Βορειοδυτικά τῆς Καλαμπάκας ὑψώνεται ἕνας πανύψηλος καί πελώριος βράχος, λίαν δυσπρόσιτος, καλούμενος ἐπιτοπίως Ἁγιά (Ἁϊά). Ἡ ὑψηλότερη κορυφή του ἔχει ὑψόμετρο 630 μ.
Ὁ Φώτης Κοτοπούλης γράφει: «Ἡ ψηλότερη κορυφὴ τοῦ βράχου τῆς Ἁγιᾶς ἀπὸ μὲν τὸ κέντρο τῆς Καλαμπάκας φθάνει τὰ ὀκτακόσια καὶ πλέον μέτρα, ἀπὸ δὲ τὰ ριζά του τὰ ἑξακόσια καὶ ἀπὸ τὸ βορεινὸ μέρος πρὸς τὸ Καστράκι καὶ ἀπὸ τὰ ριζά του τὰ τριακόσια μέτρα. Ὡς γνωστὸ ὁ ναός, ὁ τιμώμενος ἐπ’ ὀνόματι τῶν ἁγίων ἀποστόλων Παύλου καὶ Πέτρου, ἦτο κτισμένος σὲ μιὰ σπηλιὰ ποὺ βρίσκεται στὰ νοτιοδυτικὰ καὶ στὴ βάσι τῆς ψηλότερης κορυφῆς αὐτοῦ, ὅπου ἐκτείνεται ὀροπέδιο, τὸ ὁποῖο καταλαμβάνει χῶρο δέκα μὲ δώδεκα στρέμματα».
Ἐπί τοῦ ὀροπεδίου αὐτοῦ τοῦ βράχου μέσα σέ σπήλαιο ἦταν κτισμένη ἡ ἱερά μονή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σέ ὑψόμετρο 550 μ.
Ἀπό φωτογραφία πού διαθέτουμε διακρίνουμε ὅτι ὁ σπηλαιώδης ναΐσκος ἦταν προφανῶς στόν β΄ ὄροφο, προϋπάρχοντος κτιρίου, τοῦ ὁποίου οἱ πέτρες εἶναι ἐριμμένες σήμερα κάτω. Οἱ τοιχογραφίες ἀρχίζουν σέ ὕψος 2 ἤ 2,5 μέτρων καί σώζονται ἑκατέρωθεν τῶν δύο πλευρῶν τῆς σπηλιᾶς. Ὑπάρχουν ἐπίσης ἐπί τοῦ βράχου χαμηλότερα, πελεκημένα σκαλιά γιά τήν ἀνάβαση καί δύο στέρνες.
Ἀπό τίς φωτογραφίες πού μᾶς παρεχώρησε ὁ Ἁγιοτριαδίτης ἱερομόναχος Δομέτιος, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στήν κάτω Ἁϊά τό ἔτος 2006, φυσικά χωρίς ἀναρριχητικά ἐξαρτήματα, ἔχουμε μία σειρά μέ νωπογραφίες, μέ τήν Παναγία, τόν Ἀρχάγγελο, καί ἅγιες γυναῖκες τῆς ἐκκλησίας μας. Ἡ πρώτη δεξιά ὁμοιάζει μέ τήν ἁγία Παρασκευή. Ἡ δεύτερη μέ τήν ἁγία Μαρίνα. Ἀριστερά σώζονται δύο ἡμιεξίτηλοι ὅσιοι μέ τά μοναχικά σχήματα. Ὅπως φαίνεται στόν πρώϊμο ἐντόπιο μοναχισμό τῶν Μετεώρων, ὅπως καί στούς ἐνοριακούς ναούς ἱστοροῦνταν στούς τοίχους τῶν καθολικῶν καί ἅγιοι καί ἅγιες γυναῖκες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Σύμφωνα μέ τά τεχνοτροπικά στοιχεῖα τῶν προαναφερομένων τοιχογραφιῶν ἡ μονή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἦταν ἱδρυμένη πιθανῶς τόν 13ο μέ 14ο αἰώνα.
Στήν ἀναφερθεῖσα πολλές φορές χαλκογραφία τοῦ 1782 ὁ μοναχός Παρθένιος σημειώνει στόν ἐν λόγῳ βράχο «οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι».
Μία πληροφορία γιά τήν μονή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μᾶς διασώζει, ἐπίσης, ὁ Φώτης Κοτοπούλης γιά τήν περίοδο τῆς γερμανικῆς κατοχῆς. Αὐτός ὁ βράχος πού τόσο δονήθηκε ἀπό τίς ὑμνολογίες τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς καί ἁγιάστηκε ἀπό ἀσκητές, «ἐπέπρωτο ἐπί κατοχῆς, κατά τό ἔτος 1943, νά καταπατηθοῦν τά ἱερά καί ἅγια χώματά του ἀπό τούς Καυκάσιους στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν φυλάκιο στὸ Ἀδράχτι. Ἀπερίσκεπτα, ὅμως, (ἴσως) κάποιος Καστρακινός νὰ ὑπέδειξε τὸ ἀνέβασμα, ὅπου ἐκεῖ πάνω ἔστησαν τὴν σημαία μὲ τὸν ἀγκυλωτὸ σταυρό».
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι σήμερα εἶναι μετόχι τῆς ἱερᾶς μονῆς Ρουσάνου, μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 19/5.2.1995 πράξη τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτη Σταγῶν καί Μετεώρων κ. Σεραφείμ.
Ἀνάβαση στόν βράχο τῆς Ἁϊᾶς. Οἱ νέοι τῆς Καλαμπάκας τήν ἐπικίνδυνη αὐτή ἀνάβαση στόν βράχο τῆς Ἁϊᾶς τήν θεωροῦσαν ὡς τό βάπτισμα τοῦ πυρός γιά νά καυχῶνται ὡς γνήσιοι Καλαμπακιῶτες. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περιγραφή ἀναβάσεως στήν Ἁϊά ἀπό τόν Καστρακινό συγγραφέα Ἀθανάσιο Τσαγκαρσούλη:
«Ὁ περιπατητής περνάει δίπλα ἀπό τό Ἀδράχτι πού σάν ἀκοίμητος φρουρός τοῦ μεγαλείου τῆς φύσης προβάλλει ἀκριβῶς ἀπό πάνω, καί ἀνηφορίζοντας ἐλαφρά πατάει τήν ρίζα τοῦ πελώριου τούτου βράχου.
Ἡ Ἁϊά εἶναι ὁ ὑψηλότερος βράχος τοῦ πέτρινου αὐτοῦ συγκροτήματος καί ἕνας ἀπό τούς ὀγκωδέστερους τῆς ἴδιας περιοχῆς. Ἂν ἐκμεταλλευτεῖ κανεὶς μιὰ σχισμὴ τοῦ βράχου καὶ τὴν κάποια ὁμαλότητά του φτάνει σχετικὰ εὔκολα στὴ χαμηλὴ Ἁϊά. Ἀκολουθώντας ὕστερα τὸ μονοπάτι ποὺ εἶναι σκαλισμένο στὸ βράχο, βρίσκεται μπροστὰ σὲ ἕνα τεχνητὸ ἅπλωμα. Ὁ βράχος ἔχει πελεκηθεῖ σὲ ἔκταση ἀρκετῶν τετραγωνικῶν μέτρων καὶ εἶναι μπορετὸ νὰ στέκεται κανεὶς ἄνετα καὶ νὰ παρατηρεῖ καὶ τὴ σοφία τοῦ δημιουργοῦ καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο εἶναι πελεκημένες στὸ βράχο δυὸ στέρνες, τὰ ξηροπήγαδα ὅπως τὰ λένε οἱ Καστρακινοί, ἕνα ἄλλο σκάλισμα ποὺ μοιάζει μὲ σκάφη, τὸ ‘σκαφίδι τῆς βασίλισσας’, ἕνα ἄλλο σὲ σχῆμα καθίσματος, ὁ ‘θρόνος τοῦ βασιλιᾶ’ (…).
Ἀπ’ ἐδῶ καὶ πάνω ἀρχίζει ἡ δυσκολία γιὰ τὸ ἀνέβασμα στὴν ψηλὴ Ἁϊά. Ἐδῶ δουλεύουν χέρια καὶ πόδια. Τὸ σκαρφάλωμα γίνεται στὴ ράχη τοῦ βράχου. Καὶ ὅσο ἀνεβαίνει κανεὶς τόσο περισσότερο προβάλλει τὸ κενὸ κάτω. Τώρα ἀρχίζουν τὰ πόδια νὰ τρέμουν ἐλαφρὰ (τρέμει ἡ ἀρίδα) καὶ τὰ χέρια μὲ τὶς πατοῦσες νὰ ἱδρώνουν. Φυσικὰ ὄχι ἀπὸ τὴν πολλὴ ζέστη.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ προσπάθεια καὶ δεξιότητα πέτυχε, ὁ ἀναρριχητής, τὴν πρώτη νίκη καὶ ἔφτασε στὸ «ντρασκίλι». Τὸ βράχο πάνω στὸν ὁποῖο μέχρι τώρα σκαρφάλωνε πρέπει νὰ τὸν ἀφήσει καὶ νὰ περάσει σ’ ἄλλον καὶ νὰ συνεχίσει τὸ ἀνέβασμα.
Στὴν πραγματικότητα ἕνας εἶναι ὁ βράχος ποὺ ἔχει μία σχισμὴ καὶ θὰ πρέπει νὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος στὸ ἄλλο. Γιὰ νὰ περάσει ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ συνεχίζει σκαρφαλώνοντας, πρέπει νὰ σηκωθεῖ ὄρθιος καὶ νὰ ρίξει ἕνα βῆμα, μιὰ δρασκιλιά, γιὰ νὰ περάσει στὸ ἄλλο μέρος τοῦ βράχου καὶ νὰ συνεχίσει τὸ ἀνέβασμα.
Λίγη ἀκόμη προσπάθεια καὶ νικητὴς πιὰ βρίσκεται στὸ μεγάλο ἅπλωμα τῆς ψηλῆς Ἁϊᾶς. Πλάτωμα ἀρκετὰ μεγάλο σὲ ἔκταση, ἐλαφρά, ὅμως, κατηφορικό. Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔχουν ξεραθεῖ τὰ χόρτα χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ γιατί γλιστροῦν ἐπικίνδυνα. Στὸ ἅπλωμα αὐτὸ κυριαρχεῖ τὸ δένδρο Μπορμποτσιλιά. Ἐκεῖ ἀνεβαίναμε παιδιὰ τὸ φθινόπωρο γιὰ νὰ μαζέψουμε μπορμπότσιλα. Τὰ εἴχαμε γιὰ φροῦτα τῆς ἐποχῆς.
Ἡ στέγη τῆς Ἁϊᾶς καὶ ὅλου τοῦ συγκροτήματος τῶν βράχων εἶναι πράσινη. Τὴ στεφανώνει τὸ πουρνάρι. Ἐκεῖ ὁ βράχος δὲν εἶναι ἑνιαῖος καὶ συμπαγής. Ἀποτελεῖται ἀπὸ μικρότερους βράχους, τὰ κομμάτια, ποὺ εἶναι τοποθετημένοι, λὲς ἀπὸ μαστορικὸ χέρι, μὲ πολλὴ τάξη ὁ ἕνας δίπλα ἢ πάνω στὸν ἄλλο. Ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς Ἁϊᾶς ἀγναντεύει κανεὶς ὁλόκληρο τὸ θεσσαλικὸ κάμπο καὶ τὰ βουνὰ ποὺ τὸν περιβάλλουν. Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς Ἁϊᾶς ἐλάχιστοι ἀνεβαίνουν. Στὴ βάση αὐτοῦ τοῦ ἰδιόμορφου πὰζλ ὑπάρχει ἕνα βαθούλωμα, μιὰ ἀβαθὴς σπηλιά, ἂν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ, ποὺ μέρος τῆς ἐσωτερικῆς της ἐπιφάνειας καλύπτει μία μεγάλη ἁγιογραφία. Εἶναι οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι. Δὲν ὑπάρχει κανένα ἄλλο στοιχεῖο στὸ σημεῖο αὐτὸ (κτίσμα παλιό, χάλασμα, σκάλισμα στὸ βράχο) ποὺ νὰ ἐνισχύει τὴν ἄποψη ὕπαρξης ἀσκητηρίου στὴ συγκεκριμένη θέση, ἐκτὸς τῶν ὅσων εἴδαμε στὴ χαμηλὴ Ἁϊά.
1. Τό ἐπικίνδυνο μονοπάτι γιά τήν Ἁϊά.
2. Στό μέσο τῆς διαδρομῆς, βοηθητική τῆς ἀνόδου κλίμακα μέ δέκα πέντε λαξευμένα σκαλοπάτια.
3. Ἀνεπαίσθητα λαξευτά σκαλοπάτια γιά τήν συνέχιση τῆς ἀνόδου (τό δρασκίλι).
4. Ἡ λαξευτή στέρνα.
5. Ἀνάβαση συγχρόνου μοναχοῦ στήν Ἁϊά, λίγο πρίν τήν σπηλιά.
Τὸ κατέβασμα εἶναι κάπως δυσκολότερο, συγκριτικὰ μὲ τὸ ἀνέβασμα, γιατὶ τώρα ὁ αὐτοσχέδιος ἀναρριχητὴς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἔχει τὴν πλάτη πρὸς τὴν πλευρὰ τοῦ βράχου καὶ νὰ βλέπει μπροστά του τὸ τεράστιο κενὸ ποὺ χάσκει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του. Ὁ πρῶτος στεναγμὸς τῆς ἀνακούφισης βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα του μόλις περάσει τὸ «ντρασκίλι», ὁ ἄλλος βγαίνει μόλις πατήσει στὸ σκαλισμένο ἅπλωμα τοῦ βράχου καὶ καθίσει γιὰ λίγη ξεκούραση στὸ ‘θρόνο τοῦ αὐτοκράτορα’».
Ὁ φιλόλογος Θεόδωρος Νημᾶς γιά τήν φυσική ἀμυντική ὀχύρωση τῆς Καλαμπάκας γράφει: «Σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ Ἄγγλου περιηγητῆ W. Leake, ἀλλά καί διαβεβαιώσεις παλαιῶν Καλαμπακιωτῶν, κοντά στό στενό πού χωρίζει τούς βράχους Ἁϊά καί Ἅλτσο, τόσο πρός τήν πλευρά τῆς Καλαμπάκας ὅσο καί τοῦ Καστρακίου, ὑπῆρχαν κατάλοιπα ἀρχαίου τείχους. Σήμερα εἶναι ἐμφανές ἕνα κομμάτι τοῦ ἀρχαίου τείχους στήν ἀρχή τῆς ὁδοῦ Κωνσταντινουπόλεως, πίσω καί ἀνατολικά τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων. Σύμφωνα μέ πληροφορίες, τό τεῖχος προχωροῦσε δυτικά καί περνοῦσε μπροστά (νότια) τοῦ βυζαντινοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Σήμερα ἔχει περικλειστεῖ ἀπό τόν τοῖχο ἀντιστηρίξεως τοῦ προαυλίου τοῦ ναοῦ καί ἔχει μπαζωθεῖ. Ὡς προέκταση τοῦ τείχους καί ἴσως ὡς ἀκρόπολη μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὁ πανύψηλος βράχος τῆς Ἁϊᾶς, πού δεσπόζει στά βόρεια τῆς Καλαμπάκας, τήν ὁποία χωρίζει ἀπό τό γειτονικό χωριό Καστράκι. Ὁ βράχος αὐτός, ὁ ὁποῖος μαζί μέ τούς βράχους Ἅλτσο καί Ἀνεμόμυλο ἴσως ἀποτελοῦσε ἕνα κλειστό ὀχυρωματικό συγκρότημα, ἐχρησιμοποιεῖτο στούς ἀρχαίους χρόνους ὡς καταφύγιο καί φυσική ἀκρόπολη. Τά στενά πού χωρίζουν τούς τρεῖς αὐτούς βράχους ἦταν φραγμένα μέ τείχη. Ὁ Léon Heuzey, ὁ ὁποῖος πέρασε ἀπό τήν Καλαμπάκα τό 1858 καί ἀνέβηκε στόν βράχο τῆς Ἁϊᾶς γράφει:
‘‘Κατά τή βυζαντινή ἐποχή καί πιθανῶς ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἑλλήνων μία πόλη ἤ τουλάχιστον μία ἀκρόπολη ἔπρεπε νά ἦταν κρυμμένη μέσα σ’ αὐτά τά βράχια, ὅπου κατεῖχε μία ἀπόρθητη θέση. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι τίποτα. Τό κάστρο γιά τό ὁποῖο μοῦ μιλοῦν δέν εἶναι ἐκεῖ. Βρίσκεται πάνω στήν ἴδια τήν πλαγιά τοῦ βράχου τῆς Ἁϊᾶς καί πρέπει νά σκαρφαλώσουμε στούς ἀπότομους γκρεμούς της. Οἱ δύο ὁδηγοί μου σκαρφαλώνουν ἐπιδέξια ξυπόλητοι κι ἐγώ τότε γιά νά τούς ἀκολουθήσω ἀναγκάζομαι νά βγάλω τά παπούτσια μου καί νά θυσιάσω ἕνα ζευγάρι κάλτσες.
»Στήν ἀρχή ὁ βράχος εἶναι ἀπότομος, ἀλλά ἡ κλίση του εἶναι τέτοια πού μπορεῖ κανείς νά κρατηθεῖ ἀπ’ αὐτόν. Στά δύσκολα σημεῖα τοῦ βράχου ἔχουν φτιάξει τρύπες πού μοιάζουν μέ πρόχειρα σκαλοπάτια. Φτάνουμε ἔτσι ὡς τήν κάθετη πλευρά. Ἐδῶ πρέπει νά χρησιμοποιήσουμε τά χέρια καί τά πόδια: Τρυπώνουμε σέ μία ἀπό αὐτές τίς σχισμές πού οἱ ἀλπινιστές μας ὀνομάζουν «καμινάδες», καί ἐκεῖ, χάρη σέ μερικές πέτρες πού ἐξέχουν κατά διαστήματα, καταφέρνουμε νά σκαρφαλώσουμε, μετά ἀπό ἕνα τέταρτο περίπου σκληρῆς προσπάθειας, στό πρῶτο ἐπίπεδο τῶν ἀπότομων βράχων. Οἱ σύντροφοί μου, ὁ ἕνας μπροστά, ὁ ἄλλος πίσω, μέ βοηθοῦν μέ ὅλη τους τήν καρδιά. Ἐκεῖ πάνω συναντῶ τέλος, πρός μεγάλη μου ἔκπληξη, ἕνα ἑλικοειδές μονοπάτι μέ πλάτος τό πολύ ὡς δύο πόδια, φτιαγμένο ἀπό ἀνθρώπινα χέρια, πάνω ἀπό τήν ἄβυσσο, σ’ ἕνα μῆκος περίπου ἑξήντα μέ ὀγδόντα μέτρα.
»Τό πέρασμα εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο, καί δέν τό ἐπιχειροῦμε χωρίς κάποιο τρεμούλιασμα, κολλώντας ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο, μέ τά χέρια μας ἁπλωμένα καί τίς παλάμες μας γαντζωμένες πάνω στή λεία πλευρά τoῦ βράχου.
»Τίποτα δέν μᾶς προφυλάσσει ἀπό μία πτώση στό κενό, ἐκτός ἀπό τήν ἱκανότητα πού μᾶς ἔδωσε ὁ καλός Θεός νά μποροῦμε νά κρατιόμαστε σέ ἰσορροπία: ἄν καί ὁ ἴδιος ὁ καταραμένος βράχος μοιάζει νά μᾶς σπρώχνει. Τό μετέωρο μονοπάτι ὁδηγεῖ σέ μία σκάλα μέ δεκαπέντε σκαλοπάτια λαξευμένα μέσα στήν πέτρα. Κι αὐτά εἶναι τό ἴδιο στενά ὅπως καί τό μονοπάτι, ὅμως γιά νά ἀποφευχθεῖ κάθε κίνδυνος, ἔφτιαξαν στήν ἄκρη τόν γκρεμοῦ ἕνα εἶδος κουπαστῆς ἤ παραπέτου, πάχους ἑνός ποδιοῦ. Στό ἕβδομο περίπου σκαλοπάτι, μία ἐγκοπή πρέπει νά εἶχε χρησιμεύσει σάν στήριγμα πόρτας, καί πιό ψηλά μερικές τρύπες γιά δοκάρια μαρτυροῦν ὅτι ὑπῆρχε πάνω ἀπό τή σκάλα ἕνα προστέγασμα.
»Ἡ σκάλα καταλήγει σ’ ἕνα πλάτωμα, σχεδόν ἐπικλινές, ὅπου τρύπες ἐπίτηδες φτιαγμένες καί μονοπάτια σοῦ ἐπιτρέπουν ἀκόμα νά περπατήσεις πάνω στόν γλιστερό βράχο γιά νά φτάσεις σέ μία τετράγωνη δεξαμενή λαξευμένη μέσα στήν πέτρα. Σήμερα χρησιμεύει γιά ποτίστρα τῶν ἄγριων περιστεριῶν πού πέφτουν ἐκεῖ στήν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ κατά σμήνη.
»Σ’ ἕνα πιό ψηλό πλάτωμα, ἄλλες σειρές μέ τρύπες, συνδεδεμένες ἐπίσης μέ τμήματα μονοπατιοῦ, ὁδηγοῦν σέ μία δεύτερη δεξαμενή πού εἶναι ἐντελῶς ὅμοια μέ τήν πρώτη. Ἀπό ἐκεῖ δέν εἶναι ἐφικτό νά ἀνέβεις κι ἄλλο ἀκόμα καί νά φτάσεις ἔτσι ὡς τήν κορυφή τοῦ βράχου τῆς Ἁϊᾶς. Ὑπάρχει ἐκεῖ, κατά τά λεγόμενα τῶν ὁδηγῶν μου, μία σπηλιά πού ἦταν ἄλλοτε τό παρεκκλήσι τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, ἀλλά δέν ὑπάρχει ἐκεῖ κανένα ἴχνος ἀνθρώπινης παρέμβασης. Μερικοί βοσκοί τολμοῦν κάπου-κάπου κι ἐπισκέπτονται αὐτές τίς ψηλές θέσεις, ὅπου ἡ ἀνάβαση εἶναι πάρα πολύ ἐπικίνδυνη. Ἀπό τήν κορυφή ξεπετιέται πρός τά βορειοανατολικά ἕνας μυτερός βράχος μέ σχῆμα παράξενο καί γυρτό· εἶναι ἕνας πέτρινος κύβος πού συγκρατεῖται ἀπό μία παραξενιά τῆς φύσης πάνω στήν αἰχμή του καί θεωρεῖται ἀπό τούς κατοίκους σάν τό κιβώτιο ὅπου φυλάσσεται ὁ θησαυρός τοῦ κάστρου. Αὐτό ὅμως θά τό ξέρουν μόνο οἱ γύπες πού διάλεξαν γιά φωλιά τους αὐτόν τόν αἰωρούμενο στούς αἰθέρες ὀγκόλιθο».
Ἡ Θεοτόκος καί ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ.