Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας
Ἦταν Πέμπτη, γράφει ὁ Μοτοβίλωφ (ὁ κτηματίας Νικόλαος Μοτοβίλωφ, πού τό 1831 θεραπεύθηκε θαυματουργικά ἀπό σοβαρή ἀσθένεια μέ τήν προσευχή τοῦ ὁσίου Σεραφείμ). Ἡμέρα συννεφιασμένη. Τό χιόνι στή γῆ εἶχε ἀνεβῆ στούς 25 πόντους, ἐνῶ ἀπό τόν οὐρανό ἐξακολουθοῦσαν νά πέφτουν πυκνές νιφάδες, ὅταν ὁ πατήρ Σεραφείμ ἄρχισε νά συζητᾶ μαζί μου. Μέ ἔβαλε νά καθήσω στόν κορμό ἑνός δένδρου πού μόλις εἶχε κόψει, καί ὁ ἴδιος κάθησε ἀπέναντί μου. Βρισκόμασταν μέσα στό δάσος, κοντά στό ἐρημητήριό του, πάνω στόν λόφο πού κατέληγε στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Σάρωφκα.
— Ὁ Κύριος μοῦ ἀπεκάλυψε, εἶπε ὁ μεγάλος στάρετς, ὅτι ἀπό τά παιδικά σας χρόνια ἐπιθυμούσατε πολύ νά μάθετε ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καί εἴχατε ρωτήσει πολλές φορές μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες.
— Πράγματι, ἀπάντησα, ἀπό τήν ἡλικία τῶν δώδεκα ἐτῶν μέ ἀπασχολοῦσε ἐπίμονα αὐτός ὁ λογισμός καί εἶχα ἀπευθυνθῆ σέ πολλούς πνευματικούς ἀνθρώπους, ἀλλά οἱ ἀπαντήσεις τους δέν μέ ἱκανοποιοῦσαν.
— Μάλιστα, συνέχισε ὁ πατήρ Σεραφείμ. Ὁρίστε, λοιπόν, θά σᾶς ἐξηγήσω τώρα ποιός εἶναι πράγματι αὐτός ὁ σκοπός. Ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί κάθε χριστιανικό ἔργο, ὅσο κι ἄν εἶναι καλό καθ᾽ ἑαυτό, δέν ἀποτελεῖ τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς, ἀλλά χρησιμεύει σάν μέσο γιά τήν ἐπιτυχία του. Ὁ πραγματικός σκοπός τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
— Τί σημαίνει ἀπόκτησις; ρώτησα τόν στάρετς. Δέν μπορῶ νά τό καταλάβω.
— Ἀποκτῶ, σημαίνει μαζεύω, συγκεντρώνω, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος. Γνωρίζω τί σημαίνει ἀποκτῶ χρήματα. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἀπόκτησι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζεις τή σημασία τῆς λέξεως «ἀποκτῶ» μέ τή κοσμική ἔννοια; Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ ἀπόκτησις χρημάτων, ἐνῶ τῶν εὐγενῶν — ἐκτός ἀπό τά χρήματα — καί ἡ ἀπόκτησις τιμῶν, διακρίσεων, καί ἄλλων ἀνταμοιβῶν γιά τίς ὑπηρεσίες τους στό κράτος.
Ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κάτι παρόμοιο, μόνο πού εἶναι εὐλογημένο καί αἰώνιο. Ἀποκτᾶται μέ τούς ἴδιους περίπου τρόπους, ὅπως τό χρηματικό κεφάλαιο ἤ τά διάφορα ἀξιώματα.
Ὁ Θεός Λόγος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, παρωμοίασε τή ζωή μας μέ ἀγορά καί τά ἔργα μας μέ ἐμπορευόμενα πράγματα καί μᾶς λέει: «Πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι»(Λουκ. ιθ´ 13), «ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφεσ. ε´16). Δηλαδή, ἐκμεταλλευθῆτε τό χρόνο σας, ὥστε μέ τά ἐπίγεια ἀγαθά νά ἀποκτήσετε τά οὐράνια. Ἐπίγεια ἐμπορεύματα εἶναι τά καλά ἔργα πού γίνονται γιά τόν Χριστό καί μᾶς ἐξασφαλίζουν τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς Αὐτό δέν ὑπάρχει σωτηρία.
Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐγκαθίσταται μόνο Του στίς ψυχές μας. Γιά νά κατοικήση ὅμως καί νά συμπαραμείνη μέ τό δικό μας πνεῦμα, πρέπει προηγουμένως νά ἀγωνισθοῦμε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά τό ἀποκτήσουμε. Τότε ἐκεῖνο θά προετοιμάση στήν ψυχή καί στό σῶμα μας τήν κατοικία Του, σύμφωνα μέ τόν ἀψευδῆ λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἐνοικήσω ἐν ὑμῖν καί ἐμπεριπατήσω καί ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός» (πρβλ. Λευϊτ. κστ´ 12).
Ἡ προσευχή
Κάθε ἀρετή πού γίνεται γιά τόν Χριστό μᾶς δίνει τή χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Περισσότερο ὅμως ἀπ̉ ὅλες μᾶς τή δίνει ἡ προσευχή, γιατί αὐτή τήν ἔχουμε πάντοτε στά χέρια μας σάν ἕνα εὔχρηστο πνευματικό ὅπλο. Θά θέλατε π.χ. νά πᾶτε στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἤ μπορεῖ ἡ ἀκολουθία νά ἔχη τελειώσει. Θά θέλατε νά δώσετε κάτι στόν ἐπαίτη, ἀλλά ἐπαίτης δέν ὑπάρχει ἤ μπορεῖ νά μήν ἔχετε νά τοῦ δώσετε. Θά θέλατε ἴσως νά φυλάξετε παρθενία, ἀλλά εἴτε ἡ ἰδιοσυγκρασία σας εἴτε ἡ πίεσις τῶν τεχνασμάτων τοῦ ἐχθροῦ ἐν συνδυασμῷ μέ τήν ἀδυναμία σας δέν σᾶς ἀφήνουν νά ἀντισταθῆτε καί νά ἐκπληρώσετε αὐτή τήν ἐπιθυμία σας. Θά θέλατε ἀκόμη νά κάνετε καί κάποια ἄλλη ἀρετή χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν ἔχετε δυνάμεις ἤ δέν δίδεται ἡ κατάλληλη εὐκαιρία.
Μέ τήν προσευχή ὅμως δέν συμβαίνει τό ἵδιο. Γι᾿ αὐτή ὑπάρχει πάντοτε καί γιά τόν καθένα ἡ δυνατότης: γιά τόν πλούσιο καί τόν πτωχό, τόν ἰσχυρό καί τόν ἀδύνατο, τόν διάσημο καί τόν ἄσημο, τόν ὑγιῆ καί τόν ἀσθενῆ, τόν δίκαιο καί τόν ἁμαρτωλό. Μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς. Αὐτή περισσότερο ἀπ̉ ὅλα μᾶς παρέχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί αὐτήν εὐκολώτερα ἀπ̉ ὅλα μπορεῖ καθένας νά τήν ἐπιτελέση.
Τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖτε νά τήν ἀποκτήσετε καί μέ ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού γίνονται χάριν τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπορευθῆτε ἀπό τίς ἀρετές ἐκεῖνες ποῦ σᾶς δίνουν περισσότερο κέρδος. Ἄν π.χ. σᾶς δίνη περισσότερη χάρι ἡ προσευχή καί ἡ ἀγρυπνία, ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε. Ἄν σᾶς δίνη περισσότερη ἡ νηστεία, νηστεύετε. Ἄν σᾶς δίνη ἡ ἐλεημοσύνη, δῶστε ἐλεημοσύνη. Παρόμοια σκεφθῆτε καί γιά κάθε ἄλλη ἀρετή πού γίνεται γιά τόν Χριστό.
Προσέγγισις μέ τίς αἰσθήσεις
— Mπάτουσκα, μιλᾶτε διαρκῶς γιά τήν ἀπόκτησι τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σάν τόν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Πῶς ὅμως καί ποῦ μπορῶ νά τό δῶ; Τά καλά ἔργα φαίνονται. Θά μποροῦσα ἄραγε νά δῶ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα; Πῶς μπορῶ νά γνωρίζω, ἐάν τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι μαζί μου ἤ ὄχι;
— Στίς ἡμέρες μας, ἀποκρίθηκε ὁ στάρετς, ὑπάρχει γενική ψυχρότης πρός τήν ἁγία πίστι τοῦ Χριστοῦ καί ἀδιαφορία πρός ὅσα ἐνεργεῖ ἡ θεία Πρόνοια γιά νά μᾶς φέρη κοντά Του. Ἡ ψυχρότης καί ἡ ἀδιαφορία αὐτή μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι μᾶς ἀπεμάκρυναν σχεδόν ἐντελῶς ἀπό τήν ἀληθινή χριστιανική ζωή. Μᾶς φαίνονται τώρα κάπως παράξενα τά λόγια τῆς Γραφῆς, ὅπου συχνά ἀναφέρεται ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού μερικοί ὑποστηρίζουν καί λένε: «Τά χωρία αὐτά εἶναι ἀκατανόητα. Πῶς μποροῦν οἱ ἄνθρωποι μέ τά ἴδια τους τά μάτια νά δοῦν τόν Θεό;» Τίποτε ὅμως ἀκατανόητο δέν ὑπάρχει ἐδῶ. Ἡ δυσκολία προέρχεται ἀπό τό ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τήν ἁπλότητα τῆς πρωταρχικῆς χριστιανικῆς γνώσεως, καί μέ τήν πρόφασι τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως μπήκαμε σέ τέτοιο σκοτάδι ἀγνοίας, ὥστε μᾶς φαίνονται ἀκατανόητα ἐκεῖνα πού γιά τούς παλαιούς ἦσαν τόσο κατανοητά. Καί στίς καθημερινές ἀκόμη συζητήσεις τους ἡ ἔννοια τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν γι̉ αὐτούς κάτι παράξενο. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ἔβλεπαν τόν Θεό καί τή χάρι τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος στόν ὕπνο καί στούς ρεμβασμούς τους οὔτε σέ μία φανταστική καί ἀρρωστημένη ἔκστασι, ἀλλά φανερά καί ἀληθινά.
Σήμερα δυστυχῶς γίναμε πολύ ἀδιάφοροι γιά τή σωτηρία μας, μέ ἀποτέλεσμα νά δίνουμε λανθασμένη ἑρμηνεία σέ πολλά ἁγιογραφικά χωρία. Αὐτό συμβαίνει γιατί δέν ζητᾶμε τή χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν τῆς ἐπιτρέπουμε ἐξ αἰτίας τοῦ ἐγωϊσμοῦ νά κατοικήση στήν ψυχή μας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν ἔχουμε τόν πραγματικό φωτισμό. Ὁ Κύριος στέλνει τόν φωτισμό Του μόνο στίς καρδιές πού μέ ὅλη τους τή δύναμι καρτεροῦν καί διψοῦν τήν ἀλήθεια.
Ἡ θεία χάρις στά μυστήρια
Τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαμβάνουν ὅλοι οἱ χριστιανοί στό μυστήριο τοῦ ἁγίου χρίσματος, ὅταν σφραγίζωνται στά κυριώτερα μέλη τοῦ σώματος, καθώς ὁρίζει ἡ ἁγία μας ἐκκλησία, ὁ αἰώνιος φύλακας αὐτῆς τῆς χάριτος.
Ἄν δέν ἁμαρτάναμε ποτέ μετά τή βάπτισί μας, θά παραμέναμε αἰωνίως ἅγιοι, ἄσπιλοι, ἀπηλλαγμένοι ἀπό κάθε σωματικό καί ψυχικό μολυσμό καί εὐάρεστοι στόν Θεό. Δυστυχῶς ὅμως αὐξανόμενοι στήν ἡλικία δέν αὐξανόμεθα καί στή σοφία ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀντιθέτως σιγά‑σιγά διαφθειρόμεθα, χάνουμε τή θεία χάρι καί ἁμαρτάνουμε μέ ποικίλες καί βαρειές ἁμαρτίες.
Ἄν παρακινηθῆ κάποιος ἀπό τή σοφία τοῦ Θεοῦ καί ἀποφασίση νά ἀφιερώση τή ζωή του σ̉ Αὐτόν, πρέπει νά μετανοήση εἰλικρινά γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες του καί νά ἐπιδοθῆ στίς ἀντίθετες ἀρετές. Μέ τήν ἐξάσκησι τῶν ἀρετῶν αὐτῶν θά ἀποκτήση τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ μέσα μας καί θεμελιώνει τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού δίδεται κατά τό ἅγιο βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, λάμπει στήν καρδιά μας σάν ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Λάμπει παρ̉ ὅλες τίς ἁμαρτωλές μας πτώσεις, παρ̉ ὅλο τό σκοτάδι πού περιβάλλει τήν ψυχή μας. Τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅταν ὁ ἁμαρτωλός ἀκολουθήση τόν δρόμο τῆς μετανοίας, ἐξαλείφει ἐντελῶς καί τά ἴχνη ἀκόμη τῶν ἁμαρτιῶν του καί ἐνδύει τόν πρώην ἔνοχο πάλι μέ τήν ἄφθαρτη στολή, τήν ὑφασμένη μέ τή χάρι Του, γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ὁποίας—σάν σκοπό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς—σοῦ μιλῶ τόση ὥρα.
Τό ἄκτιστο φῶς
Ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι φῶς πού φωτίζει τόν ἄνθρωπο.
Ὁ Κύριος συχνά φανέρωνε ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ̉ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους πού εἶχε ἁγιάσει καί φωτίσει. Θυμήσου τόν Μωϋσῆ μετά τή συζήτησι πού εἶχε στό Σινᾶ μέ τό Θεό. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν νά τόν ἀντικρύσουν, γιατί ἀκτινοβολοῦσε μέ ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς πού τόν περιέβαλλε. Ἀναγκαζόταν λοιπόν νά ἐμφανίζεται στούς Ἰσραηλῖτες μέ τό πρόσωπο καλυμμένο.
Θυμήσου ἀκόμη τή θεία Μεταμόρφωσι τοῦ Σωτῆρος στό ὄρος Θαβώρ. «Καί τά ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένοντο στίλβοντα, λευκά λίαν ὡς χιών» (Μαρκ. θ´ 3), καί «ἀκούσαντες οἱ μαθηταί ἔπεσον ἐπί πρόσωπον αὐτῶν καί ἐφοβήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ´ 6). Ὅταν ἐμφανίσθηκαν κοντά στόν Κύριο ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, «ἐπεσκίασεν αὐτούς νεφέλη φωτεινή». Ἡ χάρις λοιπόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος φανερώνεται μέ ἕνα ἀνέκφραστο φῶς.
— Πῶς εἶναι δυνατόν, ρώτησα τόν μπάτουσκα, νά καταλάβω ὅτι βρίσκομαι στή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Πῶς μπορῶ νά ἀντιλαμβάνωμαι τήν πραγματική Του ἐπιφοίτησι;
— Σᾶς εἶπα ἤδη, φιλόθεε, ὅτι εἶναι κάτι πολύ ἁπλό καί σᾶς διηγήθηκα λεπτομερῶς πῶς οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πῶς πρέπει νά καταλαβαίνουμε τήν παρουσία Του μέσα μας. Τί ἄλλο θέλεις λοιπόν;
— Θέλω νά τό κατανοήσω αὐτό πολύ καλά, ἀπήντησα.
Τότε ὁ πατήρ Σεραφείμ μέ ἔπιασε δυνατά ἀπό τούς ὤμους καί μοῦ εἶπε:
— Τώρα βρισκόμαστε καί οἱ δύο μέσα στό Ἅγιον Πνεῦμα. Γιατί δέν μέ κοιτᾶς;
— Δέν μπορῶ νά κοιτάξω, γιατί ἀπό τά μάτια σας βγαίνουν λάμψεις. Τό πρόσωπό σας ἔγινε λαμπρότερο ἀπό τόν ἥλιο καί τά μάτια μου πονοῦν.
— Μήν ταράζεσαι. Εἶσαι τώρα κι ἐσύ φωτεινός σάν κι ἐμένα. Βρίσκεσαι κι ἐσύ στήν πληρότητα τοῦ θείου Πνεύματος, διαφορετικά δέν θά μποροῦσες νά μέ δῆς σ̉ αὐτή τήν κατάστασι.
Καί σκύβοντας ἀργά μοῦ εἶπε στό αὐτί:
— Εὐχαρίστησε τόν Θεό γιά τό ἀνέκφραστο σ̉̉ ἐσένα ἔλεός Του. Θά πρόσεξες ὅτι οὔτε κἄν σταυροκοπήθηκα, παρά μόνο προσευχήθηκα νοερά μέ τήν καρδιά μου καί εἶπα: «Κύριε, ἀξίωσέ τον νά δῆ φανερά καί μέ τά σωματικά του μάτια τήν ἐπιφοίτησι τοῦ Πνεύματος Σου, μέ τήν ὁποία ἀξιώνεις τούς δούλους Σου, ὅταν εὐδοκήσης νά τούς φανερωθῆς μέ τό φῶς τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης Σου». Καί νά, ἀγαπητέ ὁ Κύριος ἱκανοποίησε ἀμέσως τήν ταπεινή παράκλησι τοῦ πτωχοῦ Σεραφείμ. Πῶς νά μήν τόν εὐγνωμονοῦμε καί οἱ δύο γιά τήν ἀνέκφραστη δωρεά Του! Μέ τή μορφή αὐτή σπανίως φανερώνει ὁ Κύριος τό ἔλεος Του καί στούς μεγάλους ἀκόμη ἐρημῖτες. Αὐτή ἡ θεία χάρις σάν φιλόστοργη μητέρα εὐδόκησε νά παρηγορήση τή συντετριμμένη καρδιά σου ὕστερα ἀπό τή μεσιτεία τῆς ἴδιας τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅμως, ἀγαπητέ μου, δέν μέ κοιτᾶς στά μάτια; Κοίταξέ με χωρίς νά φοβᾶσαι. Ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας!
Ὕστερα ἀπό τά λόγια αὐτά ἔρριξα μία ματιά στό πρόσωπό του καί μέ κατέλαβε ἀκόμη μεγαλύτερο δέος. Φαντάσου πώς συζητᾶς μέ κάποιον τό μεσημέρι, ἐκτεθειμένος στίς πιό καυτερές ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, καί τόν κοιτάζεις στό πρόσωπο. Βλέπεις τά χείλη του νά κινοῦνται, βλέπεις τήν ἀλλοιωμένη ἔκφρασι τῶν ματιῶν του, ἀκοῦς τή φωνή του, αἰσθάνεσαι ὅτι κάποιος σέ κρατᾶ ἀπό τούς ὤμους, ἀλλά δέν βλέπεις οὔτε τά χέρια οὔτε τό σχῆμα του, μά οὔτε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου. Βλέπεις μόνο ἕνα ἐκτυφλωτικό φῶς, ποῦ ξεχύνεται μερικά βήματα τριγύρω καί χαρίζει τή λάμψι του στό πέπλο τοῦ χιονιοῦ πού καλύπτει τό ξέφωτο, καί στίς νιφάδες πού πέφτουν πάνω σ̉ ἐμένα καί στόν μεγάλο στάρετς. Εἶναι ἀδύνατον νά φαντασθῆ κανείς ἐκείνη τήν κατάστασι, στήν ὁποία βρισκόμουν τότε!
Οἱ καρποί τοῦ Πνεύματος
— Τί αἰσθάνεσαι τώρα; μέ ρώτησε ὁ πατήρ Σεραφείμ.
— Nοιώθω τέτοια γαλήνη καί εἰρήνη στήν ψυχή μου πού μέ κανένα λόγο δέν μπορῶ νά τήν ἐκφράσω.
— Αὐτό, φιλόθεε, εἶναι ἐκείνη ἡ εἰρήνη γιά τήν ὁποία ἔκανε λόγο ὁ Κύριος στούς μαθητάς Του: «Εἰρήνη τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν∙ οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. ιδ´ 27). Τί ἄλλο ασθάνεσαι;
— Ἀσυνήθιστη χαρά σ᾿ ὅλη τήν καρδιά μου.
— Ὅταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, συνέχισε ὁ μπάτουσκα, κατέρχεται στόν ἄνθρωπο καί τόν περιβάλλη μέ τήν πληρότητα τῆς ἐνεργείας Του, τότε ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου γεμίζει μέ μία ἀνέκφραστη χαρά, γιατί τό Ἅγιον Πνεῦμα κάνει τά πάντα χαροποιά, ὅπου κι ἄν ἐγγίση. Μά ὅσο καί ἄν εἶναι παρήγορη ἡ χαρά αὐτή, πού τώρα νοιώθεις στήν καρδιά σου, δέν εἶναι τίποτε συγκριτικά μ᾿ ἐκείνη, τήν ὁποία ἑτοίμασε ὁ Κύριος «τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν», μαζί μέ ὅλα ἐκεῖνα «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α´ Κορινθ. β´ 9). Τώρα σ᾿ ἐμᾶς δίδεται ἡ πρόγευσις αὐτῆς τῆς χαρᾶς. Κι ἄν τώρα νοιώθουμε τόση γλυκύτητα καί εὐφροσύνη στήν καρδιά μας, τί θά ποῦμε τότε γιά τή χαρά ἐκείνη, πού ἔχει ἑτοιμασθῆ στόν οὐρανό γι᾿ αὐτούς πού κοπιάζουν ἐδῶ στή γῆ; Τί ἄλλο νοιώθεις;
— Ἀσυνήθιστη θερμότητα, ἀπήντησα.
— Μά πῶς ἀγαπητέ μου; Εἴμαστε καθισμένοι χειμῶνα καιρό στήν αὐλή τοῦ κελλιοῦ μέσα στό δάσος, πατᾶμε στό χιόνι, ἀπό τόν οὐρανό συνεχίζουν νά πέφτουν νιφάδες καί μᾶς ἔχουν σκεπάσει πάνω ἀπό ἕνα βερσόκ. [Ἕνα βερσόκ=4,4 ἑκατοστά.] Τί θερμότητα μπορεῖ νά αἰσθάνεσαι;
— Αἰσθάνομαι τέτοια θερμότητα, σάν κι ἐκείνη πού δημιουργεῖται μέσα σ᾿ ἕνα λουτρό, ὅταν ρίξουν νερό στήν πέτσκα κι ἀρχίση νά βγαίνη σάν στῦλος ὁ ἀτμός.
— Μήπως αἰσθάνεσαι καί τή μυρωδιά του; ρώτησε ὁ στάρετς.
— Ὄχι, ἀπήντησα. Ἐπάνω στή γῆ δέν ὑπάρχει παρόμοια εὐωδία. Ὅταν ἀκόμη ζοῦσε ἡ μητέρα μου, ἐπειδή μοῦ ἄρεσε ὁ χορός καί πήγαινα στίς χοροεσπερίδες, μέ ράντιζε μέ ἀρώματα, τά ὁποῖα ἀγόραζε ἀπό τά καλύτερα καταστήματα μόδας τῆς πόλεως Καζάν. Ἀλλά κι ἐκεῖνα δέν ἀνέδιδαν τέτοια εὐωδία.
— Τό γνωρίζω. Εἶναι ἔτσι, ὅπως ἀκριβῶς τό λές. Ἡ πιό εὐχάριστη εὐωδία πάνω στή γῆ δέν μπορεῖ νά συγκριθῆ μ᾿ αὐτή πού νοιώθουμε τώρα, γιατί μᾶς πλημμυρίζει ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ.
Μοῦ εἶπες ὅτι γύρω μας ὑπάρχει θερμότης ὅπως καί στό λουτρό. Κοίταξε ὅμως! Τό χιόνι ἐπάνω μας δέν ἔχει λειώσει, ἐνῶ ἀπό τό οὐρανό ἐξακολουθεῖ νά πέφτη. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θερμότης δέν βρίσκεται στόν ἀέρα, ἀλλά μέσα μας. Μ᾿ αὐτή θερμαίνονταν οἱ ἐρημῖτες, ἄνδρες καί γυναῖκες, καί ἀψηφοῦσαν τήν παγωνιά τοῦ χειμῶνος. Ἔνοιωθαν σάν νά ἦσαν ντυμένοι μέ ζεστές γοῦνες. Αὐτό συμβαίνει τώρα καί σ᾿ ἐμᾶς, γιατί μέσα μας ἀναπαύεται ἡ θεία χάρις, καθώς εἶπε ὁ Κύριος: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ´ 21). Λέγοντας ἐδῶ βασιλεία, ὑπονοεῖ ὁ Κύριος τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ
Νά λοιπόν! Αὐτή ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται τώρα μέσα μας καί μᾶς φωτίζει ἐξωτερικά, μᾶς θερμαίνει καί γεμίζει μέ κάθε εἴδους εὐωδία τόν ἀέρα πού μᾶς περιβάλλει. Ἐπίσης εὐφραίνει τίς αἰσθήσεις μας μέ τήν οὐράνια εὐφροσύνη καί γεμίζει τήν καρδιά μας μέ ἀνέκφραστη χαρά. Νά τί σημαίνει νά βρισκώμαστε στήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅσον ἀφορᾶ τό γεγονός ὅτι ἐγώ εἶμαι μοναχός, ἐνῶ ἐσύ λαϊκός, αὐτό δέν πρέπει νά τό σκέπτεσαι. Ὁ Θεός ζητᾶ ὀρθή πίστι σ᾿ Αὐτόν καί στόν μονογενῆ Του Υἱό. Καί τότε προσφέρει ἀπό τόν οὐρανό πλούσια τή χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος ζητᾶ μία καρδιά γεμάτη ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον. Αὐτή εἶναι ὁ τόπος, στόν ὁποῖον Ἐκεῖνος ἀναπαύεται καί ἐμφανίζεται μέ τήν πληρότητα τῆς ἐπουρανίου δόξης Του.
«Υἱέ, δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´ 26), μᾶς λέει ὁ Κύριος, κι Ἐκεῖνος ὑπόσχεται νά μᾶς δώση τό κάθε τι. Ζητᾶ τήν καρδιά μας ὁ Κύριος, γιατί μέσα σ᾿ αὐτή θέλει νά ἐγκαθιδρύση τή βασιλεία Του.
Ὅσα λοιπόν, φιλόθεε, ζητήσης ἀπό τόν Κύριο, ὅλα θά τά λάβης, ἀρκεῖ μόνο αὐτό πού θά ζητήσης νά εἶναι γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ ἤ γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον.
Ἀλλά καί ἄν ἀκόμη ζητήσης κάτι γιά προσωπική σου ἀνάγκη ἤ ὠφέλεια, πολύ σύντομα καί πρόθυμα θά σοῦ τό στείλη ὁ Κύριος, ἀρκεῖ νά σοῦ εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖο. Γιατί ὁ Κύριος ἀγαπᾶ ὅσους τόν ἀγαποῦν καί εἶναι ἀγαθός σέ ὅλους. «Θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτόν ποιήσει καί τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ´ 19).