16 Αυγούστου 1834
Η κυβέρνηση Κωλέτη κηρύττει στρατιωτικό νόμο
με αφορμή την Μεσσηνιακή Επανάσταση
Η Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834
Η πρώτη κοινωνική Επανάσταση
στη νεώτερη Ελληνική Ιστορία
Ο Όθωνας και η Αντιβασιλεία του, από τις 25 Ιανουαρίου 1833 που αποβιβάστηκαν στο Ναύπλιο, ήλθαν σε πλήρη αντίθεση με τον Ελληνικό Λαό, γιατί ασκούσαν καθαρά ολιγαρχική διακυβέρνηση με ολιγαρχική διάρθρωση και έκαναν την Ελλάδα Βαυαρική αποικία, ενώ τους ηγέτες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα τους παραμέρισαν τελείως, γιατί τους θεωρούσαν μια ύποπτη και εχθρική για τα συμφέροντα τους δύναμη, που έπρεπε το γρηγορότερο να χτυπηθεί και κυρίως να καταπνιγεί το επαναστατικό της πνεύμα και όλα τα σημαντικά πόστα τα πήραν οι ξένοι και τα τσιράκια τους και το λαό τον οδήγησαν σε οικονομική εξαθλίωση με τη δυσβάστακτη φορολογία που του επέβαλαν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο ένας στους έξι Έλληνες είχε δική του γη και μόνο ο ένας στους τέσσερις δικό του ζώο και ο καλλιεργητής της εθνικής γης πλήρωνε ποσοστό 15% ως ενοίκιο για τη γη και επί πλέον 10% ως φόρο της δεκάτης που είχε από πάνω και τις αυθαιρεσίες των εισπρακτόρων, ενώ σημαντικό ποσοστό ο καλλιεργητής έδινε στον ιδιοκτήτη των ζώων και των εργαλείων και στους σπόρους και ουσιαστικά δεν του απέμεινε ούτε το 30% της παραγωγής του, αφού για κάθε μέρα που δούλευε για τον εαυτό του έπρεπε να δουλεύει μιάμιση με δύό ημέρες για λογαριασμό του κατόχου των μέσων παραγωγής.
Οι άμεσοι αγροτικοί φόροι το 1834 ανήλθαν σε 6,2 εκατομμύρια δραχμές, για να διπλασιαστούν σχεδόν το 1840, ποσά τεράστια για εκείνη την εποχή και έτσι ο πάμπτωχος αγροτικός πληθυσμός της τότε εξ ολοκλήρου αγροτικής Ελλάδας είχε επιβαρυνθεί με τα υψηλότερα φορολογικά ποσοστά της Ευρώπης, παρότι η φοροδοτική του ικανότητα είχε φθάσει στο όριο της, ενώ πρόβαλε έντονο και το διατροφικό πρόβλημα των χιλιάδων προσφύγων, που είχαν συρρεύσει στο ελλαδικό βασίλειο από κάθε γωνιά του υπόδουλου Ελληνισμού. Έτσι στην κοινή συνείδηση των παραγκωνισμένων αγωνιστών ωρίμασαν οι συνθήκες για την ανατροπή της Βαυαροκρατίας με νέα διακυβέρνηση που θα απέδιδε δημιουργικό κοινωνικοπολιτικό έργο. Ήλθε δε και η μεθοδευμένη καταδίκη σε θάνατο των ηρώων στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα, για δήθεν συνομωσία προς ανατροπή του καθεστώτος, η πλέον επαχθής ενέργεια της Βαυαροκρατίας, που εξώθησε τα πράγματα στα άκρα και, την τραγική αυτή κατάσταση, αποφάσισαν να την ανατρέψουν με την αποκληθείσα ως «Μεσσηνιακή Επανάσταση» οι τιμημένοι στρατηγοί Γιαννάκης Γκρίτζαλης και Μητροπέτροβας και ο σταυραετός του Ασλάναγα Αναστάσιος Τζαμαλής, ακολουθούμενοι και από άλλους φωτισμένους ηγέτες κυρίως των επαρχιών Τριφυλίας, Ανδρούσας Μεσσηνίας, Ολυμπίας και Γορτυνίας.
Ειδικότερα η εν λόγω Επανάσταση ξεκίνησε την 29 Ιουλίου 1834, ημέρα Κυριακή, με την αιφνιδιαστική κατάληψη της Κυπαρισσίας, που ήταν η πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας από το Γιαννάκη Γκρίτζαλη και τους Σουλιμοχωρίτες “Ντρέδες” του. Επρόκειτο για μια καλοσχεδιασμένη στρατιωτική επιχείρηση που την εξετέλεσε με δύναμη 500 ανδρών και αιφνιδίασε τις Αρχές, συνέλαβε το Νομάρχη Δημ. Χρηστίδη και το στρατιωτικό διοικητή Αντώνη Μαυρομιχάλη και, μαζί με το Δημόσιο Ταμία, τους οδήγησε εδώ στο Πάνω Ψάρι, όπου τους φυλάκισε, αλλά και φρόντισε να τους προφυλάξει από την οργή των επαναστατών, για όσα ανόσια διέπραξαν στη δίκη του Κολοκοτρώνη με τους ψευδομάρτυρες που επιστράτευσαν.
Στη συνέχεια εγκατέστησε μια «Επαναστατική Επιτροπή», στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος, για να «αντιπροσωπεύσει τον λαόν της επαρχίας Τριφυλίας εις την περίστασην ταύτην και ως πληρεξούσιοι αυτών διορίζονται να αναφέρωσιν όπως κρίνωσιν αρμοδιότερον τα παράπονα και τας ικεσίας του λαού τούτου, προς ανόρθωση των καταπατηθέντων αυτού δικαίων».
Δύο ημέρες αργότερα (την 31 Ιουλίου 1834) εξέδωσε δύο διακηρύξεις, σε δημόσια συνέλευση, από τις οποίες η πρώτη, που υπογράφεται από έντεκα επαναστάτες, απευθυνόταν στον Ελληνικό Λαό και, αφού του γνωστοποιούσε τους βασικούς σκοπούς της Επανάστασης, που ήταν η αποφυλάκιση των καταδικασμένων σε θάνατο στρατηγών Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα, η παραχώρηση Συντάγματος και η απαλλαγή των πολιτών από την καταπιεστική διοίκηση και τη βαρειά φορολογία, ανέφερε ότι «ο Λαός της Επαρχίας Τριφυλίας, αγανακτισμένος και απελπισμένος από τις καταχρήσεις των Διοικητικών και Δικαστικών Αρχών, μη δυνάμενος πλέον να υποφέρει τα υπερβολικά βάρη και τον παράνομο τρόπο της εισπράξεως του περί αποδεκατώσεως φόρου, παραδειγματιζόμενος από την παράνομον και αυθαίρετον σύλληψιν και φυλάκισιν των συμπατριωτών ημών και φοβούμενοι καθ’ εκάστην περί της ασφάλειας της προσωπικής του ελευθερίας, με αγανάκτησιν μας δε μαθόντες τον επηρεασμόν και την παράνομον επέμβασιν της εξουσίας εις το εν Ναυπλία δικαστήριον, υπό του οποίου άνθρωποι προσφιλέστατοι εις την πατρίδα δια υποθετικά και ανύπαρκτα εγκλήματα κατεδικάσθησαν εις την εσχάτην τιμωρίαν, απεφασίσαμεν να ανακτήσωμεν τα πολιτικά μας δίκαια δια της δυνάμεως, του μόνου και τελευταίου μέσου προς εδραίωσιν του καταπιεζομένου λαού. Επί τούτου λαβόντες τα όπλα εις τας χείρας, συνελάβαμε τας διοικητικάς και λοιπάς Αρχάς τας εν τη πόλει της Κυπαρισσίας, συνεννοούμενοι κατά τούτο και με τας πλησιεστέρας επαρχίας, επί σκοπώ του να ζητήσωμεν επιμόνως την ανόρθωσιν των δικαίων ημών και προέτρεπε τους πληρεξουσίους της «πατριωτικής επιτροπής» Τριφυλίας να προωθήσουν τη συνταγματική μοναρχία.
Η δεύτερη απευθυνόταν προς τον Όθωνα και υπογραφόταν από 71 έγκριτους πολίτες όλων των τμημάτων της Επαρχίας Τριφυλίας και του Τμήματος Ζούρτσας της Επαρχίας Ολυμπίας. Με τη διακήρυξη αυτή, που ήταν εκτενέστερη της πρώτης και ταυτόλογη σε ορισμένα σημεία της, γνωστοποιούσαν στον Όθωνα τους άθλιους κυβερνητικούς μηχανισμούς που καταδυνάστευαν το λαό, την οικονομική εξαθλίωση των αγροτών, στην οποία τους οδήγησαν εγκάθετοι φιλοκαθεστωτικοί, οι οποίοι ήσαν απόντες από τους Εθνικούς Αγώνες, τις καταχρήσεις της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας και του υπενθύμιζαν τη σκευωρία που εξύφαναν κατά των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα «πρόσωπα φιλύποπτα και ελεγχόμενα από τη συνείδηση των παρανομιών τους… και δικαστές από την πλέον αξευτελισμένη τάξη των ανθρώπων», έχοντας υπόψη τους τις τραγικές φιγούρες των επίορκων δικαστών Δ. Βούλγαρη, Δ. Σούτζου και Φ. Φραγκούλη, οι οποίοι αποτέλεσαν την πλειοψηφία του Δικαστηρίου του Ναυπλίου, που απάγγειλαν τη θανατική καταδίκη των δοξασμένων Στρατηγών και απελευθερωτών του Έθνους από την Οθωμανική τυραννία.
Αναφερόμενοι δε στην οικονομική εξαθλίωση των αγροτών έγραφαν ότι «νεοφανή ή πρόσωπα διαπιστευθέντα την διαχείρισιν του οικονομικού κλάδου, εστοχάσθηκαν να συστήσωσι τον εαυτόν των, απογυμνούντες τον κτηματίαν και τον γεωργόν. Όσοι γεωργοί έμειναν εις την διάκρισιν των ενοικιαστών της αποδεκατώσεως, δεν συνάζουν από το προϊόν των ιδρωτών των, ούτε τους οποίους έσπειραν καρπούς. Το σχέδιον της εισπράξεως των δεκάτων δια κανόνος των υπό του ενοικιστού εκλεγομένων δεματίων, υστερεί τον γεωργόν από το ήμισυ των καρπών του λόγου τριπλού δεκάτου και το υπόλοιπον του μένει δια να πλήρωση θεριστικά, αλωνιστικά, σπόρους και λοιπά». Και κατέληγαν ότι ο λαός «κατατρεχόμενος υπό τοιούτων και τηλικούτων δεινών της επαρχίας ταύτης, δεν είχε άλλα μέσα να προστατεύση εαυτόν και την από το ιερόν πρόσωπον της Υμετέρας Μεγαλειότητος,εκπορευομένη δικαιοσύνην, ειμή το να διεγερθή κατά των οργάνων της αδικίας…». Την αμείλικτη όμως πραγματικότητα της οικονομικής εξαθλίωσης του λαού την παρουσιάζουν ανάγλυφη δύο στίχοι από το δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στο Γιαννάκη Γκρίτζαλη «…ξήντα παράδες το σφαχτό, δύο γρόσσια το μοσχάρι και τρία γρόσια τ’ άλογο, ποιος θε να υποφέρει;…»
Μόλις πληροφορήθηκαν στο Ναύπλιο τα γεγονότα της Κυπαρισσίας, η Κυβέρνηση έσπευσε να επωφεληθεί και να συνδέσει την “ανταρσία” με τους φυλακισμένους Στρατηγούς, γΓ αυτό υπογράφτηκαν δύο Διατάγματα και με το πρώτο παρείχετο στη φρουρά του Παλαμηδίου, η εξουσιοδότηση να εκτελέσει τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα αν γινόντουσαν “ύποπτες κινήσεις” γύρω από το Παλαμήδι και με το δεύτερο να πράξει το ίδιο εάν ο Γκρίτζαλης “προχωρήσει ολίγον εμπρός” προς την κατεύθυνση του Ναυπλίου. Ο Ιων. Σπηλιωτόπουλος όμως που είχε την ευθύνη της φυλάξεως των Στρατηγών, δεν επέτρεψε την υλοποίηση των ολέθριων σχεδίων του Κωλέτη και των πατρώνων του Βαυαρών, που δεν μπορούσαν να χωνέψουν τη μετατροπή της θανατικής καταδίκης τους και διασφάλισε τη ζωή τους και την τιμή του Έθνους.
Μετά την κατάληψη της Κυπαρισσίας η επανάσταση επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές των όμορων επαρχιών και κυρίως:
α) την 29 Ιουλίου 1834 στη Γαράντζα της τότε επαρχίας Ανδρούσας από τον στρατηγό Μητροπέτροβα, που ήταν πενθερός του Γιαννάκη Γκρίτζαλη και, με ένα παράξενο και συμβολικό τρόπο και δη βάζοντας φωτιά στις θημωνιές του στ’ αλώνι, για να τους δείξει ότι, μπροστά σ’ αυτό που ξεκινούσαν με την Επανάσταση, τα εισοδήματα δεν είχαν αξία, ξεσήκωσε τους συμπατριώτες του λέγοντας τους ότι «…σήμερα θα βγούμε στο κλαρί να βρούμε τα δίκαια μας, γιατί δεν υποφέρεται τούτη η ζωή που ζούμε εμείς οι χωριάτες και ότι πρέπει να λευτερώσουμε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, που τόσες φορές μας σώσανε από το τούρκικο μαχαίρι» και στη συνέχεια, μαζί με 96 Γαραντζαίους και με τα δεκαπέντε παιδιά και εγγόνια του τράβηξε για τα χωριά του Μεσσηνιακού Κάμπου και την Ανδρούσα, που την κατέλαβε και ξεσήκωνε τους χωρικούς κατά της στυγνής Βαυαροκρατίας και της υποτακτικής της ντόπιας φαυλοκρατίας,
β) επίσης, την 29 Ιουλίου 1834 στον Ασλάναγα (τον Άρι δηλαδή) της Μεσσηνίας από τον Ανάσταση Τζαμαλή, ο οποίος αιφνιδίασε την υπό τον υπολοχαγό Σνάινλε Βαυαρική περίπολο δυνάμεως 50 ανδρών που είχε καταυλιστεί εκεί και την ανάγκασε να αποχωρήσει, αλλά γρήγορα περιήλθε σε δύσκολη θέση, γιατί αμέσως πολιορκήθηκε από ισχυρές κυβερνητικές δυνάμεις που έστειλε εναντίον του ο Διοικητής της Μεσσήνης (του Νησιού), πλην όμως την 12 Αυγούστου 1834, με τη βοήθεια του ισχυρού σώματος του Μητροπέτροβα ανέτρεψαν και τις δυνάμεις αυτές και κατέλαβαν και το Νησί, που το εγκαταλείψαν οι κυβερνητικοί και ζήτησαν καταφύγιο στην Καλαμάτα, που την προστάτευε μεγάλη δύναμη Βαυαρών και Μανιατών υπό τον Κατσάκον.
γ) την 30 Ιουλίου 1834 στη Βάνινα και την Παλούμπα Γορτυνίας από τους αδελφούς Κόλλια και Μήτρο Πλαπούτα, οι οποίοι βγάλανε προκήρυξη και καλούσαν το Λαό να ξεσηκωθεί και να ελευθερώσει, τους φυλακισμένους Στρατηγούς του Ναυπλίου και να «κάνει συνέλευση για να στερεώσει τα δικαιώματα του και τον εθνισμό του» και, αφού προστέθηκε σ’ αυτούς και ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη Νικήτας Ζερμπίνης, κατευθύνθηκαν στη Ζάχα και, με τη θέρμη των λόγων τους, πέτυχαν να ξεσηκώσουν τους κατοίκους των περιχώρων και ιδίως του Σκληρού και να συγκεντρώσουν περί τους 400 ενόπλους, με τους οποίους μπλόκαραν την Ανδρίτσαινα και μετά τη διάλυση του σώματος του μοιράρχου Δ. Δεληγιώργη και τη σύλληψη του, την κατέλαβαν και τούτο είχε ως επακόλουθο να ξεσηκωθούν και όλα τα χωριά της ευρύτερης περιοχής της και να ενισχυθεί σημαντικά η δύναμη των επαναστατών,
δ) την 30 Ιουλίου 1834 στο Μπέλεσι από τον Ασημάκη Σεργόπουλο, που ζητούσε να λευτερωθούν οι Στρατηγοί Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας και εξέφραζε τους φόβους του για την τύχη τους, ενώ περιέγραψε με μελανά χρώματα την καταπίεση των χωρικών και κατάργησε το οικονομικό σύστημα της δεκάτης. Ο Σεργόπουλος που ήθελε να παίξει το ρόλο του «γραμματέως της επικρατείας των ανταρτών», δηλαδή πρωθυπουργού, έπαιξε ύποπτο ρόλο και η εφημερίδα του Ναυπλίου “ΑΘΗΝΑ” τον αποκαλεί “κακοηθέστατον και ασήμαντον” και τελικά συνεργάστηκε με τον Κανέλλο Δεληγιάννη και τον βοήθησε να “θάψει” τους επαναστάτες αφού ήταν άνθρωπος δίχως υπόληψη και,
ε) την 29 Ιουλίου 1834 στο Δερμπούνι (το Λύκαιο Αρκαδίας) ξεσηκώθηκαν και οι Δερμπουνιώτες και βάδιζαν κατά της Μεγαλόπολης για να συλλάβουν τις Αρχές, αλλά το κίνημα τους είχε προδοθεί στον Έπαρχο, που αρμάτωσε 400 χωρικούς υπό τις διαταγές του Νικήτα Φλέσσα, αδελφού του Παπαφλέσσα και τους έστειλε να τιμωρήσουν το Δερμπούνι, μα δεν έφεραν σε πέρας την αποστολή τους, γιατί μαθεύτηκε πως ανηφόριζε εναντίον τους ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης με σημαντική δύναμη, που ήταν συγκεντρωμένη στο Μελιγαλά και όλο το Δερμπούνι προσχώρησε στην Επανάσταση και αντιστάθηκε γενναία στις δυνάμεις του Νικήτα Φλέσσα, ενώ προσχώρησε στην Επανάσταση και το μεγαλύτερο μέρος των ανδρών του Σώματός του και μόλις πρόλαβε ο ίδιος ο Φλέσσας να διασωθεί με 15 καβαλάρηδες και πανικόβλητος να καταφύγει στη Μεγαλόπολη.
Εν τω μεταξύ δύο λόχοι Βαυαρών με απόσπασμα καβαλαρίας έφθασαν από τη Σπάρτη στη Μεγαλόπολη και έσπευδαν για την Καλαμάτα, για να τη διασώσουν ατΐό τις απειλητικές δυνάμεις του Μητροπέτροβα και του Τζαμαλή, αλλά μόλις έφθασαν στο Λεοντάρι, πληροφορήθηκαν ότι κατευθυνόταν εναντίον τους ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, πανικοβλήθηκαν, γιατί θυμήθηκαν τα παθήματα τους στη Μάνη, εγκαταλείψαν την αποστολή τους και επέστρεψαν ασύνταχτοι στη Μεγαλόπολη, όπου έσπειραν τον πανικό και οι Αρχές της τα παράτησαν όλα και μαζί τους ζήτησαν καταφύγιο στην Τρίπολη.
Έτσι, όταν ο Γκρίτζαλης έφτασε στις 4 Αυγούστου 1834 στη Μεγαλόπολη, η πόλη αυτή καταλήφθηκε αμαχητί και τα πράγματα για τους επαναστάτες συνέχισαν να εξελίσσονται με καλούς οιωνούς. Αλλωστε ο χρόνος που επέλεξαν για την εκδήλωση της επανάστασης (τέλος Ιουλίου 1834), ήταν ο πλέον κατάλληλος, αφενός γιατί τότε γινόταν η παράδοση της εξουσίας από την παλαιά στη νέα Αντιβασιλεία (τον Ιούνιο ο Βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος ανακάλεσε τους Μάουερ και Άμπελ και έστειλε τον Κόμπελ) και έτσι και με τις ραδιουργίες του Άρμανσμπεργκ και του Κωλέτη, είχε εξασθενήσει αισθητά και η αποτελεσματικότητα της κεντρικής εξουσίας και αφετέρου είχε προηγηθεί το κίνημα της Μάνης και τα κυβερνητικά στρατεύματα ήσαν απασχολημένα με το κίνημα αυτό και δεν ήσαν διαθέσιμα για άλλες περιοχές. Είναι βέβαιο ότι η Μεσσηνιακή Επανάσταση αιφνιδίασε την Κυβέρνηση και τις τοπικές Αρχές, αλλά ο Κωλέτης έδρασε αποφασιστικά, κήρυξε στρατιωτικό νόμο στις 16 Αυγούστου 1834 στις επαναστατημένες περιοχές και εγκατέστησε έκτακτα στρατοδικεία, για να δικάσει επί τόπου τους πρωταιτίους, αμνήστευσε τους Μανιάτες επαναστάτες και προσέφερε προαγωγές στους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, για να τους προσεταιρισθεί και έπεισε τον Άρμανσμπεργκ να απολύσει τον Υπουργό Παιδείας και Εκκλησιαστικών Κωνσταντίνο Σχινά, που η επαναστατική προκήρυξη της Κυπαρισσίας τον κατονόμαζε, ότι είχε θίξει το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων και, ύστερα από αυτές τις ενέργειες του Κωλέτη, η Κυβέρνηση πέτυχε να ανατρέψει την κατάσταση προς όφελος της.
Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, μετά την κατάληψη της Μεγαλόπολης, έπιασε τη Στεμνίτσα και το Ζυγοβίτσι της Γορτυνίας με 400 άνδρες και προχώρησε προς τη Ζάτουνα, όπου είχαν καταφθάσει και Πλαπουταίοι από το Ζερμπίνη, που πέρασαν τον Αλφειό μετά την Ανδρίτσαινα και όλοι μαζί, ξεπερνώντας τους 2000 άνδρες, χτύπησαν τη Δημητσάνα, που είχε προλάβει να φθάσει ο μοίραρχος Γ. Μανιάτης και την υπερασπίστηκε αποτελεσματικά, παρά το γιουρούσι που διέταξε ο Γκρίτζαλης. Έτσι στις 8 Αυγούστου 1834 ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης έδωσε τη διαταγή της εγκατάλειψης της πόλης της Δημητσάνας, γιατί κατάλαβε πως ο δευτερεύων αυτός στόχος του είχε ανατρέψει το σχέδιο του, για ταχεία κατάληψη της Τριπολιτσάς και δεν έπρεπε να καθυστερήσει περισσότερο και τράβηξε και κατέλαβε τα Λαγκάδια, τη Βυτίνα και το Χρυσοβίτσι, όπου έμαθε ότι είχαν καταφθάσει πολύ μεγάλες κυβερνητικές δυνάμεις στην Τρίπολη και η κατάληψη της δεν ήταν εύκολη με τις δυνάμεις που διέθετε. Μετά από αυτό ο Γκρίτζαλης έκρινε ότι έπρεπε να επιστρέψουν στην Καρύταινα όπως και έγινε και να περιμένουν ενισχύσεις από τη Μεσσηνία και ειδικότερα από τα Σουλιμοχώρια, που ομόψυχα είχαν ταχθεί με τη Μεσσηνιακή Επανάσταση και μετά να επαναλάβουν την προσπάθεια για την κατάληψη της Τρίπολης. Τελικά η κίνηση αυτή αποδείχθηκε μοιραία, γιατί όταν ο Γκρίτζαλης ήταν στο Χρυσοβίτσι με 2.000 άνδρες, στην Τρίπολη δεν υπήρχαν οι μεγάλες κυβερνητικές δυνάμεις που τον ενημέρωσαν και η αλήθεια ήταν ότι κατευθύνονταν προς αυτή ισχυρές δυνάμεις από το Ναύπλιο, για να ενισχύσουν την άμυνα της, γιατί η Κυβέρνηση ήξερε πολύ καλά τη σημασία της, σε περίπτωση που έπεφτε στα χέρια των Επαναστατών και έστειλε ισχυρό Σώμα με επικεφαλής το Βαυαρό συνταγματάρχη Σμαλτς, τους επίσης συνταγματάρχες Χατζηχρήστο και Θεόδωρο Γρίβα και από το βόρειο μέρος των ανταρτών, κατευθύνονταν ο Αν. Λόντος, ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Σισίνης με αρκετούς άτακτους και, όλοι μαζί, πρόλαβαν και εξασφάλισαν την άμυνα της Τρίπολης.