Στά νοτιοανατολικά τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἐπάνω σέ βράχο ὑψηλό καί δυσπρόσιτο, εὑρίσκονται τά ἐρείπια τῆς παλαιότατης ἱερᾶς μονῆς τῆς Ὑψηλοτέρας. Στό σωζόμενο τμῆμα τῆς εἰσόδου, ἄνωθεν τοῦ καταπεσόντος πύργου, στήν βορειοανατολική πλευρά τοῦ βράχου, ξεχωρίζει κανείς τήν τοιχογραφία τῆς Παναγίας στόν τύπο τῆς Βλαχερνίτισσας. Δεξιά Της διακρίνει κανείς καθαρά τήν μορφή ἑνός Ἀρχαγγέλου (ἐνδεχομένως Γαβριήλ), δεξιότερα δέ μία ἡμιεξίτηλη μορφή τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος κρατεῖ σφαίρα στό ἀριστερό χέρι καί κηρύκειο στό δεξί.
Ὁ συντάκτης τῶν ‘Πατρίων’ Νεῖλος Σταυρᾶς
Σύμφωνα μέ τά ‘Πάτρια’, ἡ ἱερά μονή ἦταν ἀφιερωμένη στά Εἰσόδια τῆς ἀειπαρθένου Παναγίας καί ἔχει κτιστεῖ στά 1389/90.
Τό μοναστήρι λεγόταν Ὑψηλοτέρα καί μονή τῶν Καλλιγράφων, διότι στά τέλη τοῦ 14ου καί στίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰώνα λειτουργοῦσε ἐργαστήριο κωδικογράφων-καλλιγράφων. Ἕνας ἀπό αὐτούς ἦταν ὁ «ἡγιασμένος» μοναχός Νεῖλος Σταυρᾶς, ὁ ὁποῖος κατοίκησε ἀρχικά σέ σπήλαιο τῆς Θεοτόκου παρά τό Πηγάδιον, μετέβη κατόπιν στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου προφανῶς ἔμαθε τήν καλλιγραφία, καί τελικά ἐπέστρεψε καί ἐγκαταστάθηκε στήν Ὑψηλοτέρα. Μοναχός ἐκάρη ἀπό κάποιον Νεόφυτο καί ἔλαβε τό μοναχικό σχῆμα ἀπό τόν ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Μετεωρίτη, τόν ὁποῖο ἐγνώριζε ἐκ τοῦ σύνεγγυς.
Ὁ φωτισμός τοῦ Θεοῦ νά συγγράψει γύρω στά 1390 τόν ἔγκριτο βίο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, τοῦ μεγάλου καθηγητῆ τοῦ μετεωρικοῦ μοναχισμοῦ, παρέσχε στήν γραμματεία τῶν Ἁγίων Μετεώρων μία ἀπό τίς πολυτιμότερες ἱστορικές καί ἁγιολογικές πηγές.
Ὁ κωδικογράφος Νεῖλος Σταυρᾶς ἦταν παραγωγικότατος. Κατέλιπε περί τούς εἴκοσι χειρόγραφους κώδικες, γραμμένους μεταξύ τῶν ἐτῶν 1389/90 καί 1407/8, οἱ ὁποῖοι φέρουν καί κωδικογραφικά σημειώματά του. Μετά τήν ἐγκατάλειψη τῆς μονῆς Ὑψηλοτέρας, τά χειρόγραφά αὐτά μεταφέρθηκαν στήν μονή Μεγάλου Μετεώρου, ὅπου καί ὡς σήμερα φυλάσσονται. Μολονότι ἀνορθόγραφος, ἦταν ἐπιμελής καί καλλιγράφος. Καθώς σημειώνει ὁ Ν. Βέης «ὁ Νεῖλος ἐπιτηδεύετο βιβλιογραφῶν γραφὰς διαφορωτάτας». Οἱ ἐν λόγῳ κώδικες τῆς Ὑψηλοτέρας ἔχουν συμπεριληφθεῖ στά χειρόγραφα τοῦ Μεγάλου Μετεώρου.
Κατά τό ἔτος 1407 ὁ Νεῖλος Σταυρᾶς συντάσσει τήν ἱστορία τοῦ ἱεροῦ μονυδρίου τῆς Ὑψηλοτέρας μέ τόν τίτλο: «Πάτρια, ἤγουν ἐξήγησις πέτρας τῆς λεγομένης Ὑψηλοτέρας, ὅπως τε οἰκεῖσθαι καὶ πόθεν ἔλαχε καὶ παρὰ τίνων τὴν ἀρχὴν ἔλαβε».
Παλαιότερη μνεία. Σύμφωνα μέ τά ‘Πάτρια’ ὁ πρῶτος οἰκιστής καί κτίτορας τῆς Ὑψηλοτέρας Πέτρας ἦταν κάποιος μοναχός Δωρόθεος. Γι’ αὐτό λεγόταν καί μονή τοῦ Δωροθέου. Ὁ μοναχός Δωρόθεος, πρό τῆς λήψεως τοῦ μοναχικοῦ σχήματος, ὀνομαζόταν Διονύσιος καί παρέμενε στό σπήλαιο τοῦ Στύλου τό ‘παρά τό Πηγάδιον’, τό λεγόμενο τοῦ ‘Μακαρίου τοῦ ἀρχιμανδρίτη’. Λόγῳ τῆς γειτνιάσεως τοῦ σπηλαίου μέ τήν καθολική πηγή τῶν χωρικῶν, ὁ μοναχός Δωρόθεος εὑρισκόταν σέ ψυχικό κίνδυνο, γι’ αὐτό προσῆλθε στόν ἅγιο Ἰωάσαφ, δεύτερο κτίτορα τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καί τοῦ ἐξομολογήθηκε τό πρόβλημά του. Ὁ σοφός ἡγούμενος σέ κοινή ἀπόφαση μέ τούς πατέρες τοῦ κοινοβίου του καί μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν ἀπεφάσισαν νά τοῦ προσφέρουν ἀφ’ ἑνός ἐργασία πρός ὑπερνίκηση τῆς ἀκηδίας, ἀφ’ ἑτέρου νέον ἡσυχαστικό τόπο στόν πρός ἀνατολάς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου δυσανάβατο βράχο γιά νά οἰκοδομήσει νέα μονή μέ χρηματοδότηση καί πνευματική ἐπιστασία τοῦ εὐσπλαχνικοῦ ἁγίου Ἰωάσαφ τοῦ βασιλέως.
Εὐθύς, λοιπόν, γύρω στά 1389/90 ὁ Μετεωρίτης ἡγούμενος προσκάλεσε «λαμβάμωνα» [κατά πᾶσα πιθανότητα ἐργολάβο, εἰδικό γιά κατασκευή κτιρίων πού προϋπέθεταν ἀναρρίχηση] γιά νά ἑτοιμάσει γιά τόν Δωρόθεο τά μέσα ἀνόδου καί καθόδου. Πρῶτα μετέφερε κάτω ἀπό τόν βράχο τά ἀπαραίτητα ὑλικά, καθώς γράφει, καί ἔπειτα ἑτοίμασε τήν κλίμακα (δηλαδή ἀνεμόσκαλα ἀπό τριχιά καί ἀργότερα ἀπό δρύϊνους ξύλινους δοκίσκους) καί δίκτυ ἀπό καλώδια (δηλαδή χονδρά καραβόσχοινα) γιά τήν μεταφορά τῶν οἰκοδομικῶν ὑλικῶν καί τῶν τροφίμων. Γράφει ἐπί λέξει ὁ Νεῖλος Σταυρᾶς στά ‘Πάτρια’: «Ἔκτοτε οὖν μετεκομίσατο τὰς ἐκεῖσε χρείας καί, ἀναρτήσας κλίμακα καὶ καλωδίοις σκευασάμενος, ἀνήγαγε τὴν παρακομιδήν. Εἶτα καὶ κατοικίαν ἐδείματο τὴν ἀρκοῦν (=ἀρκοῦσαν)· ἦν γὰρ ἰσχυρὸς καὶ εὔτολμος. Μετὰ δὲ τῶν ἄλλων καὶ ναὸν ᾠκοδόμησεν εἰς ὄνομα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου· καὶ ἑορτὴ ἐκτελεῖται ἐν τῇ τῶν Εἰσοδίων ἡμέρᾳ κατὰ τὴν πρῴην τάξιν»(ΟΔ).
Ἡ σημείωση αὐτή τοῦ Νείλου Σταυρᾶ εἶναι μιά αὐθεντική πληροφορία γιά τόν τρόπο ἀνόδου στούς βράχους καί τό κτίσιμο τῶν μονῶν τῶν Μετεώρων. Ὁ βράχος τῆς Ὑψηλοτέρας εἶναι κατακόρυφος καί ὁλόκρημνος, ὕψους περίπου 100 μέτρων ἀπό τήν βάση, προκαλῶν ἴλιγγο. Ὁ Δωρόθεος ὅμως ἦταν αὐτόχθων, ἰσχυρός καί εὔτολμος καί τό 1390 ἐγκαταστάθηκε στόν μικρῆς ἔκτασης βράχο καί ἀνήγειρε ναό τῆς Παναγίας, πού ἑόρταζε στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Στά ‘Πάτρια’ ὁ Νεῖλος σημειώνει χαρακτηριστικά «κατά τήν πρώην τάξιν», πράγμα πού δίνει τήν δυνατότητα νά ὑποθέσουμε ὅτι καί τό σπήλαιο τῆς Θεοτόκου στόν Στύλο, τό λεγόμενο τοῦ ἀρχιμανδρίτη, ἑόρταζε στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, δηλαδή τήν 21η Νοεμβρίου.
Ἱστορική ἐξέλιξη τοῦ μονυδρίου. Ἐκτός ἀπό τόν ναό, ὁ Δωρόθεος, ἀνήγειρε κελλιά γιά τήν διαμονή τῶν μοναχῶν. Ἀφοῦ παρέμεινε μερικά χρόνια καί ὁλοκλήρωσε τά κτίσματα, μᾶλλον περιέπεσε πάλι σέ ἀκηδία καί ἀνεχώρησε γιά ἄλλο τόπο μονασμοῦ. Πρῶτα ὅμως παρεχώρησε τήν Ὑψηλοτέρα σέ ἕναν ἱερομόναχο ὀνόματι Μακάριο. Καί ὁ δεύτερος οἰκήτορας, ὄντας δραστήριος καί φιλόπονος, καλλώπισε τόν ναό καί φρόντισε γιά τίς λοιπές ἀνάγκες τοῦ μονυδρίου. Τότε προσῆλθαν καί ἄλλοι μοναχοί, ἤτοι: Ὁ Νεόφυτος ὁ δευτερεύων καί ὁ Νήφων ὁ ράπτης, ὁ ὁποῖος ἔκτισε καί δικό του κελλί. Ἐν τῷ μεταξύ ἐπανῆλθε ὁ κτίτορας Δωρόθεος καί ἀνέλαβε πάλι τήν διοίκηση.
Ἀργότερα ἦλθε ἕνας νέος ὑποτακτικός, ὁ ὁποῖος μέ τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Ἰωάσαφ προχώρησε πνευματικά, πῆρε τό μεγάλο Σχῆμα καί ὀνομάστηκε Βαρνάβας. Σύν τῷ χρόνῳ ἀνέλαβε αὐτός τήν διοίκηση τῆς Ὑψηλοτέρας, αὔξησε τίς οἰκοδομές «ἄνω καί κάτω», καλλώπισε τόν ναό τῶν Εἰσοδίων καί ἐφοδίασε τήν ἱερά μονή μέ βιβλία καί ἱερά σκεύη.
Ὁ Δωρόθεος παρέμεινε μέχρι τέλους μοναχός. Στόν ὑπ’ ἀριθ. 25 κώδικα τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ὅπου περιέχονται τά ‘Πάτρια’, στό φ. 216v ἀναγράφεται: «† Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ Δωροθέου τοῦ κτίτορος τῆς Ὑψηλοτέρας, Δωροθέου τοῦ μοναχοῦ καθηγουμένου καὶ κτίτορος τῆς Ὑψηλοτέρας» (ΟΔ). Σέ ἄλλη σημείωση παρακάτω: «Ὁ Θεὸς μακαρίσει τὸν Βαρνάβαν τὸν μοναχὸν καὶ καθηγούμενον τῆς Ὑψηλοτέρας» (ΟΔ).
Ἡ μονή τῆς Ὑψηλοτέρας λεγόταν καί μονή τῶν Καλλιγράφων, ὅπως προείπαμε, ἐπειδή ἐργάστηκαν, ἐπάνω στόν βράχο, μεθοδικά καί ἐντατικά εἰδικευμένοι βιβλιογράφοι γιά τήν παραγωγή κυρίως ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, ὅπως αὐτό προκύπτει ἀπό τά σχετικά σημειώματά τους. Ἐκτός ἀπό τόν κωδικογράφο Νεῖλο, ἄλλοι γνωστοί γραφεῖς ὑπῆρξαν ὁ μοναχός Λάζαρος καί ὁ ἱερομόναχος Λαυρέντιος, μέ τά ἀκόλουθα κωδικογραφικά σημειώματα: «Λάζαρος ταῦτα ἔγραψε εἰς τὴν Ὑψηλοτέραν τὴν Θεοτόκον». Καί: «† Εἰς τὴν Παναγίαν Μετεώρου εἰς τὴν Ὑψηλοτέραν ἐπροσήλωσά το ἐγὼ ὁ ἐν ἱερομονάχοις Λαυρέντιος». Στό πρῶτο σημείωμα τό «Ὑψηλοτέρα» εἶναι ἐπιθετικός προσδιορισμός τῆς Θεοτόκου ὡς Ὑψηλοτέρας τῶν Οὐρανῶν, ἐνῶ στό δεύτερο ἐπιθετικός προσδιορισμός στήν νοούμενη λέξη Πέτρας.
Μνεία τῆς ἱερᾶς μονῆς Ὑψηλοτέρας γίνεται, ἐπίσης, σέ γράμμα τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Ἰωάσαφ τοῦ ἔτους 1401/2, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ παπα-Θεόδωρος παραχώρησε κάποιο ἀμπέλι στήν μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, γιά νά εἶναι ἄβατο ἀπό γυναῖκες («ἐκτός τοῦ ὄρους τῶν γυναικῶν»), τό ὁποῖο βρισκόταν στήν περιοχή τῆς Δούπιανης. Ὡς ἀντάλλαγμα δόθηκε στόν παπα-Θεόδωρο ἕνα μετεωρίτικο ἀμπέλι τῆς Ὑψηλοτέρας, πού εἶχε δωρίσει στήν μονή τοῦ Μετεώρου ὁ μοναχός Νεόφυτος γιά «ταφικό μνημόσυνό του». Προφανῶς πρόκειται γιά τόν προαναφερθέντα μοναχό Νεόφυτο πού διακόνησε στήν Ὑψηλοτέρα ὡς δευτερεύων.
Στόν ὑπ’ ἀριθ. 135 κώδικα τοῦ Μεγάλου Μετεώρου (Β 45) σώζεται γράμμα ἑνός ἀδήλου ἡγουμένου τῆς μονῆς Ὑψηλοτέρας (τέλ. 14ου – ἀρχ. 15ου) πού ἀπευθύνεται «πρός τινα τιμίαν καὶ εὐγενεστάτην ἐν γυναιξὶ σύζυγον Ἀγγέλου πανευγενεστάτου οἰκείου κραταιοῦ καί ἁγίου αὐθέντου καὶ βασιλέως». Σύζυγος τοῦ καίσαρα Ἀλεξίου Ἀγγέλου Φιλανθρωπηνοῦ (1381-1388;) ἦταν ἡ καισάρισσα Μαρία Ἀγγελίνα πρός τήν ὁποία, κατά πᾶσα πιθανότητα, ἀπευθύνεται ἡ ἐπιστολή τοῦ ἡγουμένου. Ἡ καισάρισσα Μαρία Ἀγγελίνα ἦταν διαφορετικό πρόσωπο ἀπό τήν συνώνυμη Μαρία Ἀγγελίνα, ἀδελφή τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ καί δέσποινα τῶν Ἰωαννίνων, σύζυγο τοῦ δεσπότη Θωμᾶ Πρελιούμποβιτς († 1384).
Ἡ μονή Ὑψηλοτέρας ἀκολουθοῦσε τό Ἱεροσολυμίτικο Τυπικό τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπως αὐτό ἐμφαίνεται ἀπό τόν κώδικα ὑπ’ ἀριθ. 224 τοῦ Μεγάλου Μετεώρου (15ου αἰ.), ὅπου περιέχεται τό «Τυπικὸν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις ἁγίας Λαύρας τοῦ Ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Σάββα». Στό φύλλο 166v ὑπάρχει τό κάτωθι κτητορικό σημείωμα: «† τοῦτω τῶ τι/πεικῶ εἶνε τῆς / υψ(η)λοτέρας καί / ὄπου το παρη να / ἔχη ἀτίδικον». [=Τοῦτο τό Τυπικό εἶναι τῆς Ὑψηλοτέρας καί ὅποιος τό πάρῃ νά ἔχῃ ἀντίδικον (τήν Θεοτόκον)].
Ἡ ἱερά μονή τῆς Ὑψηλοτέρας ἀναφέρεται καί στό ‘Χρονικό τῶν Μετεώρων’ ὅτι κατεῖχε πολλά ὑποστατικά.
Στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα ἡ μονή τῆς Ὑψηλοτέρας ἀνήκει ὡς κελλίο στό Μεγάλο Μετέωρο, ἀφοῦ στό γνωστό ‘Κατάστιχο διὰ τὴν ἀποκοπὴν τῶν κελλιωτῶν’ ἀναφέρεται τρίτη στήν σειρά, μέ τόν τίτλο «ἡ Ὑψηλοτέρα».
Στήν πολλάκις ἀναφερθεῖσα ζητεία τῶν μετεωρικῶν μοναστηριῶν πρός τόν ἡγεμόνα τῆς Μολδοβλαχίας Ἰωάννη Βασίλειο Lupu (1634-1653) συνυπογράφουν, δωδέκατοι στήν σειρά, «οἱ ἐν τῇ Ὑψηλοτέρᾳ» πατέρες. Ὑπογράφει δέ ὡς ἡγούμενος ὁ ἱερομόναχος Σέργιος. Στό ἀποτύπωμα τῆς σφραγίδας εἰκονίζεται ἡ Θεοτόκος Βρεφοκρατοῦσα στόν τύπο τῆς Βλαχερνίτισσας καί περιμετρικά ἡ ἐπιγραφή: «† Σέργιςο* [=Σέργιος] 16 χ χ 27* [=1627] ιερομοναχος».
Ἀναφορά σέ ἡγουμένους τῆς μονῆς Ὑψηλοτέρας εὑρίσκουμε στόν κώδικα ὑπ’ ἀριθ. 98 τοῦ Μεγάλου Μετεώρου μέ γραφές τοῦ 15ου-16ου αἰώνα. Ὁ «παπᾶ Νικόδημος ἡγούμενος τῆς Ὑψηλοτέρας». Σέ ἄλλη ἐνθύμηση στόν ἴδιο κώδικα διαβάζουμε ὅτι ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Ὑψηλοτέρας πῆγε σέ κάποιον ἱερομόναχο Γεννάδιο, νά τοῦ μάθει γράμματα. Διαβάζουμε ἐπί λέξει: «† ὁ καθηγούμενος τῆς μονῆς Ὑψηλοτέρας, καί ἦλθα στόν κύρ Γεννάδιο νά μάθω γράμματα καί ἔψησε τά συκώτια μου» (ΟΔ).
Στήν προαναφερθεῖσα χαλκογραφία τοῦ Ἐλασσονίτη μοναχοῦ Παρθενίου, τοῦ ἔτους 1782, ἀπεικονίζεται ἡ μονή τῆς Ὑψηλοτέρας μέ ναό καί κελλία.
Περαιτέρω ἱστορικές μαρτυρίες δέν ἔχουμε γιά νά γνωρίσουμε τήν ἱστορική ἐξέλιξη τῆς μονῆς.
Ὁ προηγούμενος Πολύκαρπος Ραμμίδης γράφει γιά τήν ὡς ἄνω μονή στά 1882: «Τό ὄνομα ἔλαβε ἐκ τῆς ἀφιερώσεως τοῦ ναοῦ εἰς τὴν Θεοτόκον τὴν Ὑψηλοτέραν τῶν οὐρανῶν, ἢ ἐκ τοῦ σχήματος τοῦ βράχου, ὅστις εἶναι ὑψηλότατος καὶ στενώτατος ἔχων περιφέρειαν μόλις ἑνὸς στρέμματος, ἡ δὲ ἀνάβασις αὐτοῦ ἦτο δυσκολωτάτη καὶ ἐπικινδυνωδεστάτη πασῶν ἐκτελουμένη διὰ κρεμαστῆς κλίμακος ἐξ ἑκατὸν καὶ ἐπέκεινα βαθμίδων συγκειμένης· αὕτη διατηρηθεῖσα μόλις ἐπὶ 350 ἔτη, κατόπιν διελύθη, ἡ δέ περιουσία αὐτῆς περιῆλθεν εἰς τὴν κατοχὴν τῆς μονῆς τοῦ Μετεώρου».
Ἡ ἱερά μονή τῆς Ὑψηλοτέρας ἀνῆκε ἀνέκαθεν στήν μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Ἀπό τό 1994, μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 18/22.11.1994 πράξη τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτη Σταγῶν καί Μετεώρων κ. Σεραφείμ, εἶναι ἐπισήμως μετόχι τῆς ὡς ἄνω μονῆς.