Διαβάζετε τώρα
ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

  • Αθανασίου Σιούτα

ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

α΄ του Λαζάρου

Το Σάββατο του Λαζάρου είναι η µέρα που εισάγει τον πιστό στην εβδομάδα των Παθών του Κυρίου. Είναι πριν την Κυριακή των Βαΐων και είναι αφιερωμένο στην ανάσταση του φίλου του Χριστού Λάζαρου, που προοιωνίζει την ίδια την Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού. Το ιδιαίτερο γνώρισμα κατά τη γιορτή του Λαζάρου στα Χάσια, είναι ότι τραγουδούσαν τα Κάλαντα ανήµερα του Λαζάρου (σε σχέση µε τις πόλεις) και φυσικά µόνο κοπέλες και ότι εκτός από τα µικρής ηλικίας κοριτσάκια που παίζανε το Λάζαρο συνήθως ανά δυο, παίζανε και µεγάλες ελεύθερες κοπέλες σε ένα ενιαίο γκρουπ µε ένα κοινό καλάθι. Από την προηγούµενη ηµέρα, όλα τα κορίτσια του χωριού βγαίνανε στα διάφορα ξέφωτα του δάσους ή και στα λιβάδια για να μαζέψουν αγριολούλουδα, προκειµένου να στολίσουν τα καλάθια τους. Οι Λαζαρίνες — έτσι έλεγαν τις κοπέλες, µικρές ή µεγάλες που παίζανε το Λάζαρο – µε το καλά στολισμένο καλάθι τους και το όμορφο ανοιξιάτικο φουστάνι, γυρίζανε τραγουδώντας «Λαζαριάτικα» σε όλα τα σπίτια του χωριού, γεμίζοντας έτσι το καλάθι τους µε αβγά, βρασμένο καλαµπόκι, καραµέλες, καρύδια και κάπου – κάπου καµία «παράδα» (μεταλλικό νόμισμα, όπως δεκάρα, πενηντάλεπτο, ή µπορεί ακόµη και καµία δραχμή).

Το πρώτο σπίτι που επισκέπτονταν για να τραγουδήσουν «το Λάζαρο» ήταν πάντα αυτό του παπά και στη συνέχεια όλα τα σπίτια του χωριού. Το κάθε «Λαζαριάτικο» τραγούδι, τελείωνε µε την ευχή «και του χρόνου».

Στο σπίτι του παπά

«Απάνω σε µοσχομηλιά και κάτω σ΄ άγιο κλήµα
εδώ κοιμάται δέσποτας µε το σταυρό στα χέρια·
µε το σταυρό µε το χαρτί µε τ᾽ άγιο το βαγγέλιο.
Σκέπτονται και λογίζονται το πώς θα τον ξυπνήσουν·
κι η Παναγία ή Δέσποινα πάει να τον ξυπνήσει.
Για σήκω πάνω δέσποτα και µη βαριοκοιµάσαι,
τα μοναστήρια σήµαναν κι εκκλησιές διαβάζουν.
Μια εκκλησίτσα μοναχή εσένα περιμένει,
να πάρεις το κλειδάκι σου να πας να την ανοίξεις,
να πάρεις το χαρτάκι σου να πας να τή διαβάσεις».

Από τα συνήθη για τους πολλούς

«Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάια
ήρθε η Κυριακή που τρών΄ τα ψάρια,
Σήκω, Λάζαρε, και µην κοιμάσαι,
ήρθε ή μάνα σου από τήν πόλη
σού ᾿φερε χαρτί και κομπολόι».

ή

«Λαζαρίνα κοκοτίνα
Βάλε αβγό µεσ᾽ το καλάθι
και κουκόσια μεσ᾽ στο τζιόπι
και δεκάρα απ᾿ χάτ᾽ στου χέρι».

Αυτά συνήθως τα λέγανε οι µικρές κοπέλες. Οι µεγάλες, τραγουδούσαν «Λαζαριάτικα», ανάλογα µε την οικογενειακή κατάσταση του κάθε σπιτιού, όπως:

Για τον αφέντη του σπιτιού

1ο

«Σ’ αυτό το σπίτι που ᾿ρθαμε, πέτρα να µή ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια εκατό, εξάμηνα διακόσια
να καρτερεί τους φίλους του κι όλους τσ’ αγαπημένους.
Σε σένα πρέπει αφέντη µου, να ζεις να καμαρώνεις,
γιατ’ έχεις πρόβατα πολλά µε αργυρά κουδούνια.
Έχεις κα άλογο καλό να περπατείς καβάλα,
να περπατείς να χαίρεσαι να γλυκοκαμαρώνεις».

2ο

«Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό το πετρινοχτισµένο,
εδώ ‘χουν χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια.
Έχουν γελάδια εκατό κι αμπάρια φορτωμένα,
έχουν ζευγάρια είκοσι κι δεκαοχτώ φοράδες.
Και μπαινοβγαίνουν οι καλοί, οι φίλοι του δε λείπουν,
κι όσοι διαβάτες απερνούν και τρώνε και κοιμούνται».

3ο

«Αφέντη µου στην τάβλα σου χρυσή καντήλα φέγγει.
Φέγγει κι εσένα, αφέντη µου, φέγγει τή φαμελιά σου
κι από τα παραθύρια σου φέγγει τή γειτονιά σου.
Σ΄ αυτό το σπίτι πού ᾽ρθαμε πέτρα να µη ραγίσει,
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει».

Για την κυρά του σπιτιού

«Κυρά αργυρή κυρά χρυσή, κυρά µαλαματένια.
Όταν ο Θιος εµοίραζε τήν ομορφιά στον κόσµο,
εσύ στήν πόρτα έστεκες, την καλοµοίρα πήρες.
Πήρες τα ρόδα απ᾿ τή ροδιά, τ’ ασπράδι απ᾿ το χιόνι,
πήρες κα το µατόφρυδο, από το χελιδόνι».

Αν είχε το σπίτι νεογέννητο

«Ένα μικρό μικρούτσικο μικρό στη σαρµανίτσα
να του χα να τ’ αγκάλιαζα κι ας φώναζε µανίτσα.
Μανίτσα δω µανίτσα κει µανίτσα πάει στή βρύση
µε τα γκιουρντάνια στο λαιμό µε τα φλουριά στή μέση».

Αν είχε κάποιον σπουδαγµένο

«Γραμματικός εκάθονταν ψηλά στην κρύα βρύση
µελάνιαζε κοντήλιαζε πολλών ειδών μελάνι’
σπαράχτηκαν τα χέρια του κι εχύθη το μελάνι
κα ράψαν τα ρουχάκια του τα χρυσοκεντηµένα.
Σ’ εννιά ποτάμια τα ‘πλυναν και βάψαν τα ποτάμια
σε εννιά λιβάδια τα ‘πλωσαν και ράψαν τα λιβάδια
πέρασε και µία πέρδικα κι εβάψη τα φτερά τής
πέρασε κι ένας βασιλιάς κι εβάψη τ’ άλογό του».

Για σπίτι που είχε κάποιον στην ξενιτιά

«Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι η µάνα τον καημό σου·
τι να σου στείλω ξένε µου αυτού στα ξένα πού ‘σαι;
σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι µαραγκιάζει,
σου στέλνω και το δάκρυ µου σ᾿ ένα χρυσό μαντήλι».

Για ανύπαντρες κοπέλες

«Σε τούτο σπίτι τ᾿ αψηλό το µαρμαροστρωμένο,
έχουνε κόρη για παντρειά θέλουν να την παντρέψουν.
Την τάζουν γιο του Βασιλιά τήν τάζουν γιο του Ρήγα.
-Δε θέλω ‘γω το βασιλιά δε θέλω ‘γω το Ρήγα,
μον᾿ θέλω τ᾽ αρχοντόπουλο που περπατεί καβάλα».

Για ανύπαντρα αγόρια

«Ο ήλιος εβασίλεψε πίσω στα λιβαδίτσια
κ εγώ κόρη μ’ σ’ αγάπησα απ᾿ όλα τα κορίτσια.
Να γίνω γης να µε πατείς, γιοφύρι να περάσεις,
γα γίνω ασηµόκουπα να πίνεις το κρασάκι.
Γι’ αυτό θα ‘ρθω µε το σταυρό, θα ‘ρθω µε αρραβώνα.
Καλώς µας ήρθε ο Λάζαρος και φέτος και του χρόνου,
µε τη λαμπρή την Πασχαλιά µε το Χριστός Ανέστη».

Με το τελείωμα των Λαζαριάτικων τραγουδιών στα σπίτια του χωριού, όλα τα κορίτσια µικρά και μεγάλα, συγκεντρώνονταν στην πλατεία του χωριού και µε τη σκέψη ότι την άλλη µέρα θα ξεπροβοδίσουνε το Λάζαρο, λέγανε το παρακάτω µε συγκεκριμένες ομαδικές κινήσεις και πηδήµατα.

«Ποιος θα πααίν᾿ ταχιά στο λάκκο (ή στο λόφο)
λέλε Λαζαρ’ μ’ κάψο Λάζαρ᾽ µου.
Οι Λαζαρίνες θα πααίν᾿ ταχιά στο λάκκο
λέλε Λάζαρ᾽ μ’ κάψο Λάζαρ’ µου».

β΄) Κυριακή των Βαΐων

Η Κυριακή της Μεγάλης Εβδομάδας ονομάζεται έτσι, γιατί «μετά Βαΐων και κλάδων» έγινε η υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Χαρακτηριστικό έθιμο της ημέρας είναι ο στολισµός των εκκλησιών µε βάγια, ενώ µετά τη λειτουργία ο παπάς ευλογεί και δίνει στους πιστούς σταυρούς από βάγια, τους οποίους βάζουµε στα εικονίσµατα ή όπου αλλού χρειαζόμαστε προστασία. Την Κυριακή των Βαΐων, χρονιάρα μέρα, µετά το τέλος της θείας λειτουργίας, όλες οι γυναίκες του χωριού µπαίνανε στο µεγάλο χορό που γίνονταν στον περίβολο της εκκλησίας, τραγουδώντας το παρακάτω τραγούδι:

Σηκώνοµαι Βάια μ’ πολύ πρωί

«Σηκώνομαι Βάια μ᾿ πολύ πρωί τρεις ώρες πριν να φέξει,
παίρνω νερό και νίβομαι και ζώνω τ’ άρματά µου,
και παίρνω δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια,
ακούω τα πεύκα πώς βροντούν και τις οξιές πώς βάζουν,
ακούω τήν πετροπέρδικα πώς πικροκαταριέται;
Καταρ(η)γιέται τον αετό, πολλές κατάρες λέει.
Την κυνηγάει ένας αετός τή μαύρη να τή φάει.
Καλά να φας τα νύχια σου τα νυχοποδαρά σου,
παρά να φας την πέρδικα, που ΄ναι γλυκοφωνούσα».

Το απόγευµα της Κυριακής των Βαΐων, συγκεντρώνονταν στην πλατεία του χωριού όλες οι κοπέλες «μικρές και µεγάλες Λαζαρίνες», για να χορέψουν τραγουδώντας µε τα γνωστά «Λαζαριάτικα» και στη συνέχεια να ικανοποιήσουν και τις απαιτήσεις πολλών γονιών που εξέφραζαν την επιθυµία να ακούσουν κάποιο τραγούδι για το γιο τους. Κατόπιν καλούσαν το κορίτσι της αρεσκείας τους (δηλαδή αυτό που θα ήθελε η µάνα για να κάνει νύφη στο γιο της) κι εκείνο το «δόλιο» (γιατί το διακατείχε και ντροπή), έπρεπε να δεχτεί την πρόσκληση, να πλησιάσει τη μέλλουσα πεθερά, να αποδώσει τον δέοντα σεβασμό φιλώντας της το χέρι και φυσικά να δεχτεί και το ανάλογο κέρασµα (χρήματα στην παλάμη). Αυτό θα συνεχιζόταν μέχρι αργά, ώστε να ικανοποιηθούν όλες οι επιθυμίες των γονιών κατά τον ίδιο τρόπο.

Πριν το σούρουπο, όλες οι Κοπέλες, έχοντας μαζί τους ασπροκόκκινα σχοινιά ή κόκκινα και άσπρα µαλλιά (βαμμένα), πήγαιναν στον πιο κοντινό λόφο για να τα βάλουν πάνω στους θάµνους. Αυτό αποτελεί «το ξεπροβόδισµα του Λάζαρου», χορεύοντας και τραγουδώντας τα παρακάτω «Λαζαριάτικα»:

Για ‘νοίξετε για λάµψετε να µπουν οι Λαζαρίνες

«Για ανοίξετε για λάμψετε να µπουν οι Λαζαρίνες
(να µπουν οι Λαζαρίνες δις)
Λαζαρίνα κουκουτίνα βάλε αβγό μέσ᾽ στο καλάθι
και κουκόσια μέσ᾽ στου τζιόπι (τσέπη)».

Πέρα στον Αϊ-Θανάση

«Πέρα στον Αϊ – Θανάση πεντέξι Λαζαρίνες,
πεντέδι Λαζαρίνες, µήλο κρατούν στα χέρια.
Μήλο κρατούν στα χέρια, λιµόνι στήν ποδιά·
λιμόνι λιµονάκι να ρίξω να βαρέσω,
να ρίξω να βαρέσω την πρώτη Λαζαρίνα,
τήν πρώτη Λαζαρίνα που σέρν᾿ τις Λαζαρίνες,
που σέρν᾿ τις Λαζαρίνες τρεις µέρες και τρεις νύχτες,
τρεις µέρες και τρεις νύχτες κι όλη την εβδομάδα».

Από πέ μωρέ Βουλγάρα

«Από πέ, μωρέ Βουλγάρα, από πέρα απ᾿ το ποτάμι,
από πέρα απ᾿ το ποτάμι! κι από δώθε απ᾿ το Βαρλάμι.
Κάθεται, μωρέ Βουλγάρα, κάθεται Ρωμιός και Τούρκος,
το Ρωμιό το λένε Γιάννη και τον Τούρκο Σουλεϊμάνη.
Έχει ο Γιάννης µια κοπέλα τή γυρεύει ο Σουλεϊμάνης.
-Δε στη δίνω Σουλεϊμάν, είσαι Τούρκος και τουρκεύς
σν’ κκλησιά δε κάν᾽ να πας, λειτουργιές δε κάν᾽ να πιά(σ)εις».

Κοντοκαρτέρια Λόζαρε

«Μας καρτερούν οι μάνες µας µε πίτες µε μπουγάτσες.
Μας καρτερούν κι οι πεθερές µε τα δαυλιά στα χέρια.
Κοντοκαρτέρια Λάζαρε να ‘ρθω κι εγώ κοντά σου,
έχω δυο λόγια να σου πω τρία να σε ρωτήσω,
να πας τα χαιρετίσµατα στην αδελφή σ’ τή Βάϊα».

Σύρε Λάζαρ’ στο καλό

«Σύρε Λάζαρ᾽ στο Καλό τ’ χρόν᾿ να ρθεις αγλήγορα,
σε πονώ καλύτερα, σαν τα µάτια µου τα δυο,
σαν τα μάτια µου τα δυο, σαν τής χήρας τον ιγιό (γιο)».

Έτσι υποδέχονταν οι απλοί «ξωμάχοι» της υπαίθρου, τα καθιερωμένα γεγονότα που διαδραματίζονταν κατά την όμορφη αυτή εποχή (άνοιξη), που δεν είναι άλλα από: την Ανάσταση του Λαζάρου που προοιωνίζει και την Ανάσταση του Χριστού, την είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα την Κυριακή των Βαΐων και προ παντός την Εβδομάδα των Παθών του Κυρίου (Μεγάλη Εβδομάδα). Αναλύοντας δε πολλά απ᾿ αυτά, διαπιστώνει κανείς ότι είναι στενά συνδεδεμένα µε το θρησκευτικό στοιχείο, γίνονται συχνές αναφορές στα μοναστήρια των Μετεώρων και ότι πολλά αναφέρονται στην περίοδο της τουρκοκρατίας.

Απ’ όλα αυτά συμπεραίνει κανείς ότι συνεργάζονταν σε πολλούς τοµείς Έλληνες και Τούρκοι, υπήρχαν κάποιες θρησκευτικές ελευθερίες, αλλά δεν υπήρχε μεταξύ τους απόλυτη εμπιστοσύνη και μπέσα. Η αίσθηση της σκλαβιάς διαφαίνεται άµεσα στους Έλληνες, ενώ κρυφόκαιε η ελπίδα για λευτεριά.

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.