Κυρίες και κύριοι,
είναι μεγάλη η συγκίνησή μου σήμερα. Κι αυτό γιατί η ημέρα αυτή με συνδέει άμεσα με τα παιδικά μου χρόνια και με την ανάμνηση προσώπων αγαπημένων. Πολλοί από μας που γεννηθήκαμε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο ευτυχήσαμε να μεγαλώσουμε δίπλα σε παππούδες και γιαγιάδες που μέχρι που έκλεισαν τα μάτια τους κρατούσαν ζωντανή την μνήμη της ιστορίας, όπως την έζησαν μέσα από γεγονότα τραγικά.
«Πες μου, γιαγιά, ένα παραμύθι…».
Και οι γιαγιάδες μας δεν μας έλεγαν για νεράιδες και δράκους αλλά για τον πόλεμο, για τα καταφύγια που έκρυψαν λίγα από τα υπάρχοντά τους, πριν κάψουν την πόλη οι Γερμανοί. Το περίμεναν το κακό. Ήλπιζαν να βρουν κάτι, όταν γυρίσουν. Μα κάποιοι τα πρόδωσαν…
Για τον ξεσπιτωμό τους. Για την εικόνα του τέμπλου που κατέβασαν με δάκρυα και φόβο Θεού και την έκαναν πλαστήρι στο ξωκλήσι, όπου διωγμένοι κατέλυσαν στον δρόμο της προσφυγιάς τους. Για τα συντρίμμια που βρήκαν γυρίζοντας και τις στάχτες.
Μορφές μυθικές στα παιδικά μας αφτιά, σχεδόν αγιοποιημένες στην μνήμη τους, ο Φερεντίνος ο Ιταλός που τους έσωσε από βέβαιο θάνατο, όταν οι εχθροί συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα εδώ στο σημερινό προαύλιο του Αγίου Βησσαρίωνος και για αντίποινα ήταν έτοιμοι να τους εκτελέσουν. Τα οπλοπολυβόλα τούς σημάδευαν και ο θρήνος έσκιζε τον αέρα…
Ο παπα-Χρήστος ο Μπέντας, που το πρώτο που νοιάστηκε πριν το μεγάλο κακό ήταν να σώσει την εικόνα της Παναγίας. Και οι άνθρωποι που τους άνοιξαν τα σπίτια τους στα γύρω χωριά, όταν έφταναν πένητες και ανέστιοι.
Θησαυροί ανεκτίμητοι η φτηνή γυάλινη πιατελίτσα του κεράσματος και η μικρή καράφα για τσίπουρο, τα μόνα ευρήματα μέσα στα χαλάσματα, ενθύμια σε θέση περίοπτη μιας ζωής καμένης. Κι άλλα πολλά…
«Πες μου, γιαγιά, και κανένα άλλο παραμύθι, τα βαρέθηκα αυτά». «Εδώ, μάνα μ’, έλα να ακούσεις για τον πόλεμο, να μαθαίνεις…»
Και χρειάστηκαν χρόνια πολλά για να συνειδητοποιήσουμε πως το μάθημα εκείνο ήταν από τα πιο σπουδαία που διδαχτήκαμε στη ζωή μας…
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940 ο Ιταλός πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι έλαβε την αρνητική απάντηση του Ιωάννη Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο «να επιτραπεί στα ιταλικά στρατεύματα η ελεύθερη διέλευση, προκειμένου να καταλάβουν διάφορες επίκαιρες θέσεις επί του εδάφους του Ελληνικού Βασιλείου». Έτσι η Ελλάδα εισήλθε άκουσα αλλά επαρκώς προετοιμασμένη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όλοι οι Έλληνες έσπευσαν και μετείχαν με προθυμία στις διαδικασίες επιστράτευσης.
Το ίδιο πρωί οι 3.500 περίπου Καλαμπακιώτες άκουσαν την καμπάνα της εκκλησίας της Παναγίας να χτυπά ανησυχητικά και τα ραδιόφωνα να μεταδίδουν τα πρώτα ανακοινωθέντα του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Οι έφεδροι έσπευσαν να καταταγούν και να υπηρετήσουν άλλοι στην πρώτη γραμμή κι άλλοι στην περιοχή μας, όπου υπήρχαν αποθήκες με όπλα, τρόφιμα και άλλο υλικό, που έφτανε εδώ με το τρένο και προωθούνταν στο μέτωπο.
Αλλά και μετά από τις 6 Απριλίου του 1941, που τα στρατεύματα της ναζιστικής Γερμανίας επιτέθηκαν στην Ελλάδα, εξαιτίας της αποτυχίας της μεγάλης ιταλικής εαρινής επιθέσεως, στην περιοχή μας παρατηρούνταν μεγάλη κινητικότητα. Όταν όμως κατέρρευσε το αλβανικό μέτωπο, υπογράφτηκε η συνθηκολόγηση και άρχισαν οι στρατιώτες να επιστρέφουν από το αλβανικό μέτωπο, οι Καλαμπακιώτες άρχισαν να αντιλαμβάνονται πως οι προσεχείς μήνες θα είναι δύσκολοι γι’ αυτούς, όπως άλλωστε και για όλους τους Έλληνες. Έτσι, άνοιξαν τις στρατιωτικές αποθήκες της περιοχής μας, που ο ελληνικός στρατός τις είχε εγκαταλείψει στην τύχη τους, και πήραν ό,τι μπορούσε ο καθένας, για να επιβιώσει η οικογένειά του: βαρέλια με λάδι, δοχεία με βούτυρο, σακιά με ζάχαρη, ρουχισμό και ό,τι άλλο έβρισκαν. Η χώρα εισερχόταν στη δύσκολη περίοδο της Κατοχής.
Την Μεγάλη Παρασκευή του 1941, στις 18 Απριλίου, οι Γερμανοί πέρασαν από την Καλαμπάκα και συνέχισαν προς τα Τρίκαλα, όπου έστησαν το αρχηγείο τους. Ομάδα Καλαμπακιωτών με επικεφαλής τον δήμαρχο τούς συνάντησαν στην είσοδο της πόλης και τους ζήτησαν να μην την καταστρέψουν.
Το Πάσχα που «γιόρτασαν» οι κάτοικοι δυο μέρες αργότερα, στις 20 Απριλίου, μόνο γιορτινό δεν ήταν. Όλοι αναλογιζόταν τα δεινά που περίμεναν τους ίδιους και την πόλη τους.
Μετά από τη συνθηκολόγηση, στην περιοχή του Μουργκανίου αλλά και στην ίδια την πόλη της Καλαμπάκας εγκαταστάθηκε τμήμα του ιταλικού στρατού, με εντολή να επιτηρεί τους κατοίκους, να κατάσχει τον οπλισμό και να συγκεντρώνει γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα για τις δυνάμεις κατοχής. Η τρομοκράτηση των κατοίκων, οι έλεγχοι και οι λεηλασίες είναι καθημερινό φαινόμενο.
Στα υπόγεια της ιταλικής Καραμπιναρίας, στη σημερινή οδό Ράμμου, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν πολλοί κάτοικοι.
Οι Ιταλοί πραγματοποιούν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ύπαιθρο, με λεηλασίες και περιστασιακές πυρπολήσεις χωριών, χωρίς κάποιο γενικότερο σχεδιασμό, με αποφυγή των ωμοτήτων και ακροτήτων και με τήρηση σχετικά μετριοπαθούς στάσης.
Δεν άργησε όμως να οργανωθεί και η Εθνική Αντίσταση των Ελλήνων. Από το Φθινόπωρο του 1942 και κυρίως από την Άνοιξη του 1943 οι επιθέσεις ανταρτών σε ιταλικά φυλάκια και στρατώνες ήταν συχνές.
Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις οι Έλληνες αντιμετώπισαν τους Ιταλούς σε «κανονικές» μάχες: Στη Μάχη της Μερίτσας και στη Μάχη της Πύλης.
Την 1η Φεβρουαρίου του 1943 οι Ιταλοί της Καλαμπάκας διέταξαν τους κατοίκους των γύρω χωριών να τους εφοδιάσουν με τρόφιμα. Όταν οι κάτοικοι της Οξύνειας αρνήθηκαν, με παρότρυνση του ΕΑΜ, ο καταγόμενος από το Αγιόφυλλο Νίκος Ζαραλής, ο επονομαζόμενος καπεταν-Χασιώτης, τους κάλεσε να αντισταθούν. Πράγματι, στις 9 Φεβρουαρίου του 1943 οι ιταλικές δυνάμεις λεηλάτησαν για δυο μέρες το χωριό. Καθώς όμως επέστρεφαν στην Καλαμπάκα, οι αντάρτες τούς έστησαν ενέδρα λίγο έξω από το χωριό, σκότωσαν 161 Ιταλούς, μαζί και τον επικεφαλής ταγματάρχη τους, συνέλαβαν άλλους τόσους περίπου αιχμαλώτους και αποκόμισαν πολλά όπλα και πολεμοφόδια, έχοντας οι ίδιοι συγκριτικά ελάχιστες απώλειες.
Η νίκη αυτή τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων και τους έδωσε την αυτοπεποίθηση ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν τον κατακτητή, ιδίως μετά και την επιτυχία τους στη μάχη της Πόρτας (Πύλης) το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς.
Δύο μήνες μετά από τη μάχη της Μερίτσας ακολούθησε εξίσου σημαντική νίκη των Ελλήνων στη Μάχη της Καλαμπάκας, τον Απρίλιο του 1943. Οι αντάρτες οργανωμένοι από τις Κουμαριές και το Μεράι μέχρι και τα Νιχώρια είχαν να αντιμετωπίσουν βαριά οπλισμένες ομάδες του ιταλικού στρατού. Κατόρθωσαν όμως να νικήσουν, ανάγκασαν τους Ιταλούς να αφήσουν δεκάδες νεκρούς και τραυματίες στο πεδίο της μάχης και να αποτύχουν στα σχέδιά τους να εγκαταστήσουν ισχυρή φρουρά στην Καλαμπάκα, για να διανοίξουν κατόπιν τον δρόμο προς Γιάννενα και Γρεβενά.
Στις 25 Απριλίου του ’43, οι Καλαμπακιώτες γιόρτασαν το Πάσχα με χορούς και τραγούδια, ενώ οι ραδιοσταθμοί του Καΐρου, του Λονδίνου και της Μόσχας μετέδωσαν: «Η Μάχη της Καλαμπάκας αποτελεί ηρωική και περίλαμπρη νίκη των Ελλήνων κατά των φασιστικών δυνάμεων».
Μετά όμως από την περίλαμπρη αυτή νίκη, οι κάτοικοι φοβούμενοι αντίποινα εκ μέρους των κατακτητών, εγκατέλειψαν την πόλη, παίρνοντας μαζί τους μόνο τα απαραίτητα, και κατέφυγαν στα γύρω χωριά, δάση, σπηλιές ή μοναστήρια. Έτσι σχεδόν έρημη βρήκε την Καλαμπάκα η συνθηκολόγηση των Ιταλών στις 3 Σεπτέμβρη 1943, έπειτα από συντονισμένη εισβολή των συμμαχικών δυνάμεων στην Ιταλία. Λίγες ημέρες αργότερα ο Αντόλφο Ινφάντε, διοικητής στρατηγός της ιταλικής μεραρχίας Πινερόλο, παρέδωσε τον βαρύ οπλισμό και άλλο στρατιωτικό υλικό της μεραρχίας του στους Έλληνες αντάρτες και τους Άγγλους.
Από τις 11 του ίδιου μήνα οι Γερμανοί εγκαθίστανται στα Τρίκαλα κι εκδίδουν διαταγές για απαγόρευση κυκλοφορίας κι άλλα περιοριστικά μέτρα.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1943 γερμανική δύναμη, που αντικατέστησε τους αποχωρήσαντες Ιταλούς, επιτέθηκε στην Καλαμπάκα και απώθησε τους αντάρτες υπερασπιστές της πέρα απ’ το γειτονικό χωριό Καστράκι. Την άλλη μέρα, κι ενώ οι αντάρτες είχαν ξανακαταλάβει τις θέσεις τους, οι Γερμανοί επιτέθηκαν εκ νέου. Μάλιστα κάποια οχήματά τους έπεσαν σε νάρκες και ανατινάχθηκαν, παρασέρνοντας στο θάνατο τους επιβάτες τους. Οι Γερμανοί κατάφεραν να ξανααπωθήσουν τους αντάρτες, εισήλθαν στην έρημη και αφύλακτη πόλη, την λεηλάτησαν και πυρπόλησαν εξήντα σπίτια στο κέντρο της καθώς και μέρος από το Καστράκι.
Για ένα μήνα περίπου λίγοι Καλαμπακιώτες τολμούσαν να εισέλθουν στη μισοκατεστραμμένη πόλη, για να πάρουν απ’ τα σπίτια τους κάτι που χρειάζονταν ή να διευθετήσουν κάποιες εκκρεμότητες.
Από τα μέσα Οκτωβρίου του ’43 ξεκίνησε μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση των Γερμανών με την κωδική ονομασία «Πάνθηρας», που αποσκοπούσε στην ανάκτηση των οδών προς Ήπειρο και Μακεδονία καθώς και τον περιοχών που ήταν υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Το σχέδιο είχε εκπονήσει και επέβλεπε ο Γερμανός στρατηγός Χούμπερτ Λαντς (Hubert Lanz), διοικητής του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού. Δυστυχώς, τις γερμανικές αυτές επιχειρήσεις δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει ο ΕΛΑΣ, είτε γιατί ασχολούνταν με την εμφύλια διαμάχη με τον ΕΔΕΣ είτε γιατί οι Γερμανοί ήταν καλύτερα οργανωμένοι και αποτελεσματικοί.
Το πρωί της 18ης Οκτωβρίου του 1943, ημέρα Δευτέρα, μηχανοκίνητα γερμανικά οχήματα με πάνοπλους Γερμανούς στρατιώτες της 1ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομέων «Εντελβάις», του «αιματοβαμμένου εντελβάις», όπως ονομάστηκε, και αρχηγό τον ταγματάρχη των Ες – Ες Βέρνερ Μάτζντορφ (Werner Matzdorff), ξεκίνησαν από τα Τρίκαλα προς την Καλαμπάκα, που από τον Μάρτιο ήταν στα χέρια των ανταρτών. Φτάνοντας έξω απ’ αυτή, εκτόξευσαν οβίδες και όλμους εναντίον της. Οι λίγοι αντάρτες υπερασπιστές της πόλης απωθήθηκαν απ’ τις υπέρτερες γερμανικές δυνάμεις, οι οποίες εισήλθαν στην έρημη πόλη και τη μετέτρεψαν σε παρανάλωμα του πυρός, κατακαίοντας όσα σπίτια είχαν γλυτώσει απ’ την προηγούμενη επιχείρησή τους.
Οι κάτοικοι της Καλαμπάκας από την Κορομηλιά ή άλλα χωριά και βουνά τριγύρω έβλεπαν την πόλη τους να παραδίδεται στη μανία των κατακτητών και να κατακαίεται. Μάλιστα, τα βαρέλια με τον μούστο που είχαν οι κάτοικοι στα υπόγειά τους ανατινάσσονταν από τη φωτιά, προσφέροντας ένα απόκοσμο και συνάμα φρικιαστικό φαντασμαγορικό θέαμα με πολύχρωμες γλώσσες φωτιάς και φωτίζοντας το βράδυ με τραγικό τρόπο τους μετεωρικούς βράχους, ακούσιους μάρτυρες των γερμανικών φρικαλεοτήτων.
Την άλλη μέρα, η πόλη ολοκληρωτικά κατεστραμμένη κείτονταν σε ερείπια. Τα σπίτια της με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, που είχαν αποτυπωθεί στις ζωγραφιές, γκραβούρες και φωτογραφίες δεκάδων περιηγητών, έχασκαν σε ερείπια.
Κάποιοι ανήμποροι ή άρρωστοι Καλαμπακιώτες εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς. Τα ελάχιστα σπίτια που επίτηδες δεν έκαψαν οι κατακτητές τα μετέτρεψαν σε υγειονομικούς σταθμούς ή φυλάκια, ελέγχοντας την κίνηση από την Ήπειρο και Μακεδονία προς τη Θεσσαλία.
Οι Γερμανοί στη συνέχεια περιέφραξαν με πυκνά συρματοπλέγματα την Καλαμπάκα, εγκατέστησαν πολυβολεία και ναρκοθέτησαν τις διαβάσεις, απαγορεύοντας την είσοδο των κατοίκων στην πόλη.
Μετά την πυρπόληση της Καλαμπάκας οι Γερμανοί συνέχισαν το καταστροφικό τους έργο και σε χωριά της Πίνδου, και ιδίως στην Καστανιά, που παρέδωσαν στις φλόγες στις 26 Οκτωβρίου, καθώς εκεί είχε την έδρα του το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ (έδρα της 1ης Μεραρχίας του) για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπου τρεις μήνες πριν είχε υπογραφεί η συμφωνία υπαγωγής του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και είχε διεξαχθεί το Βαλκανικό Συνέδριο των αντιστασιακών οργανώσεων.
Παράλληλα με το σχέδιο «Πάνθηρας», οι Γερμανοί εκτελούσαν και τα σχέδια με τις κωδικές ονομασίες «Τίγρης», «Πούμα» και «Λεοπάρδαλις» στην Ήπειρο και άλλες περιοχές. Στα πλαίσια των σχεδίων αυτών έκαψαν και κατέστρεψαν πολλά ηπειρώτικα και θεσσαλικά χωριά και σκότωσαν εκατοντάδες κατοίκους. Αναφέρουμε ενδεικτικά την Τρυγόνα, τον Κορυδαλλό, την Καλομοίρα, την Κουτσούφλιανη, τον Αμάραντο, την Καλλιρρόη, τα Δολιανά, όπου βρήκαν και τους ομαδικούς τάφους των 78 συμπατριωτών τους που εκτελέστηκαν από τον ΕΛΑΣ, την Κρανιά, την Πολυθέα, το Χαλίκι, τον Κλινοβό, την Καλογριανή, τη Γλυκομηλιά, την Χρυσομηλιά και πολλά άλλα.
Για έναν περίπου χρόνο η Καλαμπάκα ήταν έρημη και εγκαταλειμμένη απ’ τους κατοίκους της. Οι Γερμανοί εξακολούθησαν τις θηριωδίες τους, συλλαμβάνοντας και εκτελώντας δεκάδες ανθρώπους από την πόλη και τα γύρω χωριά: 11 κατοίκους από την Περιστέρα την Άνοιξη του 44, 13 Καστρακινούς στον κοινοτικό νερόμυλο του Καστρακίου στις 22 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου και δύο ημέρες αργότερα 24 κατοίκους της Βασιλικής βορειοανατολικά του λόφου του προφητη-Ηλία. Λίγο πριν πεθάνει το θηρίο και πριν αποσυρθεί προς τη φωλιά του, σκορπούσε τον όλεθρο.
Από τις 18 Οκτωβρίου του 1944, καθώς οι Γερμανοί εγκατέλειπαν τα Τρίκαλα και τις άλλες ελληνικές και θεσσαλικές πόλεις και επέστρεφαν στη Γερμανία, περνούσαν συνεχώς γερμανικά οχήματα από την Καλαμπάκα με κατεύθυνση την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Σε λίγο η Καλαμπάκα, όπως και όλη η Ελλάδα, ήταν ελεύθερες από τον γερμανικό ζυγό. Κι ενώ σ’ όλο τον κόσμο τα πράγματα καλυτέρευαν, στην Ελλάδα και στην πόλη μας, με τον επάρατο εμφύλιο που ακολούθησε, η κατάσταση δυστυχώς άργησε πολλά χρόνια να ομαλοποιηθεί.
Όμως οι άνθρωποι εκείνοι κατάφεραν με μόχθο να ξανασταθούν στα πόδια τους, να ξαναγεννηθούν μέσα από τις στάχτες τους. Και ήρθαν μέρες καλύτερες, μέρες ανάπτυξης και προόδου. Έβλεπαν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους να προκόβουν, μα πάντα διέκρινες από μέρους τους μια αντιμετώπιση των πραγμάτων συγκρατημένη. Σαν να αισθάνονταν ότι το πράγμα είχε ξεφύγει από το μέτρο. Είχαν πάθει, βλέπετε, κι είχαν μάθει…
«Τι τα θέλετε όλα αυτά; Μαζέψτε τα χέρια σας», συμβούλευαν, και με λόγια και με το βλέμμα τους. «Αλλάζουν τα πράγματα, μπορεί να μην είναι πάντα έτσι. Ο καιρός έχει γυρίσματα…».
«Να μη δώσει ο Θεός, παιδάκι μου, να ζήσετε τέτοια που είδαμε εμείς. Ο Θεός να σας φυλάξει…».
Αλλά οι παππούδες μας και οι γιαγιάδες μας δεν ήξεραν ότι τώρα οι πόλεμοι δε γίνονται μόνο με όπλα και σκοτωμούς…