Διαβάζετε τώρα
Ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας ἤ τῶν Καλ­λι­γρά­φων (Εἰ­σο­δί­ων τῆς Θε­ο­τό­κου)

Ἡ Ἱ­ε­ρά Μο­νή τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας ἤ τῶν Καλ­λι­γρά­φων (Εἰ­σο­δί­ων τῆς Θε­ο­τό­κου)

  • Μοναχῆς Θεοτέκνης Ἁγιοστεφανιτίσσης, Τό Πέτρινο δάσος, τόμος α΄, Ἱερά Ἀσκητήρια
Ὁ βράχος τῆς Ὑψηλοτέρας

Στά νο­τι­ο­α­να­το­λι­κά τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, ἐ­πά­νω σέ βρά­χο ὑ­ψη­λό καί δυ­σπρό­σι­το, εὑ­ρί­σκο­νται τά ἐ­ρεί­πι­α τῆς πα­λαι­ό­τα­της ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας. Στό σω­ζό­με­νο τμῆ­μα τῆς εἰ­σό­δου, ἄ­νω­θεν τοῦ κα­τα­πε­σό­ντος πύρ­γου, στήν βο­ρει­ο­α­να­το­λι­κή πλευ­ρά τοῦ βρά­χου, ξε­χω­ρί­ζει κα­νείς τήν τοι­χο­γρα­φί­α τῆς Πα­να­γί­ας στόν τύ­πο τῆς Βλα­χερ­νί­τισ­σας. Δε­ξι­ά Της δι­α­κρί­νει κα­νείς κα­θα­ρά τήν μορ­φή ἑ­νός Ἀρ­χαγ­γέ­λου (ἐν­δε­χο­μέ­νως Γα­βρι­ήλ), δε­ξι­ό­τε­ρα δέ μί­α ἡ­μι­ε­ξί­τη­λη μορ­φή τοῦ Ἀρ­χαγ­γέ­λου Μι­χα­ήλ, ὁ ὁ­ποῖ­ος κρα­τεῖ σφαί­ρα στό ἀ­ρι­στε­ρό χέ­ρι καί κη­ρύ­κει­ο στό δε­ξί.

Ὁ συ­ντά­κτης τῶν ‘Πα­τρί­ων’ Νεῖ­λος Σταυ­ρᾶς

Σύμ­φω­να μέ τά ‘Πά­τρι­α’, ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στά Εἰ­σό­δι­α τῆς ἀ­ει­παρ­θέ­νου Πα­να­γί­ας καί ἔ­χει κτι­στεῖ στά 1389/90.
Τό μο­να­στή­ρι λε­γό­ταν Ὑψηλοτέρα καί μο­νή τῶν Καλ­λι­γρά­φων, δι­ό­τι στά τέ­λη τοῦ 14ου καί στίς ἀρ­χές τοῦ 15ου αἰ­ώ­να λει­τουρ­γοῦ­σε ἐρ­γα­στή­ρι­ο κω­δι­κο­γρά­φων-καλ­λι­γρά­φων. Ἕ­νας ἀ­πό αὐ­τούς ἦ­ταν ὁ «ἡ­γι­α­σμέ­νος» μο­να­χός Νεῖ­λος Σταυ­ρᾶς, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τοί­κη­σε ἀρ­χι­κά σέ σπή­λαι­ο τῆς Θε­ο­τό­κου πα­ρά τό Πη­γά­δι­ον, με­τέ­βη κα­τό­πιν στό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος, ὅ­που προ­φα­νῶς ἔ­μα­θε τήν καλ­λι­γρα­φί­α, καί τε­λι­κά ἐ­πέ­στρε­ψε καί ἐ­γκα­τα­στά­θη­κε στήν Ὑ­ψη­λο­τέ­ρα. Μο­να­χός ἐ­κά­ρη ἀ­πό κά­ποι­ον Νε­ό­φυ­το καί ἔ­λα­βε τό μο­να­χι­κό σχῆ­μα ἀ­πό τόν ὅ­σι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο τόν Με­τε­ω­ρί­τη, τόν ὁ­ποῖ­ο ἐ­γνώ­ρι­ζε ἐκ τοῦ σύ­νεγ­γυς.
Ὁ φω­τι­σμός τοῦ Θε­οῦ νά συγ­γρά­ψει γύ­ρω στά 1390 τόν ἔ­γκρι­το βί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, τοῦ με­γά­λου κα­θη­γη­τῆ τοῦ με­τε­ω­ρι­κοῦ μο­να­χι­σμοῦ, πα­ρέ­σχε στήν γραμ­μα­τεί­α τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων μί­α ἀ­πό τίς πο­λυ­τι­μό­τε­ρες ἱ­στο­ρι­κές καί ἁ­γι­ο­λο­γι­κές πη­γές.
Ὁ κω­δι­κο­γρά­φος Νεῖ­λος Σταυ­ρᾶς ἦ­ταν πα­ρα­γω­γι­κό­τα­τος. Κα­τέ­λι­πε πε­ρί τούς εἴ­κο­σι χει­ρό­γρα­φους κώ­δι­κες, γραμ­μέ­νους με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 1389/90 καί 1407/8, οἱ ὁ­ποῖ­οι φέ­ρουν καί κω­δι­κο­γρα­φι­κά ση­μει­ώ­μα­τά του. Με­τά τήν ἐ­γκα­τά­λει­ψη τῆς μο­νῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας, τά χει­ρό­γρα­φά αὐ­τά με­τα­φέρ­θη­καν στήν μο­νή Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, ὅ­που καί ὡς σή­με­ρα φυ­λάσ­σο­νται. Μο­λο­νό­τι ἀ­νορ­θό­γρα­φος, ἦ­ταν ἐ­πι­με­λής καί καλ­λι­γρά­φος. Κα­θώς ση­μει­ώ­νει ὁ Ν. Βέ­ης «ὁ Νεῖ­λος ἐ­πι­τη­δεύ­ε­το βι­βλι­ο­γρα­φῶν γρα­φὰς δι­α­φο­ρω­τά­τας». Οἱ ἐν λόγῳ κώ­δι­κες τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας ἔ­χουν συ­μπε­ρι­λη­φθεῖ στά χει­ρό­γρα­φα τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου.
Κα­τά τό ἔ­τος 1407 ὁ Νεῖ­λος Σταυρᾶς συ­ντάσ­σει τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἱ­ε­ροῦ μο­νυ­δρί­ου τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας μέ τόν τίτ­λο: «Πά­τρι­α, ἤ­γουν ἐ­ξή­γη­σις πέ­τρας τῆς λε­γο­μέ­νης Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας, ὅ­πως τε οἰ­κεῖ­σθαι καὶ πό­θεν ἔ­λα­χε καὶ πα­ρὰ τί­νων τὴν ἀρ­χὴν ἔ­λα­βε».

Σελίδες ἀπό τά ‘Πάτρια’ ἤτοι τό κτητορικόν τῆς Ὑψηλοτέρας. Κώδικας ὑ­π’ ἀ­ριθ. 25, μο­νῆς Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, φ. 217vr.

Πα­λαι­ό­τε­ρη μνεί­α. Σύμ­φω­να μέ τά ‘Πά­τρι­α’ ὁ πρῶ­τος οἰ­κι­στής καί κτί­το­ρας τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας Πέ­τρας ἦ­ταν κά­ποι­ος μο­να­χός Δω­ρό­θε­ος. Γι’ αὐ­τό λε­γό­ταν καί μο­νή τοῦ Δω­ρο­θέ­ου. Ὁ μο­να­χός Δω­ρό­θε­ος, πρό τῆς λή­ψε­ως τοῦ μο­να­χι­κοῦ σχή­μα­τος, ὀ­νο­μα­ζό­ταν Δι­ο­νύ­σι­ος καί πα­ρέ­με­νε στό σπή­λαι­ο τοῦ Στύ­λου τό ‘πα­ρά τό Πη­γά­δι­ο­ν’, τό λε­γό­με­νο τοῦ ‘Μα­κα­ρί­ου τοῦ ἀρ­χι­μαν­δρί­τη’. Λό­γῳ τῆς γει­τνι­ά­σε­ως τοῦ σπη­λαί­ου μέ τήν κα­θο­λι­κή πη­γή τῶν χω­ρι­κῶν, ὁ μο­να­χός Δω­ρό­θε­ος εὑ­ρι­σκό­ταν σέ ψυ­χι­κό κίν­δυ­νο, γι’ αὐ­τό προ­σῆλ­θε στόν ἅ­γι­ο Ἰ­ω­ά­σαφ, δεύ­τε­ρο κτί­το­ρα τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, καί τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κε τό πρό­βλη­μά του. Ὁ σο­φός ἡ­γού­με­νος σέ κοι­νή ἀ­πό­φα­ση μέ τούς πα­τέ­ρες τοῦ κοι­νο­βί­ου του καί μέ τήν σύμ­φω­νη γνώ­μη τοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν ἀ­πε­φά­σι­σαν νά τοῦ προ­σφέ­ρουν ἀ­φ’ ἑ­νός ἐρ­γα­σί­α πρός ὑ­περ­νί­κη­ση τῆς ἀ­κη­δί­ας, ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου νέ­ον ἡ­συ­χα­στι­κό τό­πο στόν πρός ἀ­να­το­λάς τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου δυ­σα­νά­βα­το βρά­χο γι­ά νά οἰ­κο­δο­μή­σει νέ­α μο­νή μέ χρη­μα­το­δό­τη­ση καί πνευ­μα­τι­κή ἐ­πι­στα­σί­α τοῦ εὐ­σπλαχνι­κοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ τοῦ βα­σι­λέ­ως.
Εὐ­θύς, λοι­πόν, γύ­ρω στά 1389/90 ὁ Με­τε­ω­ρί­της ἡ­γού­με­νος προ­σκά­λε­σε «λαμ­βά­μω­να» [κα­τά πᾶ­σα πι­θα­νό­τη­τα ἐρ­γο­λά­βο, εἰ­δι­κό γι­ά κα­τα­σκευ­ή κτι­ρί­ων πού προ­ϋ­πέ­θε­ταν ἀ­ναρ­ρί­χη­ση] γι­ά νά ἑ­τοι­μά­σει γι­ά τόν Δω­ρό­θε­ο τά μέ­σα ἀ­νό­δου καί κα­θό­δου. Πρῶ­τα με­τέ­φε­ρε κά­τω ἀ­πό τόν βρά­χο τά ἀ­πα­ραί­τη­τα ὑ­λι­κά, κα­θώς γρά­φει, καί ἔ­πει­τα ἑ­τοί­μα­σε τήν κλί­μα­κα (δη­λα­δή ἀ­νε­μό­σκα­λα ἀ­πό τρι­χι­ά καί ἀργότερα ἀπό δρύϊνους ξύ­λι­νους δο­κί­σκους) καί δί­κτυ ἀ­πό κα­λώ­δι­α (δη­λα­δή χον­δρά κα­ρα­βό­σχοι­να) γι­ά τήν με­τα­φο­ρά τῶν οἰ­κο­δο­μι­κῶν ὑ­λι­κῶν καί τῶν τρο­φί­μων. Γρά­φει ἐ­πί λέ­ξει ὁ Νεῖ­λος Σταυ­ρᾶς στά ‘Πά­τρι­α’: «Ἔ­κτο­τε οὖν με­τε­κο­μί­σα­το τὰς ἐ­κεῖ­σε χρεί­ας καί, ἀ­ναρ­τή­σας κλί­μα­κα καὶ κα­λω­δί­οις σκευ­α­σά­με­νος, ἀ­νή­γα­γε τὴν πα­ρα­κο­μι­δήν. Εἶ­τα καὶ κα­τοι­κί­αν ἐ­δεί­μα­το τὴν ἀρ­κοῦν (=ἀρ­κοῦ­σαν)· ἦν γὰρ ἰ­σχυ­ρὸς καὶ εὔ­τολ­μος. Με­τὰ δὲ τῶν ἄλ­λων καὶ να­ὸν ᾠ­κο­δό­μη­σεν εἰς ὄ­νο­μα τῆς ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου· καὶ ἑ­ορ­τὴ ἐ­κτε­λεῖ­ται ἐν τῇ τῶν Εἰ­σο­δί­ων ἡ­μέ­ρᾳ κα­τὰ τὴν πρῴ­ην τά­ξιν»(ΟΔ).
Ἡ ση­μεί­ω­ση αὐ­τή τοῦ Νεί­λου Σταυ­ρᾶ εἶ­ναι μι­ά αὐ­θε­ντι­κή πλη­ρο­φο­ρί­α γι­ά τόν τρό­πο ἀ­νό­δου στούς βρά­χους καί τό κτί­σι­μο τῶν μο­νῶν τῶν Με­τε­ώ­ρων. Ὁ βρά­χος τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας εἶ­ναι κα­τα­κό­ρυ­φος καί ὁ­λό­κρη­μνος, ὕ­ψους πε­ρί­που 100 μέ­τρων ἀ­πό τήν βά­ση, προ­κα­λῶν ἴ­λιγ­γο. Ὁ Δω­ρό­θε­ος ὅ­μως ἦ­ταν αὐ­τό­χθων, ἰ­σχυ­ρός καί εὔ­τολ­μος καί τό 1390 ἐ­γκα­τα­στά­θη­κε στόν μι­κρῆς ἔ­κτα­σης βρά­χο καί ἀ­νή­γει­ρε να­ό τῆς Πα­να­γί­ας, πού ἑ­όρ­τα­ζε στά Εἰ­σό­δι­α τῆς Θε­ο­τό­κου. Στά ‘Πά­τρι­α’ ὁ Νεῖ­λος ση­μει­ώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά «κα­τά τήν πρώ­ην τά­ξιν», πρά­γμα πού δί­νει τήν δυ­να­τό­τη­τα νά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι καί τό σπή­λαι­ο τῆς Θε­ο­τό­κου στόν Στύ­λο, τό λε­γό­με­νο τοῦ ἀρ­χι­μαν­δρί­τη, ἑ­όρ­τα­ζε στά Εἰ­σό­δι­α τῆς Θε­ο­τό­κου, δη­λα­δή τήν 21η Νο­εμ­βρί­ου.
Ἱ­στο­ρι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ μο­νυ­δρί­ου. Ἐ­κτός ἀ­πό τόν να­ό, ὁ Δω­ρό­θε­ος, ἀ­νή­γει­ρε κελ­λι­ά γι­ά τήν δι­α­μο­νή τῶν μο­να­χῶν. Ἀ­φοῦ πα­ρέ­μει­νε με­ρι­κά χρό­νι­α καί ὁ­λο­κλή­ρω­σε τά κτί­σμα­τα, μᾶλ­λον πε­ρι­έ­πε­σε πά­λι σέ ἀ­κη­δί­α καί ἀ­νε­χώ­ρη­σε γι­ά ἄλ­λο τό­πο μο­να­σμοῦ. Πρῶ­τα ὅ­μως πα­ρε­χώ­ρη­σε τήν Ὑ­ψη­λο­τέ­ρα σέ ἕ­ναν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο ὀ­νό­μα­τι Μα­κά­ρι­ο. Καί ὁ δεύ­τε­ρος οἰ­κή­το­ρας, ὄ­ντας δρα­στή­ρι­ος καί φι­λό­πο­νος, καλ­λώ­πι­σε τόν να­ό καί φρό­ντι­σε γι­ά τίς λοι­πές ἀ­νά­γκες τοῦ μο­νυ­δρί­ου. Τό­τε προ­σῆλ­θαν καί ἄλ­λοι μο­να­χοί, ἤ­τοι: Ὁ Νε­ό­φυ­τος ὁ δευ­τε­ρεύ­ων καί ὁ Νή­φων ὁ ρά­πτης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­κτι­σε καί δι­κό του κελ­λί. Ἐν τῷ με­τα­ξύ ἐ­πα­νῆλ­θε ὁ κτί­το­ρας Δω­ρό­θε­ος καί ἀ­νέ­λα­βε πά­λι τήν δι­οί­κη­ση.
Ἀρ­γό­τε­ρα ἦλ­θε ἕ­νας νέ­ος ὑ­πο­τα­κτι­κός, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τήν πνευ­μα­τι­κή κα­θο­δή­γη­ση τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ προ­χώ­ρη­σε πνευ­μα­τι­κά, πῆ­ρε τό με­γά­λο Σχῆ­μα καί ὀ­νο­μά­στη­κε Βαρ­νά­βας. Σύν τῷ χρό­νῳ ἀ­νέ­λα­βε αὐ­τός τήν δι­οί­κη­ση τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας, αὔ­ξη­σε τίς οἰ­κο­δο­μές «ἄ­νω καί κά­τω», καλ­λώ­πι­σε τόν να­ό τῶν Εἰ­σο­δί­ων καί ἐ­φο­δί­α­σε τήν ἱ­ε­ρά μο­νή μέ βι­βλί­α καί ἱ­ε­ρά σκεύ­η.
Ὁ Δω­ρό­θε­ος πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι τέ­λους μο­να­χός. Στόν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 25 κώ­δι­κα τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, ὅ­που πε­ρι­έ­χο­νται τά ‘Πά­τρι­α’, στό φ. 216v ἀ­να­γρά­φε­ται: «† Αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη τοῦ Δω­ρο­θέ­ου τοῦ κτί­το­ρος τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας, Δω­ρο­θέ­ου τοῦ μο­να­χοῦ κα­θη­γου­μέ­νου καὶ κτί­το­ρος τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας» (ΟΔ). Σέ ἄλ­λη ση­μεί­ω­ση πα­ρα­κά­τω: «Ὁ Θε­ὸς μα­κα­ρί­σει τὸν Βαρ­νά­βαν τὸν μο­να­χὸν καὶ κα­θη­γού­με­νον τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας» (ΟΔ).
Ἡ μο­νή τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας λε­γό­ταν καί μο­νή τῶν Καλ­λι­γρά­φων, ὅ­πως προ­εί­πα­με, ἐ­πει­δή ἐρ­γά­στη­καν, ἐ­πά­νω στόν βρά­χο, με­θο­δι­κά καί ἐ­ντα­τι­κά εἰ­δι­κευ­μέ­νοι βι­βλι­ο­γρά­φοι γι­ά τήν πα­ρα­γω­γή κυ­ρί­ως ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν βι­βλί­ων, ὅπως αὐ­τό προκύπτει ἀ­πό τά σχετικά ση­μει­ώ­μα­τά τους. Ἐ­κτός ἀ­πό τόν κω­δι­κο­γρά­φο Νεῖ­λο, ἄλ­λοι γνω­στοί γρα­φεῖς ὑ­πῆρ­ξαν ὁ μο­να­χός Λά­ζα­ρος καί ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Λαυ­ρέ­ντι­ος, μέ τά ἀκόλουθα κω­δι­κο­γρα­φι­κά ση­μει­ώ­μα­τα: «Λά­ζα­ρος ταῦ­τα ἔ­γρα­ψε εἰς τὴν Ὑ­ψη­λο­τέ­ραν τὴν Θε­ο­τό­κον». Καί: «† Εἰς τὴν Πα­να­γί­αν Με­τε­ώ­ρου εἰς τὴν Ὑ­ψη­λο­τέ­ραν ἐ­προ­σή­λω­σά το ἐ­γὼ ὁ ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις Λαυ­ρέ­ντι­ος». Στό πρῶ­το ση­μεί­ω­μα τό «Ὑ­ψη­λο­τέ­ρα» εἶ­ναι ἐ­πι­θε­τι­κός προσ­δι­ο­ρι­σμός τῆς Θε­ο­τό­κου ὡς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας τῶν Οὐ­ρα­νῶν, ἐ­νῶ στό δεύ­τε­ρο ἐ­πι­θε­τι­κός προσ­δι­ο­ρι­σμός στήν νο­ού­με­νη λέ­ξη Πέ­τρας.

Ὑπόλειμμα τῆς παλαιᾶς ξύλινης ἀνεμόσκαλας πρό τῆς Ὑψηλοτέρας.

Μνεί­α τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας γί­νε­ται, ἐ­πί­σης, σέ γράμ­μα τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Ἰ­ω­ά­σαφ τοῦ ἔ­τους 1401/2, σύμ­φω­να μέ τό ὁποῖο ὁ πα­πα-Θε­ό­δω­ρος πα­ρα­χώ­ρη­σε κά­ποι­ο ἀ­μπέ­λι στήν μο­νή τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, γι­ά νά εἶ­ναι ἄ­βα­το ἀ­πό γυ­ναῖ­κες («ἐ­κτός τοῦ ὄ­ρους τῶν γυ­ναι­κῶν»), τό ὁ­ποῖ­ο βρι­σκό­ταν στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Δού­πια­­νης. Ὡς ἀ­ντάλ­λα­γμα δό­θη­κε στόν πα­πα-Θε­ό­δω­ρο ἕ­να με­τε­ω­ρί­τι­κο ἀ­μπέ­λι τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας, πού εἶ­χε δω­ρί­σει στήν μο­νή τοῦ Με­τε­ώ­ρου ὁ μο­να­χός Νε­ό­φυ­τος γι­ά «τα­φι­κό μνη­μό­συ­νό του». Προφανῶς πρόκειται γιά τόν προαναφερθέντα μοναχό Νεόφυτο πού διακόνησε στήν Ὑψηλοτέρα ὡς δευτερεύων.
Στόν ὑπ’ ἀριθ. 135 κώδικα τοῦ Μεγάλου Μετεώρου (Β 45) σώ­ζε­ται γράμ­μα ἑ­νός ἀ­δή­λου ἡ­γου­μέ­νου τῆς μο­νῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας (τέλ. 14ου – ἀρχ. 15ου) πού ἀ­πευ­θύ­νε­ται «πρός τι­να τι­μί­αν καὶ εὐ­γε­νε­στά­την ἐν γυ­ναι­ξὶ σύ­ζυ­γον Ἀγ­γέ­λου πανευγενεστάτου οἰκείου κραταιοῦ καί ἁγίου αὐθέντου καὶ βασιλέως». Σύ­ζυ­γος τοῦ καί­σα­ρα Ἀ­λε­ξί­ου Ἀγ­γέ­λου Φι­λαν­θρω­πη­νοῦ (1381-1388;) ἦ­ταν ἡ και­σά­ρισ­σα Μα­ρί­α Ἀγ­γε­λί­να πρός τήν ὁ­ποί­α, κατά πᾶσα πιθανότητα, ἀ­πευ­θύ­νε­ται ἡ ἐ­πι­στο­λή τοῦ ἡ­γου­μέ­νου. Ἡ και­σά­ρισ­σα Μα­ρί­α Ἀγ­γε­λί­να ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κό πρό­σω­πο ἀ­πό τήν συ­νώ­νυ­μη Μα­ρί­α Ἀγ­γε­λί­να, ἀ­δελ­φή τοῦ ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ καί δέ­σποι­να τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων, σύ­ζυ­γο τοῦ δε­σπό­τη Θω­μᾶ Πρε­λι­ού­μπο­βιτς († 1384).
μο­νή Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας ἀ­κο­λου­θοῦ­σε τό Ἱ­ε­ρο­σο­λυ­μί­τι­κο Τυ­πι­κό τῆς μο­νῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Σάβ­βα, ὅ­πως αὐ­τό ἐμ­φαί­νε­ται ἀ­πό τόν κώ­δι­κα ὑ­π’ ἀ­ριθ. 224 τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου (15ου αἰ­.), ὅ­που πε­ρι­έ­χε­ται τό «Τυ­πι­κὸν τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­κο­λου­θί­ας τῆς ἐν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἁ­γί­ας Λαύ­ρας τοῦ Ὁ­σί­ου καὶ θε­ο­φό­ρου πα­τρὸς ἡ­μῶν Σάβ­βα». Στό φύλ­λο 166v ὑ­πάρ­χει τό κά­τω­θι κτη­το­ρι­κό ση­μεί­ω­μα: «† τοῦ­τω τῶ τι/πει­κῶ εἶ­νε τῆς / υ­ψ(η)λο­τέρας καί / ὄ­που το πα­ρη να / ἔ­χη ἀτί­δι­κον». [=Τοῦ­το τό Τυ­πι­κό εἶ­ναι τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας καί ὅ­ποι­ος τό πά­ρῃ νά ἔ­χῃ ἀ­ντί­δι­κον (τήν Θε­ο­τό­κον)].

Ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας ἀ­να­φέ­ρε­ται καί στό ‘Χρο­νι­κό τῶν Με­τε­ώ­ρω­ν’ ὅτι κατεῖχε πολλά ὑποστατικά.
Στίς ἀρ­χές τοῦ 17ου αἰ­ώ­να ἡ μο­νή τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας ἀ­νή­κει ὡς κελ­λί­ο στό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο, ἀ­φοῦ στό γνω­στό ‘Κα­τά­στι­χο δι­ὰ τὴν ἀ­πο­κο­πὴν τῶν κελ­λι­ω­τῶ­ν’ ἀ­να­φέ­ρε­ται τρί­τη στήν σει­ρά, μέ τόν τίτ­λο «ἡ Ὑ­ψη­λο­τέ­ρα».
Στήν πολλάκις ἀναφερθεῖσα ζη­τεί­α τῶν με­τε­ω­ρι­κῶν μο­να­στη­ρι­ῶν πρός τόν ἡ­γε­μό­να τῆς Μολ­δο­βλα­χί­ας Ἰ­ω­άν­νη Βα­σί­λει­ο Lupu (1634-1653) συ­νυ­πο­γρά­φουν, δω­δέ­κα­τοι στήν σει­ρά, «οἱ ἐν τῇ Ὑ­ψη­λο­τέ­ρᾳ» πατέ­ρες. Ὑ­πο­γρά­φει δέ ὡς ἡ­γού­με­νος ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Σέρ­γι­ος. Στό ἀ­πο­τύ­πω­μα τῆς σφρα­γί­δας εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ Θε­ο­τό­κος Βρε­φο­κρα­τοῦ­σα στόν τύ­πο τῆς Βλα­χερ­νί­τισ­σας καί περιμετρικά ἡ ἐπιγραφή: «† Σέρ­γι­ςο* [=Σέρ­γι­ος] 16 χ χ 27* [=1627] ι­ε­ρο­μο­να­χος».
Ἀ­να­φο­ρά σέ ἡ­γου­μέ­νους τῆς μο­νῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας εὑ­ρί­σκου­με στόν κώ­δι­κα ὑ­π’ ἀ­ριθ. 98 τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου μέ γραφές τοῦ 15ου-16ου αἰ­ώ­να. Ὁ «πα­πᾶ Νι­κό­δη­μος ἡ­γού­με­νος τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας». Σέ ἄλλη ἐν­θύ­μη­ση στόν ἴ­δι­ο κώ­δι­κα δι­α­βά­ζου­με ὅ­τι ὁ ἡ­γού­με­νος τῆς μο­νῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας πῆ­γε σέ κά­ποι­ον ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Γεν­νά­δι­ο, νά τοῦ μά­θει γράμ­μα­τα. Δι­α­βά­ζου­με ἐ­πί λέ­ξει: «† ὁ κα­θη­γού­με­νος τῆς μο­νῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας, καί ἦλ­θα στόν κύρ Γεν­νά­δι­ο νά μά­θω γράμ­μα­τα καί ἔ­ψη­σε τά συ­κώ­τι­α μου» (ΟΔ).

Ἡ ἔνθρονος Παναγία.
Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στήν προ­α­να­φερ­θεῖ­σα χαλ­κο­γρα­φί­α τοῦ Ἐ­λασ­σο­νί­τη μο­να­χοῦ Παρ­θε­νί­ου, τοῦ ἔ­τους 1782, ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται ἡ μο­νή τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας μέ να­ό καί κελ­λί­α.

Πε­ραι­τέ­ρω ἱ­στο­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες δέν ἔ­χου­με γι­ά νά γνω­ρί­σου­με τήν ἱ­στο­ρι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς μο­νῆς.
Ὁ προ­η­γού­με­νος Πο­λύ­καρ­πος Ραμ­μί­δης γρά­φει γι­ά τήν ὡς ἄ­νω μο­νή στά 1882: «Τό ὄ­νο­μα ἔ­λα­βε ἐκ τῆς ἀ­φι­ε­ρώ­σε­ως τοῦ να­οῦ εἰς τὴν Θε­ο­τό­κον τὴν Ὑ­ψη­λο­τέ­ραν τῶν οὐ­ρα­νῶν, ἢ ἐκ τοῦ σχή­μα­τος τοῦ βρά­χου, ὅ­στις εἶ­ναι ὑ­ψη­λό­τα­τος καὶ στε­νώ­τα­τος ἔ­χων πε­ρι­φέ­ρει­αν μό­λις ἑ­νὸς στρέμ­μα­τος, ἡ δὲ ἀ­νά­βα­σις αὐ­τοῦ ἦ­το δυ­σκο­λω­τά­τη καὶ ἐ­πι­κιν­δυ­νωδεσ­τά­τη πα­σῶν ἐ­κτε­λου­μέ­νη δι­ὰ κρε­μα­στῆς κλί­μα­κος ἐξ ἑ­κα­τὸν καὶ ἐ­πέ­κει­να βα­θμί­δων συ­γκει­μέ­νης· αὕ­τη δι­α­τη­ρη­θεῖ­σα μό­λις ἐ­πὶ 350 ἔ­τη, κα­τό­πιν δι­ε­λύ­θη, ἡ δέ πε­ρι­ου­σί­α αὐ­τῆς πε­ρι­ῆλ­θεν εἰς τὴν κα­το­χὴν τῆς μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου».
Ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας ἀ­νῆ­κε ἀ­νέ­κα­θεν στήν μο­νή τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου. Ἀ­πό τό 1994, μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 18/22.11.1994 πρά­ξη τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­τη Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων κ. Σε­ρα­φείμ, εἶ­ναι ἐ­πι­σή­μως με­τό­χι τῆς ὡς ἄ­νω μο­νῆς.

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.