Αὐτήν τήν ἡμέρα, στόν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Τετάρτης πού ψάλλεται τό βράδυ τῆς Μεγάλης Τρίτης, ἡ Ἐκκλησία μᾶς θυμίζει τό γεγονός τῆς ἀλείψεως τοῦ Κυρίου μέ μύρο ἀπό μία πόρνη γυναῖκα. Αὐτή ἡ γυναίκα μέ τήν πράξη της εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀγάπης καί τῆς μετάνοιας, πού ἀποτελοῦν τά μοναδικά μέσα γιά τήν ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό.
Ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία φέρνει στή μνήμη μας τήν σύγκληση τοῦ συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων γιά τήν λήψη τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως γιά τόν Ἰησοῦ, καθώς καί τά σχέδια τοῦ Ἰούδα γιά προδοσία τοῦ Δασκάλου Του.
Στό τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου ψάλλεται καί τό περίφημο τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Δυστυχῶς τό πρόσωπο τῆς Κασσιανῆς ἔχει παρεξηγηθεῖ ἀπό πολλούς καί τήν παρουσιάζουν σάν πόρνη. Ἡ Κασσιανή δέν ἦταν πόρνη. Ἦταν μιά σημαντική ποιήτρια τοῦ Βυζαντίου πού ἔγραψε κι ἄλλα ἀξιόλογα τροπάρια καί κανόνες. Πόρνη ἦταν ἡ γυναίκα τοῦ τροπαρίου της πού ἄλειψε μέ μύρα τόν Κύριό μας, τό ὁποῖο καί παραθέτουμε:
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τήν σήν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη, μύρα σοι πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι, λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καί ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τάς πηγάς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τό ὕδωρ. Κάμφθητί μοι πρός τούς στεναγμούς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τούς οὐρανούς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τούς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δέ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις. Ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα, τό δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τήν σήν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τό ἔλεος».
Δηλαδή: Κύριε, ἡ γυναίκα πού ἔπεσε σέ πολλές ἁμαρτίες, ἐπειδή κατάλαβε ὅτι εἶσαι Θεός, ἀναλαμβάνει τό ἔργο τῆς μυροφόρου καί μέ θρήνους φέρνει σέ Σένα μύρα γιά νά Σέ ἀλείψει πρίν ἀπό τόν ἐνταφιασμό Σου. Καί λέγει: Ἀλίμονο σέ μένα, διότι ζῶ μέσα σέ μιά νύχτα πού εἶναι γεμάτη πυκνό σκοτάδι καί δέν φωτίζεται οὔτε ἀπό ἀμυδρό φῶς, ὅπως τό φῶς τῆς σελήνης. Τρέχω ἀσυγκράτητα πρός τήν σαρκική ἠδονή, ὅπως τρέχουν τά ζῶα ὅταν τά κεντήσει ἀλογόμυγα. Ζῶ κυριευμένη ἀπό τόν ἔρωτα τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά Ἐσύ πού ὑψώνεις τά ὕδατα τῆς θάλασσας καί μεταβάλλεις αὐτά σέ νεφέλη, δέξαι τό ἀκατάσχετο ρεῦμα τῶν δακρύων μου. Λύγισε πρός ἐμένα πού Σέ ἱκετεύω μέ τούς στεναγμούς τῆς μετανοιωμένης καρδιᾶς μου, Ἐσύ πού μέ τήν ἀκατάληπτη καί ἀπερίγραπτη ἐνανθρώπησή Σου, λύγισες τούς οὐρανούς. Θά φιλήσω μέ συνεχῆ καί ἀσταμάτητα φιλήματα τά ἀμόλυντα πόδια Σου καί πάλι θά τά σκουπίσω μέ τίς πλεξίδες τῶν μαλλιῶν μου. Αὐτά τά πόδια, τῶν ὁποίων τόν βροντώδη ἦχο ὅταν ἄκουσε ἡ Εὔα μέσα στόν Παράδεισο ἐκεῖνο τό δειλινό, φοβήθηκε καί κρύφτηκε ἀπό τόν φόβο της. Τά πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν μου ἀλλά καί τά ἀπύθμενα βάθη τῶν κρίσεών Σου καί τῶν θελημάτων Σου πού χρησιμοποιεῖς γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ποιός θά μπορέσει νά τά ἐξιχνιάσει, Σωτήρ μου; Ὦ! Ἐσύ πού ἔχεις ἄπειρη εὐσπλαγχνία μή μέ παραβλέψεις καί μένα τήν δούλη Σου.