«Πήχτρα ο κόσμος κι άλλοι χιλιάδες, πάνω σε μαούνες αραδιασμένες πλάι στο μουράγιο…
Προσφυγιά που είχε κατέβει ποδαρόδρομο από το εσωτερικό, για να γλιτώσει…
Άντρες, γέροι, γριές και γυναικόπαιδα, που είχανε παρατήσει τα καλά τους και ξεμείνανε στον δρόμο και τώρα εκεί μεροβραδιάζονταν, εκεί πλαγιάζανε, άλλος μ’ ένα χράμι, που ’φερε μαζί του, άλλος μ’ ένα πάπλωμα ή με μια μπατανία.Χείλια τρεμοσαλεύανε απ’ το παραμιλητό.Μάτια γουρλωμένα, που αγναντεύανε την Δευτέρα Παρουσία, την συντέλεια του κόσμου…».
Έτσι αποτύπωνε την καταστροφή ο Κοσμάς Πολίτης στο έργο του «Τελευταίες ώρες της Σμύρνης», ενώ η γιαγιά μου, οκτάχρονο κοριτσάκι τότε, δεμένο με σχοινί από το ζωνάρι της μάνας μαζί με τα τέσσερα αδέλφια της, κλαίγοντας παρακαλούσε: «Μαμά, μην καούμε, να πνιγούμε».
Και το ’λεγε αυτό, γιατί στο «εσωτερικό» έβλεπε τις πύρινες γλώσσες να καίνε την πόλη ολόκληρη, την ώρα που στο λιμάνι οι δυστυχισμένοι, προσπαθώντας να πιαστούν από τις κουπαστές των συμμαχικών πλοίων, κατέληγαν στην θάλασσα, γιατί οι Σύμμαχοι τρύπαγαν με ξιφολόγχες τα χέρια τους, τα δάχτυλά τους, για να μην σκαρφαλώσουν στα καράβια, που ήταν γεμάτα από απελπισμένα σώματα, από παραδομένες στ’ άδικο πεπρωμένο τους ψυχές…
Τούρκοι κι Έλληνες στην ίδια πόλη, στην ίδια γειτονιά – Σμύρνη, Πισιδία, Μαινεμένη, Μαγνησία κι αλλού – ζούσαν αρμονικά, απλοί άνθρωποι που δεν είχαν να μοιράσουν τίποτα μεταξύ τους, εκτός από μια κιμαδόπιτα ή μερικά ισλί μελωμένα, άνθρωποι καθημερινοί που δεν γνώριζαν από οικονομικά συμφέροντα, πολιτικές επιδιώξεις ή εδαφικές διεκδικήσεις, που σκορπούσαν το χαμόγελό τους, που άνοιγαν το σπιτικό τους κι έμπαινε ο Τούρκος γείτονας για το προξενιό της κόρης του με το παλληκαρόπουλο του Κωνσταντή-αφέντη, που μοιράζονταν χαρές και λύπες, που ξεκινούσαν τη δουλειά με μια προσευχή στο Χριστό ή στον Αλλάχ και τιμούσαν την ζωή, επειδή απλώς την ζούσαν…
Η συνύπαρξη, όμως, δύο διαφορετικών λαών στο ίδιο έδαφος δεν έβρισκε σύμφωνο τον Κεμάλ, που κατέστρωνε νεωτεριστικά σχέδια για την διαμόρφωση της νέας Τουρκίας.
Το δυναμικό Ελληνικό στοιχείο της Μικρασίας, το οποίο μάλιστα ενισχύθηκε σημαντικά μετά την απόβαση του Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη, ερχόταν σε αντίθεση με το πνεύμα που επικρατούσε μεταξύ των οπαδών του. Ο Κεμάλ ήθελε ανεξάρτητο τουρκικό έθνος, που θα ζούσε μέσα στα εθνικά του σύνορα κι αυτό θα το κατάφερνε μόνο με διεξαγωγή πολέμου.
Στις 27 Αυγούστου 1922, ημέρα Σάββατο και ενώ την Σμύρνη την έχουν εγκαταλείψει και τα τελευταία Ελληνικά στρατεύματα, περίπου 400 άτακτοι Τούρκοι «τσέτες» ιππείς υπό τον Κίορ Μπεχλιβάν εισέρχονται στην πόλη για να τους ακολουθήσει τις εσπερινές ώρες ισχυρή δύναμη τουρκικού πεζικού υπό τον Τούρκο στρατηγό Νουρεντίν πασά.
Με την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στην Σμύρνη άρχισαν αμέσως οι διώξεις και οι βιαιοπραγίες κατά των ανυπεράσπιστων και άοπλων Ελλήνων και Αρμενίων κατοίκων της πόλης.
Ανάμεσα στους σφαγιασθέντες ήταν και ο εθνομάρτυρας μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος (κατά κόσμον Χρυσόστομος Καλαφάτης , 1867-1922), ο οποίος παρά τις πιέσεις που του ασκήθηκαν, αρνήθηκε να εγκαταλείψει προηγουμένως την πόλη και το ποίμνιό του για να βρει φρικτό θάνατο από τον τουρκικό όχλο, στον οποίο τον παρέδωσε ο Νουρεντίν πασάς το βράδυ της 27ης Αυγούστου.
Προηγουμένως ο ίδιος ο Κεμάλ είχε στείλει μήνυμα στον ηρωϊκό μητροπολίτη με το οποίο τον διαβεβαίωνε να μην ανησυχεί και να μην απομακρυνθεί από την πόλη γιατί δεν κινδύνευε η ζωή του!
Η σφαγή των Ελλήνων της Σμύρνης είχε προγραμματιστεί συστηματικά από τον Τούρκο στρατηγό Νουρεντίν πασά ο οποίος ενεργώντας κατ΄ εντολή του Κεμάλ κοινοποίησε στα τουρκικά στρατεύματα ειδική κατεπείγουσα διαταγή όπου αναφέρονταν τα εξής:
“Συμφώνως προς την έγγραφον εντολήν, την οποίαν έλαβον παρά της κεντρικής Διευθύνσεως, λόγω της εκ των σημερινών παριστάσεων ανάγκης, το Ελληνικόν ΄Εθνος ενδέχεται να δείξει σημεία περισσού φανατισμού. Κατ΄ακολουθίαν, ένεκα παραμικράς τάσεως, κάθε στρατιώτης οφείλει να εκτελέση το καθήκον του, της ομαδικής δολοφονίας αυτών των ανθρώπων. Τούτο διατάσσει η πατρίς, όθεν δεν πρέπει να παραμελήσετε να πράξετε το καθήκον σας! Κάθε στρατιώτης είναι υποχρεωμένος να σκοτώσει τέσσαρας-πέντε ΄Ελληνες υπέρ του μεγαλείου της πατρίδος μας…”
Οι σύμμαχοί μας, που διατηρούσαν στρατό και στόλο στην περιοχή των Στενών, δεν κινήθηκαν να βοηθήσουν! Δεν περιγράφεται η συμφορά… 700.000 νεκροί, 1.500.000 πρόσφυγες. Χιλιάδες άμαχοι Έλληνες σφαγιάσθηκαν, στρατιώτες και άοπλοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων. Ο θρήνος απλώθηκε παντού.
Κι αν οι Κεμαλικοί εξόντωσαν όλο το Ελληνικό στοιχείο και κατέστρεψαν σε λίγο χρόνο τα δημιουργήματα τόσων αιώνων, δεν κατάφεραν να απαλείψουν τα ανεξίτηλα σημάδια που άφησε εκεί το Ελληνικό πνεύμα!”
Thanks for sharing. I read many of your blog posts, cool, your blog is very good.