Διαβάζετε τώρα
Μεγάλη Παρασκευή

Μεγάλη Παρασκευή

Τό πρω­ί τῆς Με­γά­λης Πα­ρα­σκευ­ῆς, ἀν­τί τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας –εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς τρεῖς ἡ­μέ­ρες τοῦ χρό­νου πού δέν τε­λεῖ­ται Θ. Λει­τουρ­γί­α- ψάλ­λον­ται οἱ Με­γά­λες Ὥ­ρες καί ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός τῆς Ἀ­πο­κα­θη­λώ­σε­ως. Στή διά­ρκεια τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ ἀ­κού­γε­ται τό σχε­τι­κό εὐ­αγ­γε­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα γιά τήν Ἀ­πο­κα­θή­λω­ση τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πό τόν Σταυ­ρό ἀ­πό τόν Ἰ­ω­σήφ καί τόν Νι­κό­δη­μο, κα­θώς ὁ ἱ­ε­ρέ­ας κα­τε­βά­ζει ἀ­πό τόν Σταυ­ρό, πού βρί­σκε­ται στό κέν­τρο τοῦ να­οῦ ἀ­πό τό προ­η­γού­με­νο βρά­δυ, τό Σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου καί τό βά­ζει μέ­σα στό ἱ­ε­ρό πού συμ­βο­λί­ζει καί τόν Τά­φο τοῦ Χρι­στοῦ.

Κα­τό­πιν πε­ρι­φέ­ρει καί το­πο­θε­τεῖ σ’ ἕ­να στο­λι­σμέ­νο μέ λου­λού­δια κου­βού­κλιο ἕ­να ὕ­φα­σμα πού φέ­ρει πά­νω του τήν πα­ρά­στα­ση τοῦ νε­κροῦ σώ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου. Τό ὕ­φα­σμα αὐ­τό λέ­γε­ται Ἐ­πι­τά­φιος. Ταυ­τό­χρο­να ψάλ­λε­ται τό τρο­πά­ριο: «Ὅ­τε ἐκ τοῦ ξύ­λου σε νε­κρόν, ὁ Ἀ­ρι­μα­θεί­ας κα­θεῖ­λε, τήν τῶν ἁ­πάν­των ζω­ήν, σμύρ­νῃ καί σιν­δό­νι σε, Χρι­στέ ἐ­κή­δευ­σε, καί τῷ πό­θῳ ἠ­πεί­γε­το, καρ­δί­ᾳ καί χεί­λει, σῶ­μα τό ἀ­κή­ρα­τον σοῦ πε­ρι­πτύ­ξα­σθαι, ὅ­μως συ­στελ­λό­με­νος φό­βῳ, χαί­ρων ἀ­νε­βό­α σοι, δό­ξα τῇ συγ­κα­τα­βά­σει σου, Φι­λάν­θρω­πε».

Δη­λα­δή: Ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­σήφ ἀ­πό τήν Ἀ­ρι­μα­θεί­α Σέ κα­τέ­βα­σε νε­κρό ἀ­πό τό ξύ­λο, Ἐ­σέ­να τήν ζω­ή τῶν πάν­των, Σέ ἐ­κή­δευ­σε ἀ­φοῦ ἄ­λει­ψε τό Σῶ­μα Σου μέ τή σμύρ­να καί τό τύ­λι­ξε μέ σιν­δό­νη. Καί μέ πο­λύ πό­θο βι­α­ζό­ταν ν’ ἀγ­κα­λιά­σει μέ τήν καρ­διά καί τά χεί­λη του, τό ἄ­χραν­τό Σου σῶ­μα, ὅ­μως μέ συ­στο­λή καί θεῖ­ο φό­βο, μέ χα­ρά ἀ­νε­κραύ­γα­ζε, δό­ξα στή συγ­κα­τά­βα­σή Σου, Κύ­ρι­ε.

Τήν Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ή τό βρά­δυ ψάλ­λε­ται ὁ Ὄρ­θρος τοῦ Με­γά­λου Σαβ­βά­του, πού εἶ­ναι γνω­στός ὡς «Ἐ­πι­τά­φιος θρῆ­νος». Αὐ­τήν τήν ἡ­μέ­ρα θυ­μό­μα­στε τήν τα­φή τοῦ Κυ­ρί­ου καί τήν κά­θο­δο τῆς ψυ­χῆς Του –ἑ­νω­μέ­νης μέ τήν Θε­ό­τη­τα- στόν Ἅ­δη, γιά νά κη­ρύ­ξει τήν λύ­τρω­ση στίς ψυ­χές πού κρα­τοῦν­ταν ἐ­κεῖ ἀ­πό κα­τα­βο­λῆς κό­σμου, ἀ­π’ τόν Ἀ­δάμ μέ­χρι τόν Ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Πρό­δρο­μο.

Κα­τά τήν Ἀ­κο­λου­θί­α αὐ­τή ψάλ­λον­ται, μπρο­στά στό Κου­βού­κλιο τοῦ Ἐ­πι­τα­φί­ου, τά γνω­στά καί τό­σο ἀ­γα­πη­τά «Ἐγ­κώ­μια» καί κα­τό­πιν γί­νε­ται ἡ ἔ­ξο­δος τοῦ Ἐ­πι­τα­φί­ου ἀ­πό τόν να­ό καί ἡ πε­ρι­φο­ρά του στόν γύ­ρω χῶ­ρο. Κα­τά τήν πε­ρι­φο­ρά-σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρά­δο­ση- ψάλ­λε­ται τό ὑ­πέ­ρο­χο τρο­πά­ριο:

«Τόν ἥ­λιον κρύ­ψαν­τα τάς ἰ­δί­ας ἀ­κτῖ­νας καί τό κα­τα­πέ­τα­σμα τοῦ να­οῦ δι­αρ­ρα­γέν τῷ τοῦ Σω­τῆ­ρος θα­νά­τῳ, ὁ Ἰ­ω­σήφ θε­α­σά­με­νος, προ­σῆλ­θε τῷ Πι­λά­τῳ καί κα­θι­κε­τεύ­ει λέ­γων: δός μοι τοῦ­τον τόν ξέ­νον, τόν ἐκ βρέ­φους ὡς ξέ­νον ξε­νω­θέν­τα ἐν κό­σμῳ. Δός μοι τοῦ­τον τόν ξέ­νον, ὅν ὁ­μό­φυ­λοι, μι­σοῦν­τες, θα­να­τοῦ­σιν ὡς ξέ­νον. Δός μοι τοῦ­τον τόν ξέ­νον, ὅν ξε­νί­ζο­μαι βλέ­πων τοῦ θα­νά­του τό ξέ­νον. Δός μοι τοῦ­τον τόν ξέ­νον, ὅ­στις οἶ­δε ξε­νί­ζειν τούς πτω­χούς καί τούς ξέ­νους. Δός μοι τοῦ­τον τόν ξέ­νον, ὅν Ἑ­βραῖ­οι τῷ φθό­νῳ ἀ­πε­ξέ­νω­σαν κό­σμῳ. Δός μοι τοῦ­τον τόν ξέ­νον, ἵ­να κρύ­ψω ἐν τά­φῳ, ὅς ὡς ξέ­νος οὐκ ἔ­χει τήν κε­φα­λήν πού κλί­νῃ. Δός μοι τοῦ­τον τόν ξέ­νον, ὅν ἡ Μή­τηρ ὁ­ρῶ­σα νε­κρω­θέν­τα, ἐ­βό­α. Ὦ Υἱ­έ καί Θε­έ μου, εἰ καί τά σπλάγ­χνα τι­τρώ­σκο­μαι καί καρ­δί­αν σπα­ράτ­το­μαι, νε­κρόν σε κα­θο­ρῶ­σα, ἀλ­λά, τῇ σῇ ἀ­να­στά­σει θαρ­ροῦ­σα, με­γα­λύ­νω. Καί τού­τοις τοί­νυν τοῖς λό­γοις δυ­σω­πῶν τόν Πι­λᾶ­τον ὁ εὐ­σχή­μων, λαμ­βά­νει τοῦ Σω­τῆ­ρος τό σῶ­μα, ὅ καί φό­βῳ ἐν σιν­δό­νι ἐ­νει­λή­σας καί σμύρ­νῃ, κα­τέ­θε­το ἐν τά­φῳ τόν πα­ρέ­χον­τα πᾶ­σι ζω­ήν αἰ­ώ­νιον καί τό μέ­γα ἔ­λε­ος».

Δη­λα­δή: Ὁ Ἰ­ω­σήφ ὅ­ταν ἔκ­πλη­κτος πα­ρα­τή­ρη­σε ὅ­τι ὁ ἥ­λιος ἔ­κρυ­ψε τίς ἀ­κτῖ­νες του καί τό κα­τα­πέ­τα­σμα τοῦ Να­οῦ σχί­στη­κε στά δύ­ο ἐ­ξ’ αἰ­τί­ας τοῦ θα­νά­του τοῦ Σω­τῆ­ρος, ἦρ­θε στόν Πι­λᾶ­το καί τόν θερ­μο­πα­ρα­κά­λε­σε μέ αὐ­τά τό λό­για: Δῶ­σε μου Αὐ­τόν τόν ξέ­νον, πού ἀ­πό τήν βρε­φι­κή Του ἡ­λι­κί­α, ὡς ξέ­νος πού ἦ­ταν, ζοῦ­σε σάν πρό­σφυ­γας καί πε­ρι­πλα­νώ­με­νος. Δῶ­σε μου Αὐ­τόν τόν ξέ­νον, τόν Ὁ­ποῖ­ον οἱ ὁ­μο­ε­θνεῖς Του ἀ­πό μί­σος θα­να­τώ­νουν ὡς ξέ­νο καί ἐ­χθρό τους. Δῶ­σε μου Αὐ­τόν τόν ξέ­νον, τοῦ Ὁ­ποί­ου ὁ πα­ρά­δο­ξος θά­να­τος μοῦ προ­ξε­νεῖ ἔκ­πλη­ξη. Δῶ­σε μου Αὐ­τόν τόν ξέ­νον, ὁ Ὁ­ποῖ­ος γνω­ρί­ζει νά ὑ­πη­ρε­τεῖ καί νά πε­ρι­ποι­εῖ­ται τούς φτω­χούς καί τούς ξέ­νους. Δῶ­σε μου Αὐ­τόν τόν ξέ­νον, τόν Ὁ­ποῖ­ον οἱ Ἑ­βραῖ­οι ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ φθό­νου, Τόν ἀ­πο­ξέ­νω­σαν ἀ­πό τόν κό­σμο. Δῶ­σε μου Αὐ­τόν τόν ξέ­νον, γιά νά Τόν κρύ­ψω στόν τά­φο, για­τί Αὐ­τός ὡς ξέ­νος δέν ἔ­χει ποῦ νά γεί­ρει τήν Κε­φα­λή Του γιά νά ἀ­να­παυ­τεῖ. Δῶ­σε μου Αὐ­τόν τόν ξέ­νον, πού ἡ Μη­τέ­ρα Του μό­λις Τόν εἶ­δε νε­κρό ἔ­λε­γε με­γα­λο­φώ­νως: Ὦ! Υἱ­έ μου καί Θε­έ μου, ἄν καί ὁ πό­νος μοῦ πλη­γώ­νει τά σπλάγ­χνα καί μοῦ σφά­ζει τήν καρ­διά ἐ­πει­δή Σέ βλέ­πω νε­κρό, ἀλ­λά ὅ­μως πι­στεύ­ον­τας στήν Ἀ­νά­στα­σή Σου, ἀν­τλῶ θάρ­ρος καί Σέ δο­ξά­ζω μέ με­γά­λη δό­ξα. Καί μέ αὐ­τούς τούς λό­γους, πα­ρα­κα­λών­τας τόν Πι­λᾶ­το ὁ δι­α­κε­κρι­μέ­νος Ἰ­ω­σήφ, λαμ­βά­νει τό Σῶ­μα τοῦ Σω­τῆ­ρος, τό ὁ­ποῖ­ο, ἀ­φοῦ πε­ρι­τύ­λι­ξε μέ σε­βα­σμό καί εὐ­λά­βεια μέ σεν­τό­νι καί ἄ­λει­ψε μέ ἀ­ρώ­μα­τα, τό ἐ­το­πο­θέ­τη­σε στόν τά­φο. Το­πο­θέ­τη­σε σω­μα­τι­κῶς στόν τά­φο νε­κρό Αὐ­τόν πού δί­νει αἰ­ώ­νια ζω­ή καί ἄ­πει­ρο ἔ­λε­ος.

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.