ΕΘΙΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Α΄) ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Αναμφισβήτητα, το Πασχαλιάτικο συναπάντηµα στο χωριό, ήταν και παραμένει η Μεγάλη γιορτή του λαού της υπαίθρου, της αγροτικής ζωής και συνάµα της φύσης. Στο χωριό δεν είναι µόνο όλοι απλά γνωστοί αλλά όλοι µαζί συναποτελούν το µεγάλο κύκλο που ολοκλήρωνε τον στενό κύκλο της οικογένειας. Όποιος έχει ζήσει τα παιδικά του χρόνια στο χωριό δεν µπορεί να κατανοήσει ούτε πολύ περισσότερο να γευθεί το άρωμα του Πάσχα εκτός χωριού και ἴσως εκτός του δικού του χωριού.
Η επιστροφή των ξενιτεμένων στο πατρικό σπίτι, καθιστούν πιο όμορφη και επιτακτική την εικόνα της Γιορτής, γιατί οι αντίξοες συνθήκες διαµονής στα µεγάλα αστικά κέντρα, φαντάζουν σαν µια προσωρινή υπέρβαση των δυσκολιών τόσο της άγνωστης και αφιλόξενης πόλης όσο και της χωρίς μέλλον μόνιμης ζωής στο χωριό.
Το Πάσχα είναι µια εικόνα Ψυχής για τον κάθε μετανάστη, µια εικόνα του εσωτερικού πυρήνα του συναισθηματικού του Κόσμου, µια εικόνα – στολίδι, όπου η φύση και ο άνθρωπος συνεορτάζουν τη δική τους άνοιξη και ελπίδα.
Μετά την παραπάνω µικρή, αλλά απαραίτητη εισαγωγή κατά την ταπεινή µου άποψη, για το «Πάσχα στο χωριό», ας επανέλθουµε στα καθ’ ηµάς.
Από νωρίς το Μ. Σάββατο τακτοποιούσαν τον οβελία στη σούβλα για να είναι έτοιµος για ψήσιμο την ηµέρα τῆς Λαμπρής. Στη συνέχεια, η οικοδέσποινα έβγαζε από τις ντουλάπες τα καλά ενδύματα, για να είναι όλοι, µικροί και μεγάλοι περιποιηµένοι και καθαροί, ώστε να συνταιριάσει η καθαρότητα του σώματος µε εκείνη της ψυχής.
Στο λιγοστό χρόνο που είχε στη διάθεσή της η οικοδέσποινα, θα έπρεπε µέχρι το απόγευμα του Μ. Σαββάτου, να τακτοποιήσει εφόσον είχε βαφτιστήρι και τα «Κουμπαριάτικα». Ἠταν το έθιµο κατά το οποίο, κάθε νονά που είχε βαφτιστήρι, µια φορά στα πρώτα χρόνια της ζωής του, εκτός από την όμορφη πασχαλιάτικη λαμπάδα, αγόραζε και ολόκληρη τη φορεσιά (ό,τι χρειάζεται ένα καλοντυµένο παιδί). Συνήθως αυτό γινόταν, όταν το παιδί έφτανε στην ηλικία τῶν πέντε περίπου ετών (πριν πάει στο Δημοτικό σχολείο). Η νονά πήγαινε στο βαφτιστήρι της, το έντυνε µε την καινούρια φορεσιά και το έδινε τις θερµότερες ευχές της.
Με το χτύπημα της καµπάνας, όλοι καλοντυµένοι και µε τις λαμπάδες στα χέρια, προχωρούν µε χαρά και σεβασμό στον ιερό χώρο της εκκλησίας, όπου µε ιδιαίτερη κατάνυξη περιμένουν αρχικά το «Δεύτε λάβετε Φως» και στη συνέχεια το «Χριστός Ανέστη». Και ενώ οι καμπάνες κτυπούν χαρµόσυνα, ο καθένας εξωτερικεύει τη χαρά του για το Αναστάσιµο Φως, δίνοντας όχι µόνο στα συγγενικά πρόσώπα, αλλά και σ’ όλους τους χωριανούς τις εγκάρδιες ευχές (το φιλί της Αγάπης) και το τσούγκρισµα των αυγών.
Τα πυροτεχνήματα στην αρχή ήταν κάτι σπάνιο. Αργότερα που η αστυφιλία μεγάλωσε, και οι περισσότεροι προτιμούσαν το Πάσχα στο χωριό, έπεφταν και κάποια πυροτεχνήματα κατά την ώρα της Ανάστασης.
Το φως της Ανάστασης το μετέφεραν µε τις αναμµένες λαμπάδες στο σπίτι και µε τον καπνό τους σταύρωναν το πάνω µέρος από το κούφωμα της θύρας εισόδου. Στη συνέχεια, αφού έσβηναν το παλαιό φως του καντηλιού, άναβαν µε το νέο. Η γυναίκα ἑστρωνε το τραπέζι και έβαζε μπροστά από τον καθένα ένα κόκκινο αβγό. Μετά σερβίριζε τη µαγειρίτσα σε μερικές μισούρες (πήλινα δοχεία) και ο μεγαλύτερος στο τραπέζι έκανε το σταυρό του λέγοντας Χριστός Ανέστη. Αμέσως έπαιρναν όλοι τ’ αβγά τους και τα τσούγκριζαν μεταξύ τους. Τα παιδιά ήταν περισσότερο χαρούμενα, εφόσον µε το δικό τους αβγό, έσπαζαν τα αβγά των άλλων. Τόσο την ηµέρα της Λαμπρής, αλλά και όλα τα πασχαλόγιορτα, στους επισκέπτες, εκτός από το τακτικό γλυκό της γιορτής, τους πρόσφεραν και από ένα κόκκινο αβγό. Η παράδοση λέει ότι µόνο οι τσοπαναραίοι δεν έτρωγαν κόκκινο αβγό, για να μην φιδιάζονται τα πρόβατα αλλά και οι ίδιοι.
Το απόγευμα της Κυριακής, μόλις χτυπούσε η καμπάνα, όλοι μικροί και μεγάλοι, «με τα καλά τους ρούχα» και µε τη λαμπάδα στο χέρι, πήγαιναν στην εκκλησία για τη «δεύτερη Ανάσταση», αλλά και για το µεγάλο χορό που στήνονταν από μικρούς και μεγάλους.
Μετά την εκκλησία, άνδρες και γυναίκες, στον περίβολο της εκκλησίας, έστηναν όλοι το χορό ως εξής: Οι τρανοί κατά ηλικία από το γεροντότερο µέχρι και το νεότερο, κρατιούνταν κατά τρόπο που οι πήχεις των χεριών τους, καθ’ όλο το µήκος να εφάπτονται – και μεταξύ των σωµάτων τους να µην υπάρχουν κενά – δίνοντας την αίσθηση τείχους από ανθρώπινα σώµατα. Στη συνέχεια κατά την ίδια τάξη και σειρά ακολουθούσαν οἱ γυναίκες, µε αποτέλεσµα η σειρά του μεγάλου αυτού χορού να είναι ενιαία. Όλοι όσοι ήταν στο χορό τραγουδούσαν, όπως στις αρχαίες τραγωδίες, πρώτα οι μισοί και µετά οι υπόλοιποι. Πάντα το πρώτο µέρος τραγουδούσαν οι άνδρες και µετά το ίδιο επαναλάμβαναν οι γυναίκες. Η κίνηση στο χορό ήταν χαρακτηριστική και µε µικρές παραλλαγές απὀ τραγούδι σε τραγούδι – γινόταν µε µικρά αργά υπερήφανα βήματα µπρος πίσω µε εναλλασσόµενες µικρές ενδιάµεσες στάσεις. Τα τραγούδια αυτά τα «βάφτιζαν Πασχαλιάτικα». Μετά από τα λίγα αρχικά τραγούδια οι άνδρες αποχωρούσαν και για αρκετή ώρα συνέχιζαν µόνες τους οι παντρεµένες γυναίκες, µαζί µε πολλά κοριτσόπουλα, τα οποία ακολουθούσαν τα πρότυπα από τις μεγαλύτερες.
Με το τελείωμα του μεγάλου χορού και την επιστροφή στο σπίτι, τα παιδάκια πήγαιναν την κουλούρα και τα κόκκινα αβγά στη νονά τους, η οποία έκανε γι’ αυτά ειδική προετοιμασία. Τους έστρωνε τραπέζι µε ρεβυθένιο ψωμί το γνωστό «αρνόψωμο», παίζανε διάφορα παιχνίδια και όταν έφευγαν, εκτός από την κουλούρα και τα κόκκινα αβγά, τους έδινε µαζί µε το χαρτζιλίκι και µπόλικα αμυγδαλοκάρυδα.
Για τους Χασιώτες, Πασχαλιά δεν ήταν µόνο η Κυριακή αλλά και οι τρεις πρώτες ηµέρες (Κυριακή, Δευτέρα και Τρίτη). Και τις τρεις αυτές ημέρες, πήγαιναν µε τη σειρά σε όλα τα ξωκλήσια για να ανοίξουν τις εκκλησιές (να κάνουν λειτουργία) και να τραγουδήσουν στον περίβολο χώρο της εκκλησίας πασχαλιάτικα τραγούδια, αλλά και να χαρούν όλοι µαζί την όμορφη φύση.
Ενδιαφέρον παρουσίαζε η µεγάλη σύναξη τῶν Χασιωτών κατά την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής (η πρώτη Παρασκευή µετά το Πάσχα), στο ξωκλήσι του Αη- Νικόλα Γάβρου. Εκεί συγκεντρώνονταν πολλοί κάτοικοι των γύρω χωριών κάθε ηλικίας. Μετά τη λειτουργία γινότανε μεγάλος χορός µε τραγούδια που τα τραγουδούσαν, φυσικά πάντα µε το στόμα. Ένα σηµαντικό συναπάντηµα των κατοίκων της περιοχής διαφορετικά θα ᾿λεγα, ένα σωστό νυφοπάζαρο.
Β΄) ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αρχίζανε το πρώτο απόγευµα του Πάσχα µε το:
Σήµερα Δήμο μ’ Πασχαλιά
«Σήµερα, Δήμο μ’, Πασχαλιά και το Χριστός Ανέστη”
σήµερα τ᾽ αρχοντόπουλο βγήκε να κυνηγήσει·
κυνήγι για δεν έλαχε, κυνήγι για δε βρήκε.
Τώρα τ’ αργά τ᾽ αργούτσικα τώρα το βράδυ – βράδυ·
βρίσκει λαγό που έβοσκε, περδίκα που λαλούσε·
ρίχνει σκοτώνει το λαγό, λαβώνει τήν περδίκα».
Τη δεύτερη µέρα του Πάσχα άρχιζαν µε το:
Ἠρθαν τα Πασχαλόγιορτα
«Ἠρθαν τα πασχαλόγιορτα κι οι ‘πίσημες ημέρες.
Ήρθα κι εγώ ο ξενόχωρος, ξένος απ᾿ άλλον τόπο.
Χελιδονάκι μου γοργό, γοργό µου χελιδόνι,
θε να σε στείλω όπ᾽ αγαπώ κι απ᾿ έχω μεσ᾽ στο νου µου.
-Δεν έχω αδειά αφέντή µου, φωλειά θέλω να φτιάξω.
-Σύρε – σύρε πουλάκι µου, εγώ θα σου τη φτιάξω.
-Εσύ τήν φτιάχνεις µε νερό κι εγώ µε αριό ασβέστη».
Σήµερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά
«Σήµερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά και το Χριστός Ανέστη
Κι εσύ Δέσπω μ᾿ δεν ἔρχεσαι µε τ᾽ άλλα τα κορίτσια.
-Μάνα μ’ κλαίει το παιδί κλαίει καὶ δεν µερώνει.
-Μηλιά έχω στον κήπο µου καὶ κυδωνιά στ’ αμπέλι·
πάρε µήλο απ’ τή µήλιά (δις) και δός’ του να µερώσει.
κι αν δε μερώσει απ’ αυτό (δις), σκάψε παράχωσέ το».
Σ᾽ αυτό το τραγούδι, «στη Δέσπω», εκτός από τους δυο πρώτους στίχους, οι υπόλοιποι δε φαίνονται να σχετίζονται µε τα πασχαλιόγιορτα. Η µόνη εξήγηση που µπορεί να δώσει κανείς είναι να το συσχετίσει µε την άγρια περίοδο της τουρκοκρατίας. Διαφαίνεται περίτρανα πόσο υπέφεραν οι Έλληνες και ειδικά οι κάτοικοι της περιοχής του Δήμου Χασίων (κι όχι µόνο) από τον τούρκικο ζυγό, γιατί ζούσαν στην κορυφογραμμή των συνόρων μεταξύ των ελληνικών διαμερισμάτων Θεσσαλίας και Μακεδονίας (Βιλιµίστι, σημερινό Αγιόφυλλο, Φλιάκα Κερασιά, σηµερινή Θεοτόκος, Βουρλοχώρι, σηµερινή Αχλαδέα, Ασπροκκλησιά και Τσαπουρνιά, σηµερινή Τρικοκκιά Γρεβενών), περιοχές που στην πραγματικότητα ανέπνευσαν τον αέρα της ελευθερίας το 1912-1913, σε αντίθεση µε την υπόλοιπη Θεσσαλία που ελευθερώθηκε το 1881.
Άλλα πασχαλιάτικα τραγούδια τα οποία τραγουδούσαν αλλά και τα χόρευαν τα πασχαλόγιορτα στον περίγυρο της εκκλησίας ήταν:
Πανηγυρίτσι γίνονταν
«Πανηγυρίτσι γίνονταν µπροστά στον Άγιο Γιάννη.
Το πανηγύρι ήταν πολύ κι ο τόπος ήταν λίγος
και δίψασαν τρεις λυγερές και τρεις καλές κυράδες
και πήγαν να πιουν κρύο νερό να πιουν και να γιομίσουν».
Αγγελίνα
«Όλες οι νύφες στο χορό κι ὄλες οι µαυρομάτες,
Αγγελίνα µο, µαυρομάτα µο.
Όλες χορεύουν μ’ άρματα κι όλες µε τα σαγιάδια,
Αγγελίνα µο, µαυρομάτα µο.
Κι η Αγγελίνα η ορφανή, χορεύει στο γελέκι,
Αγγελίνα µο, µαυρομάτα µο.
Κι ο βασιλιάς αγνάντευε, απὀ ψηλή ραχούλα,
Αγγελίνα µο, µαυρομάτα µο.
Να᾿ µουν κι εγώ ρωμιός, να ᾽μουν και βαφτισµένος,
Αγγελίνα µο, µαυρομάτα µο.
Να πάω να πιάσω το χορό, μπροστά στην Αγγελίνα,
Αγγελίνα µο, µαυρομάτα µο.
Να πιάσω χέρι παχουλό, γιοµάτο μπελετζίκια,
Αγγελίνα µο, μαυρομάτα µο.
Να τα ᾿βαζα προσκέφαλο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Αγγελίνα µο, µαυρομάτα µο.
Τον ύπνο δεν εχόρταινα κι έχω καρδιά καμένη,
Αγγελίνα µο, µαυρομάτα µο».
Οι παπαρούνες
«Όλες οι παπαρούνες µε γέλια µε χαρές
Κι εσύ μωρ᾽ παπαρούνα μ᾿ µε δυο λαβωματιές.
Το λάβωμά της ήταν πως δεν παντρεύονταν
και µεσ᾽ στην Κερασίτσα δεν προξενεύονταν.
Παίρνει τα προβατάκια και πάει στον Αι-λιά
και βάζει τρεις µετάνοιες µπροστά στην Παναγιά.
Βοήθησε Θεέ µου Χριστέ και Παναγιά
ως τ’ ἄλλο το Σαββάτο να γίνει η προξενιά».
Μπιίνα
«Δεν ακούς, Μπιίνα µου και μπινοπούλα μου
και Μπιινοπούλα μου, τι σου λέει η µάνα σου,
Τι σου λέει ή µάνα σου, τι σου λέει πατέρα σου
Τι σου λέει πατέρα σου, να µη λουστείς να µη χτεν΄ στείς,
να µη λουστείς να µη χτεν᾿στείς, στο χορό µην κατεβείς,
στο χορό µήν κατεβείς, είναι ο Βόϊβοτας εδώ
είναι Βόϊβοτας εδώ, µε τα παλικάρια του
µε τα παλικάρια του, µε τους λεβεντάδες του.
Με τους λεβεντάδες του, Μπιίνα δεν αφκριάστηκε,
Μπιίνα δεν αφκριάστηκε, τα λόια από τη μάνα της,
τα λόια απὀ τή μάνα της, κι από τον πατέρα της
κι απὀ τον πατέρα της, λούζεται, χτενίζεται
λούζεται, χτενίζεται, στο χορό κατέβηκε,
στο χορό κατέβηκε, σαν την εἰδε ο Βόϊβοτας,
σαν την είδε ο Βὀιβοτας, θερµασιές τον έπιασαν,
θερµασιές τον έπιασαν, ζάλες τον ακόλλησαν,
ζάλες τον ακόλλησαν, τον Πρωτόγερο φωνάζει,
τον Πρωτόγερο φωνάζει, γλήγορα Πρωτόγερε!
γλήγορα Πρωτόγερε, γλήγορα γλυκό κρασί,
γλήγορα γλυκό κρασί, να κεράσεις το χορό,
να κεράσεις το χορό, όλους όλες από δυο,
όλους όλες από δυο, τή Μπιιίνα τέσσερα,
τη Μπιίνα τέσσερα κι ως τα δεκατέσσερα,
κι ως τα δεκατέσσερα, η Μπιίνα µέθυσε,
η Μπιίνα µέθυσε, τα μαλλιά την άρπαξε,
τα μαλλιά την άρπαξε, στ’ άλογο την έρριξε,
στ’ άλογο την έριξε, έχε γεια μανούλα μου.
Έχε γεια μανούλα µου, στο καλό κορίτσι μου
στο καλό κορίτσι µου, έχε γεια πατέρα µου,
έχε γεια πατέρα μου, στο γκρεμό κορίτσι µου».
Ο Γιάνναρος
«Σαν κίνησε ο Γιάνναρος, (δις) στο δάσκαλο να πάει,
Λέλε μ’ Γιάννε µου, λέλε αγάπη µου (δις).
Στο δρόμο να που πάαϊνε, (δις) στο δρόµο που πααίνει,
Λέλε μ’ Γιάννε μοῦ, λέλε αγάπη µου (δις).
Βρίσκει τη Μάρω έπαιζε, (δις) αντάµα µε τους ξένους,
λέλε μ’ Γιάννε µου λέλε αγάπη µου (δις).
Παίξε το Μάρω, παίξε το (δις), κι αν δεν τα µαρτυρήσω,
λέλε μ’ Γιάννε μου, Λέλε αγάπη µου (δις).
Βράδυ σαν έρθει αφέντης µου (δις), και θα τα µαρτυρήσω,
λέλε μ’ Γιάννε µου λέλε αγάπη µου».
Ο Κωσταντής
«Τρεις χρόνους έχει ο Κωσταντής που γκιζιαράει για νύφη,
να εύρει νύφή από σειρά (δις), χάρος να µην την παίρνει·
κ ο χάρος ήταν πονηρός (δις), πολλά πλανίδια ξέρει·
αγάλια-αγάλια πάαινε (δις), στής Δάφνης το κρεβάτι.
Βρίσκει τή Δάφνη λούζεται (δις), σ’ ένα χρυσό λιέρι.
-Καλημερά σου Δάφνη µου (δις), καλώς τον ξένο πούρθε
ξένε μ’, αν ήρθες για καλό (δις), πες µου να ντύσω άσπρα
κι αν ήρθες ξένε μ᾿ για κακό (δις), πες µου να ντύσω μαύρα.
Τραβάει τα χτένια σε μεριά (δις), και τα μαλλιά στις πλάτες
– στρώσε μάνα µου δεν μπορώ (δις), και θέλω να πεθάνω
µε κρούει ο χάρος την καρδιά».
Παπαδημοπούλα
«Ν΄ βγα ψηλά παπαδούλα µου, ν᾿ βγα ψηλά στον Έλυμπο,
άιντε ψηλά στο καραούλι, μωρ᾽ παπαδημοπούλα,
Ψηλά στο καραούλι, εσύ τα ξέρεις ούλα.
Κι αγνάντεψε παπαδούλα µου, κι αγνάντεψε κατακαµπής,
άιντε κατακαμπής στους κάµπους, μωρ᾽ παπαδημοπούλα,
κατακαµπής στους κάμπους, εσύ τα ξέρεις ούλα.
Κι αν βρεις κομμάτι, στρώσε λε κι ἔρχομαι κι αν βρεις κομμάτι σύννεφο,
άιντε κι ἑνα κομμάτι αντάρα, μωρ᾽ παπαδημµοπούλα
κι ἕνα κομμάτι αντάρα, εσύ τα ξέρεις ούλα.
Άιντε αυτό δε είν᾽ στρώσε λε κι ἐρχομαι, ν᾿ αυτό δεν είναι σύννεφο
άντε ούτε κομμάτι αντάρα, µωρ’ παπαδημοπούλα,
ούτε κομμάτι αντάρα, εσύ τα ξέρεις οὐλα.
Άιντε είναι η κόρ’, στρώσε λε κι έρχομαι, είναι η κόρη του παπά,
άντε πούρχεται απ᾿ τ᾿ αμπέλι, μωρ᾽ παπαδημοπούλα,
πούρχεται απ᾿ τ’ αμπέλι, εσύ τα ξέρεις ούλα.
Άιντε φέρνει τα µή στρώσε λε κι ἐρχομαι, φέρνει τα μήλα στην ποδιά
άιντε τα κίτρα στο μαντήλι, µωρ᾽ παπαδημοπούλα,
τα κίτρα στο μαντήλ’ εσύ τα ξέρεις ούλα».
Ένας καυγάς
«Ένας καυγάς, κι ωχ αμάν-αμάν, ένας καυγάς που γίνεται
στ’ αλώνια, στή Βοϊβότα, πού πας καρδιά καηµένη;
Πατήσαν, το κι ωχ αμάν-αμάν, πατήσαν το Ξερόμερο
και το ‘καναν βιργιάνι. πού πας καρδιά καηµένη.
Πήραν µανί, κι ωχ αμάν-αμάν, πήραν µανίτσες µε παιδιά
και πεθερές µε νύφες, πού πας καρδιά καηµένη.
Πηράν και µια κι ωχ αμάν- αμάν, πήραν και µια νεόνυµφη
τριών μερών νυφούλα, που πας καρδιά καηµένη.
Όλες η νύ, κι ωχ αμάν-αμάν, όλες οι νύφες περπατούν,
όλες οι νύφες σειόνται, πού πας καρδιά καηµένη.
Και µια νύφη, κι ωχ αµάν-αμάν, και µία νύφη δεν περπατεί,
δε σειέται δε λυγιέται, πού πας καρδιά καημένη.
Γουρίζει η πεθ, κι ωχ αμάν-αμάν, γυρίζει η πεθερά και λέει,
γυρίζει και ρωτάει, πού πας καρδιά καηµένη.
Γιατί νυφή, κι ωχ αμάν-αμάν, γιατί νύφη δεν περπατείς,
δε σειέσαι δε λυγιέσαι, πού πας καρδιά καηµένη.
Μήνα τα ρού, κι ωχ αμάν-αμάν, µή να τα ρούχα σ᾽αμποδούν,
µη να τα σηµοκόπια, πού πας καρδιά καηµένη.
Ουδέ τα ρού, κι ωχ αμάν-αμάν, ουδέ τα ρούχα μ᾿ μποδούν,
ουδέ τα σηµοκόπια, πού πας καρδιά καηµένη.
Του γιου σου οἱ πό, Κι Φχ αμάν-αμάν, του γιου σου οἱ πόνοι µε βαρούν,
του γιου σοὺ τα φαρμάκια, πού πας καρδιά καηµένη.
Που ήρθαν και ωχ αμάν-αμάν, που ήρθαν και τον έσφαξαν,
µέσα στήν αγκαλιά µου, πού πας καρδιά καηµένη.
Το στόµα αίμ’, κι ωχ αμάν-αμάν, το στόμα αίμα γιόµισε,
τα χείλη του φαρμάκι, που πας καρδιά καηµένη.
Κι γλώσσα του, κι ωχ αμάν-αμάν, κι γλώσσα του αηδονολαλεί,
σαν πετροχελιδόνι, πού πας καρδιά καηµένη».
Του Ρήγα η θυγατέρα
«Για δες καμάρι ν᾿ από φορεί του Ρήγα ή θυγατέρα”
Τούρκος την πιάνει απ᾿ τα μαλλιά (δις), Τούρκος κι από το χέρι
κι ένα μικρό τουρκόπουλο (δις) τήν πιάνει από τη μέση.
-Άσε µε Τούρκε απ᾿ τα μαλλιά (δις), και πιάσε µε απ᾿ το χέρι’
ωσού να δω τι γίνεται (δις), τι θέλει ν᾿ απογίνει
για να ᾿βρω πέτρα σταυρωτή (δις), να σταυρωθώ να κάτσω.
Να λύσω, δέσω το παιδί (δις), να το χορτάσω γάλα:
κι αντράς της τήν αγνάντευε (δις), από ψηλή ραχούλα.
Περπάτ᾽ αστρί μ᾿ περπάτ᾽ αυγή μ’ (δις) περπάτια νιο φεγγάρι:
περπάτια μήλο μ’ κόκκινο (δις) και ρόιδο µου γραμμένο
κι εγώ κοντά σου έρχομαι (δις), µε δυο σακούλες άσπρα.
Κι αν δε σου φτάσουν όλα αυτά (δις), πουλώ και τ᾿ άρματά µου
πουλώ και το ντουφέκι μου (δις) το φλωροκαπνισμµένο,
Κι αν δε σου φτάσουν όλα αυτά».
Η Ρήνα
«Καλό σταυρό (δις) να πό ΄κανα, γιε μ᾿ σήµερα τη Δευτέρα,
πέρδικά µου νιογραμμµένη.
Μια µαυρομάτα (τρις) σταύρωσα, γιε μ᾿ την είπα καληµέρα,
πέρδικά µου νιογραμμµένη.
Καλημερά (τρις) σου, Ρήνα μου, γε μ’ καλώς τον τον λεβέντη,
πέρδικά µου νιογραμµένη.
Λεβέντη µ΄για (τρις) δεν έρχεσαι, γιε μ’ για δε συχνοραδιάζεις
πέρδικά µου νιογραμµένη.
Αν θέλεις, Ρήνα μ᾿ (τρις) να ᾿ρχομαι, γιε μ’ να συχνοραδιάζω,
πέρδικά μου νιογραμμµένη.
Φτιάξε λαγούμι για να ᾿ρχομαι, γιε μ᾿ γιοφύρι να περάσω,
πέρδικά µου νιογραμμµένη.
Και τότες, Ρήνα (τρις), θα ρχομαι, γιε μ’, για να συχνοραδιάζω,
πέρδικά µου νιογραμμµένη,
την εβδοµάδα (τρις) τρεις φορές, γιέ μ’, στο µήνα δεκαπέντε,
πέρδικά µου νιογραμµένη»
Ο παπαγεώργης
«Του Παπαγιώργη το παιδί, του Παπαγιώργ’ τ αγγόνι,
από μικρός στα γράμματα, τρανός στα πινακίδια
και τώρα στα γεράματα.
Κι τώρα στα γεράματα αρματολός και κλέφτης,
όλα τα κάστρα πάτησε.
Ολά τα κάστρα πάτησε κι όλα τα μοναστήρια
καὶ του Βαρλαάμι το κελί.
Και του Βαρλαάμ το κελί δεν μπορ᾽να το πατήσει,
τριούρο- ούρο το ᾿ϕερνε,
Τριούρο-ούρο το ᾿φερνε, το γούμενο φωνάζει.
-Κατέβα κάτω γούμενε,
κατέβα κάτω γούµενε να µε ᾿ξομολογήσεις,
γιατ’ έχω κρίµατα πολλά.
Γιατ’ έχω κρίµατα πολλά κ᾿ είμαι κριµατισµένος
χίλια κοράσια φίλησα.
Χίλια κοράσια φίλησα και χίλιες παντρεµένες’
κι παπαδιές κι καλογριές.
Κι παπαδιές κι καλογριές , λογαριασμό δεν έχουν.
Μον᾽ φίλησα µια παπαδιά
μον᾿ φίλησα µια παπαδιά που ήταν νηστεµένη,
που ζύμωνε τις Λειτουργιές».
Πέρα σε κείνη την καρυά
«Πέρα σε κείνη την Καρυά τήν αστραποκαµένη,
εκεί ξεβγαίνει µωρ’ ένα στοιχειό (δις), ένα στοιχειό µεγάλο.
Μωρέ το βράδυ σκούζει αγάλι-αγάλι (δις), καὶ το πρωί χουιάζει;
Παπά μ’, ψωμί, µωρ’ παπάμ᾽ κρασί (δις), παπά μ᾽ πέντε κριάρια,
μωρέ παπά μ᾿ τήν κόρη αγλήγορα (δις), τή θέλει ο καπετάνιος.
-Εγώ την κόρ᾽ μωρέ την πάντρεψα (δις), τήν πήρε ο βλαχοστέργιος,
τσακώστε δέστε μωρ᾽ τον παπά (δις), και σφίξτε του τα χέρια
να φέρ᾽ µωρ΄τήν κόρη αγλήγορα (δις), τήν θέλει ο καπετάνιος».
Θερίζει ο Γιάννης μοναχός
«Κάτω σε μακρυχώραφο, σε στρογγυλό λιβάδι,
θερίζει ο Γαν…μωρ᾽ μάτια µου,
θερίζει ο Γιάννης μοναχός (δις) και βαριαναστενάζει.
-Μηνά η µανά, μωρ᾽ µάτια μου,
µηνά η µανά σου πέθανε (δις) Μηνά η αδελφή σου;
-Νουδέ µανά, μωρ᾽ µάτια μου,
νουδέ η µανά µου πέθανε (δις) νουδέ κι αδελφή µου.
Παρά µικρός, μωρ᾽ µάτια µου,
παρά µικρός παντρεύτηκα (δις), µικρή γυναίκα πήρα.
Δεν ήζερε, μωρ΄ µάτια µου,
δεν ήξερε το ζύμωμα (δις), δεν ήξερε τή ρόκα.
Την έµαθα, μωρ’ µάτια μου,
τήν έμαθα το ζύμωμα, τήν έμαθα τη ρόκα.
Σαν τά ᾿ξερνε, μωρ᾽ µάτια µου,
σαν τά ᾿ξερνε καὶ πλάτυνε (δις) κι αλλόν αντρά να παίρνει.
Κι μένα µ΄α…, μωρ᾽ μάτια µου,
κ µένα μ᾿ απαράτησε (δις) σαν καλαµιά στον κάμπο.
Θερίζουν παίρ…, μωρ᾽ μάτια μου,
θερίζουν παίρνουν τον καρπό (δις) κι ή καλαμιά απομένει.
Τσουζούν φωτιά μωρ᾽ µάτια µου,
τσουζούν φωτιά τήν καλαμιά (δις) κι καίει ο τόπος όλος.
Κι καίει σαν, μωρ᾽ µάτια μου,
κι καίει σαν χλουρό κλαρί (δις), σαν καλαμιά στον κάμπο».
Το παρακάτω πασχαλιάτικο, συνήθως, µόνο τραγουδιέται, δεν χορεύεται:
Σήµερα Κώστας κίνησε
«Σήµερα µια σήµερα δυο, σήμερα τρεις καὶ πέντε,
σήµερα Κώστας κίνησε µε νιούτσικο ζευγάρι.
Φτιάχνει τ᾿ αλέτρι από καρυά καὶ το ζυγό από δάφνη
φτιάχνει καὶ την αξιάλι του, κορφή από κυπαρίσσι.
Εκεί που πήγε κι έζεψε σ᾿ ένα παλιομπαΐρι,
σαράντα στάσεις έκανε, ωσού να γιοµατίσει.
Κι άλλες σαράντα τέσσερις, ωσού να δειλινήσει.
Πουλάκι πήγε κι έκατσε στου Κωσταντή το γόνα.
Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, ούτε σα χελιδόνι,
Μον᾽ κελαηδούσε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα.
-Εσύ Κωστά µου θα χαθείς τα στάρια τι τα θέλεις;
Χθες ήμουνα στους ουρανούς, ήμουν καὶ στους αγγέλους
και είδα που το έγραφε, πως θα χαθεί ο Κώστας».
Και τέλος η αυλαία των πασχαλιάτικων τραγουδιών κλείνει την Κυριακή του Θῶμά µε το παρακάτω τραγούδι:
Σώθκαν τα πασχαλόγιορτα
«Σώθκαν τα πασχαλόγιορτα κι οι επίσηµες οι µέρες
Κι συ Δέσπω μ’ δε φαίνεσαι εις τον απάνω κόσμο.
-Δέσπω µου κλαίει το παιδί (δις) κλαίει και δε µερώνει.
-Πάρε μήλο απ᾿ τή μηλιά (δις) και δόσ᾽ του να µερώσει’
κι αν δε µερώσει απ᾿ αυτό (δις), σκάψε παράχωσέ το».