Διαβάζετε τώρα
Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος

Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος

  • Θεοτέκνης μοναχῆς, τό Πέτρινο δάσος, τόμος α΄, Ἱερά ἀσκητήρια
  • Ἔκδοση Ἱεροῦ Κοινοβίου Ἁγίου Στεφάνου, Ἅγια Μετέωρα 2017
Ὁ τιτανόβραχος ὁ καλούμενος Στύλος Σταγῶν. Ἄποψη ἀπό τό Καστράκι.

Ἕ­νας γι­γα­ντό­σω­μος πα­νύ­ψη­λος βρά­χος μέ ἀρ­κε­τά φυ­σι­κά σπή­λαι­α εἶ­ναι ὁ ἀ­να­φε­ρό­με­νος στά πα­λαι­ά ἔγ­γρα­φα ὡς Στύ­λος Στα­γῶν, σή­με­ρα δέ ὡς βρά­χος τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
Στό μέ­σο πε­ρί­που τοῦ βρά­χου σχη­μα­τί­ζε­ται ἕ­να ὀ­ρο­πέ­δι­ο, μι­ά κοι­λά­δα ὀ­λί­γων στρεμ­μά­των. Ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χει, μέ­σα σέ σπή­λαι­ο, ὁ λα­ξευ­τός να­ΐ­σκος τῶν Ταξιαρχῶν, ἀφιερωθείς ἀργότερα στό Ἅγιον Πνεῦμα.
Πα­λαι­ό­τε­ρη μνεί­α. Κα­θώς πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε ἀ­πό τόν βί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­τε­ω­ρί­τη, ὁ ἐν λό­γῳ να­ΐ­σκος, ὅ­ταν πρω­τα­νέ­βη­καν (πε­ρί τό 1333/4) στόν Στύ­λο Στα­γῶν μέ τόν Γέ­ρο­ντά του Γρη­γό­ρι­ο τόν Στυ­λί­τη, ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος «εἰς ὄνομα τῶν Τα­ξιαρχῶν». Ἐ­κεῖ ἔ­ζη­σαν τά πρῶ­τα με­τε­ω­ρί­τι­κα βι­ώ­μα­τα, λα­τρεύ­ο­ντας τόν Θε­ό στόν λα­ξευ­τό αὐ­τόν να­ό καί στά γύ­ρω σπή­λαι­α.
Ὁσιακές μορφές στόν Στύλο Σταγῶν. Οἱ γνωστές μεγάλες ὁσιακές μορφές εἶναι Γρηγόριος ὁ Στυλίτης καί ὁ Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης. Περί τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου καί τοῦ γέροντός του Γρηγορίου ὑπάρχει ἐκτενής βιογραφία-συναξάρι στόν Β΄ τόμο στό κεφάλαιο Μεγάλο Μετέωρο.
Ἀ­σφα­λῶς θά ἀ­δι­κή­σου­με τούς φι­λό­σι­ους προ­σκυ­νη­τές τῶν Με­τε­ώ­ρων ἄν δέν ἀ­να­φερ­θοῦ­με στήν ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­τη ὁ­σι­α­κή μορ­φή τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Ἀ­να­στα­σί­ου τοῦ Στυ­λί­τη. Ὁ ὅ­σι­ος Ἀ­να­στά­σι­ος, αἰ­δέ­σι­μος ἤ­δη ἀ­πό τόν κό­σμο καί γι­ά τήν πνευ­μα­τι­κό­τη­τά του καί τήν ἐξ εὐ­γε­νῶν κα­τα­γω­γή, ἀ­νῆλ­θε στόν Στύ­λο καί ἔ­γι­νε ὑ­πο­τα­κτι­κός τοῦ γέ­ρο­ντα Γρη­γο­ρί­ου στόν Στύ­λο Στα­γῶν, ση­με­ρι­νό βρά­χο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.
Πε­ρί τό 1344, στά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νι­α τῆς ζω­ῆς του, ὁ θεῖ­ος Γρη­γό­ρι­ος, δυ­σα­ρε­στη­μέ­νος ἀ­πό τούς ἐ­ντό­πι­ους ἄρ­χο­ντες, ἀ­νε­χώ­ρη­σε γι­ά τήν πα­τρί­δα του τήν Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, ὅ­που ἀ­πε­βί­ω­σε εἰ­ρη­νι­κά, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως εἶ­χε ἀ­πο­κτή­σει νέ­ους μα­θη­τές καί εἶ­χε κερ­δί­σει τόν γε­νι­κό σε­βα­σμό, τήν ἐ­κτί­μη­ση καί τήν ἀ­γά­πη, ὄ­χι μό­νο τῶν κο­σμι­κῶν ἀρ­χό­ντων, ἀλ­λά καί τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ πα­τρι­άρ­χη καί τῶν βα­σι­λέ­ων, κα­θώς καί τοῦ ἁ­πλοῦ λα­οῦ τῆς πό­λε­ως.
Ὅ­ταν ὁ ἀ­φο­σι­ω­μέ­νος ὑ­πο­τα­κτι­κός του Ἀ­θα­νά­σι­ος ἔ­μα­θε γι­ά τήν ἀ­να­χώ­ρη­σή του ἀ­πό τά Με­τέ­ω­ρα σπεύ­δει νά τόν συ­να­ντή­σει στήν Θεσσα­λο­νί­κη καί πα­ρα­κα­λεῖ τόν προ­ε­στῶ­τα του νά τόν ἀ­κο­λου­θή­σει στήν Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Ὁ Γρη­γό­ρι­ος ὅ­μως δέν δέ­χτη­κε. Προ­έ­βλε­πε δι­ο­ρα­τι­κά, ὅ­τι ὁ Ἀ­θα­νά­σι­ος ἦ­ταν προ­ω­ρι­σμέ­νος νά γί­νει ὁ ἅ­γι­ος τῶν Βρά­χων. Συ­γκι­νη­μέ­νος, προ­φα­νῶς, ἀ­πό τήν ἀ­φο­σί­ω­σή του πα­ρέ­δω­σε τό­τε στήν πνευ­μα­τι­κή του κα­θο­δή­γη­ση καί τούς δύ­ο νεόκουρους ἱ­ε­ρο­μο­νά­χους Γρη­γό­ρι­ο καί Πα­χώ­μι­ο. Ἐ­πί πλέ­ον τοῦ πα­ρήγ­γει­λε νά ἐ­πι­στρέ­ψει στόν Στύ­λο καί νά ἀ­ναγ­γεί­λει στούς πα­τέ­ρες, ὅ­τι εἶ­ναι ἐ­ντο­λή του νά γί­νει προ­ε­στώς τοῦ Στύ­λου ὁ πνευ­μα­τι­κά προ­η­γμέ­νος Ἀ­να­στά­σι­ος, τόν ὁ­ποῖ­ο καί νά ἐ­γκα­τα­στή­σει ὡς προ­ε­στῶ­τα.

Ὁ Ἀ­να­στά­σι­ος, ἐν τῷ μεταξύ, ὅ­λως αἰ­φνι­δί­ως ἀ­σθέ­νη­σε. Ὁ ἁ­γι­α­σμέ­νος στυλίτης ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νι­α με­λε­τοῦ­σε τήν Κλί­μα­κα τοῦ Ἰ­ω­άν­νη τοῦ Σι­να­ΐ­τη. Καί τώ­ρα εὑ­ρι­σκό­με­νος στά πρό­θυ­ρα τοῦ θα­νά­του θυ­μή­θη­κε πα­ρό­μοι­α πε­ρι­στα­τι­κά ἀ­πό τήν Σι­να­ϊ­τι­κή «Φυ­λα­κή τῶν με­τα­νο­ού­ντων» καί ἐ­πε­τί­μη­σε τούς συ­να­σκη­τές του νά μήν ἐ­ντα­φι­ά­σουν κα­τά τήν κα­νο­νι­κή τά­ξη τό σῶ­μα του, ἀλ­λά νά τό ρί­ξουν στήν χα­ρά­δρα ὡς μί­α­σμα, γι­ά νά γί­νει τρο­φή στά πε­τει­νά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί στά θη­ρί­α τῆς γῆς. «Ὃς δι᾿ ἄ­κραν τα­πεί­νω­σιν ἐ­πι­τι­μή­σας τοὺς συ­νό­ντας αὐ­τῷ ἀ­δελ­φοὺς τοῦ μὴ τα­φῆς ἀ­ξι­ῶ­σαι τὸ σῶ­μα αὐ­τοῦ, ἀλλ᾿ ὥς τι ἄ­γος ἐ­πιῤ­ῥῖ­ψαι τοῦ­το τοῖς πε­τει­νοῖς καὶ θη­ρί­οις βο­ράν».
Οἱ στυ­λί­τες πα­τέ­ρες –ἀ­φοῦ δέν ὑ­πῆρ­χε προ­ε­στώς– φο­βη­θέ­ντες τήν ἐ­πι­τί­μη­ση ἔ­θε­σαν εὐ­λα­βῶς τό ἱ­ε­ρό ἀ­σκη­τι­κό σῶ­μα, τυ­λι­γμέ­νο μέ­σα στό μο­να­χι­κό του ρά­σο, μέ­σα σ᾿ ἕ­να κοί­λω­μα τοῦ βρά­χου, ἀ­φή­νο­ντας τά πε­ραι­τέ­ρω στήν πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ. Ἐν τῷ με­τα­ξύ ἐ­πι­στρέ­φει ὁ ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ἀ­πό τήν Θεσσα­λο­νί­κη μέ τούς αὐ­τα­δέλ­φους ἱ­ε­ρο­μο­νά­χους Γρη­γό­ρι­ο καί Πα­χώ­μι­ο καί κά­νει σύ­να­ξη τῶν Πα­τέ­ρων γι­ά νά τούς ἀ­ναγ­γεί­λει τά πε­ρί τοῦ ἀ­πελ­θό­ντος Γέ­ρο­ντος καί τά πε­ρί τῆς ἐ­ντο­λῆς του γι­ά τήν ἀ­νά­δει­ξη τοῦ Ἀ­να­στα­σί­ου σέ προ­ε­στῶ­τα. Μέ ἔκ­πλη­ξη τό­τε ὁ ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ἀ­κού­ει ὅ­τι ὁ εὐ­λα­βι­κός καί ὁ­σι­ώ­τα­τος Ἀ­να­στά­σι­ος εἶ­χε ἤ­δη ἐκ­δη­μή­σει εἰς Κύ­ρι­ον καί ὅ­τι κα­τά τήν ἐ­ντο­λή του εἶ­χε στε­ρη­θεῖ τα­φῆς. Ἐ­κεί­νη μά­λι­στα τήν ὥ­ρα, πρός ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση τῶν λε­γο­μέ­νων, κα­τε­φθά­νει ἕ­νας κό­ρα­κας, ἔ­χο­ντας στό ράμ­φος του τόν ἀ­ντί­χει­ρα τοῦ Ἀ­να­στα­σί­ου, καί ἀ­φοῦ κά­θι­σε σέ πλη­σι­έ­στα­το ση­μεῖ­ο τοῦ βρά­χου, ἄρ­χι­σε νά τόν κα­τα­τρώ­γει. Συ­γκλο­νι­σμέ­νος ὁ Ἀ­θα­νά­σι­ος ἀ­πό τό δυ­σθε­ώ­ρη­το βά­θος τῆς τα­πει­νώ­σε­ως τοῦ συ­να­σκη­τῆ του σπεύ­δει στό κοί­λω­μα, τόν κα­τα­σπά­ζε­ται καί τόν κα­τα­βρέ­χει μέ τά δά­κρυ­ά του. Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ προ­βαί­νει στόν με­τά τι­μῆς ἐ­ντα­φι­α­σμό· «καὶ τὸ ἐ­πί­λοι­πον σῶ­μα τοῖς δά­κρυ­σιν αὐ­τοῦ πλύ­νας καὶ ταῖς χερ­σὶ συλ­λέ­ξας, τα­φῇ πα­ρα­δί­δω­σιν· ἦν γὰρ τῶν ἐ­να­ρέ­των καὶ κα­τὰ κό­σμον αἰ­δέ­σι­μος». Μέ τά νέ­α δε­δο­μέ­να ὁ ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ἄ­φη­σε στόν Στύ­λο τούς αὐ­τα­δέλ­φους Γρη­γό­ρι­ο καί Πα­χώ­μι­ο, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­γι­ναν οἱ κτί­το­ρες τοῦ ἀ­σκη­τη­ρί­ου τοῦ Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, καί ἀ­νε­χώ­ρη­σε γι­ά τό σπή­λαι­ό του στό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο.

Τό μονοπάτι γιά τήν ἄνοδο στόν ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπί τοῦ Στύλου Σταγῶν.

Περιγραφή τοῦ λαξευτοῦ ναΐσκου. Ὁ ναΐσκος τῶν Ταξιαρχῶν τέσσερες αἰ­ῶ­νες ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἄγνωστο γιά ποιό λόγο. Ἀ­πό τό μο­νο­πά­τι πού ξε­κι­νά­ει ἀ­πό τήν ἀ­να­το­λι­κή πλευ­ρά τοῦ βρά­χου μέ μι­σή ὥ­ρα ἀ­νο­δι­κή πο­ρεί­α φθάνει κα­νείς σή­με­ρα στόν μι­κρό να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πού βρί­σκε­ται σέ ὀ­ρο­πέ­δι­ο τοῦ βρά­χου.
Ὁ λα­ξευ­τός αὐ­τός να­ΐ­σκος εἶ­ναι μι­κρός καί χα­ρι­τω­μέ­νος· ἔ­χει δι­α­στά­σεις μῆ­κος 3,60 μ. (ἀπό τήν εἴσοδο, ἡ ὁποία βρίσκεται στήν νότια πλευρά ἕως τήν βόρεια) καί πλά­τος 1,36 μ. (ἀπό τήν δυτική πλευρά ὡς τήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη), ὕ­ψος δέ περίπου 2 μ. Τό ἱ­ε­ρό βῆ­μα ἔ­χει δι­α­στά­σεις μῆ­κος 1,45 μ. καί πλά­τος 1 μ.
Ἡ ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τοῦ να­οῦ εἶ­ναι ὅ­τι ἡ Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, ἡ Πρό­θε­ση, τό προ­σκυ­νη­τά­ρι, οἱ στύ­λοι πού σχη­μα­τί­ζουν τό τέ­μπλο καί δι­α­χω­ρί­ζουν τό ἱ­ε­ρό βῆ­μα ἀ­πό τόν κυ­ρί­ως να­ό, εἶ­ναι ὅ­λα λα­ξευ­μέ­να μέ τό χέ­ρι ἀ­πό κάποιον παλαι­ό ποι­μέ­να, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται στόν βί­ο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­τε­ω­ρί­τη. Ὁ τά­φος τοῦ κτί­το­ρα εἶ­ναι, ἐ­πί­σης, λα­ξευ­τός καί βρί­σκε­ται στά δε­ξι­ά με­τά τήν εἴ­σο­δο. Ἡ λάρ­να­κα ἔ­χει δι­α­στά­σεις 1,65 χ 0,85 μ. καί ὕ­ψος 1 μ. ἀ­πό τό δά­πε­δο. Πρίν ἀ­πό τήν εἴ­σο­δο τοῦ να­ΐ­σκου ἀ­ρι­στε­ρά σώ­ζο­νται οἱ δύ­ο δε­ξα­με­νές μέ νε­ρό.

1. Ὁ λαξευτός ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 2. Ὁ λαξευτός τάφος τοῦ κτίτορα.

Ἱστορική ἐξέλιξη τοῦ μονυδρίου. Δύ­ο ἀ­κό­μη γρα­πτές μνεῖ­ες πε­ρί τοῦ «Ἁ­γί­ου Στύ­λου Στα­γῶν» εὑ­ρί­σκου­με σέ κώ­δι­κες τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου. Αὐ­τό ἐμ­φαί­νε­ται ἀ­πό τά σχε­τι­κά ση­μει­ώ­μα­τα.
Στόν κώ­δι­κα ὑ­π’ ἀ­ριθ. 150 τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, στό φ. 234v, τό ὁ­ποῖ­ο ὁ Ν. Βέ­ης ἀ­πέ­σπα­σε ἀ­πό τήν στά­χω­ση, μέ γρα­φή τοῦ 14ου αἰ­ώ­να, ὑπάρχει ἡ ἐνθύμηση: «† Ἀρ­χήν τοῦ Στύ­λου τά βι­βλί­α· τά ἤ­φε­ρα ἐ­γώ ὁ πα­πᾶ Νί­καν­δρος τε­τρα­βάγ­γε­λον· Πρα­ξα­πό­στο­λον· Μη­ναῖ­ον δ΄ μη­νῶν· Ὀ­κτω­ή­χι, Στι­χη­ρά­ρι­ον, Τυ­πι­κόν, Πα­τε­ρι­κόν· Ἀ­να­γνω­στι­κόν· Τρι­ώ­δι­ον, Ἐ­κλο­γά­δι­ον· Μη­ναῖ­ον ϛ΄ μη­νῶν» (ΟΔ). Τό ἀ­νω­τέ­ρω ση­μεί­ω­μα ἀ­πο­τε­λεῖ τε­κμή­ρι­ο ὀρ­γα­νω­μέ­νης ἀ­σκη­τι­κῆς συ­νο­δί­ας.
Μνεί­α τοῦ ‘ Ἁ­γί­ου Στύ­λου’ εὑ­ρή­κα­με καί στόν κώ­δι­κα ὑ­π’ ἀ­ριθ. 487 τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, φ. 61r, ὅ­που ὑ­πάρ­χει τό κω­δι­κο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα: «T­έ­λος τῶν τρι­ῶν λει­τουρ­γι­ῶν (…) Θε­οῦ τό δῶ­ρον καί πό­νος Μη­τρο­φά­νους· ἐ­γρά­φη ἐν τῷ ἁ­γί­ῳ Στύ­λῳ, ἔ­τους ͵ζρκε΄ [=1617], Ἰ­ού­λι­ος μήν, α­ῃ΄ ἔ­λα­βε τέ­λος» (ΟΔ).
Ἄλλες Μαρ­τυ­ρί­ες. Στήν γνω­στή χαλ­κο­γρα­φί­α τοῦ μο­να­χοῦ Παρ­θε­νί­ου τοῦ ἔ­τους 1782 ξε­χω­ρί­ζουν ἐ­πί τοῦ ὀ­ρο­πε­δί­ου ἡ «Μ(ο­νή) τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος», μέ ἀρ­κε­τά κτί­σμα­τα (να­ό, κελ­λί­α, δέ­ντρα). Πι­ό χα­μη­λά, στήν ἀ­να­το­λι­κή πλευ­ρά τοῦ βρά­χου, ὁ καλ­λι­τέ­χνης ἀ­πει­κο­νί­ζει ἐ­ντός σπη­λαί­ου τό λε­γό­με­νο Πα­λαι­ο­μο­νά­στη­ρο. Στήν ἄ­κρη τοῦ βρά­χου, ἀ­ρι­στε­ρά, ἀ­φή­νει νά δι­α­φαί­νε­ται ἐ­ντός σπη­λαί­ου τό μο­νύ­δρι­ο τοῦ Ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου τοῦ Μαν­δη­λᾶ, τό ὁ­ποῖ­ο βρί­σκε­ται στήν δυ­τι­κή πλευ­ρά τοῦ βρά­χου. Στήν ΒΑ πλευ­ρά, σέ τρι­πλή σει­ρά κτι­σμά­των ἀ­πό τά ρι­ζά τοῦ βρά­χου καί ἐ­ντός σχι­σμῆς, εἶ­ναι σχε­δι­α­σμέ­νη «ἡ Πα­να­γί­α τῶν Φυ­λα­κῶν» (ἄ­νευ ἐ­πι­γρα­φῆς).
Ὁ Γάλ­λος ἀρ­χαι­ο­λό­γος Léon Heuzey στά 1858 ἀναφέρει τό μο­νύ­δρι­ο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος με­τα­ξύ ἄλ­λων ἕν­δε­κα με­τε­ω­ρί­τι­κων μο­να­στη­ρί­ων καί δη­λοῖ ὅ­τι ἔ­λα­βε γνώ­ση πε­ρί αὐ­τοῦ ἀ­πό τήν ἐ­ντό­πι­α προ­φο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση.
Στά 1882 ὁ προ­η­γού­με­νος Πο­λύ­καρ­πος Ραμ­μί­δης μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅτι «ὁ βρά­χος οὗ­τος σύ­γκει­ται ἐκ δύ­ο κο­ρυ­φῶν, ἐ­φ’ ὧν ἵ­στα­νται ἐ­μπε­πη­γμέ­νοι οἱ σταυ­ροί, ἐ­χου­σῶν ὕ­ψος ἡ μὲν τρι­α­κο­σί­ων, ἡ δὲ τε­τρα­κο­σί­ων πή­χε­ων, ἐν τῷ μέ­σῳ δ’ αὐ­τῶν τῶν δύ­ο, οὕ­τως εἰ­πεῖν λό­φων ὑ­πάρ­χει ὀ­ρο­πέ­δι­ον ἢ κοι­λὰς ἐκ πέ­ντε στρεμ­μά­των συ­γκει­μέ­νη ἔν­θα εἶ­ναι οἰ­κο­δο­μη­μέ­νος ὁ κύ­ρι­ος να­ὸς ἐ­π’ ὀ­νό­μα­τι τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος, δι­ά­φο­ρα δέν­δρα, μί­α δε­ξα­με­νὴ καὶ ἄλ­λα ἐ­ρεί­πι­α, τὸ δὲ ὕ­ψος αὐ­τοῦ κα­τὰ τὸ μέ­ρος τῆς ἀ­να­βά­σε­ως εἶ­ναι μό­νον ὀ­γδο­ή­κο­ντα πή­χε­ων».

Ὁ χῶρος πρό τοῦ ναοῦ μέ τίς ὀπές τῶν δοκῶν ἀπό τά παλαιά κτίσματα ἐπί τῶν βράχων.

Στίς δύ­ο κο­ρυ­φές τοῦ πε­λώ­ρι­ου αὐ­τοῦ βρά­χου ὑ­πῆρ­χαν μέ­χρι τίς ἀρ­χές τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να δύ­ο σι­δε­ρέ­νι­οι σταυ­ροί, κα­θώς μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ καί ὁ Φώ­της Κο­το­πού­λης. Ὁ πο­λύ ὑ­ψη­λός ὀ­ξει­δώ­θη­κε καί κα­τέ­πε­σε ἀ­πό κε­ραυ­νό γύ­ρω στά 1945. Στήν ἑ­ορ­τή τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος τόν κα­τέ­βα­ζαν οἱ Κα­στρα­κι­νοί, τοῦ κρε­μοῦ­σαν ἕ­να μα­ντή­λι, καί τόν ξα­να­το­πο­θε­τοῦ­σαν στήν θέ­ση του. Σή­με­ρα ἔ­χουν στή­σει ἕ­ναν ἄλ­λο σι­δε­ρέ­νι­ο σταυ­ρό σέ χαμηλότερη κορυφή τοῦ Στύλου, στό λεγόμενο Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὁ δεύ­τε­ρος σι­δε­ρέ­νι­ος σταυ­ρός ἀ­να­σύρ­θη­κε μέ ἑ­λι­κό­πτε­ρο ἀ­πό σύγ­χρο­νους Γερ­μα­νούς ἀ­ναρ­ρι­χη­τές (ὀ­νό­μα­τι Heinz Lothar Stutte καί Dietrich Hasse), οἱ ὁ­ποῖ­οι τόν προ­σέ­φε­ραν στήν μο­νή Βαρ­λα­άμ. Σή­με­ρα φυ­λάσ­σε­ται στό σκευ­ο­φυ­λά­κι­ό της. Ἐ­πει­δή τά ση­μει­ω­μέ­να γράμ­μα­τα στόν σταυ­ρό εἶ­ναι σέ βυ­ζα­ντι­νό συ­μπί­λη­μα τά θε­ω­ροῦ­σαν γι­ά σλα­βι­κά. Ἔ­τσι εἶ­χαν ἀ­πο­δώ­σει τόν σι­δε­ρέ­νι­ο αὐ­τό σταυ­ρό στόν Σέρ­βο κα­τα­κτη­τή Στέ­φα­νο Δου­σάν, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­θε­ω­ρεῖ­το ὅ­τι τόν εἶ­χε στή­σει στόν βρά­χο. Ὁ σταυ­ρός ἔ­χει χα­ρα­γμέ­να σέ συ­μπί­λη­μα τά ἑ­ξῆς:
« † Γε­ρα/σή/μο(υ) / (μον)αχ(οῦ) / † Ἰ­ω(άν)/ν(ου) (μον)αχ(οῦ) /
   † Μιχ(α­ήλ) / ὁ μα/ή­στο/ρ».
Ἡ ἀ­νά­γνω­ση ὀ­φεί­λε­ται στόν λό­γι­ο μο­να­χό Συ­με­ών Δι­ο­νυ­σι­ά­τη, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τά Με­τέ­ω­ρα τό ἔ­τος 2006 καί εἶ­χε τήν κα­λο­σύ­νη νά μᾶς πλη­ρο­φο­ρή­σει ἐγ­γρά­φως γι­ά τήν ἐν λό­γῳ λί­αν δυ­σα­νά­γνω­στη ἐ­πι­γρα­φή. Ἄ­ρα ἦ­ταν ἀ­φι­έ­ρω­μα τῶν δύ­ο αὐ­τῶν, με­τε­ω­ρι­τῶν πιθανῶς μο­να­χῶν, ὀ­νό­μα­τι Γε­ρα­σί­μου καί Ἰ­ω­άν­νη. Ἀ­να­γρά­φε­ται δέ καί τό ὄ­νο­μα τοῦ κα­τα­σκευ­α­στῆ-μα­ΐ­στο­ρα Μι­χα­ήλ.

1. Οἱ σημαῖες στό ὀροπέδιο καί δεξιότερα μία κορυφή τοῦ βράχου, ἡ λεγόμενη «Μικρό Ἅγιο Πνεῦμα». 2. Ὁ σταυρός μέ τήν ἑλληνική σημαία, ὅπου οἱ Καστρακινοί ἀναρριχῶνται καί ἀναρτοῦν τίς σημαῖες τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς. 3. Σύγχρονοι Καστρακινοί στό «Μικρό Ἅγιο Πνεῦμα» ἀνανεώνοντας τήν Ἑλληνική σημαία καί ὕφασμα μέ κεντημένο σταυρό.

Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εἶ­ναι ἡ πε­ρι­γρα­φή γι­ά τήν πρώ­τη του ἀ­νά­βα­ση στά 1918 τοῦ Κα­στρα­κι­νοῦ συγ­γρα­φέ­α Φώ­τη Κο­το­πού­λη, πρίν κα­ταρ­ρι­φθεῖ μέ­ρος τοῦ βρά­χου καί γί­νει ἔ­τσι πι­ό εὔ­κο­λη ἡ προ­σπέ­λα­ση:
«Στὸν βρά­χο αὐ­τὸ ἀ­νέ­βη­κα, γι­ὰ πρώ­τη φο­ρά, κα­τὰ τὴν πα­ρο­μο­νὴ τοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος τὸ ἔ­τος 1918 καὶ σὲ ἡ­λι­κί­α τό­τε 15 ἐ­τῶν. Ἡ ἄ­νο­δος ἐ­γί­νε­το μὲ ἀ­ναρ­ρί­χη­σι. Τὸ ὕ­ψος ἀ­πὸ τὴ βά­σι μέ­χρι τοῦ ση­μεί­ου ὅ­που ἦ­το ἐν­σφη­νω­μέ­νος στὸν βρά­χο πάσ­σα­λος σι­δε­ρέ­νι­ος ἔ­φτα­νε τὰ 30 μέ­τρα. Ἀ­πὸ τὸν πάσ­σα­λο προσ­δέ­νο­νταν χον­δρὸ σχοι­νὶ μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο κρα­τού­με­νος ὁ ἀ­να­βά­της σὲ κά­θε του βῆ­μα πρὸς τὰ πά­νω ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­ναλ­λάσ­ση καὶ τὸ κά­θε του χέ­ρι πρὸς τὰ πά­νω κι ἔ­τσι ἀ­νέ­βαι­νε.
   Ἐ­γὼ δει­λὸς πε­ρὶ τὴν ἀ­ναρ­ρί­χη­σι, ἀ­φοῦ ἔ­φτα­σα πε­ρί­που τὰ δέ­κα πέ­ντε μέ­τρα ὕ­ψος, ἄρ­χι­σαν νὰ τρέ­μουν τὰ πό­δι­α μου· δὲν ἄ­ντε­ξα καὶ κα­τέ­βη­κα· ἀλ­λ’ ἔ­πρε­πε ὁ­πωσ­δή­πο­τε ν’ ἀ­νε­βῶ, γι­α­τί εἶ­χα καὶ ἀ­πο­στο­λὴ νὰ ἀ­να­πλη­ρώ­σω τὸν ἀ­που­σι­ά­ζο­ντα ψάλ­τη, γι­ὰ τὴν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα κα­τὰ τὴν τέ­λε­σι τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας. Ὁ­πό­τε μὲ προ­έ­τρε­ψαν καὶ γι­ὰ νὰ ἀ­πο­βά­λω μέ­ρος τοῦ φό­βου μου, νὰ προσ­δε­θῶ ἀ­πὸ τὴν μέ­ση μου γι­ὰ νὰ μὲ συ­γκρα­τοῦν κι ἔ­τσι κα­τώρ­θω­σα καὶ ἀ­νέ­βη­κα. Τὸ πρω­ὶ καὶ με­τὰ τὴν λῆ­ξι τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας πα­ρε­τή­ρη­σα ὅ­τι πά­νω σὲ μί­α λάρ­να­κα ὑ­πῆρ­χαν δι­ά­φο­ρα σι­δη­ρᾶ ἐρ­γα­λεῖ­α καὶ με­ρι­κὰ ἐ­φθαρ­μέ­να βι­βλί­α. Ἀ­πὸ τοῦ ἔ­τους 1950 ὅ­μως ἡ ἀ­νά­βα­σι γί­νε­ται πι­ὸ εὐ­κο­λώ­τε­ρη καὶ χω­ρὶς σχοι­νι­ά. Γι­α­τὶ κά­ποι­α βρο­χε­ρὴ καὶ τσου­χτε­ρὴ χει­μω­νι­ά­τι­κη τοῦ Γε­νά­ρη βρα­δι­ὰ καὶ πε­ρὶ ὥ­ραν δε­κά­την νυ­χτε­ρι­νὴ ἕ­να τι­τά­νι­ο κομ­μά­τι βρά­χου, ὁ­λά­κε­ρο βου­νό, τοῦ ὁ­ποί­ου τὸ μῆ­κος ἔ­φτα­νε σχε­δὸν τὰ 30 μέ­τρα, βά­ρους δὲ χι­λι­ά­δων τόν­νων καὶ ἀ­πὸ ὕ­ψος πε­νῆ­ντα μέ­τρων ξε­κό­πη­κε ἀ­πὸ τὴν ψη­λό­τε­ρη κο­ρυ­φὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ δι­ο­λί­σθη­σε πρὸς τὰ κά­τω, ὅ­που προ­σέ­κρου­σε στὸ ση­μεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο ποὺ ὑ­πῆρ­χε ὁ πάσ­σα­λος καὶ κα­τα­κομ­μά­τι­α­σε τὸν βρά­χο μὲ τὸν πάσ­σα­λο καὶ σὲ λί­γο ἔ­γι­νε κι αὐ­τὸ συ­ντρίμ­μι­α. Τὸ πᾶν ἐ­σεί­στη­κε συν­θέ­με­λα καὶ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ κα­τα­λά­βουν οἱ Κα­στρα­κι­νοὶ τὸ τί ἀ­κρι­βῶς συ­νέ­βη. Μι­ὰ ἐκ­θαμ­βω­τι­κὴ ἀ­να­λα­μπὴ προ­ῆλ­θε ἀ­πὸ τὴν πρό­σκρου­σι κι ἕ­νας κρό­τος τρο­μα­κτι­κός».
Τό θαυ­μα­στό εἶ­ναι ὅ­τι, ἐ­νῶ οἱ πέ­τρες ἔ­φθα­σαν στά πι­ό πλη­σι­ό­χω­ρα σπί­τι­α τοῦ Κα­στρα­κί­ου, δέν ὑ­πῆρ­ξε κα­νέ­νας τραυ­μα­τι­σμός ἤ θά­να­τος.
Ὁμοίως ὁ ἐκ Κα­λα­μπά­κας συγ­γρα­φέ­ας Ἀ­ντώ­νης Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι ὁ πάσ­σα­λος ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο κρε­μοῦ­σαν τό σχοι­νί γι­ά ἀ­νά­βα­ση ἀ­πεῖχε ἀ­πό τό ἔ­δα­φος 15 μέ­τρα. Με­τά τό 1948 –γρά­φει– ἔ­γι­νε τό μο­νο­πά­τι εὐ­κο­λό­τε­ρο μέ τήν πτώ­ση ἑ­νός προ­σκε­κολ­λη­μέ­νου βρά­χου: «Μί­α νύ­κτα τοῦ μη­νὸς Μαρ­τί­ου 1948, συ­νε­πεί­ᾳ δι­α­βρώ­σε­ως ἀ­πε­κό­πη μέ­γα τμῆ­μα τοῦ βρά­χου ἐξ οὗ πα­ρή­χθη­σαν πλέ­ον τῶν 25.000 κυ­βι­κῶν οἰ­κο­δο­μη­σί­μων λί­θων. Ἔ­κτο­τε κα­τέ­στη πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σι­τὸς δι­ὰ τοὺς τολ­μη­ροὺς ἀ­να­βά­τας».
Στόν και­ρό τοῦ ἐμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου Κα­στρα­κι­νοί κά­τοι­κοι ἀ­νέ­βαι­ναν στό σπή­λαι­ο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος γι­ά νά δι­α­σω­θοῦν ἀ­πό τίς συμφορές.
Ἀ­πό τό 1994 ὁ να­ΐ­σκος εἶ­ναι με­τό­χι τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 18/22.11.1994 πρά­ξη τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­τη Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων κ. Σε­ρα­φείμ καί πα­νη­γυ­ρί­ζει στήν φε­ρώ­νυ­μη ἑ­ορ­τή.

Ἀρτοκλασία στήν πανήγυρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (2006).
View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.