Διαβάζετε τώρα
16 Αυγούστου 1834. Η κυβέρνηση Κωλέτη κηρύττει στρατιωτικό νόμο

16 Αυγούστου 1834. Η κυβέρνηση Κωλέτη κηρύττει στρατιωτικό νόμο

  • Πρόεδρος Εφε­τών Πειραιώς κ. Γιάννης Κατσαμπάνης

16 Αυγούστου 1834
Η κυβέρνηση Κωλέτη κηρύττει στρατιωτικό νόμο
με αφορμή την Μεσσηνιακή Επανάσταση

Η Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834

Η πρώτη κοινωνική Επανάσταση
στη νεώτερη Ελληνική Ιστορία

Ο Όθωνας και η Αντιβασιλεία του, από τις 25 Ιανουαρίου 1833 που αποβιβάστηκαν στο Ναύπλιο, ήλθαν σε πλήρη αντίθεση με τον Ελληνικό Λαό, γιατί α­σκούσαν καθαρά ολιγαρχική διακυβέρνηση με ολιγαρχική διάρθρωση και έκαναν την Ελλάδα Βαυαρική αποικία, ενώ τους ηγέτες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα τους παραμέρισαν τελείως, γιατί τους θε­ωρούσαν μια ύποπτη και εχθρική για τα συμφέροντα τους δύναμη, που έπρεπε το γρηγορότερο να χτυπηθεί και κυρίως να καταπνιγεί το ε­παναστατικό της πνεύμα και όλα τα σημαντικά πόστα τα πήραν οι ξέ­νοι και τα τσιράκια τους και το λαό τον οδήγησαν σε οικονομική εξα­θλίωση με τη δυσβάστακτη φορολογία που του επέβαλαν.

Είναι χαρα­κτηριστικό ότι μόνο ένας στους έξι Έλληνες είχε δική του γη και μόνο ο ένας στους τέσσερις δικό του ζώο και ο καλλιεργητής της εθνικής γης πλήρωνε ποσοστό 15% ως ενοίκιο για τη γη και επί πλέον 10% ως φόρο της δεκάτης που είχε από πάνω και τις αυθαιρεσίες των ει­σπρακτόρων, ενώ σημαντικό ποσοστό ο καλλιεργητής έδινε στον ιδιο­κτήτη των ζώων και των εργαλείων και στους σπόρους και ουσιαστικά δεν του απέμεινε ούτε το 30% της παραγωγής του, αφού για κάθε μέ­ρα που δούλευε για τον εαυτό του έπρεπε να δουλεύει μιάμιση με δύό ημέρες για λογαριασμό του κατόχου των μέσων παραγωγής.

Οι ά­μεσοι αγροτικοί φόροι το 1834 ανήλθαν σε 6,2 εκατομμύρια δραχμές, για να διπλασιαστούν σχεδόν το 1840, ποσά τεράστια για εκείνη την εποχή και έτσι ο πάμπτωχος αγροτικός πληθυσμός της τότε εξ ολο­κλήρου αγροτικής Ελλάδας είχε επιβαρυνθεί με τα υψηλότερα φορο­λογικά ποσοστά της Ευρώπης, παρότι η φοροδοτική του ικανότητα εί­χε φθάσει στο όριο της, ενώ πρόβαλε έντονο και το διατροφικό πρό­βλημα των χιλιάδων προσφύγων, που είχαν συρρεύσει στο ελλαδικό βασίλειο από κάθε γωνιά του υπόδουλου Ελληνισμού. Έτσι στην κοινή συνείδηση των παραγκωνισμένων αγωνιστών ωρίμασαν οι συνθήκες για την ανατροπή της Βαυαροκρατίας με νέα διακυβέρνηση που θα α­πέδιδε δημιουργικό κοινωνικοπολιτικό έργο. Ήλθε δε και η μεθοδευ­μένη καταδίκη σε θάνατο των ηρώων στρατηγών Θεόδωρου Κολοκο­τρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα, για δήθεν συνομωσία προς ανατροπή του καθεστώτος, η πλέον επαχθής ενέργεια της Βαυαροκρατίας, που εξώθησε τα πράγματα στα άκρα και, την τραγική αυτή κατάσταση, α­ποφάσισαν να την ανατρέψουν με την αποκληθείσα ως «Μεσσηνιακή Επανάσταση» οι τιμημένοι στρατηγοί Γιαννάκης Γκρίτζαλης και Μητροπέτροβας και ο σταυραετός του Ασλάναγα Αναστάσιος Τζαμαλής, ακολουθούμενοι και από άλλους φωτισμένους ηγέτες κυρίως των ε­παρχιών Τριφυλίας, Ανδρούσας Μεσσηνίας, Ολυμπίας και Γορτυνίας.

Ειδικότερα η εν λόγω Επανάσταση ξεκίνησε την 29 Ιουλίου 1834, ημέρα Κυριακή, με την αιφνιδιαστική κατάληψη της Κυπαρισσίας, που ήταν η πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας από το Γιαννάκη Γκρίτζαλη και τους Σουλιμοχωρίτες “Ντρέδες” του. Επρόκειτο για μια κα­λοσχεδιασμένη στρατιωτική επιχείρηση που την εξετέλεσε με δύναμη 500 ανδρών και αιφνιδίασε τις Αρχές, συνέλαβε το Νομάρχη Δημ. Χρηστίδη και το στρατιωτικό διοικητή Αντώνη Μαυρομιχάλη και, μαζί με το Δημόσιο Ταμία, τους οδήγησε εδώ στο Πάνω Ψάρι, όπου τους φυλάκισε, αλλά και φρόντισε να τους προφυλάξει από την οργή των ε­παναστατών, για όσα ανόσια διέπραξαν στη δίκη του Κολοκοτρώνη με τους ψευδομάρτυρες που επιστράτευσαν.

Στη συνέχεια εγκατέστησε μια «Επαναστατική Επιτροπή», στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος, για να «αντιπροσωπεύσει τον λαόν της επαρχίας Τριφυλίας εις την περίστασην ταύτην και ως πληρεξούσιοι αυτών διορίζονται να αναφέρωσιν όπως κρίνωσιν αρμοδιότερον τα παράπονα και τας ικεσίας του λαού τούτου, προς ανόρθωση των καταπατηθέντων αυτού δικαίων».

Δύο η­μέρες αργότερα (την 31 Ιουλίου 1834) εξέδωσε δύο διακηρύξεις, σε δημόσια συνέλευση, από τις οποίες η πρώτη, που υπογράφεται από έντεκα επαναστάτες, απευθυνόταν στον Ελληνικό Λαό και, αφού του γνωστοποιούσε τους βασικούς σκοπούς της Επανάστασης, που ήταν η αποφυλάκιση των καταδικασμένων σε θάνατο στρατηγών Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα, η παραχώρηση Συντάγματος και η απαλλαγή των πολιτών από την καταπιεστική διοίκηση και τη βαρειά φορολογία, ανέφερε ότι «ο Λαός της Επαρχίας Τριφυλίας, αγα­νακτισμένος και απελπισμένος από τις καταχρήσεις των Διοικητικών και Δικαστικών Αρχών, μη δυνάμενος πλέον να υποφέρει τα υπερβολικά βάρη και τον παράνομο τρόπο της εισπράξεως του περί αποδεκατώσεως φόρου, παραδειγματιζόμενος από την παράνομον και αυθαίρετον σύλληψιν και φυλάκισιν των συμπατριωτών ημών και φοβού­μενοι καθ’ εκάστην περί της ασφάλειας της προσωπικής του ελευθε­ρίας, με αγανάκτησιν μας δε μαθόντες τον επηρεασμόν και την παράνομον επέμβασιν της εξουσίας εις το εν Ναυπλία  δικαστήριον, υπό του οποίου άνθρωποι προσφιλέστατοι εις την πατρίδα δια υποθετικά και ανύπαρκτα εγκλήματα κατεδικάσθησαν εις την εσχάτην τιμωρίαν, απεφασίσαμεν να ανακτήσωμεν τα πολιτικά μας δίκαια δια της δυνά­μεως, του μόνου και τελευταίου μέσου προς εδραίωσιν του καταπιε­ζομένου λαού. Επί τούτου λαβόντες τα όπλα εις τας χείρας, συνελάβαμε τας διοικητικάς και λοιπάς Αρχάς τας εν τη πόλει της Κυπαρισ­σίας, συνεννοούμενοι κατά τούτο και με τας πλησιεστέρας επαρχίας, επί σκοπώ του να ζητήσωμεν επιμόνως την ανόρθωσιν των δικαίων η­μών και προέτρεπε τους πληρεξουσίους της «πατριωτικής επιτρο­πής» Τριφυλίας να προωθήσουν τη συνταγματική μοναρχία.

Η δεύτε­ρη απευθυνόταν προς τον Όθωνα και υπογραφόταν από 71 έγκριτους πολίτες όλων των τμημάτων της Επαρχίας Τριφυλίας και του Τμήμα­τος Ζούρτσας της Επαρχίας Ολυμπίας. Με τη διακήρυξη αυτή, που ή­ταν εκτενέστερη της πρώτης και ταυτόλογη σε ορισμένα σημεία της, γνωστοποιούσαν στον Όθωνα τους άθλιους κυβερνητικούς μηχανι­σμούς που καταδυνάστευαν το λαό, την οικονομική εξαθλίωση των α­γροτών, στην οποία τους οδήγησαν εγκάθετοι φιλοκαθεστωτικοί, οι ο­ποίοι ήσαν απόντες από τους Εθνικούς Αγώνες, τις καταχρήσεις της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας και του υπενθύμιζαν τη σκευ­ωρία που εξύφαναν κατά των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα «πρόσωπα φιλύποπτα και ελεγχόμενα από τη συνείδηση των παρανομιών τους… και δικαστές από την πλέον αξευτελισμένη τάξη των ανθρώπων», έ­χοντας υπόψη τους τις τραγικές φιγούρες των επίορκων δικαστών Δ. Βούλγαρη, Δ. Σούτζου και Φ. Φραγκούλη, οι οποίοι αποτέλεσαν την πλειοψηφία του Δικαστηρίου του Ναυπλίου, που απάγγειλαν τη θανα­τική καταδίκη των δοξασμένων Στρατηγών και απελευθερωτών του Έθνους από την Οθωμανική τυραννία.

Αναφερόμενοι δε στην οικονο­μική εξαθλίωση των αγροτών έγραφαν ότι «νεοφανή ή πρόσωπα διαπιστευθέντα την διαχείρισιν του οικονομικού κλάδου, εστοχάσθηκαν να συστήσωσι τον εαυτόν των, απογυμνούντες τον κτηματίαν και τον γεωργόν. Όσοι γεωργοί έμειναν εις την διάκρισιν των ενοικιαστών της αποδεκατώσεως, δεν συνάζουν από το προϊόν των ιδρωτών των, ούτε τους οποίους έσπειραν καρπούς. Το σχέδιον της εισπράξεως των δεκάτων δια κανόνος των υπό του ενοικιστού εκλεγομένων δεμα­τίων, υστερεί τον γεωργόν από το ήμισυ των καρπών του λόγου τρι­πλού δεκάτου και το υπόλοιπον του μένει δια να πλήρωση θεριστικά, αλωνιστικά, σπόρους και λοιπά». Και κατέληγαν ότι ο λαός «κατατρεχόμενος υπό τοιούτων και τηλικούτων δεινών της επαρχίας ταύτης, δεν είχε άλλα μέσα να προστατεύση εαυτόν και την από το ιερόν πρό­σωπον της Υμετέρας Μεγαλειότητος,εκπορευομένη δικαιοσύνην, ει­μή το να διεγερθή κατά των οργάνων της αδικίας…». Την αμείλικτη ό­μως πραγματικότητα της οικονομικής εξαθλίωσης του λαού την παρουσιάζουν ανάγλυφη δύο στίχοι από το δημοτικό τραγούδι που ανα­φέρεται στο Γιαννάκη Γκρίτζαλη «…ξήντα παράδες το σφαχτό, δύο γρόσσια το μοσχάρι και τρία γρόσια τ’ άλογο, ποιος θε να υποφέ­ρει;…»

Μόλις πληροφορήθηκαν στο Ναύπλιο τα γεγονότα της Κυπαρισ­σίας, η Κυβέρνηση έσπευσε να επωφεληθεί και να συνδέσει την “ανταρσία” με τους φυλακισμένους Στρατηγούς, γΓ αυτό υπογράφτηκαν δύο Διατάγματα και με το πρώτο παρείχετο στη φρουρά του Παλαμηδίου, η εξουσιοδότηση να εκτελέσει τον Κολοκοτρώνη και τον Πλα­πούτα αν γινόντουσαν “ύποπτες κινήσεις” γύρω από το Παλαμήδι και με το δεύτερο να πράξει το ίδιο εάν ο Γκρίτζαλης “προχωρήσει ολίγον εμπρός” προς την κατεύθυνση του Ναυπλίου. Ο Ιων. Σπηλιωτόπουλος όμως που είχε την ευθύνη της φυλάξεως των Στρατηγών, δεν επέ­τρεψε την υλοποίηση των ολέθριων σχεδίων του Κωλέτη και των πα­τρώνων του Βαυαρών, που δεν μπορούσαν να χωνέψουν τη μετατρο­πή της θανατικής καταδίκης τους και διασφάλισε τη ζωή τους και την τιμή του Έθνους.

Μετά την κατάληψη της Κυπαρισσίας η επανάσταση επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές των όμορων επαρχιών και κυρίως:

α) την 29 Ιουλίου 1834 στη Γαράντζα της τότε επαρχίας Ανδρούσας από τον στρατηγό Μητροπέτροβα, που ήταν πενθερός του Γιαννάκη Γκρίτζαλη και, με ένα παράξενο και συμβολικό τρόπο και δη βά­ζοντας φωτιά στις θημωνιές του στ’ αλώνι, για να τους δείξει ότι, μπροστά σ’ αυτό που ξεκινούσαν με την Επανάσταση, τα εισοδήματα δεν είχαν αξία, ξεσήκωσε τους συμπατριώτες του λέγοντας τους ότι «…σήμερα θα βγούμε στο κλαρί να βρούμε τα δίκαια μας, γιατί δεν υποφέρεται τούτη η ζωή που ζούμε εμείς οι χωριάτες και ότι πρέπει να λευτερώσουμε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, που τόσες φορές μας σώσανε από το τούρκικο μαχαίρι» και στη συνέχεια, μαζί με 96 Γαραντζαίους και με τα δεκαπέντε παιδιά και εγγόνια του τράβηξε για τα χωριά του Μεσσηνιακού Κάμπου και την Ανδρούσα, που την κατέλαβε και ξεσήκωνε τους χωρικούς κατά της στυγνής Βαυαροκρατίας και της υποτακτικής της ντόπιας φαυλοκρατίας,

β) επίσης, την 29 Ιουλίου 1834 στον Ασλάναγα (τον Άρι δηλαδή) της Μεσσηνίας από τον Ανάσταση Τζαμαλή, ο οποίος αιφνιδίασε την υπό τον υπολοχαγό Σνάινλε Βαυαρική περίπολο δυνάμεως 50 ανδρών που είχε καταυλιστεί εκεί και την ανάγκασε να αποχωρήσει, αλλά γρήγορα περιήλθε σε δύσκολη θέση, γιατί αμέσως πολιορκήθηκε από ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις που έστειλε εναντίον του ο Διοικητής της Μεσσήνης (του Νησιού), πλην όμως την 12 Αυγούστου 1834, με τη βοήθεια του ισχυρού σώματος του Μητροπέτροβα ανέτρεψαν και τις δυνάμεις αυτές και κατέλαβαν και το Νησί, που το εγκαταλείψαν οι κυβερνητικοί και ζήτησαν καταφύγιο στην Καλαμάτα, που την προστά­τευε μεγάλη δύναμη Βαυαρών και Μανιατών υπό τον Κατσάκον.

γ) την 30 Ιουλίου 1834 στη Βάνινα και την Παλούμπα Γορτυνίας α­πό τους αδελφούς Κόλλια και Μήτρο Πλαπούτα, οι οποίοι βγάλανε προκήρυξη και καλούσαν το Λαό να ξεσηκωθεί και να ελευθερώσει, τους φυλακισμένους Στρατηγούς του Ναυπλίου και να «κάνει συνέ­λευση για να στερεώσει τα δικαιώματα του και τον εθνισμό του» και, αφού προστέθηκε σ’ αυτούς και ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη Νικήτας Ζερμπίνης, κατευθύνθηκαν στη Ζάχα και, με τη θέρμη των λόγων τους, πέτυχαν να ξεσηκώσουν τους κατοίκους των περιχώρων και ι­δίως του Σκληρού και να συγκεντρώσουν περί τους 400 ενόπλους, με τους οποίους μπλόκαραν την Ανδρίτσαινα και μετά τη διάλυση του σώματος του μοιράρχου Δ. Δεληγιώργη και τη σύλληψη του, την κατέ­λαβαν και τούτο είχε ως επακόλουθο να ξεσηκωθούν και όλα τα χωριά της ευρύτερης περιοχής της και να ενισχυθεί σημαντικά η δύναμη των επαναστατών,

δ) την 30 Ιουλίου 1834 στο Μπέλεσι από τον Ασημάκη Σεργόπουλο, που ζητούσε να λευτερωθούν οι Στρατηγοί Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας και εξέφραζε τους φόβους του για την τύχη τους, ενώ πε­ριέγραψε με μελανά χρώματα την καταπίεση των χωρικών και κατάρ­γησε το οικονομικό σύστημα της δεκάτης. Ο Σεργόπουλος που ήθελε να παίξει το ρόλο του «γραμματέως της επικρατείας των ανταρτών», δηλαδή πρωθυπουργού, έπαιξε ύποπτο ρόλο και η εφημερίδα του Ναυπλίου “ΑΘΗΝΑ” τον αποκαλεί “κακοηθέστατον και ασήμαντον” και τελικά συνεργάστηκε με τον Κανέλλο Δεληγιάννη και τον βοήθησε να “θάψει” τους επαναστάτες αφού ήταν άνθρωπος δίχως υπόληψη και,

ε) την 29 Ιουλίου 1834 στο Δερμπούνι (το Λύκαιο Αρκαδίας) ξεση­κώθηκαν και οι Δερμπουνιώτες και βάδιζαν κατά της Μεγαλόπολης για να συλλάβουν τις Αρχές, αλλά το κίνημα τους είχε προδοθεί στον Έπαρχο, που αρμάτωσε 400 χωρικούς υπό τις διαταγές του Νικήτα Φλέσσα, αδελφού του Παπαφλέσσα και τους έστειλε να τιμωρήσουν το Δερμπούνι, μα δεν έφεραν σε πέρας την αποστολή τους, γιατί μα­θεύτηκε πως ανηφόριζε εναντίον τους ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης με ση­μαντική δύναμη, που ήταν συγκεντρωμένη στο Μελιγαλά και όλο το Δερμπούνι προσχώρησε στην Επανάσταση και αντιστάθηκε γενναία στις δυνάμεις του Νικήτα Φλέσσα, ενώ προσχώρησε στην Επανάστα­ση και το μεγαλύτερο μέρος των ανδρών του Σώματός του και μόλις πρόλαβε ο ίδιος ο Φλέσσας να διασωθεί με 15 καβαλάρηδες και πανι­κόβλητος να καταφύγει στη Μεγαλόπολη.

Εν τω μεταξύ δύο λόχοι Βαυαρών με απόσπασμα καβαλαρίας έφθασαν από τη Σπάρτη στη Με­γαλόπολη και έσπευδαν για την Καλαμάτα, για να τη διασώσουν ατΐό τις απειλητικές δυνάμεις του Μητροπέτροβα και του Τζαμαλή, αλλά μόλις έφθασαν στο Λεοντάρι, πληροφορήθηκαν ότι κατευθυνόταν εναντίον τους ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, πανικοβλή­θηκαν, γιατί θυμήθηκαν τα παθήματα τους στη Μά­νη, εγκαταλείψαν την αποστολή τους και επέστρε­ψαν ασύνταχτοι στη Μεγαλόπολη, όπου έσπειραν τον πανικό και οι Αρχές της τα παράτησαν όλα και μαζί τους ζήτησαν καταφύγιο στην Τρίπολη.

Έτσι, όταν ο Γκρίτζαλης έφτασε στις 4 Αυγούστου 1834 στη Μεγαλόπολη, η πόλη αυτή καταλήφθηκε αμα­χητί και τα πράγματα για τους επαναστάτες συνέχι­σαν να εξελίσσονται με καλούς οιωνούς. Αλλωστε ο χρόνος που επέλεξαν για την εκδήλωση της επανάστασης (τέλος Ιουλίου 1834), ήταν ο πλέον κα­τάλληλος, αφενός γιατί τότε γινόταν η παράδοση της εξουσίας από την παλαιά στη νέα Αντιβασιλεία (τον Ιούνιο ο Βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος α­νακάλεσε τους Μάουερ και Άμπελ και έστειλε τον Κόμπελ) και έτσι και με τις ραδιουργίες του Άρμαν­σμπεργκ και του Κωλέτη, είχε εξασθενήσει αισθη­τά και η αποτελεσματικότητα της κεντρικής εξου­σίας και αφετέρου είχε προηγηθεί το κίνημα της Μάνης και τα κυβερνητικά στρατεύματα ήσαν απα­σχολημένα με το κίνημα αυτό και δεν ήσαν διαθέσι­μα για άλλες περιοχές. Είναι βέβαιο ότι η Μεσση­νιακή Επανάσταση αιφνιδίασε την Κυβέρνηση και τις τοπικές Αρχές, αλλά ο Κωλέτης έδρασε απο­φασιστικά, κήρυξε στρατιωτικό νόμο στις 16 Αυ­γούστου 1834 στις επαναστατημένες περιοχές και εγκατέστησε έκτακτα στρατοδικεία, για να δικάσει επί τόπου τους πρωταιτίους, αμνήστευσε τους Μα­νιάτες επαναστάτες και προσέφερε προαγωγές στους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, για να τους προσεταιρισθεί και έπεισε τον Άρμανσμπεργκ να απολύσει τον Υπουργό Παιδείας και Εκκλησιαστικών Κωνσταντίνο Σχινά, που η επαναστατική προκήρυ­ξη της Κυπαρισσίας τον κατονόμαζε, ότι είχε θίξει το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων και, ύ­στερα από αυτές τις ενέργειες του Κωλέτη, η Κυ­βέρνηση πέτυχε να ανατρέψει την κατάσταση προς όφελος της.

Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, μετά την κατάληψη της Μεγαλόπολης, έπιασε τη Στεμνίτσα και το Ζυγοβίτσι της Γορτυνίας με 400 άνδρες και προχώρησε προς τη Ζάτουνα, όπου είχαν καταφθάσει και Πλαπουταίοι από το Ζερμπίνη, που πέρασαν τον Αλφειό μετά την Ανδρίτσαινα και όλοι μαζί, ξεπερ­νώντας τους 2000 άνδρες, χτύπησαν τη Δημητσά­να, που είχε προλάβει να φθάσει ο μοίραρχος Γ. Μανιάτης και την υπερασπίστηκε αποτελεσματικά, παρά το γιουρούσι που διέταξε ο Γκρίτζαλης. Έτσι στις 8 Αυγούστου 1834 ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης έ­δωσε τη διαταγή της εγκατάλειψης της πόλης της Δημητσάνας, γιατί κατάλαβε πως ο δευτερεύων αυτός στόχος του είχε ανατρέψει το σχέδιο του, για ταχεία κατάληψη της Τριπολιτσάς και δεν έ­πρεπε να καθυστερήσει περισσότερο και τράβηξε και κατέλαβε τα Λαγκάδια, τη Βυτίνα και το Χρυσοβίτσι, όπου έμαθε ότι είχαν καταφθάσει πολύ μεγά­λες κυβερνητικές δυνάμεις στην Τρίπολη και η κα­τάληψη της δεν ήταν εύκολη με τις δυνάμεις που διέθετε. Μετά από αυτό ο Γκρίτζαλης έκρινε ότι έ­πρεπε να επιστρέψουν στην Καρύταινα όπως και έ­γινε και να περιμένουν ενισχύσεις από τη Μεσση­νία και ειδικότερα από τα Σουλιμοχώρια, που ομόψυχα είχαν ταχθεί με τη Μεσσηνιακή Επανάσταση και μετά να επαναλάβουν την προσπάθεια για την κατάληψη της Τρίπολης. Τελικά η κίνηση αυτή απο­δείχθηκε μοιραία, γιατί όταν ο Γκρίτζαλης ήταν στο Χρυσοβίτσι με 2.000 άνδρες, στην Τρίπολη δεν υ­πήρχαν οι μεγάλες κυβερνητικές δυνάμεις που τον ενημέρωσαν και η αλήθεια ήταν ότι κατευθύνονταν προς αυτή ισχυρές δυνάμεις από το Ναύπλιο, για να ενισχύσουν την άμυνα της, γιατί η Κυβέρνηση ή­ξερε πολύ καλά τη σημασία της, σε περίπτωση που έπεφτε στα χέρια των Επανα­στατών και έστει­λε ισχυρό Σώμα με επικεφαλής το Βαυαρό συ­νταγματάρχη Σμαλτς, τους ε­πίσης συνταγμα­τάρχες Χατζη­χρήστο και Θεό­δωρο Γρίβα και από το βόρειο μέρος των α­νταρτών, κατευ­θύνονταν ο Αν. Λόντος, ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Σισίνης με αρκετούς άτα­κτους και, όλοι μαζί, πρόλαβαν και εξασφάλισαν την άμυνα της Τρίπολης.

Πηγή

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.