Διαβάζετε τώρα
Ἱ­ε­ρά μο­νή Πα­να­γί­ας Δού­πι­α­νης – Ζωοδόχου Πηγῆς

Ἱ­ε­ρά μο­νή Πα­να­γί­ας Δού­πι­α­νης – Ζωοδόχου Πηγῆς

  • Μοναχῆς Θεοτέκνης Ἁγιοστεφανιτίσσης, Τό Πέτρινο δάσος, τόμος α΄, Ἱερά Ἀσκητήρια

Ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή τῆς Ὑ­πε­ρά­γνου Θε­ο­μή­το­ρος τῆς Δού­πι­α­νης, κτι­σμέ­νη πά­νω στήν ἀ­να­το­λι­κή πλευ­ρά, ἐ­ντός σπη­λαί­ου τοῦ ὁ­μώ­νυ­μου βρά­χου, δέν ὑ­πάρ­χει σή­με­ρα. Σώ­ζε­ται μό­νο σέ πα­λαι­ό­τα­τες φω­το­γρα­φί­ες καί ζω­γρα­φι­κούς πί­να­κες.
Τό ἔ­τος 1782 ὁ Ἐ­λασ­σο­νί­της μο­να­χός Παρ­θέ­νι­ος φι­λο­τέ­χνη­σε τήν ἔ­ξο­χης λα­ϊ­κῆς τέ­χνης χαλ­κο­γρα­φί­α τῶν Με­τε­ώ­ρων, ἡ ὁ­ποί­α συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει καί τήν ἱ­ε­ρά μονή τῆς Δούπιανης μέ δέν­δρα, να­ό, πε­ρί­φρα­ξη καί ἄλ­λα κτί­σμα­τα. Στήν νο­τι­ο­α­να­το­λι­κή ὄ­ψη τοῦ βρά­χου, “πρός τὰς ῥί­ζας” τῶν βρά­χων, κα­θώς ἀ­να­φέ­ρει καί τό ‘Χρο­νι­κό τῶν Με­τε­ώ­ρω­ν’, εἶ­ναι ἀ­πο­τυ­πω­μέ­νη εὐ­με­γέ­θης ἡ ἱ­ε­ρά «Μ(ο­νή) τῆς Δού­πι­α­νης», ἐ­νῶ σέ ὑ­περ­κεί­με­να σπή­λαι­α ἐμ­φαί­νο­νται δύ­ο μι­κρά μο­νύ­δρι­α-κελ­λί­α.
Καί σή­με­ρα δι­α­κρί­νο­νται ἐ­πί τῶν σπη­λαι­ω­δῶν ὀ­πῶν ὑ­πο­λείμ­μα­τα δο­κα­ρι­ῶν καί δι­ά­τρη­τες ὀ­πές πα­λαι­ῶν κτι­ρί­ων. Στήν βό­ρει­α πλευ­ρά τοῦ βρά­χου ὑ­ψη­λά εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή Πα­ντο­κρά­το­ρος.
Τό ἔ­τος 1819 ὁ Γάλ­λος πε­ρι­η­γη­τής καί ζω­γρά­φος Louis Dupré (1789-1837) κα­τά τήν ἐ­πί­σκε­ψή του στούς με­τε­ω­ρι­κούς βρά­χους ἐ­μπνεύ­στη­κε, σχε­δί­α­σε καί τύ­πω­σε σέ δύ­ο λι­θο­γρα­φί­ες τά μο­να­στή­ρι­α τῶν Με­τε­ώ­ρων. Στήν πο­λύ γνω­στή καί ἔγ­χρω­μη λι­θο­γρα­φί­α του ‘‘Les Métèοres de Thessalie et le Pinde” εἰ­κο­νί­ζο­νται τά μο­να­στή­ρι­α Ἁ­γί­ας Μο­νῆς, Ἁγί­ου Νι­κο­λά­ου καί Τι­μί­ου Προ­δρό­μου. Στόν λί­θο τῆς Δού­πι­α­νης ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται στό βό­ρει­ο μέ­ρος ἡ μο­νή Πα­ντο­κρά­το­ρος καί στό ἀ­να­το­λι­κό ἡ μο­νή τῆς Δού­πι­α­νης.
Ἡ Γαλλίδα πε­ρι­η­γή­τρι­α Marie-Anne Bovet, κα­τά τήν ἐ­πί­σκε­ψή της στίς μο­νές τῶν Με­τε­ώ­ρων στά 1896, μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ: «Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα μο­να­στή­ρι­α εἶ­ναι σή­με­ρα ἐ­ρει­πω­μέ­να καί ἀ­κα­τοί­κη­τα, ὅ­πως ἡ Δού­πι­α­νη, ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στήν Θε­ο­τό­κο, τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας [=Ἁ­γί­ας Μο­νῆς], τοῦ Καλ­λι­στρά­του καί τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος».
Ὁ καθηγητής Ἀν­δρέ­ας Ξυγ­γό­που­λος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στά 1932 στήν μο­νή τῆς Δού­πι­α­νης, γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά:
«Ἐ­πὶ τοῦ Στύ­λου τῆς Δού­πι­α­νης, τοῦ ὑ­ψη­λοῦ δη­λα­δὴ βρά­χου, τοῦ ὑ­περ­κει­μέ­νου τοῦ να­ΐ­σκου, εἶ­ναι ἀ­κό­μη ὁ­ρα­τὰ τὰ λεί­ψα­να δύ­ο μο­νῶν, ἃς ἡ πα­ρά­δο­σις θε­ω­ρεῖ ὡς τὰς μο­νὰς Πα­ντο­κρά­το­ρος καὶ Δού­πι­α­νης. Ἀλ­λὰ ἡ ἄ­νο­δος εἰς τὰ ἐ­ρεί­πι­α ταῦ­τα εἶ­ναι πλέ­ον ἀ­δύ­να­τος».

Πα­λαι­ό­τε­ρη μνεί­α. Τό πα­λαι­ό­τε­ρο ἔγ­γρα­φο, στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται τό μο­νύ­δρι­ο τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Δού­πι­α­νης, εἶ­ναι τό χρυ­σό­βουλ­λο τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Ἀν­δρο­νί­κου Γ΄ Πα­λαι­ο­λό­γου (1328-1341) τοῦ ἔ­τους 1336, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἀ­ντι­γραμ­μέ­νο στόν βο­ρει­νό τοῖ­χο τοῦ ἐ­σω­νάρ­θη­κα τοῦ πα­λαι­οῦ κα­θε­δρι­κοῦ να­οῦ τῆς Πα­να­γί­ας Κα­λα­μπά­κας.
Σύμ­φω­να μέ τό ἐν λό­γῳ χρυ­σό­βουλ­λο, κα­τά πα­ρά­κλη­ση τοῦ τό­τε ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν καί κα­τ’ ἐ­ντο­λή τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Μα­νου­ήλ Α΄ Κο­μνη­νοῦ (1143-1180), συ­ντά­χτη­κε ἕνα Πρα­κτι­κό, τό ὁ­ποῖ­ο κα­το­χύ­ρω­νε τά δί­και­α τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν, μέ βά­ση προ­γε­νέ­στε­ρα αὐ­το­κρα­το­ρι­κά χρυ­σό­βουλ­λα, ἤ­τοι: τοῦ Νι­κη­φό­ρου Γ΄ Βο­τα­νει­ά­τη (1078-1081) καί τοῦ Ἀ­λε­ξί­ου Α΄ Κο­μνη­νοῦ (1081-1118).
Στό ἐν λό­γῳ χρυ­σό­βουλ­λο τοῦ Ἀν­δρο­νί­κου Γ΄ πα­ρα­τί­θε­ται, σύν τοῖς ἄλλοις, ἐ­κτε­νής πε­ρί­λη­ψη τοῦ ‘Πρα­κτι­κοῦ τοῦ Μα­νασ­σῆ’, τό ὁ­ποῖο εἶ­ναι φο­ρο­λο­γι­κό κα­τά­στι­χο τοῦ ὑ­πέρτα­του πρά­κτο­ρα Μα­νασ­σῆ καί συν­τά­χτη­κε, κα­τά τούς εἰ­δι­κούς, με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 1163-1180. Σύμ­φω­να μέ αὐτό κα­το­χυ­ρώ­θη­καν τά ὅ­ρι­α, οἱ κτή­σεις καί τά δί­και­α τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν, ἐ­νῶ συγ­χρό­νως κα­τα­γρά­φη­καν τρί­α μο­νύ­δρι­ά της, «ἥ τε μο­νὴ τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου ἡ Δού­πι­α­νη· καὶ ἡ μο­νὴ τῆς Θε­ο­τό­κου εἰς τὸ Λι­μπό­χο­βον· καὶ ἡ μο­νὴ τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου εἰς τὸν Ἀ­σπρο­πό­τα­μον· ἦσαν οὕτως εἰς μετόχια ταύτης· τούτων πάντων δεσπόζουσαν τὴν ἁγιωτάτην ἐπισκοπὴν Σταγῶν διώρισται ἐν ἐκείνῳ τῷ πρακτικῷ» (ΟΔ).
Στά μέ­σα τοῦ 14ου αἰ­ώ­να μί­α ἡ­γε­τι­κή καί δη­μι­ουρ­γι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα, ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Νεῖ­λος, ὀρ­γά­νω­σε τήν Σκή­τη τῆς Δού­πι­α­νης καί ἵ­δρυ­σε τέσ­σε­ρες να­ούς «πρὸς συ­να­σπι­σμὸν καὶ βο­ή­θει­αν ἑ­αυ­τοῦ καὶ πά­σης τῆς σκή­τε­ως». Οἱ να­ΐ­σκοι αὐ­τοί, οἱ ὁποῖοι εὑ­ρί­σκο­νται σέ σπή­λαι­α τῶν Με­τε­ώ­ρων, εἶ­ναι τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς, τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος, τοῦ Ἁγί­ου Δη­μη­τρί­ου καί, ἐν­δε­χο­μέ­νως, τῆς ‘Πα­να­γί­ας πα­ρά τό Πη­γά­δι­ον’.
Ὁ θε­ο­φι­λής Νεῖ­λος, ὡς φι­λό­κα­λος, φρό­ντι­σε, ἐπίσης, γι­ά τήν τοι­χο­γρά­φη­σή τους ἀλλά καί γι­ά τήν ἀ­να­γρα­φή τῆς ἱ­στο­ρή­σε­ώς τους. Τό ‘Χρο­νι­κό τῶν Με­τε­ώ­ρων’ δι­α­σώ­ζει ἕ­ναν τύ­πο τῆς ἐ­πι­γρα­φῆς τῆς ἀ­νε­γέρ­σε­ως καί ἱ­στο­ρή­σε­ως τῶν τεσ­σά­ρων σπη­λαι­ω­δῶν ἀναφερομένων ναϋδρίων. Σή­με­ρα, ὅ­μως, δι­α­σώ­ζε­ται μό­νο ἡ ἱ­στό­ρη­ση καί ἡ κτιτο­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή τῆς μο­νῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς.

Ὁ προ­ε­στώς τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Δού­πι­α­νης ἔ­γι­νε ‘ἡ­γού­με­νος’ ὅ­λης τῆς Σκή­της, καί ἔ­φε­ρε τόν τίτ­λο ‘πρῶ­τος’.
Ἔ­με­νε στήν μο­νή τῆς Δού­πι­α­νης καί ἀ­σκοῦ­σε πε­ρι­ο­δεύ­ων τήν γε­νι­κή ἐ­πο­πτεί­α στήν ὅ­λη κοι­νό­τη­τα, καθώς μᾶς πλη­ρο­φο­ροῦν οἱ Δου­πι­α­νί­τες πα­τέ­ρες, στό ‘Χρο­νι­κό τῶν Με­τε­ώ­ρων’: «Ἐ­φθά­σα­μεν τὸν τι­μι­ώ­τα­τον ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις κῦρ Ἀ­κά­κι­ον, ἡ­γού­με­νον τῆς σε­βα­σμί­ας μο­νῆς τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος τοῦ ἐν τῷ λί­θῳ τῆς Δου­πι­ά­νης καὶ πρῶ­τον τῆς σκή­τε­ως Στα­γῶν, ἀ­νερ­χό­με­νον με­τὰ βα­κτη­ρί­ας εἰς ἅ­πα­ντα τὰ μο­νύ­δρι­α, δι­έ­πων καὶ δι­α­τάσ­σων τοῦ τε Με­τε­ώ­ρου καὶ ὅ­λης τῆς σκή­τε­ως, καὶ οὐ­δεὶς ἦν ὁ ἀ­ντι­τασ­σό­με­νος αὐ­τόν, ἀλ­λὰ κα­τὰ τὴν πα­λαι­ὰν συ­νή­θει­αν δι­ε­ξή­γο­ντο καὶ συ­να­σπί­ζο­ντο παρ᾽ αὐ­τοῦ».

Λεπτομέρεια τῆς χαλκογραφίας τοῦ μοναχοῦ Παρθενίου μέ τόν παλαιό μεγάλο ναό τῆς Δούπιανης καί τίς μονές τῆς Παναγίας καί τοῦ Παντοκράτορος ἐπί τοῦ βράχου.

Ὁ ἡ­γού­με­νος Νεῖ­λος, ἄν­θρω­πος μέ πνευ­μα­τι­κή ἀ­κτι­νο­βο­λί­α, ἐ­πέ­τυ­χε ὑ­πέρ τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης τήν ἔκ­δο­ση δύ­ο βα­σι­λι­κῶν «προ­στα­γμά­των», τοῦ Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου (1362) καί τοῦ υἱ­οῦ του Ἰ­ω­άν­νη Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου (1372).
Στήν μο­να­δι­κή σω­ζό­με­νη πρά­ξη τοῦ Νεί­λου, «κα­θη­γου­μέ­νου τῆς μο­νῆς Δου­πι­ά­νης», ἡ ὁ­ποί­α συ­ντά­χτη­κε ὑ­πέρ τῆς μο­νῆς τοῦ Ἁγί­ου Δη­μη­τρί­ου, γί­νε­ται λό­γος γι­ά τήν ἀ­νά­δει­ξη τοῦ Νεί­λου στήν θέ­ση τοῦ ‘ἡ­γου­μέ­νου’ καί ‘πρώ­του’ τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης. Ἡ κα­το­χύ­ρω­ση τοῦ ‘πρω­τεί­ου’, κα­θώς συνάγεται ἀ­πό τήν προ­ει­ρη­μέ­νη πρά­ξη, ἐ­πι­τεύ­χθη­κε μέ σι­γιλ­λι­ῶ­δες γράμ­μα τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Ἀ­ντω­νί­ου (1333-1363), μέ πρό­στα­γμα τοῦ Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου, μέ τήν σύμ­φω­νη γνώ­μη τοῦ ἄρ­χο­ντα Λου­κᾶ Κο­μι­το­πού­λου (κε­φα­λῆς τοῦ Κά­στρου Στα­γῶν, δι­α­δό­χου τοῦ Θ. Ὀρ­φα­νο­ϊ­ω­άν­νη) καί, τέλος, τῶν κλη­ρι­κῶν καί ἀρ­χό­ντων τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν.
Ἡ Πα­να­γί­α Δού­πι­α­νη, σύμ­φω­να μέ τά προ­α­να­φε­ρό­με­να προ­στάγ­μα­τα [τῶν Συ­με­ών (1362) καί Ἰ­ω­άν­νη (1372) Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου], κα­θώς καί μέ τό σι­γίλ­λι­ο τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ πα­τρι­άρ­χη Ἀ­ντω­νί­ου Δ΄ (ἔ­τους 1393), ἄλ­λα­ξε τρεῖς φο­ρές τό ἰ­δι­ο­κτη­σι­α­κό της κα­θε­στώς κα­τά τόν 14ο αἰ­ώ­να. Συ­γκε­κρι­μέ­να: με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 1336 καί 1342 ἀ­νή­κει στήν Ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν, ὅ­πως αὐ­τό γί­νε­ται γνω­στό μέ τό σι­γίλ­λι­ο τοῦ Ἀ­ντω­νί­ου Δ΄ (1393), στό ὁ­ποῖ­ο μνη­μο­νεύ­ε­ται γράμ­μα τοῦ ἐ­πάρ­χου τῆς Θεσ­σα­λί­ας Μι­χα­ήλ Μο­νο­μά­χου, τό ὁποῖο ἔχει συνταχθεῖ με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 1336-1342. Σύμ­φω­να μέ αὐ­τό, ὁ ἐν λό­γῳ ἔ­παρ­χος πα­ρα­χω­ροῦ­σε ὡς με­τό­χι­α στήν Ἐπι­σκο­πή Στα­γῶν πέ­ντε μο­νύ­δρι­α, με­τα­ξύ δέ αὐ­τῶν καί τήν Πα­να­γί­α τήν Δού­πι­α­νη. Τό ἔ­τος 1362, μέ τό πρό­στα­γμα τοῦ Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου, ἀ­νε­ξαρ­τη­το­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό τήν Ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν καί ἀ­νή­κει πλέ­ον στήν κα­το­χή τοῦ ‘πρώ­του’ τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Νεί­λου. Στά 1372, μέ τό πρό­στα­γμα τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου, ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται ἐκ νέ­ου τό δι­καί­ω­μα τῆς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας τοῦ ‘πρώ­του’ πά­νω στό μο­νύ­δρι­ο τῆς Δού­πι­α­νης καί ἀ­να­νε­ώ­νε­ται ἡ ἰ­σχύς προ­γε­νε­στέ­ρου προ­στά­γμα­τος τοῦ Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση (μή σω­ζο­μέ­νου σή­με­ρα, ἀλ­λά χρο­νο­λο­γου­μέ­νου με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 1360-1362). Καί, τέ­λος, τό ἔ­τος 1393 πε­ρι­ῆλ­θε πά­λι στήν δι­και­ο­δο­σί­α τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν, δι­ό­τι στό σι­γίλ­λι­ο τοῦ Ἀ­ντω­νί­ου Δ΄ ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς με­τό­χι­ό της.
Ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Νεῖ­λος προ­τοῦ κα­τα­στεῖ ‘πρῶ­το­ς’ τῆς Σκή­της εἶ­χε δι­α­τε­λέ­σει ‘δι­καῖ­ο­ς’ τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν, κα­θώς ἐμ­φαί­νε­ται σέ πρό­στα­γμα τοῦ Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου τοῦ ἔ­τους 1362 πρός τήν Σκή­τη τῆς Δού­πι­α­νης: «ἀλ­λὰ δὴ καὶ τοῦ πα­νο­σι­ω­τά­του ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις δι­καί­ου τῆς ἁ­γι­ω­τά­της ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν, τοῦ νῦν πρώ­του τῆς σκή­τε­ως καὶ κα­τὰ κύ­ρι­ον πα­τρὸς τῆς βα­σι­λεί­ας μου κῦρ Νεί­λου καὶ τῶν ἐ­ντι­μο­τά­των κλη­ρι­κῶν τῆς ἁ­γι­ω­τά­της Ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν» (ΟΔ).
Ὡς ‘δι­καῖ­ο­ς’ τῆς Ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Νεῖ­λος ὑ­πο­γρά­φει, ἀ­νά­με­σα σέ ἄλ­λα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά πρό­σω­πα, σέ ἀ­χρο­νο­λό­γη­το σι­γνο­γρα­φι­κό γράμ­μα (ca. 1348-1362) «πε­ρί τι­νος γῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου»: «† Ὁ ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις ἐ­λά­χι­στος Νεῖ­λος καὶ δι­καῖ­ος τῆς ἁ­γι­ω­τά­της Ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν ὑ­πέ­γρα­ψε» (ΟΔ). Στό ἴδιο γράμμα τε­λευ­ταῖ­ος ὑ­πο­γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Μα­κά­ρι­ος, προ­κά­το­χος τοῦ Νεί­λου στήν θέ­ση τοῦ ‘πρώ­του’: «† Ὁ ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις ἐ­λά­χι­στος Μα­κά­ρι­ος ἀρ­χι­μαν­δρί­της καὶ κα­θη­γού­με­νος τῆς σε­βα­σμί­ας μο­νῆς τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου καὶ ἐ­πι­κε­κλη­μέ­νης Δου­πι­ά­νε­ως ὑ­πέ­γρα­ψε» (ΟΔ).
Σέ ἕ­τε­ρο ἀ­χρο­νο­λό­γη­το γράμ­μα (ca. 1360-1372) τῶν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων Ἱ­λα­ρί­ω­νος καί Ἰ­α­κώ­βου καί τοῦ μο­να­χοῦ Γερ­βα­σί­ου πρός τόν ὅ­σι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο τόν Με­τε­ω­ρί­τη γι­ά τήν πα­ρα­χώ­ρη­ση σ’ αὐ­τούς τῆς ‘Πέ­τρας’ τοῦ
Με­τε­ώ­ρου πρός ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση κελ­λί­ων, ὑ­πο­γρά­φει «ὁ τὰ δί­και­α δι­έ­πων τῆς ἁ­γί­ας ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Νεῖ­λος καὶ πρῶ­τος τῆς Σκή­τε­ως τῶν Στα­γῶν» (ΟΔ).
Ἡ μορ­φή τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Νεί­λου δι­α­σώ­ζε­ται στήν ΝΔ κόγ­χη τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς, νά δέ­ε­ται γο­νυ­πε­τής ἔ­μπρο­σθεν τῆς Θε­ο­τό­κου, τῆς προ­στά­τι­δος ὅ­λης τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης, μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή:

«Δέ­η­σις τοῦ δού­λου τοῦ Θε­οῦ Νεί­λου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου,
κτίτωρ καὶ πρῶ­τος τῆς Σκή­τε­ως» (ΟΔ).

Ὁ ‘πρῶ­το­ς’ τῆς Σκή­της, εἰ­κο­νί­ζε­ται χω­ρίς φω­το­στέ­φα­νο, μό­νο μέ μαῦ­ρο κα­λυμ­μαύ­χι, ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἐν ζω­ῇ ὅ­ταν πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­κε ἡ ἱστό­ρη­ση τοῦ σπηλαιώδους ναΐσκου στά 1366/7.
Δι­ά­δο­χος τοῦ Νεί­λου καί ‘πρῶ­τος’ τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης ὑ­πῆρ­ξε ὁ Νε­ό­φυ­τος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἵ­δρυ­σε οὐ­σι­α­στι­κά τῇ βο­η­θεί­ᾳ τοῦ Νεί­λου τά μο­νύ­δρι­α τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος καί τοῦ Ἁ­γίου Δη­μη­τρί­ου.
Τό ἱ­στο­ρι­κό κεί­με­νο, τό λε­γό­με­νο ‘Χρο­νι­κόν τῶν Με­τε­ώ­ρων’ ἤ ‘Σύγ­γραμ­μα ἱ­στο­ρι­κόν’ μᾶς δί­δει τήν πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι ἀ­πό τά τέ­λη τοῦ 14ου ἕως τίς ἀρ­χές τοῦ 16ου αἰ­ώ­να ὁ ἑ­κά­στο­τε ‘πρῶ­τος’ τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης δι­έ­θε­τε ἀ­πο­κλει­στι­κά καί μό­νο τόν τίτ­λο τῆς ἡ­γου­με­νί­ας σέ ὅ­λη τήν πε­ρι­ο­χή τῶν Με­τε­ώ­ρων. Μά­λι­στα δη­λώ­νει ἐμ­φα­ντι­κά ὅ­τι ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ πρώ­του τῆς Σκή­της Νε­ο­φύ­του, ὁ προ­ε­στώς τοῦ Με­τε­ώ­ρου ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Μα­κά­ρι­ος ὑ­πέ­γρα­φε ὡς «πα­τὴρ Με­τε­ώ­ρου μό­νον», καί ὄ­χι ὡς «ἡ­γού­με­νος».
Με­τά ἀ­πό τόν Νεῖ­λο καί τόν Νε­ό­φυ­το ‘πρῶ­τος’ τῆς Σκή­της ἀ­να­δεί­χτη­κε ὁ Νή­φων, κα­θώς μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ τό ἀνωτέρω κεί­με­νο.

Στά 1426 ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Σε­ρα­πί­ων ὡς κα­θη­γού­με­νος τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος καί συ­νε­πῶς καί τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης. «Καὶ οὕ­τω κα­τὰ δι­α­δο­χὴν τῶν πρώ­των τῆς Δου­πι­ά­νης ἔ­φθα­σεν ἡ τά­ξις αὕ­τη μέ­χρι τῶν νῦν εὑ­ρι­σκο­μέ­νων τι­μί­ων γε­ρό­ντων, τοῦ τι­μι­ω­τά­του ἐν ἱ­ε­ρο­δι­α­κό­νοις κῦρ Κυ­πρι­α­νοῦ καὶ τοῦ τι­μι­ω­τά­του ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις κῦρ Ἀν­θί­μου». Ὁ ἐν λό­γῳ ἱ­ε­ρο­δι­ά­κο­νος Κυ­πρι­α­νός καί ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἄν­θι­μος εἶ­ναι οἱ τε­λευ­ταῖ­οι τι­μι­ώτα­τοι γέ­ρο­ντες τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης, πού θά μπο­ροῦ­σαν νά ταυ­τι­στοῦν μέ τούς χο­ρη­γούς τῆς ἱ­στο­ρή­σε­ως καί ἀ­να­και­νί­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ.

Ἀ­κο­λού­θως, ‘πρῶ­τος’ τῆς Σκή­της ἀ­να­δεί­χτη­κε ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἀ­κά­κι­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος μνη­μο­νεύ­ε­ται καί ὡς ἡ­γού­με­νος τῆς μο­νῆς Πα­ντο­κρά­το­ρος. Ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ Ἀ­κα­κί­ου, ὁ μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης Δι­ο­νύ­σι­ος ὁ Ἐ­λε­ή­μων († 1510) καί κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ, κα­τήρ­γη­σε τό πρω­τά­το ἀ­πό τήν ἐ­ξα­σθε­νη­μέ­νη Σκή­τη τῆς Δού­πι­α­νης καί ἔ­δω­σε τόν τίτ­λο τοῦ ἡ­γου­μέ­νου στόν προ­ε­στῶ­τα τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου. Ἔ­κτο­τε πρω­τεύ­ο­ντα ρό­λο στήν με­τε­ω­ρι­κή πο­λι­τεί­α εἶ­χε ἡ Σκή­τη τοῦ Με­τε­ώ­ρου, κα­θώς γί­νε­ται λό­γος στό ‘Χρο­νι­κό τῶν Με­τε­ώ­ρων’. Ἔ­τσι, ὁ τό­τε προ­ε­στώς τοῦ Με­τε­ώ­ρου, ὀ­νό­μα­τι Ἰ­ω­ά­σαφ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος (δι­ά­φο­ρος ἀ­πό τόν β΄ κτί­το­ρα ὅ­σι­ο Ἰ­ω­ά­σαφ), ἔ­φε­ρε τόν τίτ­λο «πα­τήρ τοῦ Με­τε­ώ­ρου», ἐ­πί δέ­κα ἑ­πτά ἔ­τη, κα­τά τήν πα­λαι­ά συ­νή­θει­α. Ὁ «δὲ κῦρ Δι­ο­νύ­σι­ος ὁ Λα­ρί­σης ἐ­τί­μη­σεν αὐ­τὸν εἰς τὴν ἡ­γου­με­νεί­αν τοῦ Με­τε­ώ­ρου».

Τό Κυ­ρι­α­κό τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Δού­πι­α­νης

Ἐπιγραφή ἀνακαινίσεως στό ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου (1861).

Ἔ­χει δι­α­σω­θεῖ σή­με­ρα μό­νο τό Κυ­ρι­α­κό τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στήν Πα­να­γί­α. Ὁ πα­λαι­ό­τα­τος αὐ­τός να­ΐ­σκοςβρί­σκε­ται νο­τι­ο­δυ­τι­κά τοῦ Κα­στρα­κί­ου, καί νο­τι­ο­α­να­το­λι­κά τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ. Ἔ­χει κτι­σθεῖ, στήν νό­τι­α πλευ­ρά, κά­τω ἀ­πό τόν βρά­χο Δού­πι­α­νη. Κα­τά τούς εἰ­δι­κούς κτί­στη­κε γύ­ρω στόν δω­δέ­κα­το αἰ­ώ­να. Στήν δό­μη­ση χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν καί μέ­λη ἀ­πό ἀρ­χαι­ό­τε­ρο να­ό.
Ἀ­πό ἀ­πό­ψε­ως ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς εἶ­ναι μο­νό­χω­ρος, δρο­μι­κός, ξυ­λό­στε­γος να­ός, ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν δι­α­στά­σε­ων 7,95 χ 4,90 μ., μέ ἡ­μι­κυ­λιν­δρι­κή ἁ­ψί­δα στό ἱ­ε­ρό βῆ­μα καί στε­νά μο­νό­λο­βα πα­ρά­θυ­ρα. Ὁ κύ­ρι­ος ἄ­ξο­νας τοῦ να­οῦ εἶ­ναι προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος ἀ­πό βο­ρᾶ πρός νό­το.
Ὁ να­ός στε­γά­ζε­ται μέ ξύ­λι­νη δίρ­ρι­χτη στέ­γη, ἡ ὁ­ποί­α στό δυ­τι­κό τμῆ­μα της ἔ­χει σκα­φο­ει­δή μορ­φή καί σχη­μα­τί­ζει εὐ­ρύ­τα­το γεῖ­σο, πού ἐ­ξέ­χει πρός τά ἔ­ξω 0,50 μ. Δέν δι­α­θέ­τει κε­ρα­μο­πλα­στι­κή δι­α­κό­σμη­ση, τήν δέ δυ­τι­κή εἴ­σο­δο κο­σμεῖ λι­τό λί­θι­νο πε­ρι­θύ­ρω­μα.
Στήν ἀ­να­το­λι­κή πλευ­ρά ὑ­πάρ­χουν δύ­ο μο­νό­λο­βα πα­ρά­θυ­ρα. Ἕ­να στήν κόγ­χη τοῦ ἱ­ε­ροῦ βήματος καί ἕ­να στήν κο­ρυ­φή τοῦ ἀ­ε­τώ­μα­τος. Ἡ κόγ­χη τῆς προ­θέ­σε­ως ἀ­νοί­γε­ται στό πά­χος τοῦ ἀ­να­το­λι­κοῦ τοί­χου.
Ἐρ­γα­σί­ες ἀ­να­και­νί­σε­ως ἔ­γι­ναν τό ἔ­τος 1861, κα­θώς συ­νά­γε­ται ἀ­πό λι­θα­νά­γλυ­φη ἐ­πι­γρα­φή, πού ὑ­πάρ­χει ἐ­ξω­τε­ρι­κά στό ρη­χό τύ­μπα­νο τοῦ τό­ξου στό ὑ­πέρ­θυ­ρο τῆς δυ­τι­κῆς εἰ­σό­δου: «18//61 / Μάρ//τι­ος 24». Σύμ­φω­να μέ τίς ἔ­γκρι­τες πα­ρα­τη­ρή­σεις τοῦ Ἀν­δρέ­α Ξυγ­γό­που­λου προ­ϋ­πῆρ­χε ὑ­πό­στε­γο στήν δυ­τι­κή πλευ­ρά, «ἐ­κτει­νό­με­νον πι­θα­νῶς καὶ εἰς τὰς δύ­ο ἄλ­λας πλευ­ράς, βο­ρεί­αν καὶ νο­τί­αν, τοῦ ὁ­ποί­ου λεί­ψα­να ἀ­νεύ­ρο­μεν κα­τὰ τὴν γε­νο­μέ­νην σκα­φι­κὴν ἔ­ρευ­ναν».
Προ­φα­νῶς, στά 1861, με­τά τήν κα­τάρ­ρευ­ση τῆς λι­τῆς, ἔ­γι­ναν οἱ ἐρ­γα­σί­ες ἀ­να­στη­λώ­σε­ως. Τό­τε στέ­νε­ψαν τήν δυ­τι­κή εἴ­σο­δο (ἀ­πό 1,36 μ. ἔ­γι­νε 0,66 μ.), συ­μπλή­ρω­σαν τμή­μα­τα τῆς ἀ­νω­δο­μῆς στίς πλά­γι­ες πλευ­ρές καί στό πά­νω μι­σό τῆς δυ­τι­κῆς τοι­χο­ποι­ΐ­ας, σχη­μα­τί­ζο­ντας μί­α φω­τι­στι­κή σχι­σμή.
Στούς δύ­σκο­λους χρό­νους τῆς ἰ­τα­λο-γερ­μα­νι­κῆς κα­το­χῆς, κα­θώς ση­μει­ώ­νει ὁ Ν. Βέ­ης, «ἡ πα­λαι­ὰ ἐκ­κλη­σί­α τῆς Δού­πι­α­νης, ἡ ὁ­ποί­α συν­δέ­ε­ται στε­νῶς μὲ τὰς ἀρ­χὰς τῆς μο­να­στι­κῆς πο­λι­τεί­ας τῶν Με­τε­ώ­ρων, ἐ­βλή­θη ὑ­πὸ Γερ­μα­νι­κῶν ὅλ­μων καὶ ἡ σκέπη αὐ­τῆς κα­τὰ πολ­λὰ ἐ­βλά­βη».
Ἡ ἀρ­χαι­ό­τη­τα τοῦ να­ΐ­σκου κα­τα­φαί­νε­ται καί ἀ­πό τήν τοι­χο­δο­μί­α, κα­τά τήν ὁ­ποί­α πα­ρεμ­βάλ­λο­νται κέ­ρα­μοι με­τα­ξύ τῶν λί­θων, καί ἀ­πό τίς σω­ζό­με­νες πα­λαι­ό­τα­τες τοι­χο­γρα­φί­ες.
Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες στό ἱ­ε­ρό βῆ­μα καί ἑ­κα­τέ­ρω­θεν τοῦ τέ­μπλου ἀ­νά­γο­νται στά τέ­λη τοῦ 12ου αἰ. ἤ στίς ἀρ­χές τοῦ 13ου αἰ­ώ­να. Με­τά ἀ­πό ἔ­ρευ­να τῆς Ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κῆς Ὑ­πη­ρε­σί­ας δι­α­πι­στώ­θη­κε ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­πό κά­τω ἄλ­λο στρῶ­μα τοι­χο­γρα­φι­ῶν. Ἔ­τσι καί ἡ ἀ­νέ­γερ­ση τοῦ να­οῦ θά πρέ­πει νά ἀ­να­χθεῖ χρο­νι­κά ὀ­λί­γο πρό τῆς ἱ­στο­ρή­σε­ώς του. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι τοῖ­χοι στε­ροῦ­νται ἱ­στο­ρή­σε­ως καί εἶ­ναι ἁ­πλῶς σο­φα­τι­σμέ­νοι.
Τό ἔ­τος 1961 πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό τήν 7η ΕΒΑ κα­θα­ρι­σμός τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες, ἄν καί σέ ἀρ­κε­τά ση­μεῖ­α εἶ­ναι τε­λεί­ως ἐ­φθαρ­μέ­νες, μαρ­τυ­ροῦν μι­ά κα­λή τέ­χνη.
Με­τά ἀ­πό δι­κή μας ἔ­ρευ­να κα­τα­λή­γου­με στό συμπέρασμα ὅ­τι οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες ἀκολουθοῦν τόν ἴδιο ἁ­γι­ολογικό κύκλο μέ τό δι­α­κο­νι­κό τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου Κα­λα­μπά­κας, ἀ­φοῦ ἄλ­λω­στε τό να­ΰ­δρι­ο τῆς Δού­πι­α­νης ἦ­ταν με­τό­χι­ο τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν, πού εἶχε τήν ἕδρα της ἔ­ξω­θι τῆς Πα­να­γί­ας Κα­λα­μπά­κας.
Στό τε­ταρ­το­σφαί­ρι­ο τῆς κε­ντρι­κῆς κόγ­χης τοῦ ἱ­ε­ροῦ βή­μα­τος, σέ ὀρ­θί­α στά­ση, εἰ­κο­νι­ζό­ταν ἡ Πα­να­γί­α. Σή­με­ρα εἶ­ναι κα­τά τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος ἐ­ξί­τη­λη. Χα­μη­λό­τε­ρα, ὁ Με­λι­σμός, καί ἑ­κα­τέ­ρω­θεν τοῦ μι­κροῦ φω­τι­στι­κοῦ ἀ­νοί­γμα­τος ἱ­στο­ροῦ­νται σε­βί­ζο­ντες οἱ Ἀρ­χάγ­γε­λοι Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ.
Ἀ­ντί­στοι­χα ἱ­στο­ροῦ­νται δύ­ο συλ­λει­τουρ­γοῦ­ντες ἱ­ε­ράρ­χες, ἐστραμμένοι πρός τό ἐσωτερικό τῆς κόγχης. Δε­ξι­ά ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος κρα­τῶν εἰ­λη­τά­ρι­ο: «Κ(ύ­ρι)ε ὁ Θ(ε­ὸ)ς ὁ τὸν οὐ­ρά­νι­ον ἄρ­τον τὴν τρο­φήν» καί ἀ­ρι­στε­ρά ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος κρα­τῶν ὡ­σαύ­τως εἰ­λη­τά­ρι­ο, ἐ­ξί­τη­λο σή­με­ρα.
Ἀ­ρι­στε­ρά καί ἄ­νω τῆς κόγ­χης ὁ Ἀρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ καί δε­ξι­ά ἡ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α, ἐ­λα­φρῶς σκυμ­μέ­νη στήν γνω­στή στά­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ. Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: ὁ «Εὐ­αγ­γε­λι­σμός». Στό ἀ­έ­τω­μα λί­γες μορ­φές Ἀ­πο­στό­λων ἀ­πό τήν Ἀ­νά­λη­ψη. Ἀ­ρι­στε­ρά στήν πρό­θε­ση ἱ­στο­ρεῖ­ται στη­θαῖ­ος ὁ πρω­το­μάρ­τυς ἅ­γι­ος Στέ­φα­νος. Ἀ­ντί­στοι­χα δε­ξι­ά τῆς κε­ντρι­κῆς κόγ­χης ἐ­πί τῆς ἀ­να­το­λι­κῆς πλευ­ρᾶς ἱστορεῖται ὁ­λό­σω­μος ὁ δι­ά­κο­νος ἅ­γι­ος Ρω­μα­νός.
Ἐ­πί τοῦ νο­τί­ου τοί­χου, εἰ­κο­νί­ζο­νται δύ­ο ἱ­ε­ράρ­χες, σέ με­τάλ­λι­ο ὁ πρῶ­τος καί ὁ­λό­σω­μος ὁ δεύ­τε­ρος. Τά ὀ­νό­μα­τά τους εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἐ­ξί­τη­λα. Πιθα­νῶς ἐ­σβή­στη­καν μέ τόν γε­νό­με­νο κα­θα­ρι­σμό. Ὁ πρῶ­τος μᾶς εἶ­ναι ἀ­δι­ά­γνω­στος. Ὁ δεύτερος ἐκ τῶν ἐ­λα­χί­στων δι­α­κρι­νο­μέ­νων γραμ­μά­των «λ/σι/ο» καί ἐκ τῆς ὁ­μοι­ό­τη­τας μέ τήν ἀ­ντί­στοι­χη τοι­χο­γρα­φί­α στό δι­α­κο­νι­κό τῆς πα­λαι­ᾶς ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Πα­να­γί­ας Κα­λα­μπά­κας κα­τα­λή­γου­με στό συμπέρασμα ὅ­τι εἶ­ναι ὁ ἅ­γι­ος ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς «[Β]λ[ά­]σι­ο[ς]», ἐ­πί­σκο­πος Σε­βα­στεί­ας.
Στόν βό­ρει­ο τοῖ­χο εἰ­κο­νί­ζο­νται τρεῖς με­τω­πι­κοί ὁ­λό­σω­μοι ἱ­ε­ράρ­χες κρα­τοῦ­ντες Εὐ­αγ­γέ­λι­ο. Τά ὀ­νό­μα­τά τους εἶ­ναι ἐ­ξί­τη­λα. Ἀ­πό τά τε­χνο­τρο­πι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί μέ τήν ἀ­ντι­στοι­χί­α τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν τῆς Πα­να­γί­ας Κα­λα­μπά­κας μπο­ροῦ­με νά τούς ταυ­τί­σου­με μέ τούς ἁ­γί­ους: Κύ­ριλ­λο Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας (νέ­ος μα­κρο­δι­χα­λο­γέ­νης, φέ­ρων τόν σχε­δόν ἐ­ξί­τη­λο ἐ­δῶ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό σκοῦ­φο), Πο­λύ­καρ­πο Σμύρ­νης καί Φω­κᾶ.
Στόν κυ­ρί­ως να­ό, ἑ­κα­τέ­ρω­θεν τοῦ τέ­μπλου, σώ­ζο­νται οἱ θαυ­μά­σι­ες σέ νω­πο­γρα­φί­α ὁ­λό­σω­μες πα­ρα­στά­σεις τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ (ἀ­ρι­στε­ρά) καί τῆς Θε­ο­τό­κου (δε­ξι­ά), οἱ ὁ­ποῖ­ες πε­ρι­βάλ­λο­νται ἀ­πό ἕ­να ἐ­λα­φρά ἀ­νά­γλυ­φο το­ξω­τό πλαί­σι­ο σάν προ­σκυ­νη­τά­ρι μέ ὕ­ψος 2,20 μ. καί πλά­τος 0,70 μ. Ὁ Χρι­στός ἱ­στο­ρεῖ­ται στόν τύ­πο τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρα καί κρα­τεῖ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο ἀ­νοι­κτό μέ τό ρη­τό: «Δεῦ­τε / πρός με / πά­ντες / οἱ κε­κο­πι/α­κό­τες // καὶ πε/φορ­τι/σμέ­νοι / κἀ­γὼ ἀ­να­παύ­σω ὑ­μᾶς». Στά δε­ξι­ά ἡ Πα­να­γί­α Βρε­φο­κρα­τοῦ­σα ὄρ­θι­α, ἐ­στραμ­μέ­νη ἐ­λα­φρά πρός τόν ἀ­πέ­να­ντι ἱ­στο­ρη­μέ­νο Χρι­στό. Ὁ κρα­τού­με­νος στήν ἀ­γκά­λη Της ὡς βρέ­φος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός τήν ἐ­να­γκα­λί­ζε­ται θέ­το­ντας τό χε­ρά­κι Του πί­σω ἀ­πό τόν τρά­χη­λό Της, ἐ­νῶ ἡ Θε­ο­τό­κος προ­σεγ­γί­ζει τό πρό­σω­πό Του ὡς Γλυ­κο­φι­λοῦ­σα.

Τό ἐσωτερικό τοῦ ναΐσκου τῆς Δούπιανης πρό τοῦ 1998.
Ὁ ἀνακαινισμένος ναός τῆς Θεομήτορος μέ τό νέο τέμπλο, στασίδια καί νέο δάπεδο.

Ὁ να­ΐ­σκος τῆς Πα­να­γί­ας ἀ­νῆ­κε μέ­χρι τό 1994 στήν Ἐπι­σκο­πή Στα­γῶν καί τόν πα­νη­γύ­ρι­ζαν οἱ Κα­λα­μπα­κι­ῶ­τες. Ἀ­πό τό ἔ­τος 1994 ἡ Πα­να­γί­α ἡ Δού­πι­α­νη μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 18/22.11.1994 πρά­ξη τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­τη Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων κ. Σε­ρα­φείμ ὑ­πά­γε­ται στό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο. Ἡ κυ­ρί­αρ­χος ἱ­ε­ρά μο­νή φρο­ντί­ζει ἔ­κτο­τε τό ἱ­στο­ρι­κό να­ΰ­δρι­ο καί πρα­γμα­το­ποι­εῖ τήν κα­τ’ ἔ­τος πα­νή­γυ­ρη τῆς Πα­να­γί­ας στήν ἑ­ορ­τή τῆς Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς.
Ὁ δρα­στή­ρι­ος ἡ­γού­με­νος τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­νά­σι­ος Ἀ­να­στα­σί­ου κα­τά τό ἔ­τος 1998 προ­έ­βη πρῶ­τον στίς ἀ­πα­ραί­τη­τες συ­ντη­ρή­σεις τοῦ να­οῦ καί κα­τό­πιν φρό­ντι­σε γι­ά τήν κα­τα­σκευ­ή λι­τοῦ ξυ­λό­γλυ­πτου τέ­μπλου ἀλ­λά καί γι­ά τόν ἐ­ξο­πλι­σμό τοῦ να­ΐ­σκου μέ καν­δή­λι­α καί κα­λύμ­μα­τα τῆς Ἁ­γί­ας Τρα­πέ­ζης. Ἐ­πί­σης πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­καν, κα­τά τά ἔ­τη 2007-2010, σπου­δαι­ό­τα­τες ἐρ­γα­σί­ες συ­ντη­ρή­σε­ως καί ἁρ­μο­λο­γή­σε­ως τῶν τοί­χων, δι­α­μορ­φώ­σε­ως τοῦ δα­πέ­δου, τοῦ πε­ρι­βάλ­λο­ντος χώ­ρου καί τῆς προ­σβά­σε­ως ἀπό τήν 19η ΕΒΑ.
Ἀ­ξι­ό­λο­γη με­λέ­τη γι­ά τήν Σκή­τη τῆς Δού­πι­α­νης συ­νέ­γρα­ψε ὁ ἀ­εί­μνη­στος καθηγητής Δημ. Σο­φι­α­νός κα­τά τό 2008 καί ἐ­ξε­δό­θη ὑ­πό τῆς μο­νῆς Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου μέ τίτ­λο: Ἡ Σκή­τη τῶν Στα­γῶν καί τό μο­νύ­δρι­ο τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Δού­πι­α­νης στό Κα­στρά­κι.