Ἕνας γιγαντόσωμος πανύψηλος βράχος μέ ἀρκετά φυσικά σπήλαια εἶναι ὁ ἀναφερόμενος στά παλαιά ἔγγραφα ὡς Στύλος Σταγῶν, σήμερα δέ ὡς βράχος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στό μέσο περίπου τοῦ βράχου σχηματίζεται ἕνα ὀροπέδιο, μιά κοιλάδα ὀλίγων στρεμμάτων. Ἐκεῖ ὑπάρχει, μέσα σέ σπήλαιο, ὁ λαξευτός ναΐσκος τῶν Ταξιαρχῶν, ἀφιερωθείς ἀργότερα στό Ἅγιον Πνεῦμα.
Παλαιότερη μνεία. Καθώς πληροφορούμαστε ἀπό τόν βίο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτη, ὁ ἐν λόγῳ ναΐσκος, ὅταν πρωτανέβηκαν (περί τό 1333/4) στόν Στύλο Σταγῶν μέ τόν Γέροντά του Γρηγόριο τόν Στυλίτη, ἦταν ἀφιερωμένος «εἰς ὄνομα τῶν Ταξιαρχῶν». Ἐκεῖ ἔζησαν τά πρῶτα μετεωρίτικα βιώματα, λατρεύοντας τόν Θεό στόν λαξευτό αὐτόν ναό καί στά γύρω σπήλαια.
Ὁσιακές μορφές στόν Στύλο Σταγῶν. Οἱ γνωστές μεγάλες ὁσιακές μορφές εἶναι Γρηγόριος ὁ Στυλίτης καί ὁ Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης. Περί τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου καί τοῦ γέροντός του Γρηγορίου ὑπάρχει ἐκτενής βιογραφία-συναξάρι στόν Β΄ τόμο στό κεφάλαιο Μεγάλο Μετέωρο.
Ἀσφαλῶς θά ἀδικήσουμε τούς φιλόσιους προσκυνητές τῶν Μετεώρων ἄν δέν ἀναφερθοῦμε στήν ἀξιομνημόνευτη ὁσιακή μορφή τοῦ ἱερομονάχου Ἀναστασίου τοῦ Στυλίτη. Ὁ ὅσιος Ἀναστάσιος, αἰδέσιμος ἤδη ἀπό τόν κόσμο καί γιά τήν πνευματικότητά του καί τήν ἐξ εὐγενῶν καταγωγή, ἀνῆλθε στόν Στύλο καί ἔγινε ὑποτακτικός τοῦ γέροντα Γρηγορίου στόν Στύλο Σταγῶν, σημερινό βράχο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Περί τό 1344, στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ὁ θεῖος Γρηγόριος, δυσαρεστημένος ἀπό τούς ἐντόπιους ἄρχοντες, ἀνεχώρησε γιά τήν πατρίδα του τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀπεβίωσε εἰρηνικά, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἀποκτήσει νέους μαθητές καί εἶχε κερδίσει τόν γενικό σεβασμό, τήν ἐκτίμηση καί τήν ἀγάπη, ὄχι μόνο τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων, ἀλλά καί τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη καί τῶν βασιλέων, καθώς καί τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ τῆς πόλεως.
Ὅταν ὁ ἀφοσιωμένος ὑποτακτικός του Ἀθανάσιος ἔμαθε γιά τήν ἀναχώρησή του ἀπό τά Μετέωρα σπεύδει νά τόν συναντήσει στήν Θεσσαλονίκη καί παρακαλεῖ τόν προεστῶτα του νά τόν ἀκολουθήσει στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Γρηγόριος ὅμως δέν δέχτηκε. Προέβλεπε διορατικά, ὅτι ὁ Ἀθανάσιος ἦταν προωρισμένος νά γίνει ὁ ἅγιος τῶν Βράχων. Συγκινημένος, προφανῶς, ἀπό τήν ἀφοσίωσή του παρέδωσε τότε στήν πνευματική του καθοδήγηση καί τούς δύο νεόκουρους ἱερομονάχους Γρηγόριο καί Παχώμιο. Ἐπί πλέον τοῦ παρήγγειλε νά ἐπιστρέψει στόν Στύλο καί νά ἀναγγείλει στούς πατέρες, ὅτι εἶναι ἐντολή του νά γίνει προεστώς τοῦ Στύλου ὁ πνευματικά προηγμένος Ἀναστάσιος, τόν ὁποῖο καί νά ἐγκαταστήσει ὡς προεστῶτα.
Ὁ Ἀναστάσιος, ἐν τῷ μεταξύ, ὅλως αἰφνιδίως ἀσθένησε. Ὁ ἁγιασμένος στυλίτης ὁλόκληρα χρόνια μελετοῦσε τήν Κλίμακα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Σιναΐτη. Καί τώρα εὑρισκόμενος στά πρόθυρα τοῦ θανάτου θυμήθηκε παρόμοια περιστατικά ἀπό τήν Σιναϊτική «Φυλακή τῶν μετανοούντων» καί ἐπετίμησε τούς συνασκητές του νά μήν ἐνταφιάσουν κατά τήν κανονική τάξη τό σῶμα του, ἀλλά νά τό ρίξουν στήν χαράδρα ὡς μίασμα, γιά νά γίνει τροφή στά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί στά θηρία τῆς γῆς. «Ὃς δι᾿ ἄκραν ταπείνωσιν ἐπιτιμήσας τοὺς συνόντας αὐτῷ ἀδελφοὺς τοῦ μὴ ταφῆς ἀξιῶσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ὥς τι ἄγος ἐπιῤῥῖψαι τοῦτο τοῖς πετεινοῖς καὶ θηρίοις βοράν».
Οἱ στυλίτες πατέρες –ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε προεστώς– φοβηθέντες τήν ἐπιτίμηση ἔθεσαν εὐλαβῶς τό ἱερό ἀσκητικό σῶμα, τυλιγμένο μέσα στό μοναχικό του ράσο, μέσα σ᾿ ἕνα κοίλωμα τοῦ βράχου, ἀφήνοντας τά περαιτέρω στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἐν τῷ μεταξύ ἐπιστρέφει ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἀπό τήν Θεσσαλονίκη μέ τούς αὐταδέλφους ἱερομονάχους Γρηγόριο καί Παχώμιο καί κάνει σύναξη τῶν Πατέρων γιά νά τούς ἀναγγείλει τά περί τοῦ ἀπελθόντος Γέροντος καί τά περί τῆς ἐντολῆς του γιά τήν ἀνάδειξη τοῦ Ἀναστασίου σέ προεστῶτα. Μέ ἔκπληξη τότε ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἀκούει ὅτι ὁ εὐλαβικός καί ὁσιώτατος Ἀναστάσιος εἶχε ἤδη ἐκδημήσει εἰς Κύριον καί ὅτι κατά τήν ἐντολή του εἶχε στερηθεῖ ταφῆς. Ἐκείνη μάλιστα τήν ὥρα, πρός ἐπιβεβαίωση τῶν λεγομένων, κατεφθάνει ἕνας κόρακας, ἔχοντας στό ράμφος του τόν ἀντίχειρα τοῦ Ἀναστασίου, καί ἀφοῦ κάθισε σέ πλησιέστατο σημεῖο τοῦ βράχου, ἄρχισε νά τόν κατατρώγει. Συγκλονισμένος ὁ Ἀθανάσιος ἀπό τό δυσθεώρητο βάθος τῆς ταπεινώσεως τοῦ συνασκητῆ του σπεύδει στό κοίλωμα, τόν κατασπάζεται καί τόν καταβρέχει μέ τά δάκρυά του. Ἐν συνεχείᾳ προβαίνει στόν μετά τιμῆς ἐνταφιασμό· «καὶ τὸ ἐπίλοιπον σῶμα τοῖς δάκρυσιν αὐτοῦ πλύνας καὶ ταῖς χερσὶ συλλέξας, ταφῇ παραδίδωσιν· ἦν γὰρ τῶν ἐναρέτων καὶ κατὰ κόσμον αἰδέσιμος». Μέ τά νέα δεδομένα ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἄφησε στόν Στύλο τούς αὐταδέλφους Γρηγόριο καί Παχώμιο, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ἔγιναν οἱ κτίτορες τοῦ ἀσκητηρίου τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, καί ἀνεχώρησε γιά τό σπήλαιό του στό Μεγάλο Μετέωρο.
Περιγραφή τοῦ λαξευτοῦ ναΐσκου. Ὁ ναΐσκος τῶν Ταξιαρχῶν τέσσερες αἰῶνες ἀργότερα ἀναφέρεται ὡς ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄγνωστο γιά ποιό λόγο. Ἀπό τό μονοπάτι πού ξεκινάει ἀπό τήν ἀνατολική πλευρά τοῦ βράχου μέ μισή ὥρα ἀνοδική πορεία φθάνει κανείς σήμερα στόν μικρό ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού βρίσκεται σέ ὀροπέδιο τοῦ βράχου.
Ὁ λαξευτός αὐτός ναΐσκος εἶναι μικρός καί χαριτωμένος· ἔχει διαστάσεις μῆκος 3,60 μ. (ἀπό τήν εἴσοδο, ἡ ὁποία βρίσκεται στήν νότια πλευρά ἕως τήν βόρεια) καί πλάτος 1,36 μ. (ἀπό τήν δυτική πλευρά ὡς τήν Ὡραία Πύλη), ὕψος δέ περίπου 2 μ. Τό ἱερό βῆμα ἔχει διαστάσεις μῆκος 1,45 μ. καί πλάτος 1 μ.
Ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ ναοῦ εἶναι ὅτι ἡ Ἁγία Τράπεζα, ἡ Πρόθεση, τό προσκυνητάρι, οἱ στύλοι πού σχηματίζουν τό τέμπλο καί διαχωρίζουν τό ἱερό βῆμα ἀπό τόν κυρίως ναό, εἶναι ὅλα λαξευμένα μέ τό χέρι ἀπό κάποιον παλαιό ποιμένα, ὅπως ἀναφέρεται στόν βίο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτη. Ὁ τάφος τοῦ κτίτορα εἶναι, ἐπίσης, λαξευτός καί βρίσκεται στά δεξιά μετά τήν εἴσοδο. Ἡ λάρνακα ἔχει διαστάσεις 1,65 χ 0,85 μ. καί ὕψος 1 μ. ἀπό τό δάπεδο. Πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ ναΐσκου ἀριστερά σώζονται οἱ δύο δεξαμενές μέ νερό.
Ἱστορική ἐξέλιξη τοῦ μονυδρίου. Δύο ἀκόμη γραπτές μνεῖες περί τοῦ «Ἁγίου Στύλου Σταγῶν» εὑρίσκουμε σέ κώδικες τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Αὐτό ἐμφαίνεται ἀπό τά σχετικά σημειώματα.
Στόν κώδικα ὑπ’ ἀριθ. 150 τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, στό φ. 234v, τό ὁποῖο ὁ Ν. Βέης ἀπέσπασε ἀπό τήν στάχωση, μέ γραφή τοῦ 14ου αἰώνα, ὑπάρχει ἡ ἐνθύμηση: «† Ἀρχήν τοῦ Στύλου τά βιβλία· τά ἤφερα ἐγώ ὁ παπᾶ Νίκανδρος τετραβάγγελον· Πραξαπόστολον· Μηναῖον δ΄ μηνῶν· Ὀκτωήχι, Στιχηράριον, Τυπικόν, Πατερικόν· Ἀναγνωστικόν· Τριώδιον, Ἐκλογάδιον· Μηναῖον ϛ΄ μηνῶν» (ΟΔ). Τό ἀνωτέρω σημείωμα ἀποτελεῖ τεκμήριο ὀργανωμένης ἀσκητικῆς συνοδίας.
Μνεία τοῦ ‘ Ἁγίου Στύλου’ εὑρήκαμε καί στόν κώδικα ὑπ’ ἀριθ. 487 τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, φ. 61r, ὅπου ὑπάρχει τό κωδικογραφικό σημείωμα: «Tέλος τῶν τριῶν λειτουργιῶν (…) Θεοῦ τό δῶρον καί πόνος Μητροφάνους· ἐγράφη ἐν τῷ ἁγίῳ Στύλῳ, ἔτους ͵ζρκε΄ [=1617], Ἰούλιος μήν, αῃ΄ ἔλαβε τέλος» (ΟΔ).
Ἄλλες Μαρτυρίες. Στήν γνωστή χαλκογραφία τοῦ μοναχοῦ Παρθενίου τοῦ ἔτους 1782 ξεχωρίζουν ἐπί τοῦ ὀροπεδίου ἡ «Μ(ονή) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», μέ ἀρκετά κτίσματα (ναό, κελλία, δέντρα). Πιό χαμηλά, στήν ἀνατολική πλευρά τοῦ βράχου, ὁ καλλιτέχνης ἀπεικονίζει ἐντός σπηλαίου τό λεγόμενο Παλαιομονάστηρο. Στήν ἄκρη τοῦ βράχου, ἀριστερά, ἀφήνει νά διαφαίνεται ἐντός σπηλαίου τό μονύδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μανδηλᾶ, τό ὁποῖο βρίσκεται στήν δυτική πλευρά τοῦ βράχου. Στήν ΒΑ πλευρά, σέ τριπλή σειρά κτισμάτων ἀπό τά ριζά τοῦ βράχου καί ἐντός σχισμῆς, εἶναι σχεδιασμένη «ἡ Παναγία τῶν Φυλακῶν» (ἄνευ ἐπιγραφῆς).
Ὁ Γάλλος ἀρχαιολόγος Léon Heuzey στά 1858 ἀναφέρει τό μονύδριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μεταξύ ἄλλων ἕνδεκα μετεωρίτικων μοναστηρίων καί δηλοῖ ὅτι ἔλαβε γνώση περί αὐτοῦ ἀπό τήν ἐντόπια προφορική παράδοση.
Στά 1882 ὁ προηγούμενος Πολύκαρπος Ραμμίδης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «ὁ βράχος οὗτος σύγκειται ἐκ δύο κορυφῶν, ἐφ’ ὧν ἵστανται ἐμπεπηγμένοι οἱ σταυροί, ἐχουσῶν ὕψος ἡ μὲν τριακοσίων, ἡ δὲ τετρακοσίων πήχεων, ἐν τῷ μέσῳ δ’ αὐτῶν τῶν δύο, οὕτως εἰπεῖν λόφων ὑπάρχει ὀροπέδιον ἢ κοιλὰς ἐκ πέντε στρεμμάτων συγκειμένη ἔνθα εἶναι οἰκοδομημένος ὁ κύριος ναὸς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, διάφορα δένδρα, μία δεξαμενὴ καὶ ἄλλα ἐρείπια, τὸ δὲ ὕψος αὐτοῦ κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀναβάσεως εἶναι μόνον ὀγδοήκοντα πήχεων».
Στίς δύο κορυφές τοῦ πελώριου αὐτοῦ βράχου ὑπῆρχαν μέχρι τίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα δύο σιδερένιοι σταυροί, καθώς μᾶς πληροφορεῖ καί ὁ Φώτης Κοτοπούλης. Ὁ πολύ ὑψηλός ὀξειδώθηκε καί κατέπεσε ἀπό κεραυνό γύρω στά 1945. Στήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τόν κατέβαζαν οἱ Καστρακινοί, τοῦ κρεμοῦσαν ἕνα μαντήλι, καί τόν ξανατοποθετοῦσαν στήν θέση του. Σήμερα ἔχουν στήσει ἕναν ἄλλο σιδερένιο σταυρό σέ χαμηλότερη κορυφή τοῦ Στύλου, στό λεγόμενο Ἅγιο Πνεῦμα.
Ὁ δεύτερος σιδερένιος σταυρός ἀνασύρθηκε μέ ἑλικόπτερο ἀπό σύγχρονους Γερμανούς ἀναρριχητές (ὀνόματι Heinz Lothar Stutte καί Dietrich Hasse), οἱ ὁποῖοι τόν προσέφεραν στήν μονή Βαρλαάμ. Σήμερα φυλάσσεται στό σκευοφυλάκιό της. Ἐπειδή τά σημειωμένα γράμματα στόν σταυρό εἶναι σέ βυζαντινό συμπίλημα τά θεωροῦσαν γιά σλαβικά. Ἔτσι εἶχαν ἀποδώσει τόν σιδερένιο αὐτό σταυρό στόν Σέρβο κατακτητή Στέφανο Δουσάν, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ὅτι τόν εἶχε στήσει στόν βράχο. Ὁ σταυρός ἔχει χαραγμένα σέ συμπίλημα τά ἑξῆς:
« † Γερα/σή/μο(υ) / (μον)αχ(οῦ) / † Ἰω(άν)/ν(ου) (μον)αχ(οῦ) /
† Μιχ(αήλ) / ὁ μα/ήστο/ρ».
Ἡ ἀνάγνωση ὀφείλεται στόν λόγιο μοναχό Συμεών Διονυσιάτη, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε τά Μετέωρα τό ἔτος 2006 καί εἶχε τήν καλοσύνη νά μᾶς πληροφορήσει ἐγγράφως γιά τήν ἐν λόγῳ λίαν δυσανάγνωστη ἐπιγραφή. Ἄρα ἦταν ἀφιέρωμα τῶν δύο αὐτῶν, μετεωριτῶν πιθανῶς μοναχῶν, ὀνόματι Γερασίμου καί Ἰωάννη. Ἀναγράφεται δέ καί τό ὄνομα τοῦ κατασκευαστῆ-μαΐστορα Μιχαήλ.
Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περιγραφή γιά τήν πρώτη του ἀνάβαση στά 1918 τοῦ Καστρακινοῦ συγγραφέα Φώτη Κοτοπούλη, πρίν καταρριφθεῖ μέρος τοῦ βράχου καί γίνει ἔτσι πιό εὔκολη ἡ προσπέλαση:
«Στὸν βράχο αὐτὸ ἀνέβηκα, γιὰ πρώτη φορά, κατὰ τὴν παρομονὴ τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸ ἔτος 1918 καὶ σὲ ἡλικία τότε 15 ἐτῶν. Ἡ ἄνοδος ἐγίνετο μὲ ἀναρρίχησι. Τὸ ὕψος ἀπὸ τὴ βάσι μέχρι τοῦ σημείου ὅπου ἦτο ἐνσφηνωμένος στὸν βράχο πάσσαλος σιδερένιος ἔφτανε τὰ 30 μέτρα. Ἀπὸ τὸν πάσσαλο προσδένονταν χονδρὸ σχοινὶ μὲ τὸ ὁποῖο κρατούμενος ὁ ἀναβάτης σὲ κάθε του βῆμα πρὸς τὰ πάνω ἔπρεπε νὰ ἐναλλάσση καὶ τὸ κάθε του χέρι πρὸς τὰ πάνω κι ἔτσι ἀνέβαινε.
Ἐγὼ δειλὸς περὶ τὴν ἀναρρίχησι, ἀφοῦ ἔφτασα περίπου τὰ δέκα πέντε μέτρα ὕψος, ἄρχισαν νὰ τρέμουν τὰ πόδια μου· δὲν ἄντεξα καὶ κατέβηκα· ἀλλ’ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ν’ ἀνεβῶ, γιατί εἶχα καὶ ἀποστολὴ νὰ ἀναπληρώσω τὸν ἀπουσιάζοντα ψάλτη, γιὰ τὴν ἑπομένη ἡμέρα κατὰ τὴν τέλεσι τῆς θείας λειτουργίας. Ὁπότε μὲ προέτρεψαν καὶ γιὰ νὰ ἀποβάλω μέρος τοῦ φόβου μου, νὰ προσδεθῶ ἀπὸ τὴν μέση μου γιὰ νὰ μὲ συγκρατοῦν κι ἔτσι κατώρθωσα καὶ ἀνέβηκα. Τὸ πρωὶ καὶ μετὰ τὴν λῆξι τῆς θείας λειτουργίας παρετήρησα ὅτι πάνω σὲ μία λάρνακα ὑπῆρχαν διάφορα σιδηρᾶ ἐργαλεῖα καὶ μερικὰ ἐφθαρμένα βιβλία. Ἀπὸ τοῦ ἔτους 1950 ὅμως ἡ ἀνάβασι γίνεται πιὸ εὐκολώτερη καὶ χωρὶς σχοινιά. Γιατὶ κάποια βροχερὴ καὶ τσουχτερὴ χειμωνιάτικη τοῦ Γενάρη βραδιὰ καὶ περὶ ὥραν δεκάτην νυχτερινὴ ἕνα τιτάνιο κομμάτι βράχου, ὁλάκερο βουνό, τοῦ ὁποίου τὸ μῆκος ἔφτανε σχεδὸν τὰ 30 μέτρα, βάρους δὲ χιλιάδων τόννων καὶ ἀπὸ ὕψος πενῆντα μέτρων ξεκόπηκε ἀπὸ τὴν ψηλότερη κορυφὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ διολίσθησε πρὸς τὰ κάτω, ὅπου προσέκρουσε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ ὑπῆρχε ὁ πάσσαλος καὶ κατακομμάτιασε τὸν βράχο μὲ τὸν πάσσαλο καὶ σὲ λίγο ἔγινε κι αὐτὸ συντρίμμια. Τὸ πᾶν ἐσείστηκε συνθέμελα καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν οἱ Καστρακινοὶ τὸ τί ἀκριβῶς συνέβη. Μιὰ ἐκθαμβωτικὴ ἀναλαμπὴ προῆλθε ἀπὸ τὴν πρόσκρουσι κι ἕνας κρότος τρομακτικός».
Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι, ἐνῶ οἱ πέτρες ἔφθασαν στά πιό πλησιόχωρα σπίτια τοῦ Καστρακίου, δέν ὑπῆρξε κανένας τραυματισμός ἤ θάνατος.
Ὁμοίως ὁ ἐκ Καλαμπάκας συγγραφέας Ἀντώνης Παπαγεωργίου μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ πάσσαλος ἀπό τόν ὁποῖο κρεμοῦσαν τό σχοινί γιά ἀνάβαση ἀπεῖχε ἀπό τό ἔδαφος 15 μέτρα. Μετά τό 1948 –γράφει– ἔγινε τό μονοπάτι εὐκολότερο μέ τήν πτώση ἑνός προσκεκολλημένου βράχου: «Μία νύκτα τοῦ μηνὸς Μαρτίου 1948, συνεπείᾳ διαβρώσεως ἀπεκόπη μέγα τμῆμα τοῦ βράχου ἐξ οὗ παρήχθησαν πλέον τῶν 25.000 κυβικῶν οἰκοδομησίμων λίθων. Ἔκτοτε κατέστη περισσότερο προσιτὸς διὰ τοὺς τολμηροὺς ἀναβάτας».
Στόν καιρό τοῦ ἐμφυλίου πολέμου Καστρακινοί κάτοικοι ἀνέβαιναν στό σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά διασωθοῦν ἀπό τίς συμφορές.
Ἀπό τό 1994 ὁ ναΐσκος εἶναι μετόχι τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίας Τριάδος μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 18/22.11.1994 πράξη τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτη Σταγῶν καί Μετεώρων κ. Σεραφείμ καί πανηγυρίζει στήν φερώνυμη ἑορτή.