Τή Μεγάλη Δευτέρα τό βράδυ ψάλλεται ὁ Ὄρθρος τῆς Μεγάλης Τρίτης, τῆς ὁποίας τό συναξάρι μᾶς θυμίζει τήν παραβολή τοῦ Κυρίου μέ τίς δέκα παρθένους. Προβάλλοντας τίς πέντε μωρές καί τίς πέντε φρόνιμες παρθένους, ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι νά ὑποδεχθοῦμε, μέ ἀναμμένες τίς λαμπάδες τῆς ἀρετῆς, τόν οὐράνιο Νυμφίο μας, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ πού θά ἔλθει αἰφνιδιαστικά εἴτε μέ τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας εἴτε μέ τή Δευτέρα Παρουσία Του. Ἀκόμη θυμόμαστε τήν παραβολή τῶν ταλάντων, ἡ ὁποία διαβάζεται μαζί μέ ἄλλες παραβολές στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα καί μᾶς καλεῖ νά καλλιεργήσουμε καί νά αὐξήσουμε τά χαρίσματα πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός.
Μ’ αὐτά κυρίως τά θέματα ἀσχολεῖται καί ἡ ὑμνογραφία τῆς ἡμέρας ἀπό τήν ὁποία παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικά τροπάρια:
«Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; Ἐάν γάρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τόν νυμφῶνα, ὁ χιτών με ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου, καί δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπό τῶν Ἀγγέλων. Καθάρισον, Κύριε, τόν ρύπον τῆς ψυχῆς μου καί σῶσον με ὡς φιλάνθρωπος».
Δηλαδή: Μέσα στή Βασιλεία Σου, Κύριε, ὅπου ἀκτινοβολοῦν οἱ λαμπροφορεμένοι Ἅγιοί Σου, πῶς νά εἰσέλθω ἐγώ ὁ ἀνάξιος; Ἐάν τολμήσω νά μπῶ, τό ἔνδυμά μου, πού εἶναι ἀκατάλληλο γιά τόν γάμο, φανερώνει τήν ἀναξιότητά μου καί οἱ Ἄγγελοι θά μέ δέσουν καί θά μέ πετάξουν ἔξω. Ἀλλά, Κύριε, Σέ παρακαλῶ, καθάρισε τίς κηλῖδες τῆς ψυχῆς μου καί σῶσε με ὡς φιλάνθρωπος πού εἶσαι.
Καί ἐπίσης:
«Ἰδού σοι τό τάλαντον ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει, ψυχή μου. Φόβῳ δέξαι τό χάρισμα, δάνεισαι τῷ δεδωκότι, διάδος πτωχοῖς καί κτῆσαι φίλον τόν Κύριον, ἵνα στῇς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, ὅταν ἔλθῃ ἐν δόξῃ, καί ἀκούσῃς μακαρίας φωνῆς. Εἴσελθε, δοῦλε, εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς ἀξίωσόν με, Σωτήρ, τόν πλανηθέντα, διά τό μέγα σου ἔλεος».
Δηλαδή: Νά, ψυχή μου, ὁ Δεσπότης σοῦ ἐμπιστεύεται τό χάρισμα. Δέξου το μέ φόβο, δάνεισε (μέ τήν ἐλεημοσύνη) σ’ Αὐτόν πού σοῦ τό ἔδωσε. Μοίρασε ἀγαθά στούς πτωχούς καί ἀπόκτησε φίλο τόν Κύριο, γιά νά σταθεῖς δεξιά Του, ὅταν θά ἔλθει ἐνδόξως, καί νά ἀκούσεις τήν μακαρία Του φωνή: Εἴσελθε, δοῦλε, στή χαρά τοῦ Κυρίου σου. Αὐτῆς τῆς χαρᾶς, Σωτήρ μου, ἀξίωσε κι ἐμένα, πού πλανήθηκα ἀπό τήν ἁμαρτία, ἐπειδή εἶσαι ἄπειρα φιλάνθρωπος.