Ένα απ’ τα εκκλησιαστικά μας βιβλία έχει τ’ όνομα «Τριώδιον» και περιέχει απ’ την Παλιά και την Καινή Διαθήκη ύμνους, κανόνες, ιδιόμελα, ωδές, τετραώδια και τριώδια.
«Ανοίγει», έτσι λέγεται, κι είναι τούτο κυριολεξία. Αρχίζει να διαβάζεται στις εκκλησιές μας την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου μέχρι και το Μέγα Σάββατο, δηλαδή εβδομήντα μέρες συνέχεια. Τότε ξανακλείνει για ν’ ανοίξει πάλι τον επόμενο χρόνο.
Μετά την καθιέρωση του νέου ημερολογίου και στην Εκκλησία της Ελλάδας* τυχαίνει ν’ ανοίγει το Τριώδιο πάντοτε το Φεβρουάριο, κάτι που στον τόπο μας διαλαλούνταν με πυροβολισμούς τα παλιότερα χρόνια. Κι απ’ τη μέρα αυτή παύει κάθε λογής νηστεία, ακόμα κι η συνηθισμένη της Τετάρτης και της Παρασκευής. «Τρώνε σβάρνα», όπως λένε, δηλαδή αρταίνονται όλοι απ’ όλα μέχρι τις Αποκριές, πού’ρχονται σε είκοσι μία μέρες. Κάποιες απ’ αυτές πάντα θά’ ναι του Μάρτη. Έτσι πάντα θ’ αληθεύει και το: «Δε λείπει ο Μάρτης απ’ τη σαρακοστή».
Στις τρεις πρώτες βδομάδες δόθηκαν αντίστοιχα τα ονόματα: «Προφωνή ή προφωνέσιμη», «Κρετινή ή ολόκριγια» και «Τυρινή». Αλλά η αρχή του Τριωδίου γίνεται πιο αισθητή την Πέμπτη της δεύτερης βδομάδας, την «Τσικνοπέμπτη». Τότε κάθε σπίτι πλούσιου ή φτωχού «τό’χει σε καλό να τσικνώ- νει τη γωνιά του», δηλαδή να ψήνει κρέας στη θρακιά κι η κνίσα του να μοσχοβολάει στον αέρα. Πολλοί πάλι αφήνουν «να τσικνώσει» το φαγητό στην κατσαρόλα και να μυρίσει «τσίκνα» όλο το σπίτι. Τσικνωμένο δε πρέπει οπωσδήποτε να το φάνε.
Επίσης απ’ τη μέρα που «άνοιγε» το Τριώδιο ως τις Αποκριές τις μεγάλες στη μικρή μας πολιτεία —ήταν έθιμο— άρχιζαν νωρίς τ’ απόβραδο οι βεγγέρες*. Μεγάλοι και μικροί μεταμφιέζονταν πρόχειρα και «μασκαρεμένοι» έκαναν επισκέψεις σε συγγενικά και φιλικά σπίτια. Εκεί έπαιζαν λογής- λογής παιχνίδια, την τυφλόμυγα, την τόμπολα, την κολοκυθιά κι άλλα. Έλεγαν μαντέματα, αινίγματα και λογοπαίγνια με ελευθεροστομία, σατιρι- σμούς, αστεία σκώμματα, αθυροστομίες και βωμολοχίες^ ακόμα και «μα- σκαρλίκια», μια και «το καλοΰσαν» αυτές οι μέρες, όπως έλεγαν. Τρωγόπιναν, τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια, χόρευαν ελληνικούς κι ευρωπαϊκούς χορούς. Το γλεντοκόπι κρατούσε ως περασμένα τα μεσάνυχτα.
Τώρα πολλοί μεταμφιεσμένοι —αυτή την εποχή— γυρίζουν στους δρόμους αποβραδίς, σκορπώντας την ευθυμία και το γέλιο. Αναστατώνουν τα πάντα με φωνές και τραγούδια, με πίπιζες, καραμούζες, τσούμπανα, τρακατρούκες, σφυρίγματα και κουμπουριές. Πειράζουν γνωστούς κι άγνωστους πετώντας χοντροκομμένα αστεία, συνοδεύοντάς τα πολλές φορές και με χειρονομίες, που λίγο απέχουν του άσεμνου. Όμως όλα … επιτρέπονται για τους «μασκαράδες» αυτές τις μέρες μέχρι ν’ αρχίσει η Μεγάλη Σαρακοστή.
Αυτή η Σαρακοστή για το Πάσχα συνήθως δεν αρχίζει απ’ την Κυριακή της Τυρινής, αλλά απ’ την επόμενη Κυριακή της «Μεγάλης Αποκριάς». Αλλά πολλοί αρχίζουν να μην «αρταίνονται» μετά την Καθαρή Δευτέρα, μέρα κι αυτή χαράς κι ευθυμίας. Ακόμα είναι μέρα η Καθαρή Δευτέρα, που «παίρνουν τα μ… αέρα», όπως λένε πολλοί. Κι όλοι βγαίνουν στην εξοχή. Γιατί με το «άνοιγμα» του Τριωδίου, όπως πιστεύει ο λαός μας «ανοίγει» κι ο καιρός, φεύγει ο χειμώνας κι έρχεται η άνοιξη και με τα «μασκαρλίκια» θέλουν να κοροϊδέψουν εκείνον. Με τα γλέντια δε υποδέχονται την καινούρια εποχή του χρόνου.
Οι Αποκριές έχουν την προέλευσή τους στην αρχαία Ελλάδα απ’ τ’ αρχαία Διονύσια και τα Κρόνια. Ως ειδωλολατρικό έθιμο κατηγορήθηκε και καταπολεμήθηκε από την Εκκλησία μας. Παρ’ όλα αυτά λες κι εξυπηρετεί κάποια κοινωνική ανάγκη διατηρείται ως τώρα. Η αρχή του Τριωδίου,μπο- ρούμε να πούμε πως έχει σχέση με την αθηναϊκή γιορτή των ανθεστηρίων, γιορτή της αχαλίνωτης χαράς, αλλά και των νεκρών, των ψυχών.
Οι ψυχές «απολυούνται» και βγαίνουν στον «απάνω κόσμο» τη βδομάδα της «Προφωνής». Σ’ αυτές είναι σήμερα αφιερωμένα τα Σάββατα της «Κρεα- τινής» και της «Τυρινής», τα «Ψυχοσάββατα». Θυμίζουν τις «χόες» των Αρχαίων. Τότε οι ψυχές βρίσκονταν στον «απάνω κόσμο», όπως πίστευαν. Ξα- νακατέβαιναν δε στον «κάτω», στον Άδη, το τελευταίο Σάββατο των «χύτρων», που η Εκκλησία μας όρισε τη γιορτή των αγίων Θεοδώρων.
Η δημοφιλής τούτη γιορτή πιστεύεται πως έχει κάποια μαγική σημασία χάρη στην ιερότητα και τη δύναμη, που αποδίδει ο λαός μας στις νεκρικές προσφορές. Γι’ αυτό τη νύχτα της γιορτής αυτής συνηθίζουν οι ανύπαντρες κόρες να βάζουν στο προσκεφάλι τους σπειριά σιτάρι από τα «υψώματα». Μ’ αυτό τον τρόπο θα δουν, όπως πιστεύουν, σε μαντικό όνειρο αν παντρευτούν αυτή τη χρονιά αλλά και ποιόν θα πάρουν.
Την Κυριακή της «Τυρινής» οι «μασκαράδες» του Καρναβαλιού[*] γυρίζουν όλη τη μέρα στους δρόμους. Παλιότερα στην πόλη μας τα κορίτσια μεταμφιέζονταν φορώντας παλιές καλαμπακιώτικες στολές και τ’ αγόρια ντύνονταν έυζωνοι, φορώντας κάποιες παλιές φουστανέλες, τσαρούχια και κόκ- κινο φεσΓ~με μεγάλη μαύρη φούντα. Άλλος πάλι ντυνόταν «γιατρός» με ψηλό καπέλδΊκαϊ σκληρό κολάρο. Άλλοι στήναν «γάμο» με το γαμπρό ντυμένο γαμπριάτικα ρούχα και τη νύφη με νυφιάτικα. /Ηταν κι αυτή αγόρι, φτιασιδωμένο έτσι, ώστε να μη γνωρίζεται το φύλο του. Όλο το συμπεθεριό ήταν αγόρια μεταμφιεσμένα. Πολλά φορούσαν γυναικεία ρούχα. Ακολουθούσαν παίζοντας βιολί, κλαρίνο, λαούτο και νταούλι επαγγελματίες οργανο- παίχτες —με το αζημίωτο βέβαια— μουντζουρωμένοι ή ντυμένοι μ’ αποκριάτικα ρούχα κι αυτοί.
Στις απλωσιές και τις πλατείες οι «μασκαρειιένοι» έπλεκαν το «γαϊτανά- κι» τραγουδώντας οι ίδιοι. Και στους δρόμους γύριζε ο μπαρμπαγιάννης ο Κανατάς, φορώντας ψηλό καπέλο και λουστρίνια παπούτσια, «λαστιχιά». Κρατούσε απ’ το σκοινί τον παντελοφοοεμένο. στολισμένο με χρωματιστές κορδέλες και φορτωμένο με στάμνες γαϊδαράκο του απ’ τον ουρανό. Κι ο σύντροφός του έπαιζε ντέφι και τραγουδούσε το γνωστό σ’ όλη την Ελλάδα: «Μπάρμπα που φορείς ψηλό καπέλο και παπούτσια λάστιχά… πρόσεξε μη σε γελάσουν και σου φάνε το γαϊδούρι… και σου μείνει η ουρά… μπάρμα-Γιάννη κανατά…».
Άλλος «μασκαράς» με το μασκαρεμένο κι αυτός γαϊδαρό του και φορτωμένο στο σαμάρι στάμνες και χερόβολα ρήγανης διαλαλεί το εμπόρευμά του: «Ρήγανη, σταμνΐα–… ρήγάνη, ρήγανη, σταααμνάκια».
Ο «αρκδυδιάρης» επίσης με μαύρο βαμμένο —με φούμο— το πρόσωπό του ώίι φορώντας παλιόρουχα και κουρέλια, κρατούσε με αλυσίδα την «αρκούδα» του, που δεν ήταν παρά ένας άλλος κρυμμένος όλος σε σακί κι ένα κουδούνι κρεμασμένο στο ύψος του λαιμού του. Ο αρκουδιάρης χτυπούσε το ντέφι του, τραγουδούσε και έδινε διάφορα παραγγέλματα. Κι η αρκούδα χόρευε ή έκανε τούμπες και κάπου-κάπου … μούγκριζε για να φύγουν από κοντά της οι πιτσιρίκοι που μαζεύονταν να … θαυμάσουν.
Σ’ άλλη συντροφιά με χαρτόνια, σανιδάκια κι άλλα υλικά από μέρες με … τέχνη ετοίμαζαν το κορμί της «Γκαμήλας». Κατάφερνανδε ν’ ανοιγοκλείνει το στόμα της με κινήσεις, που έκανε ο πρώτος απ’ τους άλλους δυο κρυμμένους στο κορμί της «Γκαμήλας». Μπροστά ο κατάλληλα μασκαρεμέ- νος «καμηλιέρης» την οδηγούσε. Ακολουθούσαν κι άλλοι δύο μασκαράδες, ένας απ’ τους οπο’ίους έπαιζε «γκάιντα» κι ο άλλος πίπιζα. Ο «ξυλοπόδαρος» ήταν ντυμένος με ρούχα που τά’καναν φανταχτερά οι χρωματιστές κορδέλες. Φορούσε αστεία προσωπίδα και «κλακ», ρεμπούμπλικα, ψαθάκι ή άλλο καπέλο. Τα κατάφερνε να περπατεί στους δρόμους καπνίζοντας τη μακριά πίπα του ή το τρανό «τσιμπούκι» του. Δίπλα του ένας παλιάτσος μασκαρεμένος, νάνος μπροστά του, κάνοντας αστείες κινήσεις και βγάζοντας άναρθρες φωνές, άπλωνε ένα κουτί ντυμένο με χρωματιστό χαρτί, όπου οι «θαυμαστές» του ξυλοπόδαρου έριχναν κανένα κέρμα.
Το ίδιο γινόταν και μ’ όλους τους άλλους «μασκαράδες» όπως και πολλά μικρά προπαντός παιδιά, που η μεταμφίεσή τους περιοριζόταν στο ανάποδα φορεμένο σακάκι τους και μια μάσκα, την οποία τα περισσότερα έφτιαχναν μόνα τους. Αυτά γύριζαν στους δρόμους φωνάζοντας το ακαταλαβίστικο «τττρρρ-τττρρρ» σαν απειλή φαίνεται. Κι απλώνοντας το χέρι, προφέροντας το «λι-λι-λιλί», ζητούσαν κάτι σα φιλοδώρημα, κάποιες δεκάρες.
Τότε «μασκαρεύονταν» οι περισσότεροι μ’ ό,τι πρόχειρο, ανέξοδο τις περισσότερες φορές, αφού ήταν αρκετό ένα παλιόρουχο κι ένα μουντζούρωμα του προσώπου. Σήμερα όμως, απ’ τις πρώτες μέρες του Τριωδίου διάφορα καταστήματα πουλούν στολές φανταχτερές, καπέλα, μάσκες. Αλλά και μοδίστρες ράβουν φορέματα για να «ντυθούν» αγόρια και κορίτσια, που κάνουν τον περίπατό τους κάθε απόγευμα. Και τις Κυριακές της Κρεατινής και της Τυρινής γεμίζουν οι δρόμοι με «κολομπίνες», με «γκέισες», με «βασίλισσες της νύχτας», με «Αμαλίες», με «ευζωνάκια», «ναυτάκια», «στρατηγούς», «αεροναύτες», «καου-μπόηδες» με πλήθος μεταμφιεσμένων.
Τ’ απόγευμα της «Μεγάλης Αποκριάς» μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, πριν ακόμη σημάνει η καμπάνα της «Μεγάλης εκκλησιάς» μας μαζεύονται στο προαύλιό της. Και μετά τον εσπερινό ακολουθώντας τους παπάδες -κατά παλιό τυπικό έθιμο που ξεχάστηκε- έβγαιναν όλοι στην «απολταριά» και κάθονταν στα πεζούλια της για την «αλληλοσυγχώρεση».
Φιλούσαν τό χέρι των παπάδων που κάθονταν πρώτοι και μετά καθόταν ο καθένας πλάι στον άλλο, αφού βέβαια είχε ανταλλάξει ευχές με τους προηγούμενους. Κριτήριο βέβαια γι’ αυτή τη σειρά ήταν η κοινωνική θέση του καθενός κι όχι η ηλικία του. Μετά την «αλληλοσυγχώρεση» αυτή, την ανταλλαγή ευχών και το χαιρετισμό στηνόταν εκεί* χορός που «έσερνε» τότε και τώρα ο Δήμαρχος της πόλης μας. Είναι ένας χορός τοπικός που χορεύεται με ιδιόρρυθμο τρόπο, με ίδια βήματα και κινήσεις ρυθμικές όλων. Και το τραγούδι, κι αυτό καλαμπακιώτικο, είναι ιδιότονο, ιδιόμελο και μόνο εκεί τραγουδιέται.
Το τραγούδι** αυτό με τον τίτλο «Κάτω στον Άγιο-Θόδωρο» είναι τοπικό ηρωϊκό που τα λόγια του, όπως και τα βήματα του χορού ξεχάστηκαν ύστερα απ’ τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Με προσπάθειες όμως του δάσκαλου Μπαντέκα, του Τσιλιάγκαρου και δικές μου άρχισε να ξανατραγουδιέται και να χορεύεται. Κι ο χορός κρατεί μέχρι το βράδυ. Τότε κατηφορίζουν όλοι και γεμίζουν οι δρόμοι όλοι κι οι πλατείες, όπου το … πανηγυρικό φινάλε του Καρναβαλιού. Τώρα εκεί απομένουν όσοι δε χόρτασαν χαρά, οι πιο ζωηροί, που περισσεύει το σφρίγος τους κι η ακμή τους.
Άλλοι, οι πιο πολλοί χαρούμενοι, ευχαριστημένοι παίρνουν το δρόμο του γυρισμού στα σπίτια τους, γιατί είναι ο καιρός της ανταλλαγής επισκέ ψεων των συγγενών. Οι μικροί θα πάνε στο σπίτι του νουνού τους να του φιλήσουν το χέρι, μες στο οποίο τους καρτερεί κάποιο «κέρασμα», κάμποσα λεφτά. Μετά θα γυρίσουν σπίτι, όπου θα βάλουν «μετάνοιες» στους μεγάλους δικούς τους, θα φιλήσουν το χέρι τους και θα πάρουν κι απ’ αυτούς το φιλοδώρημά τους, σε χρήμα πάντα*.
Στο δείπνο που συνήθως γίνεται κοινό για όλο το σόι παρακάθονται οι περισσότεροι συγγενείς σ’ ενός το σπίτι να φάνε όχι μόνο ό,τι ετοιμάστηκε για το τραπέζι το πλούσιο που θα στρωθεί εκεί, αλλά κι ό,τι περίσσεψε απ’ το μεσημεριανό των άλλων. Θα πιουν, θα τραγουδήσουν τραγούδια του τραπεζιού, της «τάβλας», χωρίς να παραλείπουν κι άλλα ευτράπελα γνωστά. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει το αρχαιότερο, το πανελλήνια γνωστό: «Στης ακρίβειας τον καιρό θέλησα να παντρευτώ και μου δώκαν μια γυναίκα, πού ’τρωγε για πέντε δέκα…». Σαν πιουν δε και κανένα ποτηράκι παραπάνω στήνεται γλέντι τρικούβερτο. Το κέφι δυναμώνει κι όλοι μπαίνουν στο χορό. Με αστείες μιμητικές κινήσεις χορεύουν τραγουδώντας: «Πώς το τρίβουν το πιπέρι του … διαβόλου οι καλογέροι, με τη μύτη το χορεύουν … με το γόνα … με τον κώλο το χορεύουν…».
Σαν κουραστούν θα παίξουν το «χάσκα», παιχνίδι κατά το οποίο προσπαθούν όλοι με τη σειρά να χάψουν με το στόμα τους —χωρίς να το πιάσουν με τα χέρια τους— ένα σφιχτοβρασμένο, καθαρισμένο αυγό κότας, κρεμασμένο στην άκρη κλωστής. Είναι προσπάθεια επίπονη, θά ’λεγα, για τον αγωνιζόμενο, που κάνει όλους τους άλλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Ακολουθούν «παλαμάκια» για το νικητή, που για έπαθλό του θα … φάει το αυγό.
Αυτά τα δείπνα των συγγενών σε κάποιο τους σπίτι είναι η αιτία να μη γίνονται τη βραδιά αυτής της Κυριακής χοροεσπερίδες, που αρχίζουν με την αρχή του Τριωδίου, οργανωμένες από διάφορα σωματεία, συλλόγους κι ομίλους για διάφορους το καθένα σκοπούς. Παλιότερα όλον αυτόν τον καιρό τέτοιες χοροεσπερίδες, αποκριάτικοι χοροί και «Μπαλ-μασκέ» γίνονταν στο «Μεγάλο καφενείο». Εκεί με λαϊκά όργανα ή κάποια μικρή ορχήστρα, χορεύονταν οι ελληνικοί χοροί μα κι απ’ όσους ήξεραν όλοι οι γνωστοί τότε ευρωπαϊκοί*.
Το αποκριάτικο αυτής της νύχτας γλεντοκόπι κρατάει ως τα ξημερώματα, οπότε οι δρόμοι όλοι πλημμυρίζουν, λες, με χαρά, γέλια, τραγούδια, μα και … τρικλίματα, καθώς οι γλεντοκόποι τραβούν για τα σπίτια τους να κοιμηθούν λίγο. Γιατί… πρέπει να τους βρει στο κρεβάτι τους το πρωινό της Καθαρής Δευτέρας. Πρόκειται για έθιμο, πρόληψη πες, του κόσμου εδώ. Πρώτη αυτή της Μεγάλης Σαρακοστής μέρα λέγεται και «Αρχιδευτέρα» ή «Πρωτονηστίσιμη». Αλλά απ’ όλους και παντού λέγεται «Καθαρά Δευτέρα», που πρέπει να την περάσουν όλοι… «καθαρά» κι όλα έτσι πρέπει νά’ναι. Γι’ αυτό μόλις βγει ο ήλιος, πρώτη θα σηκωθεί η νοικοκυρά. Κι ύστερα από κάποιες πράξεις λατρευτικής σημασίας θα καταπιαστεί με το πλύσιμο όλων των μαγειρικών σκευών του σπιτιού με ζεματιστή «αλυσίβα». Στη συνέχεια θα τα «σφουγγίσει» με μάλλινο —απ’ την ίδια υφαμένο στον αργαλειό της ειδικά γι’ αυτή τη δουλειά— ύφασμα καθαρό και μετά θα τα βγάλει όλα έξω στην αυλή, για να τα δει ο ήλιος. Αυτό το ύφασμα το πρώτο απ’ τα ανύπαντρα κορίτσια του σπιτιού θα το βάλει κάτω απ’ το προσκεφάλι της, για να προ- καλέσει μαντικό όνειρο και στον ύπνο του… να δει ποιόν θα πάρει άντρα της.
Η «Καθαροδευτέρα» είναι μέρα αργίας για όλους. Και καθώς είναι δύσκολο ν’ αποχωριστεί κανείς με μιας ό,τι καλό κι ευχάριστο απόλαυσε πριν λίγο, διατηρείται ακέραιο, θά’λεγα, το τρελό γλέντι της Αποκριάς. Τ’ αρτοποιεία όλα δεν προφταίνουν να ξεφουρνίζουν και να πουλούν «λαγάνες». Τα παντοπωλεία και τα οπωροπωλεία αυτή τη μέρα, στολισμένα με χρωματιστές χαρταλυσίδες, σημαιάκια και λιόκλαρα, πουλούν λογής-λογής σαρακοστια- νά: χαλβάδες, ελιές, ταραμά, πίκλες και ξυνά σαλατικά, κονσέρβες με ψαρικά κι άλλα πλήθος αραδιασμένα σε πάγκους μπροστά τους.
Στα παλιότερα χρόνια δεν έστρωναν στο σπίτι τραπέζι το μεσημέρι — αυτή τη μέρα. Έτρωγαν όλοι στα πεταχτά φαγώσιμα «σπιτίσια» νηστίσιμα, όπως «χουσάφια»* βραστά σε πετιμέζι, «λαχαρμιά» και «τουρσιά», καρπολά- χανο, πιπεριές και ντομάτες πράσινες, φυλαγμένα από καιρό σε στάμνες με αρμύρα, κρεμμυδάκια και σκόρδα του κήπου τους. Πολλοί όμως στρώνονταν τρώγοντας νηστίσιμα και πίνοντας σε ταβερ- νάκια ή έξω από καφενεία και το καθαροδευτεριάτικο γλέντι άρχιζε με τραγούδια και βιολιά. Και μες στην ευθυμία τους «μασκαρεύονταν» όλοι της παρέας, φορώντας χρωματιστά χάρτινα αποκριάτικα καπέλα. Και μουντζουρώνονταν με μπογιές ή με «φούμο». Κι αν τύχαινε κάποιος φίλος της παρέας να περάσει από ’κει, θέλοντας να τον χαιρετήσουν τάχα, τον μαύριζαν κι αυτόν. Αν προσπαθούσε δε να γλιτώσει το «μουτζούρωμα», τον κυνηγούσαν, τον έπιαναν και τον έκαναν … «αράπη».
Στο σπίτι δεν έδιναν τίποτε να φάνε τα παιδιά, τ’ αγόρια, αν δεν πήγαιναν στην εξοχή να βρουν και να φέρουν —κατά τοπικό έθιμο— φωλιά πουλιού περσινή βέβαια, έστω και μισοχαλασμένη. Κατά το μεσημέρι κι αφού γευμάτιζαν πρόχειρα, όρθιοι, μ’ ό,τι σαρακοστιανό αγόραζαν και μ’ ένα παρασκεύασμα σπιτίσιο, ταχίνι με πετιμέζι ή ταχινόσουπα, ξεκινούσαν οι- κογενειακώς να γιορτάσουν τα κούλουμα.
Τα παιδιά έτρεχαν στα Νιοχώρια, στην Πουλιάνα, στη Γλύστρα να σηκώσουν το χαρταετό τους, τον οποίο μόνοι τους έφτιαχναν αγοράζοντας κόλλα χρωματιστού χαρτιού, που κολλούσαν με ζυμάρι συναγωνιζόμενα την «καλούμπα», ποιος θα καταφέρει να τον ανεβάσει πιο ψηλά ως την Αϊ-ιά και πιο πάνω. Στο μεταξύ οι μεγάλοι «για το καλό της μέρας» γεύονταν τις νηστίσιμες λιχουδιές κάποιου ζαχαροπλαστείου.
Τώρα την Καθαρά δευτέρα πριν το μεσημέρι ξεκινούν πολλοί από δω μα κι απ’ άλλα αστικά κέντρα να γιορτάσουν τα «κούλουμα» στα εξοχικά κέντρα της περιοχής, στο Καστράκι στην Τριανταφυλλιά, στον «Πατλά» ήσ’ άλλα μαγαζιά μέσα στο χωριό. Άλλοι προτιμούν τα εξοχικά του δρόμου προς τα Γιάννενα, του «Τσίκαρη», του Μαγκλάρα», τη «Γρενάδα», το «Μουργκάνι». Άλλοι πάλι φτάνουν ως τη «Φάρμα» στο δρόμο προς την Καστανιά.
Απ’ το πρωί της Καθαροδευτέρας αρχίζει η μεγάλη κίνηση στο δρόμο προς το Καστράκι, όπου με ξέχωρη προτίμηση πηγαίνουν πολλοί για τα «κούλουμα». Ουρά ατέλειωτη, θαρρείς, τα τροχοφόρα πηγαίνουν κι έρχονται μέσα σε μια παλίρροια ανθρώπων, που φαίνονται σα να μην πατούν στην άσφαλτο, μα σε παχύ χαλί στρωμένο με κομφετί και σερπαντίνες. Ακούγο- νται τρουμπέτες, καραμούζες, ροκάνες, ήχοι τραγουδιών που παίζουν στα κέντρα τα κλαρίνα, τα βιολιά και τα νταούλια. Ασταμάτητα σκάνε τρακατρούκες και πέφτουν κουμπουριές με τα πιστόλια που κρατούν μικροί «καουμπόηδες», που φορούν ακόμα τη στολή τους, όπως κι άλλα παιδιά ντυμένα με διαφορετικές στολές.
Το γλέντι συνεχίζεται και κάποιοι μένουν στα κέντρα μέχρι να ξημερώσει. Και στο βαθύ ύπνο που ακολουθεί, απαλό όνειρο ζωντανεύει τη χαρά, τα τραγούδια και το πλούσιο φαγοπότι, που η «Κυρά Σαρακοστή» θα κάνει όλους να ξεχάσουν για αρκετό καιρό.
Ένα άλλο όνειρο, μαντικό τούτο, υφαίνεται στο προσκεφάλι των ανύπαντρων κοριτσιών, που προσπαθούν να δουν στον ύπνο τους το παλικάρι που θα τους φέρει νερό να ξεδιψάσουν απ’ τ’ «αρμυροκούλουρα» ([*] Τα ζύμωναν με «αμίλητο νερό», που έφερναν τα ίδια τα κορίτσια απ’ τη βρύση με το πρώτο λάλημα των πετεινών. Εκείνη την ώρα δεν έπρεπε να κοιτούν τη σκάφη, γι’ αυτό κάθονταν ανάποδα με τα χέρια τους πίσω. Ακόμα το ζύμωμα αυτό γινόταν με αλεύρι κι αλάτι τριών άλλων σπιτιών, που ήταν «μονο-στέφανα» ή «απίκραντα» κι είχαν κορίτσι ανύπαντρο. Στη συνέχεια τά ’ ψηναν τ ’ «αρμυροκούλουρα» στη «γάστρα» πρωί-πρωί. Κι έτρωγαν πολλά λίγο πριν πέσουν να κοιμηθούν νωρίς το βράδυ κι αφού προσεύχονταν στη «νύμφη τήν άνύμφευτη», τη Θεοτόκο Κόρη).
ΚΑΤΩ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΘΟΔΩΡΟ
Κάτω στον Άγιο-Θόδωρο, τ ’ αγίου Κωνσταντίνου, πανηγυρίτσι γένονταν.
Το πανηγύρι ήταν τρανό και το νερό ήταν λίγο.
Το πίνει ο δράκος το νερό, διψάει το πανηγύρι.
Εκεί κι ο καπετάν Αλέξης, ο αντρειωμένος Γιάννος κι ο μικρός Βλαχόπουλοςς, ο καστροπολεμίτης, μ ’ όλα τα παλικάρια. Αντάμα έχουν τους μαύρους τους, σ ’ έναν ταβλά δεμένους.
Του Γιάννου τρώει τα σίδερα, τ’ Αλέξη τα λιθάρια και του μικρού Βλαχόπουλου, μασάει το σαλιβάρι. Έχουν και μάνα καλογριά, οπού τους ορμηνεύει. Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν και σιγοτραγουδούσαν, πουλάκι πάει κι έκατσε, δεξιά μεριά στην τάβλα. Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι. Μόνο λαλούσε κι έλεγε μ ’ ανθρώπινη λαλίτσα.
— Παιδιά μου τρώτε πίνετε κι οι Τούρκοι σας κουρσεύουν. — Πουλί μ ’ το τι μας κούρσεψαν, το τι, το τι μας πήραν; — Πήραν του Γιάννου τον υγιό, τ ’ Αλέξη τη γυναίκα και του μικρού Βλαχόπουλου, την αρραβωνιαστικιά του.
— Για σύρε, βρε Βλαχόπουλε, στη βίγλα να βιγλίσεις κι αν δεις χιλιάδες τον εχθρό, ρίξε και σκότωσε τον κι αν είναι περισσότεροι, έλα και φώναξέ μας. Το μαύρο του ο Βλαχόπουλος πάει και τον ρωτάει. — Δύνασαι, μαύρεμ’, δύνασαι, σεφέρι να μας φέρεις; — Δύναμαι, αφέντη μ ’ δύναμαι σεφέρι να σας φέρω, αν μου αυξήσεις την ταή ακόμα πέντε χούφτες, αν μου αυξήσεις το νερό, ακόμα δυο καρδάρια. Ανέβηκε ο Βλαχόπουλος, πάει στη βίγλα να βιγλίσει. Και βίγλισε και κοίταξε κατάματα τον κάμπο κι είδε χιλιάδες τον εχτρό, άλογα και πεζούρα κι ήταν ο κάμπος πράσινος, τα φέσια κοκκίνιζαν. Σκύβει φιλεί το μαύρο του, σκύβει και τον ρωτάει.
— Δύνασαι, μαύρε μ ’, δύνασαι στο γαίμα για να πλέψεις; — Δύναμαι, αφέντη μ’, δύναμαι στο γαίμα για να πλέψω, μόν ’ δέσε το κεφάλι σου μ ’ ένα χρυσό μαντήλι, μην στον τρανό το χαλασμό, μες στο πολύ το γαίμα μην τύχει λάκκους και διαβώ και πέσεις απ ’ τη ζάλη κι από το γαίμα ζαλιστείς και πέσεις και χτυπήσεις. Στο έμπα μπήκε σαν αϊτός, στο έβγα σαν πετρίτης, στο έμπα χίλιους σκότωσε στο έβγα δυο χιλιάδες και στον καλό το γυρισμό, κανέναν δεν αφήνει. Πήρε του Γιάννου τον υγιό, τ ’ Αλέξη τη γυναίκα και στα πισοκάπουλα την αρραβωνιαστ ’κιά του. Πού είσαι Γιάννη μ ’ αδερφέ και καπετάν ’Αλέξη.
Αν είστε μπρος μου φύγετε και πίσω μου ελάτε γιατί τα μάτια μ ’ θόλωσαν κανέναν σας δε βλέπω.
Thank you very much for sharing, I learned a lot from your article. Very cool. Thanks.