Μα πως τα μάγια λύθηκαν! Πως έκαμε η κατάρα
την όψη σου όψη κλαίουσας γυρτής προς μνήμα ιτιάς!
καμιά κορδή σου ας μη σου μείνη ασύντριφτη, κιθάρα
της δάφνης και της λεβεντιάς!
Όχι, Μακριά κι η απελπισία, μακριά και οργή και θρήνος!
Στο μαύρο απάνου Γολγοθά των εθνικών καημών,
θείε Άγγελε του τραγουδιού βοήθα ν’ ανθίση ο κρίνος των Ευαγγελισμών!
Νεκροί, σπαρμένοι στις πεδιάδες και στα περιβόλια
και στα ερμοτόπια και στα βράχια της Ανατομής,
τα που σας ρίξανε σπαθιά, που σας φάγανε βόλια,
βαθιά στα σπλάχνα της Φυλής.
Ας ριζωθούν, α! να στοιχειώσουν ύστερα, μυστήρια,
και βούκεντρα πάντα για νέα οργώματα, αι γενούν,
αίματα, νεύρα και θύμα και χέρια εκδικητήρια.
Πάντα οι νεκροί ας μας κυβερνούν! Κ’ εσείς!
Χαρά και η φτώχια σας, του όλβου κι εσείς καμάρια,
εκέτει τώρα απλώνοντας το δίσκο του χεριού,
της αργατιάς της αρχοντιάς δαρμένο, απομεινάρια
της φλόγας και του μαχαιριού, τα κλαίτε εσείς τα πάντα σας,
σπίτια, αγαθά, θεία δώρα, παρατημένα, αφανισμένα, πλάσματα:
πουλιά, όπου όργωνε ο έρωτας, θερίζει ο χάρος τώρα,
πάει κι η πατρίδα κι η φωλιά.
Στάχια όπου χρύσωναν τη γη μαυρολογών κοράκου
Τα δάκρυα καταπίνονται, ζητάτε (όϊ με η στιγμή
που σας τρυπάει τα σωθικά σαράκι και φαρμάκι!) γωνιά ζητάτε και ψωμί.
Κι ό,τι θα αισθάνεστε πως είναι απάνου απ’ όλα τ’ άλλα
και πως αξίζει θησαυρούς, της ξεκληριάς παιδιά
κι ό,τι ζητάτε ανείπωτο, το ξέρω είναι μια στάλα αγάπη και καλή καρδιά.
Και οι λυτρωμένοι, αλύτρωτοι. Κι’ οι αλύτρωτοι εδώ πέρα.
δώστε να ιδούν του λυτρωμού μια χάρη, όσο φτωχή.
Η Ελλάδα μια, ακομμάτιαστη και αμέτρητη Μητέρα,
μια των Ελλήνων η ψυχή!
Τύραννος όταν ή όλεθρος καίει στου πιστού το σπίτι
τα’ άγια κονίσματα, του καίει τον ιερό ναό,
του μένει η πίστη σαν εικόνα εντός του αχειροποίητη
στον ένα αόρατο Θεό. Τέτοια η πατρίδα. Θεός κι αυτή.
Απάνου από τα σπίτια,
απάνου από τα χώματα κι από τ’ αμπελοφύτια,
μια ειν’ η πατρίδα, και παντού.
Μια ειν’ η Πατρίδα των αιμάτων και δραμάτων,
το άστρο της Ιστορίας το πολικό, του τραγουδιού τροφή,
χωρίς καρδιές από παντού μια ψυχή σ’ ένα κάστρο,
κι η προσταγή της Αδελφοί!
Και το που δέρνει ανάθεμα και ο που δέρνεται θρήνος μακριά!
Στο μαύρο Γολγοθά των ξεθεμελιωμών,
βοήθα, Άγγελε του Τραγουδιού,
ν’ ανθίση ο άσπρος κρίνος των Ευαγγελισμών.
Αυτό λοιπόν είναι το «Τραγούδι των προσφύγων».
(Ο Παλαμάς, με ημερομηνία 3/11/1922 το έγραψε και στις 8/12/22 το απήγγειλε η Κούλα Ζερβού Αγκωνάκη σε μια προεσπερίδα που οργάνωσε η ίδια για τους πρόσφυγες, μαζί με τον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός»).