Διαβάζετε τώρα
Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων (Ἁ­ϊ­ά)

Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων (Ἁ­ϊ­ά)

  • Θεοτέκνης μοναχῆς, τό Πέτρινο δάσος, τόμος α΄, Ἱερά ἀσκητήρια
  • Ἔκδοση Ἱεροῦ Κοινοβίου Ἁγίου Στεφάνου, Ἅγια Μετέωρα 2017
Ὁ ὑψηλότατος βράχος τῆς Ἁϊᾶς μέ τό σπήλαιο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Βο­ρει­ο­δυ­τι­κά τῆς Κα­λα­μπά­κας ὑ­ψώ­νε­ται ἕνας πα­νύ­ψη­λος καί πε­λώ­ρι­ος βρά­χος, λί­αν δυ­σπρό­σι­τος, κα­λού­με­νος ἐ­πι­το­πί­ως Ἁ­γι­ά (Ἁ­ϊ­ά). Ἡ ὑ­ψη­λό­τε­ρη κο­ρυ­φή του ἔ­χει ὑ­ψό­με­τρο 630 μ.
Ὁ Φώ­της Κο­το­πού­λης γρά­φει: «Ἡ ψη­λό­τε­ρη κο­ρυ­φὴ τοῦ βρά­χου τῆς Ἁ­γι­ᾶς ἀ­πὸ μὲν τὸ κέ­ντρο τῆς Κα­λα­μπά­κας φθά­νει τὰ ὀ­κτα­κό­σι­α καὶ πλέ­ον μέ­τρα, ἀ­πὸ δὲ τὰ ρι­ζά του τὰ ἑ­ξα­κό­σι­α καὶ ἀ­πὸ τὸ βο­ρει­νὸ μέ­ρος πρὸς τὸ Κα­στρά­κι καὶ ἀ­πὸ τὰ ρι­ζά του τὰ τρι­α­κό­σι­α μέ­τρα. Ὡς γνω­στὸ ὁ να­ός, ὁ τι­μώ­με­νος ἐ­π’ ὀ­νό­μα­τι τῶν ἁ­γί­ων ἀ­πο­στό­λων Παύ­λου καὶ Πέ­τρου, ἦ­το κτι­σμέ­νος σὲ μι­ὰ σπη­λι­ὰ ποὺ βρί­σκε­ται στὰ νο­τι­ο­δυ­τι­κὰ καὶ στὴ βά­σι τῆς ψη­λό­τε­ρης κο­ρυ­φῆς αὐ­τοῦ, ὅ­που ἐ­κτεί­νε­ται ὀ­ρο­πέ­δι­ο, τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τα­λαμ­βά­νει χῶ­ρο δέ­κα μὲ δώ­δε­κα στρέμ­μα­τα».

Ἐ­πί τοῦ ὀ­ρο­πε­δί­ου αὐ­τοῦ τοῦ βρά­χου μέ­σα σέ σπή­λαι­ο ἦ­ταν κτι­σμέ­νη ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων, σέ ὑ­ψό­με­τρο 550 μ.

Ἀ­πό φω­το­γρα­φί­α πού δι­α­θέ­του­με δι­α­κρί­νου­με ὅ­τι ὁ σπη­λαι­ώ­δης να­ΐ­σκος ἦ­ταν προ­φα­νῶς στόν β΄ ὄ­ρο­φο, προ­ϋ­πάρ­χο­ντος κτι­ρί­ου, τοῦ ὁ­ποί­ου οἱ πέ­τρες εἶ­ναι ἐ­ριμ­μέ­νες σή­με­ρα κά­τω. Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες ἀρ­χί­ζουν σέ ὕ­ψος 2 ἤ 2,5 μέ­τρων καί σώ­ζο­νται ἑ­κα­τέ­ρω­θεν τῶν δύ­ο πλευ­ρῶν τῆς σπη­λι­ᾶς. Ὑ­πάρ­χουν ἐ­πί­σης ἐ­πί τοῦ βρά­χου χα­μη­λό­τε­ρα, πε­λε­κη­μέ­να σκα­λι­ά γι­ά τήν ἀ­νά­βα­ση καί δύ­ο στέρ­νες.

Ἅγιες τῆς Ἐκκλησίας. (Ἁγία Μαρίνα, Ἁγία Παρασκευή καί ἄλλες δυσδιάκριτες).

Ἀ­πό τίς φω­το­γρα­φί­ες πού μᾶς πα­ρε­χώ­ρη­σε ὁ Ἁ­γι­ο­τρι­α­δί­της ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Δο­μέ­τι­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­νέ­βη­κε στήν κά­τω Ἁ­ϊ­ά τό ἔ­τος 2006, φυ­σι­κά χω­ρίς ἀ­ναρ­ρι­χη­τι­κά ἐ­ξαρ­τή­μα­τα, ἔ­χου­με μί­α σει­ρά μέ νω­πο­γρα­φί­ες, μέ τήν Πα­να­γί­α, τόν Ἀρ­χάγ­γε­λο, καί ἅ­γι­ες γυ­ναῖ­κες τῆς ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ἡ πρώ­τη δε­ξι­ά ὁ­μοι­ά­ζει μέ τήν ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή. Ἡ δεύ­τε­ρη μέ τήν ἁ­γί­α Μα­ρί­να. Ἀ­ρι­στε­ρά σώ­ζο­νται δύ­ο ἡ­μι­ε­ξί­τη­λοι ὅ­σι­οι μέ τά μο­να­χι­κά σχή­μα­τα. Ὅ­πως φαί­νε­ται στόν πρώ­ϊ­μο ἐ­ντό­πι­ο μο­να­χι­σμό τῶν Με­τε­ώ­ρων, ὅ­πως καί στούς ἐ­νο­ρι­α­κούς να­ούς ἱ­στο­ροῦ­νταν στούς τοί­χους τῶν κα­θο­λι­κῶν καί ἅ­γι­οι καί ἅ­γι­ες γυ­ναῖ­κες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Σύμ­φω­να μέ τά τε­χνο­τρο­πι­κά στοι­χεῖ­α τῶν προ­α­να­φε­ρο­μέ­νων τοι­χο­γρα­φι­ῶν ἡ μο­νή τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων ἦ­ταν ἱ­δρυ­μέ­νη πι­θα­νῶς τόν 13ο μέ 14ο αἰ­ώ­να.

Στήν ἀναφερθεῖσα πολλές φορές χαλ­κο­γρα­φί­α τοῦ 1782 ὁ μο­να­χός Παρ­θέ­νι­ος ση­μει­ώ­νει στόν ἐν λό­γῳ βρά­χο «οἱ Ἅ­γι­οι Ἀ­πό­στο­λοι».

Μί­α πλη­ρο­φο­ρί­α γι­ά τήν μο­νή τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων μᾶς δι­α­σώ­ζει, ἐ­πί­σης, ὁ Φώ­της Κο­το­πού­λης γι­ά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς γερ­μα­νι­κῆς κα­το­χῆς. Αὐ­τός ὁ βρά­χος πού τό­σο δο­νή­θη­κε ἀ­πό τίς ὑ­μνο­λο­γί­ες τῆς βυ­ζα­ντι­νῆς μου­σι­κῆς καί ἁ­γι­ά­στη­κε ἀ­πό ἀ­σκη­τές, «ἐ­πέ­πρω­το ἐ­πί κα­το­χῆς, κα­τά τό ἔ­τος 1943, νά κα­τα­πα­τη­θοῦν τά ἱ­ε­ρά καί ἅ­γι­α χώ­μα­τά του ἀ­πό τούς Καυ­κά­σι­ους στρα­τι­ῶ­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­χαν φυ­λά­κι­ο στὸ Ἀ­δρά­χτι. Ἀ­πε­ρί­σκε­πτα, ὅ­μως, (ἴ­σως) κά­ποι­ος Κα­στρα­κι­νός νὰ ὑ­πέ­δει­ξε τὸ ἀ­νέ­βα­σμα, ὅ­που ἐ­κεῖ πά­νω ἔ­στη­σαν τὴν ση­μαί­α μὲ τὸν ἀ­γκυ­λω­τὸ σταυ­ρό».

Οἱ Ἅγι­οι Ἀ­πό­στο­λοι σή­με­ρα εἶ­ναι με­τό­χι τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Ρου­σά­νου, μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 19/5.2.1995 πρά­ξη τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­τη Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων κ. Σε­ρα­φείμ.

Ἀ­νά­βα­ση στόν βρά­χο τῆς Ἁ­ϊ­ᾶς. Οἱ νέ­οι τῆς Κα­λα­μπά­κας τήν ἐ­πι­κίν­δυ­νη αὐ­τή ἀ­νά­βα­ση στόν βρά­χο τῆς Ἁ­ϊ­ᾶς τήν θε­ω­ροῦ­σαν ὡς τό βά­πτι­σμα τοῦ πυ­ρός γι­ά νά καυ­χῶ­νται ὡς γνή­σι­οι Κα­λα­μπα­κι­ῶ­τες. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εἶ­ναι ἡ πε­ρι­γρα­φή ἀ­να­βά­σε­ως στήν Ἁ­ϊ­ά ἀ­πό τόν Κα­στρα­κι­νό συγ­γρα­φέ­α Ἀ­θα­νά­σι­ο Τσα­γκαρ­σού­λη:

«Ὁ πε­ρι­πα­τη­τής περ­νά­ει δί­πλα ἀ­πό τό Ἀ­δρά­χτι πού σάν ἀ­κοί­μη­τος φρου­ρός τοῦ με­γα­λεί­ου τῆς φύ­σης προ­βάλ­λει ἀ­κρι­βῶς ἀ­πό πά­νω, καί ἀ­νη­φο­ρί­ζο­ντας ἐ­λα­φρά πα­τά­ει τήν ρί­ζα τοῦ πε­λώ­ρι­ου τού­του βρά­χου.

Ἡ Ἁ­ϊ­ά εἶ­ναι ὁ ὑ­ψη­λό­τε­ρος βρά­χος τοῦ πέ­τρι­νου αὐ­τοῦ συ­γκρο­τή­μα­τος καί ἕ­νας ἀ­πό τούς ὀ­γκω­δέ­στε­ρους τῆς ἴ­δι­ας πε­ρι­ο­χῆς. Ἂν ἐ­κμε­ταλ­λευ­τεῖ κα­νεὶς μι­ὰ σχι­σμὴ τοῦ βρά­χου καὶ τὴν κά­ποι­α ὁ­μα­λό­τη­τά του φτά­νει σχε­τι­κὰ εὔ­κο­λα στὴ χα­μη­λὴ Ἁ­ϊ­ά. Ἀ­κο­λου­θώ­ντας ὕ­στε­ρα τὸ μο­νο­πά­τι ποὺ εἶ­ναι σκα­λι­σμέ­νο στὸ βρά­χο, βρί­σκε­ται μπρο­στὰ σὲ ἕ­να τε­χνη­τὸ ἅ­πλω­μα. Ὁ βρά­χος ἔ­χει πε­λε­κη­θεῖ σὲ ἔ­κτα­ση ἀρ­κε­τῶν τε­τρα­γω­νι­κῶν μέ­τρων καὶ εἶ­ναι μπο­ρε­τὸ νὰ στέ­κε­ται κα­νεὶς ἄ­νε­τα καὶ νὰ πα­ρα­τη­ρεῖ καὶ τὴ σο­φί­α τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ καὶ τὰ ἔρ­γα τοῦ ἀν­θρώ­που. Σ’ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ ση­μεῖ­ο εἶ­ναι πε­λε­κη­μέ­νες στὸ βρά­χο δυ­ὸ στέρ­νες, τὰ ξη­ρο­πή­γα­δα ὅ­πως τὰ λέ­νε οἱ Κα­στρα­κι­νοί, ἕ­να ἄλ­λο σκά­λι­σμα ποὺ μοι­ά­ζει μὲ σκά­φη, τὸ ‘σκα­φί­δι τῆς βα­σί­λισ­σας’, ἕ­να ἄλ­λο σὲ σχῆ­μα κα­θί­σμα­τος, ὁ ‘θρό­νος τοῦ βα­σι­λι­ᾶ’ (…).

Ἀ­π’ ἐ­δῶ καὶ πά­νω ἀρ­χί­ζει ἡ δυ­σκο­λί­α γι­ὰ τὸ ἀ­νέ­βα­σμα στὴν ψη­λὴ Ἁ­ϊ­ά. Ἐ­δῶ δου­λεύ­ουν χέ­ρι­α καὶ πό­δι­α. Τὸ σκαρ­φά­λω­μα γί­νε­ται στὴ ρά­χη τοῦ βρά­χου. Καὶ ὅ­σο ἀ­νε­βαί­νει κα­νεὶς τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­βάλ­λει τὸ κε­νὸ κά­τω. Τώ­ρα ἀρ­χί­ζουν τὰ πό­δι­α νὰ τρέ­μουν ἐ­λα­φρὰ (τρέ­μει ἡ ἀ­ρί­δα) καὶ τὰ χέ­ρι­α μὲ τὶς πα­τοῦ­σες νὰ ἱ­δρώ­νουν. Φυ­σι­κὰ ὄ­χι ἀ­πὸ τὴν πολ­λὴ ζέ­στη.

Με­τὰ ἀ­πὸ ἀρ­κε­τὴ προ­σπά­θει­α καὶ δε­ξι­ό­τη­τα πέ­τυ­χε, ὁ ἀ­ναρ­ρι­χη­τής, τὴν πρώ­τη νί­κη καὶ ἔ­φτα­σε στὸ «ντρα­σκί­λι». Τὸ βρά­χο πά­νω στὸν ὁ­ποῖ­ο μέ­χρι τώ­ρα σκαρ­φά­λω­νε πρέ­πει νὰ τὸν ἀ­φή­σει καὶ νὰ πε­ρά­σει σ’ ἄλ­λον καὶ νὰ συ­νε­χί­σει τὸ ἀ­νέ­βα­σμα.

Στὴν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα ἕ­νας εἶ­ναι ὁ βρά­χος ποὺ ἔ­χει μί­α σχι­σμὴ καὶ θὰ πρέ­πει νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὸ ἕ­να μέ­ρος στὸ ἄλ­λο. Γι­ὰ νὰ πε­ρά­σει ὅ­μως δὲν μπο­ρεῖ νὰ συ­νε­χί­ζει σκαρ­φα­λώ­νο­ντας, πρέ­πει νὰ ση­κω­θεῖ ὄρ­θι­ος καὶ νὰ ρί­ξει ἕ­να βῆ­μα, μι­ὰ δρα­σκι­λι­ά, γι­ὰ νὰ πε­ρά­σει στὸ ἄλ­λο μέ­ρος τοῦ βρά­χου καὶ νὰ συ­νε­χί­σει τὸ ἀ­νέ­βα­σμα.

Λί­γη ἀ­κό­μη προ­σπά­θει­α καὶ νι­κη­τὴς πι­ὰ βρί­σκε­ται στὸ με­γά­λο ἅ­πλω­μα τῆς ψη­λῆς Ἁ­ϊ­ᾶς. Πλά­τω­μα ἀρ­κε­τὰ με­γά­λο σὲ ἔ­κτα­ση, ἐ­λα­φρά, ὅ­μως, κα­τη­φο­ρι­κό. Τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ ἔ­χουν ξε­ρα­θεῖ τὰ χόρ­τα χρει­ά­ζε­ται με­γά­λη προ­σο­χὴ γι­α­τί γλι­στροῦν ἐ­πι­κίν­δυ­να. Στὸ ἅ­πλω­μα αὐ­τὸ κυ­ρι­αρ­χεῖ τὸ δέν­δρο Μπορ­μπο­τσι­λι­ά. Ἐ­κεῖ ἀ­νε­βαί­να­με παι­δι­ὰ τὸ φθι­νό­πω­ρο γι­ὰ νὰ μα­ζέ­ψου­με μπορ­μπό­τσι­λα. Τὰ εἴ­χα­με γι­ὰ φροῦ­τα τῆς ἐ­πο­χῆς.

Ἡ στέ­γη τῆς Ἁ­ϊ­ᾶς καὶ ὅ­λου τοῦ συ­γκρο­τή­μα­τος τῶν βρά­χων εἶ­ναι πρά­σι­νη. Τὴ στε­φα­νώ­νει τὸ πουρ­νά­ρι. Ἐ­κεῖ ὁ βρά­χος δὲν εἶ­ναι ἑ­νι­αῖ­ος καὶ συ­μπα­γής. Ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ μι­κρό­τε­ρους βρά­χους, τὰ κομ­μά­τι­α, ποὺ εἶ­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νοι, λὲς ἀ­πὸ μα­στο­ρι­κὸ χέ­ρι, μὲ πολ­λὴ τά­ξη ὁ ἕ­νας δί­πλα ἢ πά­νω στὸν ἄλ­λο. Ἀ­πὸ τὸ ὕ­ψος τῆς Ἁ­ϊ­ᾶς ἀ­γνα­ντεύ­ει κα­νεὶς ὁ­λό­κλη­ρο τὸ θεσ­σα­λι­κὸ κά­μπο καὶ τὰ βου­νὰ ποὺ τὸν πε­ρι­βάλ­λουν. Σ’ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο τῆς Ἁ­ϊ­ᾶς ἐ­λά­χι­στοι ἀ­νε­βαί­νουν. Στὴ βά­ση αὐ­τοῦ τοῦ ἰ­δι­ό­μορ­φου πὰζλ ὑ­πάρ­χει ἕ­να βα­θού­λω­μα, μι­ὰ ἀ­βα­θὴς σπη­λι­ά, ἂν μπο­ρεῖ νὰ εἰ­πω­θεῖ, ποὺ μέ­ρος τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς της ἐ­πι­φά­νει­ας κα­λύ­πτει μί­α με­γά­λη ἁ­γι­ο­γρα­φί­α. Εἶ­ναι οἱ δώ­δε­κα Ἀ­πό­στο­λοι. Δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­να ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ (κτί­σμα πα­λι­ό, χά­λα­σμα, σκά­λι­σμα στὸ βρά­χο) ποὺ νὰ ἐ­νι­σχύ­ει τὴν ἄ­πο­ψη ὕ­παρ­ξης ἀ­σκη­τη­ρί­ου στὴ συ­γκε­κρι­μέ­νη θέ­ση, ἐ­κτὸς τῶν ὅ­σων εἴ­δα­με στὴ χα­μη­λὴ Ἁ­ϊ­ά.

1. Τό ἐπικίνδυνο μονοπάτι γιά τήν Ἁϊά.
2. Στό μέσο τῆς διαδρομῆς, βοηθητική τῆς ἀνόδου κλίμακα μέ δέκα πέντε λαξευμένα σκαλοπάτια.
3. Ἀνεπαίσθητα λαξευτά σκαλοπάτια γιά τήν συνέχιση τῆς ἀνόδου (τό δρασκίλι).
4. Ἡ λαξευτή στέρνα.
5. Ἀνάβαση συγχρόνου μοναχοῦ στήν Ἁϊά, λίγο πρίν τήν σπηλιά.

Τὸ κα­τέ­βα­σμα εἶ­ναι κά­πως δυ­σκο­λό­τε­ρο, συ­γκρι­τι­κὰ μὲ τὸ ἀ­νέ­βα­σμα, για­τὶ τώ­ρα ὁ αὐ­το­σχέ­δι­ος ἀ­ναρ­ρι­χη­τὴς εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ ἔ­χει τὴν πλά­τη πρὸς τὴν πλευ­ρὰ τοῦ βρά­χου καὶ νὰ βλέ­πει μπρο­στά του τὸ τε­ρά­στι­ο κε­νὸ ποὺ χά­σκει κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δι­α του. Ὁ πρῶ­τος στε­να­γμὸς τῆς ἀ­να­κού­φι­σης βγαί­νει ἀ­πὸ τὸ στό­μα του μό­λις πε­ρά­σει τὸ «ντρα­σκί­λι», ὁ ἄλ­λος βγαί­νει μό­λις πα­τή­σει στὸ σκα­λι­σμέ­νο ἅ­πλω­μα τοῦ βρά­χου καὶ κα­θί­σει γι­ὰ λί­γη ξε­κού­ρα­ση στὸ ‘θρό­νο τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα’».

Ὁ φιλόλογος Θεόδωρος Νημᾶς γιά τήν φυσική ἀμυντική ὀχύρωση τῆς Καλαμπάκας γράφει: «Σύμ­φω­να μέ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἄγ­γλου πε­ρι­η­γη­τῆ W. Leake, ἀλ­λά καί δι­α­βε­βαι­ώ­σεις πα­λαι­ῶν Κα­λα­μπα­κι­ω­τῶν, κο­ντά στό στε­νό πού χω­ρί­ζει τούς βρά­χους Ἁ­ϊ­ά καί Ἅλ­τσο, τό­σο πρός τήν πλευ­ρά τῆς Κα­λα­μπά­κας ὅ­σο καί τοῦ Κα­στρα­κί­ου, ὑ­πῆρ­χαν κα­τά­λοι­πα ἀρ­χαί­ου τεί­χους. Σή­με­ρα εἶ­ναι ἐμ­φα­νές ἕ­να κομ­μά­τι τοῦ ἀρ­χαί­ου τεί­χους στήν ἀρ­χή τῆς ὁ­δοῦ Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως, πί­σω καί ἀ­να­το­λι­κά τοῦ να­οῦ τῶν Ἁ­γί­ων Πά­ντων. Σύμ­φω­να μέ πλη­ρο­φο­ρί­ες, τό τεῖ­χος προ­χω­ροῦ­σε δυ­τι­κά καί περ­νοῦ­σε μπρο­στά (νό­τι­α) τοῦ βυ­ζα­ντι­νοῦ να­οῦ τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου. Σή­με­ρα ἔ­χει πε­ρι­κλει­στεῖ ἀ­πό τόν τοῖ­χο ἀ­ντι­στη­ρί­ξε­ως τοῦ προ­αυ­λί­ου τοῦ να­οῦ καί ἔ­χει μπα­ζω­θεῖ. Ὡς προ­έ­κτα­ση τοῦ τεί­χους καί ἴ­σως ὡς ἀ­κρό­πο­λη μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θεῖ ὁ πα­νύ­ψη­λος βρά­χος τῆς Ἁ­ϊ­ᾶς, πού δε­σπό­ζει στά βό­ρει­α τῆς Κα­λα­μπά­κας, τήν ὁ­ποί­α χω­ρί­ζει ἀ­πό τό γει­το­νι­κό χω­ρι­ό Κα­στρά­κι. Ὁ βρά­χος αὐ­τός, ὁ ὁ­ποῖ­ος μα­ζί μέ τούς βρά­χους Ἅλ­τσο καί Ἀ­νε­μό­μυ­λο ἴ­σως ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἕ­να κλει­στό ὀ­χυ­ρω­μα­τι­κό συ­γκρό­τη­μα, ἐ­χρη­σι­μο­ποι­εῖ­το στούς ἀρ­χαί­ους χρό­νους ὡς κα­τα­φύ­γι­ο καί φυ­σι­κή ἀ­κρό­πο­λη. Τά στε­νά πού χω­ρί­ζουν τούς τρεῖς αὐ­τούς βρά­χους ἦ­ταν φρα­γμέ­να μέ τεί­χη. Ὁ Léon Heuzey, ὁ ὁ­ποῖ­ος πέ­ρα­σε ἀ­πό τήν Κα­λα­μπά­κα τό 1858 καί ἀ­νέ­βη­κε στόν βρά­χο τῆς Ἁ­ϊ­ᾶς γρά­φει:

‘‘Κα­τά τή βυ­ζα­ντι­νή ἐ­πο­χή καί πι­θα­νῶς ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τῶν Ἑλ­λή­νων μί­α πό­λη ἤ του­λά­χι­στον μί­α ἀ­κρό­πο­λη ἔ­πρε­πε νά ἦ­ταν κρυμ­μέ­νη μέ­σα σ’ αὐ­τά τά βρά­χι­α, ὅ­που κα­τεῖ­χε μί­α ἀ­πόρ­θη­τη θέ­ση. Ἀλ­λά αὐ­τό δέν εἶ­ναι τί­πο­τα. Τό κά­στρο γι­ά τό ὁ­ποῖ­ο μοῦ μι­λοῦν δέν εἶ­ναι ἐ­κεῖ. Βρί­σκε­ται πά­νω στήν ἴ­δι­α τήν πλα­γι­ά τοῦ βρά­χου τῆς Ἁ­ϊ­ᾶς καί πρέ­πει νά σκαρ­φα­λώ­σου­με στούς ἀ­πό­το­μους γκρε­μούς της. Οἱ δύ­ο ὁ­δη­γοί μου σκαρ­φα­λώ­νουν ἐ­πι­δέ­ξι­α ξυ­πό­λη­τοι κι ἐ­γώ τό­τε γι­ά νά τούς ἀ­κο­λου­θή­σω ἀ­να­γκά­ζο­μαι νά βγά­λω τά πα­πού­τσι­α μου καί νά θυ­σι­ά­σω ἕ­να ζευ­γά­ρι κάλ­τσες.

»Στήν ἀρ­χή ὁ βρά­χος εἶ­ναι ἀ­πό­το­μος, ἀλ­λά ἡ κλί­ση του εἶ­ναι τέ­τοι­α πού μπο­ρεῖ κα­νείς νά κρα­τη­θεῖ ἀ­π’ αὐ­τόν. Στά δύ­σκο­λα ση­μεῖ­α τοῦ βρά­χου ἔ­χουν φτι­ά­ξει τρύ­πες πού μοι­ά­ζουν μέ πρό­χει­ρα σκα­λο­πά­τι­α. Φτά­νου­με ἔ­τσι ὡς τήν κά­θε­τη πλευ­ρά. Ἐ­δῶ πρέ­πει νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τά χέ­ρι­α καί τά πό­δι­α: Τρυ­πώ­νου­με σέ μί­α ἀ­πό αὐ­τές τίς σχι­σμές πού οἱ ἀλ­πι­νι­στές μας ὀ­νο­μά­ζουν «κα­μι­νά­δες», καί ἐ­κεῖ, χά­ρη σέ με­ρι­κές πέ­τρες πού ἐ­ξέ­χουν κα­τά δι­α­στή­μα­τα, κα­τα­φέρ­νου­με νά σκαρ­φα­λώ­σου­με, με­τά ἀ­πό ἕ­να τέ­ταρ­το πε­ρί­που σκλη­ρῆς προ­σπά­θει­ας, στό πρῶ­το ἐ­πί­πε­δο τῶν ἀ­πό­το­μων βρά­χων. Οἱ σύ­ντρο­φοί μου, ὁ ἕ­νας μπρο­στά, ὁ ἄλ­λος πί­σω, μέ βο­η­θοῦν μέ ὅ­λη τους τήν καρ­δι­ά. Ἐ­κεῖ πά­νω συ­να­ντῶ τέ­λος, πρός με­γά­λη μου ἔκ­πλη­ξη, ἕ­να ἑ­λι­κο­ει­δές μο­νο­πά­τι μέ πλά­τος τό πο­λύ ὡς δύ­ο πό­δι­α, φτι­α­γμέ­νο ἀ­πό ἀν­θρώ­πι­να χέ­ρι­α, πά­νω ἀ­πό τήν ἄ­βυσ­σο, σ’ ἕ­να μῆ­κος πε­ρί­που ἑ­ξή­ντα μέ ὀ­γδό­ντα μέ­τρα.

»Τό πέ­ρα­σμα εἶ­ναι πο­λύ ἐ­πι­κίν­δυ­νο, καί δέν τό ἐ­πι­χει­ροῦ­με χω­ρίς κά­ποι­ο τρε­μού­λι­α­σμα, κολ­λώ­ντας ὁ ἕ­νας πά­νω στόν ἄλ­λο, μέ τά χέ­ρι­α μας ἁ­πλω­μέ­να καί τίς πα­λά­μες μας γα­ντζω­μέ­νες πά­νω στή λεί­α πλευ­ρά τoῦ βρά­χου.

»Τί­πο­τα δέν μᾶς προ­φυ­λάσ­σει ἀ­πό μί­α πτώ­ση στό κε­νό, ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἱ­κα­νό­τη­τα πού μᾶς ἔ­δω­σε ὁ κα­λός Θε­ός νά μπο­ροῦ­με νά κρα­τι­ό­μα­στε σέ ἰ­σορ­ρο­πί­α: ἄν καί ὁ ἴ­δι­ος ὁ κα­τα­ρα­μέ­νος βρά­χος μοι­ά­ζει νά μᾶς σπρώ­χνει. Τό με­τέ­ω­ρο μο­νο­πά­τι ὁ­δη­γεῖ σέ μί­α σκά­λα μέ δε­κα­πέ­ντε σκα­λο­πά­τι­α λα­ξευ­μέ­να μέ­σα στήν πέ­τρα. Κι αὐ­τά εἶ­ναι τό ἴ­δι­ο στε­νά ὅ­πως καί τό μο­νο­πά­τι, ὅ­μως γι­ά νά ἀ­πο­φευ­χθεῖ κά­θε κίν­δυ­νος, ἔ­φτι­α­ξαν στήν ἄ­κρη τόν γκρε­μοῦ ἕ­να εἶ­δος κου­πα­στῆς ἤ πα­ρα­πέ­του, πά­χους ἑ­νός πο­δι­οῦ. Στό ἕ­βδο­μο πε­ρί­που σκα­λο­πά­τι, μί­α ἐ­γκο­πή πρέ­πει νά εἶ­χε χρη­σι­μεύ­σει σάν στή­ρι­γμα πόρ­τας, καί πι­ό ψη­λά με­ρι­κές τρύ­πες γι­ά δο­κά­ρι­α μαρ­τυ­ροῦν ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε πά­νω ἀ­πό τή σκά­λα ἕ­να προ­στέ­γα­σμα.

»Ἡ σκά­λα κα­τα­λή­γει σ’ ἕ­να πλά­τω­μα, σχε­δόν ἐ­πι­κλι­νές, ὅ­που τρύ­πες ἐ­πί­τη­δες φτι­α­γμέ­νες καί μο­νο­πά­τι­α σοῦ ἐ­πι­τρέ­πουν ἀ­κό­μα νά περ­πα­τή­σεις πά­νω στόν γλι­στε­ρό βρά­χο γι­ά νά φτά­σεις σέ μί­α τε­τρά­γω­νη δε­ξα­με­νή λα­ξευ­μέ­νη μέ­σα στήν πέ­τρα. Σή­με­ρα χρη­σι­μεύ­ει γι­ά πο­τί­στρα τῶν ἄ­γρι­ων πε­ρι­στε­ρι­ῶν πού πέ­φτουν ἐ­κεῖ στήν ἄ­κρη τοῦ γκρε­μοῦ κα­τά σμή­νη.

»Σ’ ἕ­να πι­ό ψη­λό πλά­τω­μα, ἄλ­λες σει­ρές μέ τρύ­πες, συν­δε­δε­μέ­νες ἐ­πί­σης μέ τμή­μα­τα μο­νο­πα­τι­οῦ, ὁ­δη­γοῦν σέ μί­α δεύ­τε­ρη δε­ξα­με­νή πού εἶ­ναι ἐ­ντε­λῶς ὅ­μοι­α μέ τήν πρώ­τη. Ἀ­πό ἐ­κεῖ δέν εἶ­ναι ἐ­φι­κτό νά ἀ­νέ­βεις κι ἄλ­λο ἀ­κό­μα καί νά φτά­σεις ἔ­τσι ὡς τήν κο­ρυ­φή τοῦ βρά­χου τῆς Ἁ­ϊ­ᾶς. Ὑ­πάρ­χει ἐ­κεῖ, κα­τά τά λε­γό­με­να τῶν ὁ­δη­γῶν μου, μί­α σπη­λι­ά πού ἦ­ταν ἄλ­λο­τε τό πα­ρεκ­κλή­σι τῶν Δώ­δε­κα Ἀ­πο­στό­λων, ἀλ­λά δέν ὑ­πάρ­χει ἐ­κεῖ κα­νέ­να ἴ­χνος ἀν­θρώ­πι­νης πα­ρέμ­βα­σης. Με­ρι­κοί βο­σκοί τολ­μοῦν κά­που-κά­που κι ἐ­πι­σκέ­πτο­νται αὐ­τές τίς ψη­λές θέ­σεις, ὅ­που ἡ ἀ­νά­βα­ση εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ἐ­πι­κίν­δυ­νη. Ἀ­πό τήν κο­ρυ­φή ξε­πε­τι­έ­ται πρός τά βο­ρει­ο­α­να­το­λι­κά ἕ­νας μυ­τε­ρός βρά­χος μέ σχῆ­μα πα­ρά­ξε­νο καί γυρ­τό· εἶ­ναι ἕ­νας πέ­τρι­νος κύ­βος πού συ­γκρα­τεῖ­ται ἀ­πό μί­α πα­ρα­ξε­νι­ά τῆς φύ­σης πά­νω στήν αἰ­χμή του καί θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πό τούς κα­τοί­κους σάν τό κι­βώ­τι­ο ὅ­που φυ­λάσ­σε­ται ὁ θη­σαυ­ρός τοῦ κά­στρου. Αὐ­τό ὅ­μως θά τό ξέ­ρουν μό­νο οἱ γύ­πες πού δι­ά­λε­ξαν γι­ά φω­λι­ά τους αὐ­τόν τόν αἰ­ω­ρού­με­νο στούς αἰ­θέ­ρες ὀ­γκό­λι­θο».

Ἡ Θεοτόκος καί ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ.

 

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.