- ΤΡΙΠΟΛΗ, ΧΤΥΠΗΣΕ Η ΠΟΡΤΑ, ΗΤΑΝ Η ΓΚΕΣΤΑΠΟ
Είχαμε μείνει με τον Μίκη Θεοδωράκη να μας διηγείται όταν…
…Μια μέρα χτύπησε την πόρτα η Γκεστάπο. Ανέβηκαν επάνω δύο Γερμανοί και μας είπαν ότι ήθελαν να δουν. Καταλάβαμε ότι ήθελαν να δουν τα δωμάτια, είχαμε δύο σαλόνια εκεί. Ένας διερμηνέας είπε «Εδώ θα μείνουνε δυο συνταγματάρχες Γερμανοί», και το απόγευμα ήρθαν πάλι οι ορντινάντσες. Ανεβαίνουν οι δύο συνταγματάρχες επάνω και παίρνουν τα δύο σαλόνια, ένα ο καθένας· κλείστηκαν μέσα.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι -έφυγαν το πρωί, ήρθαν το μεσημέρι- η μητέρα μου έφτιαχνε ψευτοκεφτέδες, γιατί όλα γινόντουσαν με πατάτες, είχαμε πολλές πατάτες, και μύριζε το σπίτι.
Λέει η μητέρα μου: «Το σπίτι μοσχομυρίζει, είναι και οι ξένοι μέσα, δεν πρέπει να τους προσφέρουμε κανένα μεζέ;» Μου έβαλε ένα πιάτο ψευτοκεφτέδες, μυρίζανε. Χτυπάω την πόρτα τους· αυτοί ήταν καθισμένοι εκεί. Μόλις τους έδωσα το πιάτο, λένε «Ντάνκεσεν» – ευχαριστήθηκαν πάρα πολύ. Μετά από μισή ώρα έρχονται αυτοί και μας φέρνουν ανοιγμένες κονσέρβες. Αυτοί οι δύο συνταγματάρχες ήταν η πρώτη επαφή…
Η δεύτερη επαφή έγινε το βράδυ. Εμείς κάθε βράδυ κάναμε μια μικρή «συναυλία» στο κρεβάτι του αδερφού μου, του Γιάννη.
Είχα γράψει μια προσευχή, και τον υποχρεώναμε να κάθεται γονατιστός και να βλέπει προς τον Θεό, ενώ και οι τέσσερις μαζί τραγουδάγαμε την προσευχή πριν κοιμηθεί ο Γιαννάκης. Αυτοί λοιπόν άκουσαν το…
…τελετουργικό.
Μιλούσαν γαλλικά με τον πατέρα μου. Λένε «Μήπως μπορούμε να παραστούμε το βράδυ σε αυτό το τραγούδι που ακούσαμε; Τι είναι;».
«Κοιμάται ο μικρός και τραγουδάμε όλοι μαζί».
«Να πούμε κι εμείς;»
Αυτό έγινε με τους Γερμανούς συνταγματάρχες, το ’40. Κάθισαν λοιπόν εκεί, άκουγαν το τραγούδι αυτό και ένας βγάζει κάποιες φωτογραφίες. Λέει «Να, εδώ είναι η οικογένειά μου στο Μπρεσλάου, αυτή είναι η γυναίκα μου, αυτή είναι η κόρη μου, αυτός είναι ο γιος μου. Εγώ», λέει, «τώρα ανατολικό μέτωπο, καπούτ», και να έχει δακρύσει ο συνταγματάρχης! Κάθε βράδυ έρχονταν και άκουγαν το τραγούδι.
Ε! Να μην τα πολυλογώ, είχα ένα πινγκ πονγκ, παίζαμε, κι όταν κάρφωνα τον συνταγματάρχη του έλεγα «Τσόρτσιλ», κι όταν με κάρφωνε αυτός μου έλεγε «Χίτλερ». Στα καρφώματα του έλεγα «σπιτ φάιρ», μου έλεγε «στούκας»- είχε γίνει πια…
…παιδική χαρά…
Και φυσικά αυτοί ήξεραν ότι θα πάνε να σκοτωθούν, δεν υπήρχε πρόβλημα. Αυτοί ήταν περαστικοί, ήρθαν, πήραν την Πελοπόννησο, έπειτα έφυγαν, την έδωσαν στους Ιταλούς. Αυτοί δεν είχαν έρθει για να μείνουν και να διοικήσουν και να κάνουν…
Είναι αυτοί που λέμε ότι ο Χίτλερ μπορεί να είχε κερδίσει τον πόλεμο αν δεν ήταν υποχρεωμένος να στείλει τέτοιες δυνάμεις μέχρι την Ελλάδα και να τις πάρει από το ρωσικό μέτωπο.
Μετά μπαίνουμε πλέον στη «μεγάλη νύχτα», γιατί ήταν όντως μεγάλη νύχτα αυτή! Πήγαμε στο σχολείο, στην τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη -ήμαστε μεγάλα παιδιά- και στην Τρίπολη ήμουν από δεκαπέντε μέχρι δεκαεφτά χρονών,
εκεί που δημιουργείται πια, φτιάχνεται ο άνθρωπος. Το σχολείο, όσο να ’ναι, άρχισε να υποβαθμίζεται, γιατί μας είχαν στοιβάξει σε κάτι τάξεις με εβδομήντα ογδόντα παιδιά. Άρχισε και η πείνα σιγά σιγά.
Η πείνα μάς χώρισε σε χορτάτους και πεινασμένους, γιατί τα παιδιά που ήταν από τα χωριά τρώγανε, τρώγανε πιο πολύ, γιατί πουλάγανε και τις πατάτες τους. Οι της πόλης λιποθυμούσαν μέσα στην τάξη. Έτσι άρχισαν οι πρώτες αψιμαχίες. Θυμάμαι η πρώτη αψιμαχία έγινε ανάμεσα στους χωρικούς και τους αστούς· τους υποχρεώσαμε τους χωρικούς, πριν μπαίνουν μέσα, να αφήνουν μια πατάτα. Δεν ήταν σωστό να είναι χοντροί αυτοί και να τρώνε, ενώ πλάι τους… Αυτό το κατάλαβαν και οι ίδιοι, και έτσι, βοηθώντας και τα παιδιά από το χωριό, η τάξη μας πήγε κάπως καλύτερα, αλλά δεν μπορούσαμε να τα πάμε τόσο καλά με τα μαθήματα.
Τελικά μας πήραν και το σχολείο οι Ιταλοί και βγάλαμε τα θρανία σε μια αυλή έξω, στο ύπαιθρο, με τα χιόνια επάνω. Τι μάθημα να κάνεις…
Και δεν υπήρχε σχολείο στην ουσία.
Ναι, αλλά τα δύο πρώτα χρόνια διαβάζαμε πολύ.
Την αλλαγή από τους Γερμανούς στους Ιταλούς την καταλάβατε;
Όχι, οι Γερμανοί δεν κάθισαν καθόλου.
Δηλαδή λίγες μέρες.
Ναι, αυτοί δεν έκαναν και τίποτα, έφυγαν αμέσως, ήταν πολεμιστές, έφυγαν. Όταν ήρθαν οι Ιταλοί είχαν μια κανονική οργάνωση, είχαν την Κομαντατούρα, την αστυνομία τους, είχανε τους φάτσιο, τους φασίστες, τη μυστική αστυνομία. Αυτοί έκαναν μια διοίκηση.
Πώς φέρθηκαν αυτοί;
Οι Ιταλοί στρατιώτες ήταν ήπιοι. Εκείνο που ήθελαν να κάνουν ήταν να φυτεύουν λάχανα όπου υπήρχε παρτέρι – και ήταν πολύ νοικοκύρηδες. Έφτιαξαν όλη την πόλη, δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Αλλά βέβαια η μυστική αστυνομία κι οι φάτσιο ήταν άγριοι και παρακολουθούσαν, γιατί τότε άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτες αντιστασιακές κινήσεις. Συνεργάζονταν και με την ελληνική χωροφυλακή και τότε άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις, αλλά και τα πρώτα βασανιστήρια…


2. ΤΡΙΠΟΛΗ, ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ – Η ΕΝΑΤΗ ΤΟΥ ΜΠΕΤΟΒΕΝ
Στις οποίες είστε μέσα και εσείς, μη… σας λείψει η σύλληψη!
Ναι, τότε κι εγώ οργανώθηκα. Εγώ βέβαια τότε ασχολιόμουν πιο πολύ πλέον με τη μουσική. Πήρα ένα αρμόνιο, πιάνο δεν μπορούσα να πάρω – μόνο ένα πιάνο υπήρχε στην Τρίπολη και ήταν πολύ ακριβό. Είχα έναν καθηγητή εκεί της αρμονίας και της μουσικής και έκανα μαζί του μαθήματα αρμονίας και μουσικής. Ήμουν σε έναν κύκλο συμμαθητών μου πολύ υψηλού μορφωτικού επιπέδου, που είχαν ως πρότυπο τον Ευάγγελο Παπανούτσο, ο οποίος ήταν και διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας.
- Και ο οποίος σας αγαπούσε πολύ.
Πηγαίναμε στην Παιδαγωγική Ακαδημία και παρακολουθούσαμε τα μαθήματά του, ανεξάρτητα του τι έλεγε. Και μετά τον παρακαλούσαμε και πηγαίναμε μια εβδομάδα σπίτι του και συζητούσαμε μαζί, διαβάζαμε βιβλία, μας έκανε αναλύσεις. Αυτός είχε βγάλει τότε την Τριλογία τον Πνεύματος, το οποίο ήταν κλασικό φιλοσοφικό βιβλίο, μετά τρία κλασικά Περί Τέχνης, Περί Επιστήμης και Περί Ηθικής, τρία βιβλία που ήταν βασικά για εμάς. Και γύρω από τον Παπανούτσο και αυτές τις σπουδές που κάναμε αρχίσαμε να έχουμε ενδιαφέροντα για τους κλασικούς. Ο ένας, ο Γρηγόρης Κωνσταντινόπουλος, έγινε μάλιστα διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα. Αυτός έκανε τις ανασκαφές της Ρόδου. Πέθανε φέτος.
Αυτός λοιπόν μας εισήγαγε στα αρχαία κείμενα. Μας άρεσε πολύ να μεταφράζουμε ομαδικά τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Σοφοκλή. Ανακαλύψαμε όλη την ποίηση μαζί, ανακαλύψαμε τον Ρίτσο.
- Ποιο ποίημα του Ρίτσου; Ο «Επιτάφιος» είχε γραφτεί;
Όχι, είχε προηγηθεί η «Εαρινή συμφωνία».
- Που όλα αυτά μετά έγιναν μουσική σας.
Ναι, το «Τραγούδι της αδερφής μου» και το «Εμβατήριο του ωκεανού». Το «Εμβατήριο του ωκεανού» και την «Εαρινή συμφωνία» τις έκανα συμφωνίες αργότερα, το είχα απωθημένο.
Τότε, εν μέσω της μεγάλης νύχτας της ιταλικής και γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα, ο Μίκης Θεοδωράκης ζει την καταλυτική εμπειρία της ζωής τον. Ακούει σε έναν κινηματογράφο το σημαντικότερο έργο στην ιστορία της μουσικής.
Ζούσαμε πολύ με τα βιβλία αυτά, ζούσαμε πολύ με τη μουσική, γιατί υπήρχε η χορωδία της Τριπόλεως, ο Μουσικός Όμιλος Τριπόλεως, ο οποίος ήταν πολύ σημαντική χορωδία. Εγώ παράλληλα έκανα και μια άλλη χορωδία, εκκλησιαστική, της Αγίας Βαρβάρας, και άρχισα να γράφω τους εκκλησιαστικούς ύμνους για τη λειτουργία της Κυριακής. Έγραψα το καλύτερο έργο της εποχής, την Κασσιανή, το 1942, το οποίο το παρουσίασα τότε.
Ήμουν ο μουσικός της παρέας, ας πούμε, γιατί άρχισα να γράφω τραγούδια τα οποία τραγουδούσε η παρέα μας. Βγήκε από το σπίτι πια η μουσική και πήγε στις γειτονιές. Κάναμε και τις καντάδες μας (εξάλλου ήταν και οι πρώτοι μας έρωτες…), που τις τραγουδούσαμε όλοι μαζί στην αγαπημένη του καθενός – γυρίζαμε όλη την Τρίπολη κάθε βράδυ. Κάναμε πολλές εκδρομές και γενικά είχε μια ισορροπία η ζωή μας. Δηλαδή, έως ότου άρχισε η Αντίσταση, πηγαίναμε στο σχολείο, στην Ακαδημία, κάναμε τις καντάδες μας, τις ποιητικές μας βραδιές, βγάλαμε και περιοδικό τέχνης. Έβγαλα κι εγώ την πρώτη μου ποιητική συλλογή.
Έχει ενδιαφέρον να μας πείτε από πού έχετε αντλήσει το όνομα αυτής της συλλογής. Έχει έναν πολύ περίεργο τίτλο, Σιάο.
Ήθελα κάτι που να είναι παράξενο… έτσι πήρα την εγκυκλοπαίδεια και είδα ότι «σιάο» είναι ο αυλός του Πανός στα κινέζικα. Ήταν έτσι λιγάκι μυστήριο… Στη συλλογή βάλαμε ημερομηνία ’39, ενώ εγώ την έβγαλα νομίζω το ’42 ή το ’43 – κανονικά δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει τότε, έπρεπε να πάρεις άδεια από τους Ιταλούς. Ενώ με το «1939» σήμαινε ότι εκδόθηκε πριν την Κατοχή. Εκείνη την εποχή επιβεβαιώθηκε και η τάση μου προς τη μουσική, όταν άκουσα την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν.
- Για μιλήστε μας γι’ αυτό, γιατί νομίζω ότι είναι από τα πιο καθοριστικά γεγονότα, έτσι δεν είναι;
Πρέπει να ήταν το ’42· τότε η μόνη διασκέδασή μας ήταν ο κινηματογράφος. Άλλαζε δυο τρία φιλμ την εβδομάδα και πηγαίναμε σε όλα όλοι μαζί. Οι Γερμανοί είχαν πολύ καλά φιλμ. Βέβαια, πριν αρχίσει το έργο, έβαζαν και τα προπαγανδιστικά τους, τα οποία διαρκούσαν πέντε με δέκα λεπτά, για τις μάχες και τις νίκες του γερμανικού στρατού, αυτά όμως περνούσαν γρήγορα και αμέσως μετά προβαλλόταν η ταινία.
Οι Γερμανοί είχαν καλά φιλμ, τα περισσότερα ήταν κωμικά, με τον Τίο Λίγκεν -ήταν ένας μεγάλος κωμικός-, τη Σάρα Λεάντεν και άλλα, δραματικά. Είχαν όμως και πάρα πολλά μουσικά (Το Σπίτι των Τριών Κοριτσιών, Η Ζωή του Σούμπερτ), και πρέπει να ήταν κάποιο τέτοιο φιλμ, το οποίο τελείωνε σε ένα μεγάλο παλάτι, όπου οι χορωδοί ήταν στις σκάλες, από εδώ και από εκεί, και ξαφνικά βγαίνει μια τρομερή μουσική, πρωτάκουστη, ήταν η «Ωδή στη χαρά»…
- …από την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν.
Αυτό, λοιπόν, ήταν για μένα κάτι το καταλυτικό. Πήγα και την άλλη μέρα. Το έπαιζε τέσσερις πέντε μέρες, το άκουσα τέσσερις πέντε φορές. Ήταν σαν μαγνήτης, δηλαδή, αυτή η μουσική για τα αφτιά μου, σε σχέση με τα ακούσματα που είχα μέχρι τότε – ήταν κάτι τελείως καινούριο. Συγχρόνως δε, είχε όλη αυτή την άπλα, την αισιοδοξία, τη δύναμη, τη χαρά, την ευδαιμονία, κάτι το θεϊκό, με συγκλόνισε. Δηλαδή πρέπει να αρρώστησα, έγινα μελαγχολικός, δεν μιλούσα, άρχισα να σκέφτομαι τι να κάνω, παραμελούσα τα μαθήματά μου.
- Μιλήσατε σε κανέναν γι’ αυτό;
Ναι, έκανα βόλτες, μεγάλες βόλτες, μόνος μου, γύριζα το βράδυ μες στη βροχή. Μου λέει ο πατέρας μου: «Τι έχεις, παιδί μου;»
Λέω «Άκουσα μια μουσική και τώρα επιβεβαιώνεται ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο, θέλω να κάνω μόνο μουσική».
Λέει «Τι άκουσες;».
Απαντώ: «Άκουσα αυτή τη μουσική, πήγαμε σ’ αυτό το φιλμ, ακούσαμε τη “Χαρά” του Μπετόβεν. Αυτό θέλω να κάνω».
«Ξέρεις τι ήταν ο Μπετόβεν, παιδί μου;»
«Ξέρω», λέω, «έχω ακούσει, ήταν ένας μεγάλος μουσικός».
«Μα μπορείς να τα κάνεις εσύ αυτά, παιδί μου, από εδώ, από την Τρίπολη;»
«Γιατί», λέω, «δεν μπορώ; Εγώ θέλω να το σπουδάσω, να το δω και να κάνω αυτό που έκανε κι αυτός. Πρέπει να το μάθω αυτό το πράγμα».
3. ΤΡΙΠΟΛΗ, ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ ΣΤΟ ΜΑΡΞΙΣΜΟ
Τα πρώτα χρόνια της Κατοχής ήταν εκείνα που διαμόρφωσαν τον Μίκη Θεοδωράκη που αργότερα γνωρίσαμε. Μέσα από το συνδυασμό της γνωριμίας του με τη δυτική μουσική, αλλά και με την αληθινή ανελευθερία στην πιο φριχτή μορφή της.
Μόλις ήρθα στην Αθήνα, το ’43, ήρθα για να δώσω εξετάσεις Νομικής, λέει ο πατέρας μου: «Καλά, θα γίνεις μουσικός, αλλά πρέπει να έχεις ένα δίπλωμα για να ζήσεις». Και διάβασα όλο το καλοκαίρι του ’43. Έδωσα εξετάσεις εκεί που είναι τώρα η αίθουσα τελετών.
Του πανεπιστημίου.
Ναι, ήμασταν πάρα πολλοί. Πέρασα στη Νομική, παρακολούθησα και μερικά μαθήματα, αλλά παράλληλα πηγαίνω και στον Οικονομίδη.
Εδώ ίσως να πούμε για την Τρίπολη κάτι, ότι εκεί γράφτηκαν τα ωραιότερά μου τραγούδια. Είναι ορισμένα τραγούδια που για μένα είναι τόσο δυνατά, ώστε τα χρησιμοποίησα στις όπερές μου.
Μετά από εξήντα χρόνια.
Η Αντιγόνη τελειώνει με ένα τραγούδι που είχα γράψει πάνω στους στίχους του Χατζόπουλου «Τώρα που πεθαίνουν τα λουλούδια» και έγινε ο θρήνος της Αντιγόνης στο τέλος.
Ένα τραγούδι πάνω στους στίχους του Παλαμά «Για μια πεθαμένη» είναι η άρια της Ηλέκτρας. Ένα άλλο τραγούδι, το «Φθινόπωρο», στους στίχους του Κώστα του Χατζόπουλου, είναι το βασικό μοτίβο της Μήδειας· όλα είναι από τότε, δεν ξέρω πώς, είχα μια αναλαμπή… Μετά τον Πύργο, η Τρίπολη ήταν η μεγαλύτερη αναλαμπή μου. Βέβαια, στην Τρίπολη, λόγω του ότι υπήρχε πιάνο, άκουσα πολλή κλασική μουσική.
Τι ακούγατε εκείνο τον καιρό;
Άκουγα πολλή μουσική δωματίου, σονάτες του Μπετόβεν, έργα του Σούμαν, του Σούμπερτ, του Μπραμς. Έπαιζα και εγώ στο πιάνο αρκετά από αυτά και έτσι μπήκα σε άλλο κλίμα. Όταν κατέβηκα στην Αθήνα και άκουσα τη συμφωνική μουσική πια, εκεί πήγαμε αλλού. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να βρω την προσωπικότητά μου, δηλαδή ήμουν πιο προσωπικός στα παιδικά μου χρόνια, σε απλές φόρμες.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μεσολάβησε μια πολύ μεγάλη περίοδος, αυτή της επανάστασης και τον λαϊκού τραγουδιού, η οποία ήταν μια διαφορετική περίοδος.
Άλλο πάλι αυτό, πέρασα πολλές φάσεις.
Πολύ αργότερα, ξαναγυρίσατε στον παλιό σας εαυτό.
Ναι, ακριβώς. Και εκεί αρχίζω να γράφω και τη Συμφωνία αρ. 1, η οποία δεν παίχτηκε ποτέ. Εκεί γίνεται με μένα το εξής: Μυούμαι στην αρχή στο χριστιανισμό, δηλαδή από τους αρχαίους έπαιρνα το τραγικό στοιχείο, το μύθο και λοιπά, αλλά εκείνο που με συγκλόνισε ως νέο παιδί είναι η διδασκαλία τού «αγαπάτε αλλήλους». Είναι η διδασκαλία τού «ο έχων δύο χιτώνας να δώσει τον ένα στο συνάνθρωπό του». Ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα με τη θυσία για την Ανάσταση, θυσία του ενός για τους άλλους. Όλα αυτά τα σύμβολα του χριστιανισμού με θεμελίωσαν, δηλαδή με έκαναν αυτόν που έπρεπε να είμαι. Έπρεπε να είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάει, δηλαδή έγινα χριστιανός όχι μεταφυσικά, αλλά κοινωνικά.
Έρχεται μετά ο μαρξισμός, ο οποίος πώς έρχεται; Όταν είμαι απογοητευμένος πλέον από το κατεστημένο -το οποίο δεν μου λέει να πολεμήσω τους κατακτητές, που τους έβλεπα-, έρχονται κάτι μυστηριώδεις τύποι που λέγονται κομουνιστές, οι οποίοι έχουν κάνει μια οργάνωση, το ΕΑΜ, και αυτοί μου λένε να πολεμήσω για την ελευθερία. Αυτό με συγκλονίζει. Διότι ήξερα ότι οι κομουνιστές είναι υπέρ της βίας – η βία είναι η μητέρα της Ιστορίας, όπως έλεγε ο Ένγκελς… Δεν ήθελα να το παραδεχτώ αυτό, δηλαδή πάλεψα, έκλαψα για να πάω στο ΕΑΜ, γιατί εγώ ήμουν υπέρ της αγάπης, πώς θα μπορούσα…
Έβλεπα όμως ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να πολεμήσω τον Ιταλό
και τον Γερμανό. Μα είναι δυνατόν; Και μπαίνω στο μαρξισμό, αλλά τον δικαιολογώ μέσα μου ότι ο μαρξισμός είναι εφαρμοσμένος χριστιανισμός σε κοινωνικό επίπεδο. Δηλαδή ο χριστιανισμός προτρέπει σε ατομική βάση «Αγάπα τον πλησίον σου». Ο μαρξισμός όμως λέει «Θα κάνουμε την αγάπη κοινωνικό σύστημα». Έτσι μπήκα στο μαρξισμό.


4. ΤΟ ‘43 ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΩΔΕΙΟ, ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΠΕΙΝΑ
Την πείνα του ’41 δεν την έχετε δει εσείς, γιατί ήσαστε στην Τρίπολη…
Εγώ δεν την έχω δει, την έζησα με τον τρόπο που σας διηγήθηκα, στην Τρίπολη, που δεν ήταν πάρα πολύ τραγικός, δραματικός, λόγω του ότι όλη η επαρχία είχε τις καλλιέργειες της, και μπορούσε να πάρει κάποια αγαθά για να επιβιώσει. Αλλά στην Αθήνα, που είχε μόνο τσιμέντο, έφαγαν οτιδήποτε υπήρχε- όλα τα δέντρα, έφαγαν ποντίκια, τις γάτες, έφαγαν τους σκύλους και μετά άρχισαν να πεθαίνουν. Η γυναίκα μου, που ήταν εδώ, μου τα διηγήθηκε αυτά. Η γυναίκα μου πάλι επέζησε, διότι ο πεθερός μου είχε κάνει τρία σπίτια για τις τρεις κόρες του και πούλησε τα δύο σπίτια και με αυτά συντηρήθηκαν παίρνοντας λίγο λάδι, λίγα τρόφιμα – όλα για τρόφιμα, πατάτες και λοιπά.
Το ’43, οπότε ήρθα εγώ, υπήρχαν μόνο κάποια ίχνη της πείνας, δηλαδή έβλεπες ακόμη ορισμένους να είναι πεσμένοι κάτω, αλλά πολύ λίγους, και πολλές συμμορίες μικρών παιδιών. Παλιά, μου έλεγε η Μυρτώ, ήταν γεμάτος πτώματα ο δρόμος. Όταν ήρθα, το ’43, υπήρχαν ορισμένα τέτοια συμπτώματα- κάπου κάπου έβλεπες κάποιον πεσμένο, τον οποίο κανείς δεν γύριζε να τον κοιτάξει, γιατί δεν υπήρχε και η δυνατότητα να βοηθήσει ο ένας τον άλλον, γιατί πεινάγαμε όλοι, κυριαρχούσε η πείνα.
Πεινάγαμε μεν, αλλά επιβιώναμε. Εγώ, επειδή ήμουν πολύ ψηλός, πολύ συχνά λιποθυμούσα από την πείνα, έπεφτα κάτω και δεν με κοίταζε κανένας. Ξυπνούσα και έφευγα πάλι μόνος μου, έτσι γινόταν. Ήταν δύσκολα τα πράγματα, αλλά παράλληλα ο καθένας κοίταζε, φυσικά, το πώς θα επιβίωνε, πώς θα προχωρούσε.
Όταν είχα έρθει στην Αθήνα, έξω είχε φουντώσει το αντάρτικο και γίνονταν μάχες. Μέσα στην Αθήνα επίσης υπήρχαν τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ και γίνονταν ορισμένες μάχες σε συνοικίες, ακροβολισμοί και λοιπά. Φυσικά δεν μας πολεμούσαν τόσο οι Γερμανοί όσο μας πολεμούσαν τα Τάγματα Ασφαλείας, δηλαδή ο στρατός με Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών.
Όταν λοιπόν ήρθα εγώ, είχε γίνει ήδη η μάχη του Στάλινγκραντ, το 1942, και είχαν αρχίσει να υποχωρούν πλέον οι Γερμανοί, αλλά κρατούσαν ακόμη τη μισή Ρωσία, πάλευαν δηλαδή εκεί. Ο Ρόμελ είχε ηττηθεί από τον Μοντγκόμερι εκείνη την εποχή. Θυμάμαι μάλιστα ότι, όταν υποχωρούσε ο Ρόμελ, κάτω από την πίεση των αγγλικών στρατευμάτων -και ήταν και οι Έλληνες μέσα,
Ελ Αλαμέιν και λοιπά-, έπεφταν οι τιμές και όλοι οι μαυραγορίτες φώναζαν: «Βάστα, Ρόμελ, βάστα, Ρόμελ». Φώναζαν τον Ρόμελ να βαστήξει, για να μην πέσουν οι τιμές.
Νομίζω ότι το χειρότερο κακό που έκανε η Κατοχή ήταν ότι έφτιαξε ηγέτιδα τάξη τους μαυραγορίτες στην Ελλάδα. Νομίζω ότι αυτό είναι το χειρότερο πράγμα που άφησε πίσω της, καθώς αυτοί καθόρισαν τη χώρα.
Οι μαυραγορίτες είχαν το μαύρο χρήμα και άρχισαν να κάνουν επενδύσεις, δηλαδή αγόρασαν τα διαμερίσματα, αγόρασαν τις πολυκατοικίες, σπούδασαν τα παιδιά τους, τα οποία -αφού ήταν σπουδαγμένα- έγιναν η μετέπειτα ηγέτιδα τάξη της Ελλάδας. Δεν φταίνε φυσικά τα παιδιά, αλλά η κληρονομιά είναι κληρονομιά. «Ο θάνατός σου η ζωή μου», αυτό ήταν οι μαυραγορίτες.
Μάλλον «Ο θάνατός σου τα λεφτά μου», όχι «η ζωή μου».
«Τα λεφτά μου», πράγματι.
Το «η ζωή μου» έχει και ένα χαρακτήρα επιβίωσης, το να αποθησαυρίζω όμως δεν είναι και πολύ ηρωικό…
Ακριβώς! Έφταναν μάλιστα οι Γερμανοί να απαγχονίζουν μαυραγορίτες, πράγμα το οποίο γινόταν με μεγάλη ευχαρίστηση, ο κόσμος το δεχόταν πολύ ευχαρίστως. Έχω δει, όχι εγώ ο ίδιος, αλλά σε φωτογραφίες, που τους κρεμούσαν σε ορισμένες συνοικίες οι Γερμανοί, ασφαλώς για να καλοπιάσουν τον ελληνικό λαό και να δείξουν ότι και αυτοί είναι υπέρ των Ελλήνων.
Εσείς, το ’43 ήσασταν δεκαοχτώ χρονών και νομίζω τρία μεγάλα κεφάλαια υπάρχουν τώρα στη ζωή σας. Είναι το Ωδείο Αθηνών, το οποίο είναι πολύ σημαντικό, είναι η γνωριμία σας με τη Μυρτώ, η οποία λίγα χρόνια μετά θα καταλήξει στο γάμο και σε μια συμβίωση μακρότατης εμβέλειας, και είναι βέβαια και η Αντίσταση και ο αγώνας.
Να ξεκινήσουμε από τη μουσική;
Εγώ, μόλις έρχομαι στην Αθήνα, επειδή θέλω να κάνω το χατίρι του πατέρα μου, αλλά έχω και εγώ τις δικές μου ανασφάλειες, έρχομαι για να δώσω εξετάσεις στο Ωδείο Αθηνών, όπως είχε πει στον πατέρα μου ο Οικονομίδης: «Θέλω να τον δω, για να δω αν πραγματικά είναι μουσικός ή δεν είναι, αλλιώς, ας κάνει κάτι άλλο».
Αν και του είχε πάει παρτιτούρες δικές σας ο πατέρας σας…
Ναι, αλλά ο Οικονομίδης ήθελε να με δει. Εγώ, πράγματι, πήγα στο Ωδείο Αθηνών, όπου κάθισα και του έπαιξα τα έργα μου. Με συνόδευε ο θείος μου, ο αδερφός της μητέρας μου, ο οποίος ήταν γνωστός του. Τότε του είπε ιδιαιτέρως: «Τώρα που τον άκουσα δυο τρεις ώρες, πιστεύω ότι είναι μουσικός, μπορεί να ασχοληθεί με τη μουσική, μπορεί να διαπρέψει, αν μελετήσει, γι’ αυτό όμως χρειάζεται να δώσει εξετάσεις τον Οκτώβριο, για να περάσει τα υποχρεωτικά μαθήματα. Γιατί, αν δεν μπει στο ειδικό μάθημα που είναι μετά την τρίτη του υποχρεωτικού, δεν μπορώ να τον αναλάβω εγώ. Εγώ, για να τον πάρω, πρέπει να μπει στο ειδικό μάθημα αρμονίας».
Για να έχετε δάσκαλο τον ίδιο.
Ναι. Και ετοιμαζόμουν λοιπόν και για τις εξετάσεις στο Ωδείο Αθηνών, για να περάσω τα μαθήματα και να μπω στην τάξη του Οικονομίδη, αλλά και για τη Νομική, γιατί ο πατέρας μου ήθελε οπωσδήποτε να γίνω δικηγόρος, και έτσι όλο το καλοκαίρι ήμουν αφοσιωμένος σε αυτή τη μελέτη.
Δίνω εξετάσεις λοιπόν και στα δύο. Στη Νομική Σχολή οι εξετάσεις έγιναν στο πανεπιστήμιο, στην αίθουσα τελετών- ήμασταν πάρα πολλοί και πήραν νομίζω τριακόσιους. Πέρασα στη Νομική, όμως δεν με ενδιέφερε. Εντούτοις παρακολούθησα δυο τρία μαθήματα, αλλά όσο προχωρούσα προς τα μαθήματα του ωδείου, άφηνα τη Νομική.
Πάντως ο πατέρας μου ευχαριστήθηκε που τουλάχιστον ήμουν φοιτητής της Νομικής.
Στο Ωδείο Αθηνών ήταν τόσο καλές οι εξετάσεις μου, ώστε ο Οικονομίδης εισηγήθηκε να πάρω υποτροφία, γιατί δεν είχα και χρήματα. Μου ανακοίνωσε λοιπόν ότι μπαίνω στο ειδικό μάθημα της αρμονίας.
Και στην πέμπτη, στη θεωρία…
Ναι, στην πέμπτη, στη θεωρία, και παράλληλα είχα και την υποτροφία.
Αυτό βέβαια με χαροποίησε, αλλά τώρα υπήρχε ένα άλλο πρόβλημα, αυτό της διαβίωσης.
Ο πατέρας μου, στο μεταξύ, επειδή ήρθα στην Αθήνα, πήρε μετάθεση εδώ, ήρθε διευθυντής στο υπουργείο Εσωτερικών, διευθυντής ιθαγένειας, πλην όμως, με τα χρήματα που έπαιρνε ως διευθυντής υπουργείου ζούσαμε δέκα μέρες. Είκοσι μέρες είχαμε μεγάλο πρόβλημα, γιατί είχαμε λιποθυμίες, είχαμε υποπλασίες, ήμαστε ψηλά παιδιά, πηγαίναμε για φυματίωση ή για θάνατο. Ο θείος μου, ο οποίος ήταν διευθυντής στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ήλεγχε ορισμένους οργανισμούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο συνεταιρισμός καπνοβιομηχάνων- δηλαδή ο Παπαστράτος, ο Καραβασίλης, ο Καρέλιας, ο Κεράνης, οι μεγάλοι βιομήχανοι είχαν συνεταιριστεί, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα, τη λαίλαπα της Κατοχής.
Είχαν νοικιάσει εκεί επί της Φιλελλήνων, δίπλα στην αγγλικανική εκκλησία, ένα νεοκλασικό, όπου, επειδή το ήλεγχε ο θείος μου, με διόρισε. Τι άλλο να κάνω, γραφεύς…
Μουσικό δεν ήθελαν αυτοί;
Δεν ήθελαν μουσικό, ήμουν γραφεύς και δεν πληρωνόμουν με χρήματα, πληρωνόμουν σε είδος, με κούτες τσιγάρα, τα οποία τα ανταλλάσσαμε αμέσως με χρήματα και τα χρήματα με τρόφιμα. Έτσι επιζήσαμε, διότι αν δεν είχα τις κούτες τα τσιγάρα, θα είχαμε πεθάνει, δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε.
Είχα λύσει λοιπόν το βιοποριστικό μου, που σημαίνει ότι δούλευα μέχρι το απόγευμα και το απόγευμα πήγαινα στο ωδείο κι έκανα το μάθημά μου. Βέβαια υπήρχε και κάτι άλλο τώρα: ο Οικονομίδης είχε τη Χορωδία Αθηνών, ήταν το πάθος του η Χορωδία Αθηνών. Ήταν πολύ μεγάλη, όλοι εθελοντές βέβαια, ερασιτέχνες, αλλά, για να μπορέσει με αυτούς τους ανθρώπους, που ήξεραν πολύ λίγη μουσική, να κάνει δύο φορές το χρόνο παραστάσεις, ήθελε πραγματικά μεγάλο κουράγιο και αντοχή. Έκανε λοιπόν δύο φορές το χρόνο παραστάσεις, μια φορά το χρόνο έκανε τα Κατά Ιωάννην Πάθη του Μπαχ, πάντοτε το Πάσχα, και τον Μεσσία του Χέντελ. Ανάλογα μπορούσε να κάνει και άλλα έργα, όπως την Ενάτη του Μπετόβεν, το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ… Κάναμε μάλιστα μες στην Κατοχή ένα τεράστιο έργο, το Ρέκβιεμ του Μπερλιόζ.
Εκεί λοιπόν ο δάσκαλος, παρότι πεινούσε πιο πολύ από μένα (πηγαίναμε θυμάμαι στη χορωδία, που ήταν στην οδό Μπενάκη, κάθε Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη), είχε δύο ώρες κάθε μέρα πρόβα, για να μπορεί να ετοιμάσει τη χορωδία.
Κάθε βράδυ πήγαινα με τον Οικονομίδη, γιατί μου άρεσε να είμαι μαζί του. Σιγά σιγά άρχισε να με βάζει να κάνω κι εγώ πρόβες, είχα γίνει ένας άτυπος βοηθός του. Αλλά εκείνο που ήταν συναρπαστικό για μένα είναι ότι μια μέρα άνοιξε ένα μεγάλο δωμάτιο, το οποίο ήταν ερμητικά κλειστό, και είδα μέσα την ωραιότερη μουσική βιβλιοθήκη του κόσμου. Είχε αγοράσει η Χορωδία Αθηνών όλα τα χορωδιακά έργα που υπήρχαν, ό,τι υπήρχε. Από τον Μοντεβέρντι, ας πούμε, μέχρι τον Στραβίνσκι ήταν όλα μέσα εκεί.
Πήρα ειδική άδεια να μπαίνω μέσα και να μελετώ. Όμως επειδή δεν μπορούσα να πάρω τις παρτιτούρες, αντέγραφα, όσο μπορούσα αντέγραφα.