σκευ­ῆς της καί οὐ­δέ­πο­τε ἐ­νέ­κρι­νε τά πρός συ­ζή­τη­ση θέ­μα­τά της.

Νομιμοποιήθηκε, ἐπίσης, ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στό Π.Σ.Ε., στό συνονθύλευμα αὐτό αἱρέσεων καί κακοδοξιῶν, καθώς καί ἡ μέχρι τώρα πορεία καί συμμετοχή στούς θεολογικούς διαλόγους καί τά ἀπαράδεκτα καί ἀντορθόδοξα κείμενα πού παρήχθησαν σέ αὐτούς καί ἀναγνωρίστηκαν μέ τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.

Κυρίως, ὅμως, ἀποφασίστηκε καί ἐπιβλήθηκε ἡ ἐκκλησιαστικοποίηση ὅλων τῶν αἱρέσεων (κάτι πρωτοφανές στά ἐκκλησιαστικά χρονικά!), μέ τήν σύμφωνη γνώμη μάλιστα καί τῆς Συνοδικῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Θά πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς ἀνέτρεψαν πλήρως τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου τοῦ 2016. Σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση–πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στά πρός ἐπικύρωση κείμενα τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶχε λάβει σαφή ἐντολή: «ὅπου ὑπάρχει ἡ λέξη Ἐκκλησία καί ἀναφέρεται στούς ρωμαιοκαθολικούς καί στούς προτεστάντες, θά πρέπει νά ἀντικατασταθεῖ μέ τούς ὅρους ὁμολογίαχριστιανική κοινότητα”»[25]. Ἡ ὀρθοδοξώτατη αὐτή ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού ἐλήφθη στίς 25 Μαΐου 2016, ἄλλαξε σκανδαλωδῶς ἐν μιᾷ νυκτί. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί οἱ 23 Ἀρχιερεῖς πού μετεῖχαν στήν Ἀντιπροσωπεία, πλήν τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, προχώρησαν σέ μία ὠμή παραβίαση τῆς ἐντολῆς πού εἶχαν λάβει ἀπό τήν ΙΣΙ. Ἀποφάσισαν νά κατατεθεῖ μία νέα πρόταση, ἤτοι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνοµασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁµολογιῶν». Λειτούργησαν, δηλαδή, μέ ἀπόλυτα ἀντισυνοδικό τρόπο, ὑπερβαίνοντας τήν ἐξουσιοδότηση πού εἶχαν λάβει ἀπό τό ἀνώτατο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ Ἱεραρχία, καί δίδοντας πρῶτοι αὐτοί τό παράδειγμα τῆς ἀνυπακοῆς στήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, πού τόσο ἐπικαλοῦνται καί ἀπαιτοῦν ἀπό τούς ἄλλους.

Παραπλανητική Ἐγκύκλιος τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης

Αὐτό τό βαρύτατο ἀτόπημα τῶν Συνοδικῶν Ἀντιπροσώπων στήν «Σύνοδο» τῆς Kρήτης, τήν ἀνατροπή, δηλαδή, τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱεραρχίας καί τήν ἐκκλησιαστικοποίηση τῶν αἱρέσεων, ἀκολούθησε, δυστυχῶς, ἕνα ἀκόμη μεγαλύτερο ὀλίσθημα. Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅταν κλήθηκε νά ἀποτιμήσει τήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἀντί νά στιγματίσει καί νά καταδικάσει τήν ἀνατροπή καί τήν καταπάτηση τῆς προηγούμενης ἀποφάσεώς της καί νά ἐπιτιμήσει ὅσους τήν διέπραξαν, προχώρησε οὐσιαστικά στήν συγκάλυψη τοῦ ὅλου θέματος μέ τήν ἔκδοση μίας παραπλανητικῆς καί ἀναληθοῦς Ἐγκυκλίου.

Συγκεκριμένα, στίς 23 καί 24 Νοεμβρίου 2016 συνεδρίασε ἐκτάκτως ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ ἀποκλειστικό θέμα τήν ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης. Ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ ἀνέμενε, ἔστω καί τότε, ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τόν ἐντοπισμό τῶν ἐσφαλμένων καί ἀντορθόδοξων ἐπιλογῶν καί ἀποφάσεων τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καί τήν διόρθωσή τους. Οἱ προσδοκίες, ὅμως, αὐτές τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, δυστυχῶς, διαψεύστηκαν παντελῶς καί παταγωδῶς.

Ἀφοῦ παρῆλθαν δύο περίπου μῆνες ἔντονων παρασκηνιακῶν πιέσεων καί διεργασιῶν, ἐκδόθηκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 2017 ἡ Ἐγκύκλιος 49 πρός τόν Λαό, μέ σκοπό τήν ἐνημέρωση τῶν πιστῶν γιά τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης.

Στήν πρώτη ἀνάγνωσή του, τό κείμενο τῆς Ἐγκυκλίου ἀποπνέει ἔντονα μία ἐργώδη προσπάθεια ἐξωραϊσμοῦ τῆς πραγματικότητος· μία ἐργώδη –ἴσως καί ἀγωνιώδη– προσπάθεια κατεναυσμοῦ τῶν ἀντιδράσεων καί ἀνευρέσεως μίας ὑποτιθέμενης χρυσῆς τομῆς, μίας ἰσορροπίας ἀνάμεσα στίς ἀντικρουόμενες καί σφοδρά ἀντιπαρατιθέμενες ἀπόψεις στούς κόλπους τῆς Ἱεραρχίας, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀφήνει στόν ἀναγνώστη ἔντονη τήν αἴσθηση τῆς ἀντιφατικότητας καί τῆς ἐσκεμμένης ἀσάφειας.

Θά μποροῦσε νά παρατηρήσει κανείς, ὅτι ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή κινεῖται οὐσιαστικά σέ μία εἰκονική πραγματικότητα, παντελῶς ξένη πρός ὅ,τι πραγματικά διαδραματίστηκε καί ἀποφασίσθηκε στήν Κρήτη, ὅτι ἀναφέρεται σέ μιά ἄλλη Σύνοδο καί ὄχι σέ αὐτή τῆς Κρήτης.

Παραθέτουμε ἐνδεικτικά τήν ἀναφορά στό σημεῖο Ε΄ τῆς Ἐγκυκλίου: «Ὁ διάλογος κυρίως μέ τούς ἑτεροδόξους χριστιανούς (ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες – αἱρέσεις) γίνεται μέ βάση τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας…»[26]. Παρατηροῦμε πώς ἐδῶ οἱ ἑτερόδοξοι χριστιανοί ἀναφέρονται ὡς «ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες – αἱρέσεις», ὥστε νά δίδεται ἐσκεμμένα ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἀνάλογη δῆθεν ἀναφορά ὑπῆρξε καί στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, ἐνῶ ἐκεῖ οἱ ἑτερόδοξοι ἀναφέρονται ὡς «Ἐκκλησίες». Τό σημεῖο αὐτό, ἄλλωστε, προκάλεσε καί τίς μεγαλύτερες τριβές καί τίς πιό ἔντονες ἀντιδράσεις καί ἀπό πολλούς Ἱεράρχες. Μέ τήν διατύπωση αὐτή τῆς Ἐγκυκλίου ἔχουμε οὐσιαστικά τήν ἐπαναφορά στήν θέση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως διατυπώθηκε στήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τόν Μάιο τοῦ 2016, ἡ ὁποία ὅμως ἀνατράπηκε καί παραβιάστηκε κατάφωρα ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο καί τήν Συνοδική Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Κρήτη.

Ἴσως, οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου τῆς Ἐγκυκλίου, ἐκφράζοντας εὐσεβεῖς πόθους, νά θέλησαν νά ἀποτυπώσουν τό ἰδεατό, αὐτό πού γνωρίζουν πώς συνιστᾶ τήν δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δέν τήν ἐξέφρασε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης.

Ἔτσι, προτίμησαν νά προβοῦν, δυστυχῶς, σέ μία κίνηση διπλωματική καί ἐξισορροπητική, συντάσσοντας ἕνα συμβιβαστικό κείμενο, πού ἀποτελοῦσε ἕναν τεχνητό συγκερασμό ἀντιθέτων θέσεων, μία ἄμικτο μίξη ἀληθειῶν καί ἀνακριβειῶν, χωρίς εὐθύτητα καί χωρίς καθαρές θέσεις, πού μόνο σκοπό ἔχει νά κατευνάσει τίς ἀντιδράσεις καί νά διατηρήσει τίς ἰσορροπίες μεταξύ τῶν ἀντιδρώντων, Ἐπισκόπων, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν πιστῶν καί τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, παραπέμποντας οὐσιαστικά τό ζήτημα τῆς ἀληθοῦς ἀποτιμήσεως τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης στίς «Καλένδες».

Ὡς ἐκ τούτου, διαπιστώνουμε μέ βαθύ πόνο, ὅτι τό ἀποτέλεσμα δέν ἦταν ἡ διαφώτιση τοῦ πιστοῦ λαοῦ –πού ὑποτίθεται πώς ἦταν καί ὁ σκοπός τῆς Ἐγκυκλίου– ἀλλά ἡ περαιτέρω συνειδητή παραπληροφόρηση, παραπλάνηση καί συσκότισή του. Τέτοιες μεθοδεύσεις, βεβαίως, πού δέν εἶναι ἔντιμες καί εὐθεῖς, δέν ἁρμόζουν σέ καμμία περίπτωση σέ ὀρθόδοξους Ἱεράρχες. Ὑποδηλώνουν μάλιστα ὅτι δέν πηγάζουν ἀπό τόν Θεό καί δέν ἀποτελοῦν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο εἶναι εὐθές καί ξεκάθαρο, ὅπως ἄλλωστε καί «ὁ λόγος τοῦ Κυρίου», εἶναι «εὐθύς»[27].

Στήν οὐσία μέ τό κείμενο τῆς Ἐγκυκλίου ἐπιχειρεῖται «ἄφεση» ἁμαρτιῶν στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καί γίνεται, ἔστω καί ἔμμεσα, ἀνεκτή ὅλη ἡ παθογένεια πού τήν συνόδευσε. Παρέχεται «ἄφεση» ἁμαρτιῶν, ἀλλά καί ἔμμεση νομιμοποίηση στίς πρωτοφανεῖς μεθόδους ἀδιαφάνειας, συγκεντρωτισμοῦ καί ἐπιβολῆς προειλημμένων ἀποφάσεων, πού κυριάρχησαν καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς προπαρασκευῆς τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου.

Τό οὐκρανικό ἐκκλησιαστικό ζήτημα

Ἡ ἀπογοήτευση καί ἡ κλονισμένη ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν πρός τούς πνευματικούς ταγούς δοκιμάζεται ἀκόμη περισσότερο τό τελευταῖο διάστημα, καθώς ἐκτυλίσσεται ὁ ἀλληλοσπαραγμός στήν ἡγεσία τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ ἀφορμή τό οὐκρανικό ἐκκλησιαστικό ζήτημα. Ἕνας ἀλληλοσπαραγμός πού ξεκίνησε μέ τήν ἀντικανονική παραχώρηση τοῦ οὐκρανικοῦ «αὐτοκεφάλου» ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος «ἤρξατο χειρῶν ἀδίκων» στό συγκεκριμένο θέμα, ἐπιβάλλοντας οὐσιαστικά μία ἰδιότυπη τιμωρία στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας γιά τήν ἄρνηση συμμετοχῆς της στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης.

Τά ἀντίποινα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στήν ρωσική Ἐκκλησία στό ζήτημα τῆς Οὐκρανίας ἐπιβλήθηκαν γιά λόγους πολιτικούς καί γεωστρατηγικούς, ὑπηρετώντας τά συμφέροντα τοῦ ἀμερικανικοῦ παράγοντα, καταλύοντας κάθε ἀρχή Συνοδικότητος καί μέ τελική ἐπιδίωξη νά ἐπιβληθεῖ ὁ ἴδιος ὡς Πρῶτος ἄνευ ἴσων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Μεγάλο, βεβαίως, μερίδιο εὐθύνης ἀναλογεῖ καί στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία μέ μία ἀπόφαση–παρωδία, πού λήφθηκε μέ πολιτικά κριτήρια, χωρίς νά πραγματοποιηθεῖ κἄν ψηφοφορία, ἔσπευσε νά ἀναγνωρίσει τήν «Αὐτοκεφαλία» τῆς Οὐκρανίας, ἐνῶ δέκα Τοπικές Ἐκκλησίες ἀρνοῦνται νά τήν ἀναγνωρίσουν μέχρι καί σήμερα. Ἔδωσε, ἔτσι, «συγχωροχάρτι» σέ ὅλες τίς ἀντικανονικές ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἔδωσε «συγχωροχάρτι» σέ καθηρημένους καί ἀχειροτόνητους Οὐκρανούς «ἐπισκόπους», πού τούς ἀναγνώρισε ὡς δῆθεν κανονικούς· ἔδωσε «συγχωροχάρτι» στήν κατίσχυση τῶν πολιτικῶν καί γεωστρατηγικῶν συμφερόντων τῶν ὑπερδυνάμεων εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας· ἔδωσε «συγχωροχάρτι» στόν ἐθνοφυλετισμό, πού δῆθεν καταδικάζει, καθώς ἀποδοκιμάζει μέν –καί σωστά– τόν ρωσικο-σλαβικό ἐθνοφυλετισμό, οἰκειοποιούμενη, ὅμως, ἡ ἴδια ἐθνοφυλετικές πρακτικές, παρέχοντας ἀπροϋπόθετα τήν στήριξή της στόν «Ἕλληνα Πατριάρχη», στόν «Πατριάρχη τοῦ Γένους», παρότι αὐτός δέν ἀληθεύει στό συγκεκριμένο ζήτημα.

Ἄκρως ἀποκαλυπτική εἶναι ἡ ἀπροκάλυπτη ὁμολογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, σέ πρόσφατη συνέντευξή του, ὅτι τό μόνο κριτήριο γιά τήν ἀναγνώριση αὐτή ὑπῆρξε ὁ «οἰκογενειακός δεσμός» μέ τόν Πατριάρχη, χωρίς νά τόν ἀπασχολεῖ κἄν ἡ οὐσία καί ἡ ἀληθινή ἐκκλησιολογική διάσταση τοῦ θέματος: «Θά σᾶς ἐξομολογηθῶ ὅτι γιά τό θέμα αὐτό μέ ἐπισκέφθηκε καί ὁ πρέσβης τῆς Ἀμερικῆς καί τρεῖς φορές ὁ πρέσβης τῆς Ρωσίας. Καί στόν μέν πρέσβη τῆς Ἀμερικῆς εἶπα ὅτι ἐγώ θά συνταχθῶ μέ τόν Πατριάρχη καί ἑπομένως θά γίνει τό θέλημά σας, ἀλλά δέν εἶναι πολιτική ἐπιλογή, δέν τό κάνω γιατί αὐτό ἐπιδιώκει ἡ Ἀμερική, τό κάνω γιατί σέβομαι αὐτό πού ὑποστηρίζει ὁ Πατριάρχης. Καί στόν Ρῶσο εἶπα ὅτι λυπᾶμαι, ἀλλά εἴμαστε μιά οἰκογένεια μέ τόν Πατριάρχη. Πῶς θά ἀφήσω τήν οἰκογένεια γιά νά πάω κάπου ἀλλοῦ; Συντάσσομαι μέ τόν Πατριάρχη»[28]. (!!!) Ἐδῶ, ὁ ὅρος «οἰκογένεια» δέν νοηματοδοτεῖται σωστά ἐκκλησιολογικῶς ἀπό τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπό μας, γιατί ὁ μόνος –ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι (χαρισματικῶς)– γενάρχης ὅλων μας στήν Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς πληροφόρησε ὁ Χριστός στήν Κυριακή προσευχή, εἶναι μόνον ὁ Θεός Πατέρας. Ὁ Πρῶτος, ἡ Κεφαλή καί ὁ Ἀρχηγός τῆς θεανθρώπινης αὐτῆς «οἰκογένειας» εἶναι –γιά ὅλες τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες– μόνον ὁ Χριστός, στόν ὁποῖο καί μόνον ὑπακοῦμε ἀπολύτως ὅλοι καί σέ ὅλα.

Τό χειρότερο, ὅμως, εἶναι ὅτι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔδωσε «συγχωροχάρτι» στόν ἐπεκτατισμό, τόν συγκεντρωτισμό καί τίς μεθόδους ἐπιβολῆς τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου[29]. Ἐν τέλει ἀναγνώρισε στόν κ. Βαρθολομαῖο τό δικαίωμα νά ἐπεμβαίνει, νά παρεμβαίνει καί νά ἐπιβάλλεται ἀντικανονικά στήν Ὀρθοδοξία, ὄχι ὡς Πρῶτος μεταξύ ἴσων, κατέχων τά πρεσβεῖα τιμῆς, ἀλλά ὡς «Πρῶτος ἄνευ ἴσων (primus sine paribus)»[30] καί κατέχων πρωτεῖο ἐξουσίας. Ὅμως, κατά τόν μακαριστό Γέροντα Γεώργιο Καψάνη, «Ἡ παραδοχή πρωτείου δικαιοδοσίας [ἐξουσίας] ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, δηλαδή τό νά εἶναι ἕνας ἐπίσκοπος κεφαλή καί ἀρχή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ἔστω ἐπιφορτισμένος μέ ἕνα ρόλο διακονίας, εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ὡς μοναδικῆς Κεφαλῆς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τό πρωτεῖο δικαιοδοσίας [ἐξουσίας] συνιστᾶ ἀνατροπή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὑπεράνω πάντων τῶν ἐπισκόπων εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος»[31].

Ὅπως προκύπτει ἀπό τήν νομοκανονική μελέτη τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου πρώην Θυατείρων καί Μεγάλης Βρετανίας κυροῦ Μεθοδίου Φούγια, καθώς καί τήν ἀντίστοιχη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους: «Αὐτοvοήτως τό αὐτοκέφαλο χορηγεῖται σέ καvοvικά τμήματα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσα τμήματα εἶναι σέ σχίσμα ἤ σέ ἄλλη μορφή ἀvτικανοvικότητος, πρῶτα ἀποκαθιστοῦν τήv ἑvότητα ἤ διορθώvουv τήv ἀντικανονικότητα, ὅπως ὁρίζουv οἱ ἱ. κανόνες (π.χ. περί τῶν Μελιτιαvῶv), καί μετά ζητοῦv τήv τυχόν ἀναγκαία γι’ αὐτούς αὐτοκεφαλία»[32].

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος, σέ δύο ἐπιστολές του[33] πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, θεμελιώνει μέ τεκμηριωμένα ἐπιχειρήματα τήν ἀντικανονική ἀναγνώριση τῶν ἀχειροτόνητων σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας. Ἐπισημαίνει πώς ἡ κατ’ οἰκονομία ἔνταξη σχισματικῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τήν διόρθωση τοῦ Σχίσματος τῶν Μελιτιανῶν, προϋποθέτει: α) μετάνοια, β) ἐπίθεση χειρός ὑπό κανονικοῦ Ἐπισκόπου καί εὐχή καί γ) τήν εἰρήνευση μέ ἀπόφαση Πανορθοδόξου Συνόδου, μέ σκοπό, ὅμως, πάντοτε τήν ὁμόνοια, «τηρεῖν τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης»[34]. Αὐτά τά τρία κριτήρια δέν προϋπῆρξαν γιά τήν ἀναγνώριση τοῦ οὐκρανικοῦ «αὐτοκεφάλου».

Συμπερασματικά, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας καταλήγει στήν καθολικά ἀποδεκτή διαπίστωση ὅτι «ἡ παραχώρηση τοῦ Αὐτοκεφάλου στήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας δέν ἔφερε τήν ποθητή ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων οὔτε τήν εἰρήνη, ὅπως εἶχε συµβεῖ μέ ὅλες τίς προηγούµενες παραχωρήσεις Αὐτοκεφαλίας»[35].

Τό οὐκρανικό ἐκκλησιαστικό ζήτημα καταδεικνύει περίτρανα πώς, ὅταν ἡ ἑνότητα δέν ἑδράζεται στήν ἀλήθεια, ἀλλά στηρίζεται σέ ἐφήμερους συσχετισμούς, σέ πολιτικές συμμαχίες, σέ διπλωματικές κινήσεις, σέ συμπαιγνίες, δοσοληψίες καί συναλλαγές πάσης φύσεως, τότε μιά τέτοια ἑνότητα εἶναι ἀναπόφευκτο νά μήν διατηρηθεῖ καί νά καταρρεύσει. Εἶναι δεδομένο πώς ἡ ἐπίπλαστη ἑνότητα, ἡ συμβατική ἑνότητα, στηριγμένη μόνο σέ μία κατ’ ἐπίφαση ἀγάπη, δέν μπορεῖ νά εὐδοκιμήσει.

Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος, «ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ Ἀποστολική Διαδοχή καί ἡ Συνοδικότητα εἶναι τά ἀρραγῆ θεμέλια τῆς Ὀρθοδόξου ἑνότητος»[36]. Γι’ αὐτό καί τό πολυδιαφημιζόμενο ἀφήγημα «ἑνότητα ἐν ἀγάπῃ» κατέρρευσε καί μαζί του κατέρρευσε καί ἡ ἐπιδιωκόμενη ἀγάπη καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἑνότητα. Κατέδειξαν οἱ διοικοῦντες τήν Ἐκκλησία, ὅτι δέν εἶναι ἑνωμένοι οὔτε στήν ἀλήθεια οὔτε στήν ἀγάπη καί ἀνέτρεψαν τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καταλύοντας τόσο τήν ἑνότητα ἐν ἀληθείᾳ ὅσο καί τήν ἑνότητα ἐν ἀγάπῃ. Εἶναι, ἄλλωστε, νομοτέλεια πώς ὅποιος ἔσπειρε ἀνέμους θά θερίσει θύελλες.

Εἶναι θλιβερό ὅτι μετά τήν ἀναγνώριση τοῦ οὐκρανικοῦ «αὐτοκεφάλου», ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προχώρησαν καί σέ συλλείτουργο μέ τόν σχισματικό «Ἀρχιεπίσκοπο» Ἐπιφάνιο στήν Θάσο!! Καί ὁ σχισματικός, ἐπίσης, «Ἐπίσκοπος» Ὀλβίας Ἐπιφάνιος συμμετέχει ἀντικανονικά σέ συλλείτουργα μέ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ διάφορες Μητροπόλεις!! Τά ἀτυχῆ καί λυπηρά αὐτά ἀντορθόδοξα γεγονότα, πού μᾶς θλίβουν καί μᾶς πονοῦν βαθύτατα, προκαλοῦν καί σκανδαλίζουν τόν κλῆρο, τούς μοναχούς καί τούς πιστούς, προσβάλλοντας κατάφωρα τήν ἐκκλησιαστική τους συνείδηση καί ὁδηγοῦν στόν ὁρατό κίνδυνο προκλήσεως τριγμῶν στήν ἑνότητα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας.

Τά «πρεσβεῖα τιμῆς» καί ἡ ἔκπτωσή τους σέ «πρωτεῖο ἐξουσίας»

Ἀπό τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀποτελεῖ πά­για ἐπιδίωξη τοῦ Φαναρίου ἡ ἐγ­κα­θί­δρυ­ση τοῦ Πρω­τεί­ου του στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή, ἡ καθιέρωση, δηλαδή, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ὡς Πρώτου ἄνευ ἴσων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σέ θεολογικό ἐπίπεδο ἡ ἐπιδίωξη αὐτή γιά μία αὐθαίρετη πρωτοκαθεδρία ἔχει ἀρχίσει νά ἐκδηλώνεται στά πλαίσια τῶν Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, πού προηγήθηκαν τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, καί μέ πρόσχημα μία ἐσφαλμένη θεώρηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιδιώκεται, ἔτσι, ἡ ἐπιβολή ἑνός «Πρώτου ἄνευ ἴσων» καί στήν Ὀρθοδοξία, ὁ ὁποῖος θά ἐγγυᾶται καί θά ἐξασφαλίζει τήν διατήρηση τῶν ἀπαιτουμένων ἰσορροπιῶν!!!

Τό ὅ­λο ζή­τη­μα προ­βάλ­λε­ται συ­στη­μα­τι­κά ἀ­πό κο­ρυ­φαί­ους ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου. Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου ἀνέπτυξε καί χρησιμοποίησε τήν «θεολογία» του περί προσώπου καί περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος γιά τήν ὑποστήριξη τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Πρωτείου. Στήν Συνεδρία, μάλιστα, τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Διαλόγου, στό Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2014, ἐξέπληξε ἀκόμη καί τούς παπικούς ἀντιπροσώπους. «Οἱ τελευταῖοι στά διαλείμματα τῶν συνεδριάσεων ἀπελογοῦντο στούς ἐκπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί δήλωναν ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ποτέ δέν στήριξε τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα στά ἐπιχειρήματα πού ἐξέθεσε ὁ Μητροπολίτης Περγάμου! Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί σημείωσαν ὅτι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος στήν ἐξουσία ἐπί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Πέτρου, ἀλλά ὅτι ποτέ δέν ἐξέφρασαν τήν ἄποψη ὅτι ὁ Πάπας εἶναι, κατ’ ἀναλογίαν, στήν θέση τοῦ Θεοῦ Πατρός στήν Ἁγία Τριάδα, θέση πού ὑποστήριξε γιά τόν Ρώμης καί γιά τόν Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μητροπολίτης Περγάμου!…»[37].

Στό ἴδιο μῆκος κύματος καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κ. Ἐλπιδοφόρος ὑποστηρίζει: «Ἐάν θέλωμεν νά ὁμιλήσωμεν περί πηγῆς ἑνός πρωτείου εἰς τήν ἀνά τήν οἰκουμένην Ἐκκλησίαν, αὕτη εἶναι αὐτό τοῦτο τό πρόσωπον τοῦ ἑκάστοτε Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος, ὡς ἀρχιερεύς εἶναι μέν πρῶτος «μεταξύ ἴσων», ὡς Κωνσταντινουπόλεως, ὅμως, καί συνεπῶς ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης, εἶναι πρῶτος δίχως ἴσων (primus sine paribus)»[38].

Ὁ Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως κ. Ἀμφιλόχιος ἀναφέρει χαρακτηριστικά: “Τί θά ἦταν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἄνευ τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου; Ἕνας ἄλλου εἴδους προτεσταντισμός… Εἶναι ἀδιανόητο μία τοπική Ἐκκλησία… νά διακόψει τήν κοινωνία της μαζί μέ [τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο], καθότι ἀπό αὐτό ἕλκει τήν κανονικότητα τῆς ὕπαρξής της”[39]. Καί ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ὑποστηρίζει: «Ἡ ἀρχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο·“ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν Ἐκκλησιών”[40]. Οἱ ἰσχυρισμοί αὐτοί εἶναι ἱστορικά ἀβάσιμοι, ἀφοῦ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέν ὑπῆρχε (ἄρα δέν ὑπῆρχε Ὀρθοδοξία;), ἀλλά καί μετά ἀπό τήν ἵδρυσή του τόν 4ο αἰώνα, γιά ἀρκετά μεγάλες περιόδους, ἤ ὁ Πατριάρχης ἦταν αἱρετικός (ἀρειανός, μονοφυσίτης, εἰκονομάχος, ἑνωτικός) ἤ ἡ οἰκουμενική ἕδρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν κενή!!! Πρόκειται οὐσιαστικά γιά τήν ἀπαράδεκτη καί ἀντικανονική ἀντικατάσταση τῶν πρεσβείων τιμῆς μέ τό πρωτεῖο ἐξουσίας, πού ὅπως προείπαμε, κατά τόν μακαριστό π. Γεώργιο Καψάνη «εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ὡς μοναδικῆς Κεφαλῆς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας»[41]. Αὐτές οἱ δύο λειτουργίες, ὅμως, εἶναι ἐντελῶς διαφορετικές, ὅπως ἀποδεικνύεται σέ ὅλη τήν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία. «Τά πρεσβεῖα τιμῆς, ἡ συνοδικότης καί ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἀλληλοπεριχωροῦνται. Ἀντιθέτως, τά πρεσβεῖα τιμῆς καί τό παπικό πρωτεῖο ἀλληλοαναιροῦνται, καθώς ἐπίσης ἀλληλοαναιροῦνται ἡ συνοδικότης καί τό παπικό πρωτεῖο»[42].

Σύμφωνα μέ τόν Γ΄ Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τόν ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τόν ΛΣΤ΄ Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Πενθέκτης), τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατέχει τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων, μετά τόν Θρόνο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης στήν ἀρχαία Ἐκκλησία. Τά πρεσβεῖα τιμῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑφίστανται καί ἀσκοῦνται ἀποκλειστικά στά πλαίσια τοῦ Συνοδικοῦ Πολιτεύματος τῆς κοινωνίας τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ὄχι ἔξω καί πάνω ἀπό αὐτό. «Συνίστανται –μεταξύ ἄλλων– … στήν πρωτοβουλία καί τό συντονισμό τῶν ἁρμοδίων (προκαθημένων ἤ ἐκπροσώπων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν) γιά κοινή ἐν Συνόδῳ διαβούλευση καί συναπόφαση ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος ζητήματος»[43]. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά ὅλους τούς Πατριαρχικούς θρόνους· «δέν κρίνουν καί ἀνακρίνουν ἀπό μόνοι τους θέματα κοινοῦ γιά τήν Ἐκκλησία ἐνδιαφέροντος, ἀλλά ὅλοι μαζί ἐν συνόδῳ καί μάλιστα μέ τήν συναίνεση τοῦ πληρώματος τῶν Ἐκκλησιῶν των»[44].

Ἡ ὑπέρβαση τῶν ἀνωτέρω ἁρμοδιοτήτων ἀπό τόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ ἀπόπειρα ὁ ἑκάστοτε Οἰκουμενικός Πατριάρχης νά ἀποφασίζει γιά Κανονικό ζήτημα πού ἀφορᾶ ἄλλη ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία, χωρίς τήν συναίνεση τῶν ὑπόλοιπων Προκαθημένων, συνιστᾶ σοβαρότατη ἀλλοίωση θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας καί συγχρόνως ἀπόπειρα ἐπιβολῆς ἑνός πρωτείου ἐξουσίας, παπικοῦ χαρακτήρα. Ὅπως παρατηρεῖ πολύ ὀρθά ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, «στήν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἐπειδή κεφαλή της εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός… δέν ὑφίσταται ἀναγκαιότης παγκοσμίου πρώτου (primus sine paribus), διότι ἔτσι θά κατεστρατηγεῖτο τό Συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας»[45].

Σύμφωνα μέ τήν νομοκανονική μελέτη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, τά κύρια χαρακτηριστικά τοῦ «πρωτείου ἐξουσίας» ἑνός θρόνου εἶναι «ὁ δικαιοδοσιακός ἐπεκτατισμός, ἡ ἀπαίτηση δικαιώματος ἐκκλήτου πέραν ἐκείνου πού ὁρίζουν οἱ ἱεροί Κανόνες, ἡ ἀπαίτηση νά εἶναι κριτής πάντων, τό νά μή ὑπόκειται σέ κρίση ἄλλων, τό νά ὑπερέχῃ τῶν ἄλλων θρόνων, καί τό νά ἐκφράζῃ τήν ὑπεροχή του ὡς ἀναγκαία ἐκκλησιαστική διακονία…»[46].

«Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μέ πολλή σαφήνεια διερμηνεύει, ὅτι “πρωτεῖο” ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου, πέραν τῆς πρωτοκαθεδρίας μεταξύ ἴσων προκαθημένων, δέν ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία. Οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἰσότιμοι κατά τά “πρεσβεῖα τιμῆς” καί διαφέρουν μόνο κατά τήν τάξιν (ἀκολουθίαν) τῆς τιμῆς”»[47].

Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, δυστυχῶς, μέ τίς ἐνέργειές του καί τήν ὅλη συμπεριφορά του, δέν παραλείπει ὁσημέραι νά διεκδικεῖ καί νά ἐπιβάλει στανικῶς μία ἀντιθεσμική καί ἀντικανονική πρωτοκαθεδρία στήν Ὀρθοδοξία. Σέ συνέντευξή του μάλιστα σέ ὁμογενειακή ἐφημερίδα τῆς Ἀμερικῆς δήλωσε, ὅτι γιά τήν ἑδραίωση αὐτῆς τῆς «πρωτοκαθεδρίας» θά πρέπει νά ἐπανεξεταστεῖ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. «Πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά κάνουμε μία αὐτοκριτική καί νά ἐπανεξετάσουμε τήν ἐκκλησιολογία μας, ἐάν δέν θέλουμε νά γίνουμε μία ὁμοσπονδία ἐκκλησιῶν προτεσταντικοῦ τύπου. Ἐφ’ ὅσον στήν εἰς Ἐπίσκοπο χειροτονία μας ὁρκιζόμεθα νά τηροῦμε τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι στή μία ἀδιαίρετη Οἰκουμενική Ὀρθοδοξία ὑπάρχει ἕνας «Πρῶτος», ὄχι μόνο τιμῆς ἕνεκα, ἀλλά ἕνας «Πρῶτος» μέ εἰδικές εὐθύνες καί κανονικές ἁρμοδιότητες πού ἔταξαν αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι»[48]. Παντελῶς ἀπρεπές καί βλάσφημο[49], γι’ αὐτό καί ἀπορριπτέο!!!

Ἐπίλογος

Ἀποτελεῖ κοινή ἀποδοχή ὅτι οἱ ἐμπνευστές καί ὀργανωτές ὅλων αὐτῶν τῶν ἀντορθόδοξων ἐπιλογῶν θά συνεχίσουν, δυστυχῶς, τό πονηρό τους ἔργο γιά τήν ἐπίτευξη καί τοῦ τελικοῦ τους στόχου, πού εἶναι ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» μέ τούς αἱρετικούς παπικούς καί προτεστάντες καί ἐν συνεχείᾳ ἡ συγχώνευσή μας στήν πανθρησκεία τῆς Νέας Ἐποχῆς.

Τόνιζε χαρακτηριστικά ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Οὐδέποτε μειώθηκε τόσο τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ἀπειλήθηκε ὁ Χριστιανισμός, ὅσο στά ὅρια τῆς συγκροτούμενης ἀπό τήν “Νέα Ἐποχή” “Πανθρησκείας”. Οἱ συναντήσεις τῆς πανθρησκειακῆς κινήσεως τῆς Ν. Ἐποχῆς (Ἀσσίζη, 1,2 καί 3) [καί ἄλλες πού ἀκολούθησαν] δέν ἀφήνουν πιά ἀμφιβολία. Μέ τή συμμετοχή καί ἐκπροσώπων τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου προωθεῖται ἡ “Πανθρησκεία”, στήν ὁποία ἰσοπεδώνεται καί ἀναιρεῖται κυριολεκτικά τό Πανάγιο Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συμφυρόμενον μέ ὅλες τίς “κατασκευασμένες” “θεότητες” τοῦ κόσμου τῆς πτώσεως. Ποτέ δέν ἀμφισβητήθηκε τόσο ἄμεσα καί ἀπόλυτα ἡ μοναδικότητα καί ἀποκλειστικότητα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σωτήρα τοῦ κόσμου. Καί μόνο γι’ αὐτό εἶναι ἡ “Νέα Ἐποχή” ἡ μεγαλύτερη πρόκληση ἱστορικά γιά τήν Ὀρθοδοξία. Αὐτό, πού δέν πέτυχε ὁ Διάβολος μέ τούς διωγμούς καί τίς αἱρέσεις, τό ἐπιδιώκει τώρα μέ τόν ἀνανεωμένο “οἰκουμενισμό” τῆς Πανθρησκείας»[50].

Γι’ αὐτό καί δέν πρέπει, σέ καμμία περίπτωση, νά ὑπάρξει ἀδράνεια, χαλάρωση, ἐφησυχασμός, φόβος ἤ δειλία ἐκ μέρους τῶν πιστῶν. Ἀπαιτεῖται ἀνδρεῖο καί ἐν Χριστῷ ὁμολογιακό φρόνημα, θάρρος, πνευματική λεβεντιά, ἐπαγρύπνηση, κινητοποίηση, πληροφόρηση καί παρεμβάσεις τέτοιες, πού θά σταθοῦν ἀνάχωμα στόν οἰκουμενιστικό ὀλετήρα τῆς Νέας Ἐποχῆς καί θά ἀναχαιτίσουν τίς ὀλέθριες σκοπιμότητες τῶν Οἰκουμενιστῶν.

Εἶναι καθῆκον ὅλων μας νά μήν σιωπήσουμε. Εἶναι καθῆκον μας νά ἐκφράσουμε τήν ἱερατική καί μοναχική μας συνείδηση, τόν διαχρονικό ἁγιοπνευματικό λόγο τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, τόν αὐθεντικό καί ζωντανό λόγο τῶν συγχρόνων γερόντων μας καί ὅλων ὅσοι παραμένουν πιστοί στήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί πορεύονται «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Εἶναι καθῆκον μας νά ἀναλάβουμε τό μερίδιο τῆς προσωπικῆς μας εὐθύνης, ἀλλά καί τῆς εὐθύνης μας ἔναντι τῶν πνευματικῶν μας τέκνων καί πολλῶν πιστῶν, πού μᾶς ἐμπιστεύονται τήν ἀγωνία, τήν ἀνησυχία, καί τήν ἀντίθεσή τους γιά ὅλα ὅσα περιγράψαμε.

Τά γραφόμενά μας εἶναι προϊόν τοῦ μεγάλου μας πόνου καί τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης μας γιά τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία καί γιά ὅλους ὅσοι κλήθηκαν νά Τήν διακονοῦν, ἀπό ὁποιαδήποτε θέση ἤ ἀξίωμα, χωρίς καμμία ἀπολύτως κατακριτική διάθεση πρός ὁποιοδήποτε πρόσωπο. Ἡ ἀντίθεσή μας ἀφορᾶ μόνον σέ ἀπόψεις, ἐπιλογές καί ἐνέργειες, ὅταν αὐτές ἀντίκεινται στήν ὀρθόδοξη πίστη καί διδασκαλία. Εἶναι ἡ ἐλάχιστη ἀνταπόκρισή μας στά αὐτονόητα τῆς πίστεώς μας καί ἡ ἐπιβαλλόμενη ὑπακοή μας στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ μας, «ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»[51].

Οἱ γρηγοροῦντες, κατά τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση, πιστοί παραμένουμε –εὐγνωμόνως– ἀκλόνητοι στήν Μία, Ἁγία καί Καθολική Ἐκκλησία μας μαζί μέ τόν διαχρονικό Νικητή Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ Χριστός, διά τῆς Ἐκκλησίας, «ἐξῆλθεν νικῶν καί ἵνα νικήσῃ»[52]. Ὅλοι ὅσοι ἐπιχειροῦν τήν ἀποδόμηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά γνωρίζουν, ὅτι «σκληρόν πρός κέντρα λακτίζειν»[53].

Ἄς μείνουμε, λοιπόν, ὅλοι σταθεροί καί ἀμετακίνητοι στήν ἀμώμητη καί παραδεδομένη Πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων μας. Ἄς ἐναποθέσουμε σ’ Ἐκεῖνον τήν ἀγωνία καί τήν ἀνησυχία μας γιά τά τεκταινόμενα στήν Ἐκκλησία Του. Ἄς ἐντείνουμε τήν προσευχή μας καί τήν ἄσκηση, τήν ἐγκράτεια καί τήν ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν Του στήν ζωή μας, ὥστε νά γίνουμε δεκτικοί τῆς Χάριτος καί τοῦ ἐλέους Του, γιά νά θεραπευθοῦν τά ἀσθενῆ καί νά ἀναπληρωθοῦν τά ἐλλείποντα. Ἄς ἐπιστρέψουμε στόν Θεό μέ ἀποφασιστική, ἔμπρακτη καί εἰλικρινή μετάνοια. Ἡ ὀντολογικοῦ χαρακτήρα, σωστική, ἀνατρεπτική, ἔμπονη καί ἔνδακρυς μετάνοιά μας εἶναι αὐτή πού μπορεῖ νά ἀποτρέψει, νά ἀναστρέψει καί νά ἀπωθήσει χρονικά καί τά παρόντα καί τά ἐπερχόμενα δεινά. Ὁ Χριστός μας εἶναι Αὐτός καί μόνον Αὐτός πού, ἄν δεῖ τήν ἔμπρακτη μετάνοιά μας, μπορεῖ νά ἀντιστρέψει τόν θλιβερό μας κατήφορο, νά σταματήσει τήν θανατερή σήψη πού ἔχει εἰσχωρήσει στήν ἐκκλησιαστική ζωή.

Ἄς μή φοβόμαστε τόν θάνατο, ἀλλά τήν ἁμαρτία, τό σχίσμα καί τήν αἵρεση, πού μᾶς χωρίζουν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τόν Θεό. Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, «οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δέν μπορεῖ νά ἐξαλείψει αὐτήν τήν ἁμαρτία»[54] (δηλαδή τό σχίσμα ἀπό τήν Ἐκκλησία), πολύ δέ περισσότερο τήν αἵρεση. Κατά τό πατερικό λόγιο, «ὁ Χριστός λυπᾶται γιά τήν ἁμαρτία, ἀλλά σιχαίνεται καί καταθλίβεται γιά τήν αἵρεση». Γι’ αὐτό καί φέρουν τεράστια εὐθύνη ὅσοι ἐκ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μέ ἀντορθόδοξες οἰκουμενιστικές ἐπιλογές τους καί ἀνεπίτρεπτες ἐκπτώσεις σέ θέματα πίστεως σκανδαλίζουν καί διχάζουν τό ὀρθόδοξο πλήρωμα προκαλώντας ἔριδες καί σχίσματα.

Ἄς μᾶς ἀξιώσει ὁ Πανοικτίρμων Ἅγιος Τριαδικός Θεός μας, μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί πάντων τῶν ἁγίων, νά παραμείνουμε πάσει δυνάμει καί παντί σθένει «πιστοί ἄχρι θανάτου»[55] στήν παραδεδομένη ὀρθόδοξη πίστη καί ἀναλλοίωτη ἀλήθεια τῶν Ἁγίων Πατέρων μας.

Εἴθε τό Παράκλητο Πνεῦμα νά καταυγάσει τόν νοῦ καί τήν καρδία τῶν ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Σεπτῶν Ὀρθοδόξων Ἀρχιερέων καί ὅλων ἡμῶν τῶν πιστῶν στήν «διάκριση τῶν πνευμάτων» καί στήν χάρη τῆς ταπεινῆς ἐν Χριστῷ ὁμολογίας.

[1] Δημοσκόπηση ἑταιρείας Κάπα Research, 13-14/12/2021. Βλ. Ἀλέξη Ρουτζούνη, Δημοσκόπηση – Ἡ ἀποσύνθεση τῆς Μεταπολίτευσης ἐγκυμονεῖ νέες συγκρούσεις, Τό Βῆμα, 07/01/2022, https://www.tovima.gr/2022/01/07/politics/dimoskopisi-i-aposynthesi-tis-metapoliteysis-egkymonei-nees-sygkrouseis/

[2] Κώστα, Στούπα, Ἦταν δημοσιογράφος ὁ μακαρίτης;, Capital.gr., 20/01/2022, https://www.capital.gr/o-kostas-stoupas-grafei/3609025/itan-dimosiografos-o-makaritis

[3] ΔΙΣ (Διαρκής Ἱερά Σύνοδος) καί ΙΣΙ (Ἱερά Σύνοδος Ἱεραρχίας)

[4] Ἀλέξη Παπαχελᾶ, Ἡ παγίδα τοῦ κυνισμοῦ, Ἡ Καθημερινή, 06/11/2022, https://www.kathimerini.gr/opinion/562124734/i-pagida-toy-kynismoy/

[5] Μαντζαρίδη Ἰ. Γεωργίου, Χριστιανική Ἠθική ΙΙ , ἐκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2003, σ.151

[6] Ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου, Ἱέρακι πρεσβυτέρῳ, PG 78, 905-908

[7] Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους 3,2, Ἀποστολικοί Πατέρες, Ἄπαντα τά Ἔργα τ. 4 , ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 78

[8] Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη, Κα­θη­γη­τῆ Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ., Ἡ Συνοδικότητα, ὡς ἁγιοπνευματικός τρόπος όριοθετήσεως τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ θεολογικές προϋποθέσεις της, Ἀντιαιρετικό Σεμινάριο Ἱ. Μ. Γλυφάδας, 17-10-2016, http://epomeni-tois-agiois-patrasi.blogspot.com/2016/11/blog-post.html

[9] Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους 3,2, Ἀποστολικοί Πατέρες, Ἄπαντα τά Ἔργα τ. 4, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 78

[10] Ἁγ. Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ὅ.π., σ. 78

[11] Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑ­πό­μνη­μα εἰς τήν πρός Ἑ­βραί­ους Ἐ­πι­στο­λήν, Ὁ­μι­λί­α ΙΔ΄, 1, Ε­ΠΕ 25, σ. 372.

[12] π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθῆναι 1989, σελ. 207

[13] π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, ὅ.π., σελ. 207

[14] π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Τό σῶ­μα τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ, Μιά ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σελ. 80-83

[15] Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς ἱερούς Κανόνας, Πειραιεύς 1976, σ. 110-112

[16] Κα­θη­γ. Δη­μ. Τσε­λεγ­γί­δη, Ἐ­πι­στο­λή πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος ἐν ὄψει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, 10-2-2016, http://epomeni-tois-agiois-patrasi.blogspot.com/2016/02/o.html#more

[17] Ἐπισκόπου Ἐρζεγοβίνης Ἀθανασίου, Συνέντευξη στό ραδιοτηλεοπτικό σταθμό RTV Kim. Βλ. σχ.  https://www.romfea.gr/patriarxeia-ts/patriarxeio-serbias/32668-episkopos-athanasios-gieftits-den-uparxei-sunodiki-ejousia-stin-ekklisia-alla-sunodikotita, 30/10/2020

[18] Ἁγίου Βικεντίου, ἐπισκόπου Λειρίνου (450μ.Χ.), στό «Πῶς ἔγινε ὁ Πάπας “ἀλάθητος”», Πρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Πρότυπες Θεσσαλικές Ἐκδόσεις Ἀθήνα, Τρίκαλα 2002, σελ. 61- 62

[19] Καθηγ. Δημ. Τσελεγγίδη, Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, στό περιοδικό «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης: Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος;», ἔκδ. Συνάξεως Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν «Φώτης Κόντογλου», Σεπτέμβριος 2016, σελ. 54

[20] Κα­θη­γ. Δη­μ. Τσε­λεγ­γί­δη, ὅ.π., σελ. 61

[21] Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 52,784

[22] βλ. Ἐφεσ. 4,11-12: «καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ»

[23] Πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἐνορία καί Ἐκκλησία, ἐκδ. Ὀρθοδόξου Κυψέλης, σελ. 16

[24] Κείμενο Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου (16-25 Ἰουνίου 2016) Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον, Ἄρθρο 22, https://holycouncil.org/rest-of-christian-world_el

[25] Μαρίας Ἀντωνιάδου, Τό παρασκήνιο τῆς Συνόδου πού «ἐξόρισε» τούς καθολικούς, Τό Βῆμα, 25/11/2022,

https://www.tovima.gr/2016/05/28/society/to-paraskinio-tis-synodoy-poy-eksorise-toys-katholikoys/

[26] Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐγκύκλιος πρός τόν Λαό, ἀρ. 49, γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης, Ἰανουάριος 2017, σελ. 3

[27] Ψαλμ. 32,4

[28]Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου, Συνέντευξη στήν Καθημερινή, 24/10/2022, https://www.kathimerini.gr/politics/562104049/archiepiskopos-ieronymos-stin-k-den-eimai-oyte-me-ton-tsipra-oyte-me-ton-mitsotaki-eimai-me-tin-ekklisia/,

[29] Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, Ἀπαντητικό Γράμμα στήν ἀπό 14/01/2019 ἐπιστολή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας Ἀναστασίου, 20 Φεβρουαρίου 2019: «…Ὡς ἐκ τούτου, οὐ μόνον ἔνθα περί Δογμάτων καί ἱερῶν Παραδόσεων καί Κανονικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Διατάξεων ἤ περί γενικῶν ζητημάτων ἀφορώντων εἰς ὁλόκληρον τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί ἐν πᾶσι τοῖς σχετικῶς σπουδαίοις ἐπί μέρους ζητήμασι τοῖς ἐνδιαφέρουσι ταύτην ἤ ἐκείνην τήν Τοπικήν Ἐκκλησίαν, ἡ κηδεμονική πρόνοια καί ἀντίληψις τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας παρεμβαινούσης -ποῖ μέν [=ἄλλοτε μέν], αὐτεπαγγέλτως καί ὡς ἐκ καθήκοντος, ποῖ δέ [=ἄλλοτε δέ], κατ᾿ ἐπίκλησιν τῶν ἐνδιαφερομένων- καί παρεχούσης τήν ἀποτελεσματικήν αὐτῆς συμβολήν, πρός διαίτησιν καί ἐπίλυσιν διαφορῶν ἀναφυεισῶν μεταξύ τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, πρός διευθέτησιν διαφωνιῶν μεταξύ ποιμένων καί ποιμνίου…», https://ec-patr.org/apantitiko-gramma-toy-oikoymenikoy-patriarchoy-stin-apo-14/

[30] Ἀρχ. Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρου, Ἀπάντηση στό Κείμενο γιά τό Πρωτεῖο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, 7/1/2014, https://bibliocanonica.com/primul-fara-egali-raspunsul-patriarhiei-ecumenice-la-textul-despre-primat-al-patriarhiei-moscovei/

[31] Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Τό κείμενο τῆς Ραβένας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, περ. «Ἐν Συνειδήσει», ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἰούνιος 2009, σελ. 97

[32] Ἀρχιμανδρίτου Μεθοδίου Φούγια, Ἐκκλησία αὐτοχειροτονήτων ἐν Οὐκρανί (Ἐκκλησία Ληπκώβ), Άλεξάνδρεια 1955, στό Τά «δίκαια» τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Μελέτη κανονική καί ἱστορική μέ ἀφορμή τό οὐκρανικό ἐκκλησιαστικό ζήτημα, Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ὀκτώβριος 2019, σελ. 90

[33] Ἐπιστολή 1η, 14 Ἰανουαρίου 2019,  https://orthodoxalbania.org/2020/wp-content/uploads/attachments/PatriarchConstantin2019.pdf, Ἐπιστολή 2η, 21 Μαρτίου 2019, https://orthodoxalbania.org/2020/wp-content/uploads/attachments/Patriarch2.pdf,

[34] Ἐφ. 4, 3-4

[35] Ἀναστασίου Ἀρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου καὶ Πάσης Ἀλβανίας, Ἐν ἀναμονῇ τῶν Χριστουγέννων 2019, Ἡ Καθημερινή, 25/11/19, https://www.kathimerini.gr/politics/1053230/archiepiskopos-tiranon-dyrrachioy-kai-pasis-alvanias-anastasios-en-namon-t-n-christoygennon-2019/

[36] Ἀναστασίου Ἀρχιεπ. Τιράνων, Σχολιασμός στή μεταπτυχιακή ἐργασία τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Γρηγορίου Φραγκάκη-Ἀρχιγραμματέως τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, μέ θέμα «Περί τῆς θεραπείας τοῦ ἐν Οὐκρανίᾳ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος ὑπό τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. (Τό ζήτημα τῶν χειροτονιῶν)», Τίρανα 15 Νοεμβρίου 2022, https://www.romfea.gr/ekklisies-ts/ekklisia-albanias/53447-ekklisia-alvanias-i-metaptyxiaki-ergasia-gia-to-oukraniko-periexei-anakriveies

[37] Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου, Μεταδοτικό μικρόβιο τό παπικό πρωτεῖο…, 21/11/2014, http://aktines.blogspot.gr/2014/11/blog-post_899.html

[38] Ἀρχ. Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρου, ὅ.π., https://bibliocanonica.com/primul-fara-egali-raspunsul-patriarhiei-ecumenice-la-textul-despre-primat-al-patriarhiei-moscovei/

[39] Ἀμφιλοχίου, Μητροπολίτου Ἀδριανουπόλεως, Ἀρνούμενος τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀρνεῖσαι τήν πηγή τῆς ὕπαρξής σου, 15/09/2018, https://orthodoxia.info/news/%CE%B1%CF%81%CE%BD%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B5/

[40] Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, Ὁμιλία στήν Σύναξη Ἱεραρχῶν τοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως, 1 Σεπτεμβρίου 2018, https://www.uocofusa.org/news_180901_1

[41] Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, ὅ.π., σελ. 97.

[42] Ἱερομ. Λουκᾶ Γρηγοριάτου, «Τά πρεσβεῖα τιμῆς καί ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν πρώτη χιλιετία», Πρακτικά Θεολογικῆς Ἡμερίδος: «Πρωτεῖον», Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς, Πειραιεύς 2011, σελ. 48, 65-66

[43] Πρωτοπρεσβ. Ἀναστασίου Κ. Γκοτσόπουλου, Συμβολή στόν Διάλογο γιά τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο, Ἐκδ. Τό παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 44

[44] Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσ. Γρηγορίου, Τά «δίκαια» τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Μελέτη κανονική καί ἱστορική μέ ἀφορμή τό οὐκρανικό ἐκκλησιαστικό ζήτημα, Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ὀκτώβριος 2019, κεφ. 2, σελ. 79

[45] Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ, Ἀνακοινωθέν Μητροπόλεως Πειραιῶς, 4 Νοεμβρίου 2019

[46] Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσ. Γρηγορίου, ὅ.π., Εἰσαγωγή – Περίληψη, σελ. 12

[47] Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσ. Γρηγορίου, ὅ.π., κεφ. 1.3.1, σελ. 28. Βλ. καί ἑρμηνεία στον Γ΄ Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Πηδάλιον, ἔκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 157-158

[48] Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, Συνέντευξη στόν «Ἐθνικό Κήρυκα», 13 Νοεμβρίου 2020, https://www.ekirikas.com/vartholomaios-o-anthropos-o-oikoumenik_352347_352347/

[49] Πρβλ. Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Τό κείμενο τῆς Ραβένας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, ὅ.π.

[50] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Δοκίμια Ὀρθόδοξης Μαρτυρίας, ἐκδ. Ἄθως, σ. 46

[51] Ματθ. 10, 32

[52] Ἀποκ. 6, 2 ΙΑ’ Εἰς Ἐφεσίους

[53] Πξ. 26, 14

[54] Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμιλ., PG 62, 85-87

[55] Ἀποκ. 2, 10

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.