Ἡ ἱερά μονή τῆς Ὑπεράγνου Θεομήτορος τῆς Δούπιανης, κτισμένη πάνω στήν ἀνατολική πλευρά, ἐντός σπηλαίου τοῦ ὁμώνυμου βράχου, δέν ὑπάρχει σήμερα. Σώζεται μόνο σέ παλαιότατες φωτογραφίες καί ζωγραφικούς πίνακες.
Τό ἔτος 1782 ὁ Ἐλασσονίτης μοναχός Παρθένιος φιλοτέχνησε τήν ἔξοχης λαϊκῆς τέχνης χαλκογραφία τῶν Μετεώρων, ἡ ὁποία συμπεριλαμβάνει καί τήν ἱερά μονή τῆς Δούπιανης μέ δένδρα, ναό, περίφραξη καί ἄλλα κτίσματα. Στήν νοτιοανατολική ὄψη τοῦ βράχου, “πρός τὰς ῥίζας” τῶν βράχων, καθώς ἀναφέρει καί τό ‘Χρονικό τῶν Μετεώρων’, εἶναι ἀποτυπωμένη εὐμεγέθης ἡ ἱερά «Μ(ονή) τῆς Δούπιανης», ἐνῶ σέ ὑπερκείμενα σπήλαια ἐμφαίνονται δύο μικρά μονύδρια-κελλία.
Καί σήμερα διακρίνονται ἐπί τῶν σπηλαιωδῶν ὀπῶν ὑπολείμματα δοκαριῶν καί διάτρητες ὀπές παλαιῶν κτιρίων. Στήν βόρεια πλευρά τοῦ βράχου ὑψηλά εἰκονίζεται ἡ ἱερά μονή Παντοκράτορος.
Τό ἔτος 1819 ὁ Γάλλος περιηγητής καί ζωγράφος Louis Dupré (1789-1837) κατά τήν ἐπίσκεψή του στούς μετεωρικούς βράχους ἐμπνεύστηκε, σχεδίασε καί τύπωσε σέ δύο λιθογραφίες τά μοναστήρια τῶν Μετεώρων. Στήν πολύ γνωστή καί ἔγχρωμη λιθογραφία του ‘‘Les Métèοres de Thessalie et le Pinde” εἰκονίζονται τά μοναστήρια Ἁγίας Μονῆς, Ἁγίου Νικολάου καί Τιμίου Προδρόμου. Στόν λίθο τῆς Δούπιανης ἀπεικονίζεται στό βόρειο μέρος ἡ μονή Παντοκράτορος καί στό ἀνατολικό ἡ μονή τῆς Δούπιανης.
Ἡ Γαλλίδα περιηγήτρια Marie-Anne Bovet, κατά τήν ἐπίσκεψή της στίς μονές τῶν Μετεώρων στά 1896, μᾶς πληροφορεῖ: «Τά περισσότερα μοναστήρια εἶναι σήμερα ἐρειπωμένα καί ἀκατοίκητα, ὅπως ἡ Δούπιανη, ἀφιερωμένη στήν Θεοτόκο, τῆς Ὑπεραγίας [=Ἁγίας Μονῆς], τοῦ Καλλιστράτου καί τοῦ Παντοκράτορος».
Ὁ καθηγητής Ἀνδρέας Ξυγγόπουλος, ἀναφερόμενος στά 1932 στήν μονή τῆς Δούπιανης, γράφει χαρακτηριστικά:
«Ἐπὶ τοῦ Στύλου τῆς Δούπιανης, τοῦ ὑψηλοῦ δηλαδὴ βράχου, τοῦ ὑπερκειμένου τοῦ ναΐσκου, εἶναι ἀκόμη ὁρατὰ τὰ λείψανα δύο μονῶν, ἃς ἡ παράδοσις θεωρεῖ ὡς τὰς μονὰς Παντοκράτορος καὶ Δούπιανης. Ἀλλὰ ἡ ἄνοδος εἰς τὰ ἐρείπια ταῦτα εἶναι πλέον ἀδύνατος».
Παλαιότερη μνεία. Τό παλαιότερο ἔγγραφο, στό ὁποῖο ἀναφέρεται τό μονύδριο τῆς Παναγίας τῆς Δούπιανης, εἶναι τό χρυσόβουλλο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341) τοῦ ἔτους 1336, τό ὁποῖο εἶναι ἀντιγραμμένο στόν βορεινό τοῖχο τοῦ ἐσωνάρθηκα τοῦ παλαιοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας Καλαμπάκας.
Σύμφωνα μέ τό ἐν λόγῳ χρυσόβουλλο, κατά παράκληση τοῦ τότε ἐπισκόπου Σταγῶν καί κατ’ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνοῦ (1143-1180), συντάχτηκε ἕνα Πρακτικό, τό ὁποῖο κατοχύρωνε τά δίκαια τῆς Ἐπισκοπῆς Σταγῶν, μέ βάση προγενέστερα αὐτοκρατορικά χρυσόβουλλα, ἤτοι: τοῦ Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078-1081) καί τοῦ Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ (1081-1118).
Στό ἐν λόγῳ χρυσόβουλλο τοῦ Ἀνδρονίκου Γ΄ παρατίθεται, σύν τοῖς ἄλλοις, ἐκτενής περίληψη τοῦ ‘Πρακτικοῦ τοῦ Μανασσῆ’, τό ὁποῖο εἶναι φορολογικό κατάστιχο τοῦ ὑπέρτατου πράκτορα Μανασσῆ καί συντάχτηκε, κατά τούς εἰδικούς, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1163-1180. Σύμφωνα μέ αὐτό κατοχυρώθηκαν τά ὅρια, οἱ κτήσεις καί τά δίκαια τῆς Ἐπισκοπῆς Σταγῶν, ἐνῶ συγχρόνως καταγράφηκαν τρία μονύδριά της, «ἥ τε μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἡ Δούπιανη· καὶ ἡ μονὴ τῆς Θεοτόκου εἰς τὸ Λιμπόχοβον· καὶ ἡ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἰς τὸν Ἀσπροπόταμον· ἦσαν οὕτως εἰς μετόχια ταύτης· τούτων πάντων δεσπόζουσαν τὴν ἁγιωτάτην ἐπισκοπὴν Σταγῶν διώρισται ἐν ἐκείνῳ τῷ πρακτικῷ» (ΟΔ).
Στά μέσα τοῦ 14ου αἰώνα μία ἡγετική καί δημιουργική προσωπικότητα, ὁ ἱερομόναχος Νεῖλος, ὀργάνωσε τήν Σκήτη τῆς Δούπιανης καί ἵδρυσε τέσσερες ναούς «πρὸς συνασπισμὸν καὶ βοήθειαν ἑαυτοῦ καὶ πάσης τῆς σκήτεως». Οἱ ναΐσκοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται σέ σπήλαια τῶν Μετεώρων, εἶναι τῆς Ὑπαπαντῆς, τοῦ Παντοκράτορος, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί, ἐνδεχομένως, τῆς ‘Παναγίας παρά τό Πηγάδιον’.
Ὁ θεοφιλής Νεῖλος, ὡς φιλόκαλος, φρόντισε, ἐπίσης, γιά τήν τοιχογράφησή τους ἀλλά καί γιά τήν ἀναγραφή τῆς ἱστορήσεώς τους. Τό ‘Χρονικό τῶν Μετεώρων’ διασώζει ἕναν τύπο τῆς ἐπιγραφῆς τῆς ἀνεγέρσεως καί ἱστορήσεως τῶν τεσσάρων σπηλαιωδῶν ἀναφερομένων ναϋδρίων. Σήμερα, ὅμως, διασώζεται μόνο ἡ ἱστόρηση καί ἡ κτιτορική ἐπιγραφή τῆς μονῆς Ὑπαπαντῆς.
Ὁ προεστώς τῆς Παναγίας τῆς Δούπιανης ἔγινε ‘ἡγούμενος’ ὅλης τῆς Σκήτης, καί ἔφερε τόν τίτλο ‘πρῶτος’.
Ἔμενε στήν μονή τῆς Δούπιανης καί ἀσκοῦσε περιοδεύων τήν γενική ἐποπτεία στήν ὅλη κοινότητα, καθώς μᾶς πληροφοροῦν οἱ Δουπιανίτες πατέρες, στό ‘Χρονικό τῶν Μετεώρων’: «Ἐφθάσαμεν τὸν τιμιώτατον ἐν ἱερομονάχοις κῦρ Ἀκάκιον, ἡγούμενον τῆς σεβασμίας μονῆς τοῦ Παντοκράτορος τοῦ ἐν τῷ λίθῳ τῆς Δουπιάνης καὶ πρῶτον τῆς σκήτεως Σταγῶν, ἀνερχόμενον μετὰ βακτηρίας εἰς ἅπαντα τὰ μονύδρια, διέπων καὶ διατάσσων τοῦ τε Μετεώρου καὶ ὅλης τῆς σκήτεως, καὶ οὐδεὶς ἦν ὁ ἀντιτασσόμενος αὐτόν, ἀλλὰ κατὰ τὴν παλαιὰν συνήθειαν διεξήγοντο καὶ συνασπίζοντο παρ᾽ αὐτοῦ».
Ὁ ἡγούμενος Νεῖλος, ἄνθρωπος μέ πνευματική ἀκτινοβολία, ἐπέτυχε ὑπέρ τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης τήν ἔκδοση δύο βασιλικῶν «προσταγμάτων», τοῦ Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου (1362) καί τοῦ υἱοῦ του Ἰωάννη Οὔρεση Παλαιολόγου (1372).
Στήν μοναδική σωζόμενη πράξη τοῦ Νείλου, «καθηγουμένου τῆς μονῆς Δουπιάνης», ἡ ὁποία συντάχτηκε ὑπέρ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, γίνεται λόγος γιά τήν ἀνάδειξη τοῦ Νείλου στήν θέση τοῦ ‘ἡγουμένου’ καί ‘πρώτου’ τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης. Ἡ κατοχύρωση τοῦ ‘πρωτείου’, καθώς συνάγεται ἀπό τήν προειρημένη πράξη, ἐπιτεύχθηκε μέ σιγιλλιῶδες γράμμα τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Ἀντωνίου (1333-1363), μέ πρόσταγμα τοῦ Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου, μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ ἄρχοντα Λουκᾶ Κομιτοπούλου (κεφαλῆς τοῦ Κάστρου Σταγῶν, διαδόχου τοῦ Θ. Ὀρφανοϊωάννη) καί, τέλος, τῶν κληρικῶν καί ἀρχόντων τῆς Ἐπισκοπῆς Σταγῶν.
Ἡ Παναγία Δούπιανη, σύμφωνα μέ τά προαναφερόμενα προστάγματα [τῶν Συμεών (1362) καί Ἰωάννη (1372) Οὔρεση Παλαιολόγου], καθώς καί μέ τό σιγίλλιο τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Ἀντωνίου Δ΄ (ἔτους 1393), ἄλλαξε τρεῖς φορές τό ἰδιοκτησιακό της καθεστώς κατά τόν 14ο αἰώνα. Συγκεκριμένα: μεταξύ τῶν ἐτῶν 1336 καί 1342 ἀνήκει στήν Ἐπισκοπή Σταγῶν, ὅπως αὐτό γίνεται γνωστό μέ τό σιγίλλιο τοῦ Ἀντωνίου Δ΄ (1393), στό ὁποῖο μνημονεύεται γράμμα τοῦ ἐπάρχου τῆς Θεσσαλίας Μιχαήλ Μονομάχου, τό ὁποῖο ἔχει συνταχθεῖ μεταξύ τῶν ἐτῶν 1336-1342. Σύμφωνα μέ αὐτό, ὁ ἐν λόγῳ ἔπαρχος παραχωροῦσε ὡς μετόχια στήν Ἐπισκοπή Σταγῶν πέντε μονύδρια, μεταξύ δέ αὐτῶν καί τήν Παναγία τήν Δούπιανη. Τό ἔτος 1362, μέ τό πρόσταγμα τοῦ Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου, ἀνεξαρτητοποιήθηκε ἀπό τήν Ἐπισκοπή Σταγῶν καί ἀνήκει πλέον στήν κατοχή τοῦ ‘πρώτου’ τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης ἱερομονάχου Νείλου. Στά 1372, μέ τό πρόσταγμα τοῦ Ἰωάννη Οὔρεση Παλαιολόγου, ἀναγνωρίζεται ἐκ νέου τό δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ ‘πρώτου’ πάνω στό μονύδριο τῆς Δούπιανης καί ἀνανεώνεται ἡ ἰσχύς προγενεστέρου προστάγματος τοῦ Συμεών Οὔρεση (μή σωζομένου σήμερα, ἀλλά χρονολογουμένου μεταξύ τῶν ἐτῶν 1360-1362). Καί, τέλος, τό ἔτος 1393 περιῆλθε πάλι στήν δικαιοδοσία τῆς Ἐπισκοπῆς Σταγῶν, διότι στό σιγίλλιο τοῦ Ἀντωνίου Δ΄ ἀναφέρεται ὡς μετόχιό της.
Ὁ ἱερομόναχος Νεῖλος προτοῦ καταστεῖ ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτης εἶχε διατελέσει ‘δικαῖος’ τῆς Ἐπισκοπῆς Σταγῶν, καθώς ἐμφαίνεται σέ πρόσταγμα τοῦ Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου τοῦ ἔτους 1362 πρός τήν Σκήτη τῆς Δούπιανης: «ἀλλὰ δὴ καὶ τοῦ πανοσιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις δικαίου τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Σταγῶν, τοῦ νῦν πρώτου τῆς σκήτεως καὶ κατὰ κύριον πατρὸς τῆς βασιλείας μου κῦρ Νείλου καὶ τῶν ἐντιμοτάτων κληρικῶν τῆς ἁγιωτάτης Ἐπισκοπῆς Σταγῶν» (ΟΔ).
Ὡς ‘δικαῖος’ τῆς Ἐπισκοπῆς Σταγῶν ὁ ἱερομόναχος Νεῖλος ὑπογράφει, ἀνάμεσα σέ ἄλλα ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, σέ ἀχρονολόγητο σιγνογραφικό γράμμα (ca. 1348-1362) «περί τινος γῆς τοῦ Μετεώρου»: «† Ὁ ἐν ἱερομονάχοις ἐλάχιστος Νεῖλος καὶ δικαῖος τῆς ἁγιωτάτης Ἐπισκοπῆς Σταγῶν ὑπέγραψε» (ΟΔ). Στό ἴδιο γράμμα τελευταῖος ὑπογράφει ὁ ἱερομόναχος Μακάριος, προκάτοχος τοῦ Νείλου στήν θέση τοῦ ‘πρώτου’: «† Ὁ ἐν ἱερομονάχοις ἐλάχιστος Μακάριος ἀρχιμανδρίτης καὶ καθηγούμενος τῆς σεβασμίας μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἐπικεκλημένης Δουπιάνεως ὑπέγραψε» (ΟΔ).
Σέ ἕτερο ἀχρονολόγητο γράμμα (ca. 1360-1372) τῶν ἱερομονάχων Ἱλαρίωνος καί Ἰακώβου καί τοῦ μοναχοῦ Γερβασίου πρός τόν ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Μετεωρίτη γιά τήν παραχώρηση σ’ αὐτούς τῆς ‘Πέτρας’ τοῦ
Μετεώρου πρός ἀνοικοδόμηση κελλίων, ὑπογράφει «ὁ τὰ δίκαια διέπων τῆς ἁγίας ἐπισκοπῆς Σταγῶν ἱερομόναχος Νεῖλος καὶ πρῶτος τῆς Σκήτεως τῶν Σταγῶν» (ΟΔ).
Ἡ μορφή τοῦ ἱερομονάχου Νείλου διασώζεται στήν ΝΔ κόγχη τοῦ κυρίως ναοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς, νά δέεται γονυπετής ἔμπροσθεν τῆς Θεοτόκου, τῆς προστάτιδος ὅλης τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης, μέ τήν ἐπιγραφή:
«Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Νείλου ἱερομονάχου,
κτίτωρ καὶ πρῶτος τῆς Σκήτεως» (ΟΔ).
Ὁ ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτης, εἰκονίζεται χωρίς φωτοστέφανο, μόνο μέ μαῦρο καλυμμαύχι, ἐπειδή ἦταν ἐν ζωῇ ὅταν πραγματοποιήθηκε ἡ ἱστόρηση τοῦ σπηλαιώδους ναΐσκου στά 1366/7.
Διάδοχος τοῦ Νείλου καί ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης ὑπῆρξε ὁ Νεόφυτος, ὁ ὁποῖος ἵδρυσε οὐσιαστικά τῇ βοηθείᾳ τοῦ Νείλου τά μονύδρια τοῦ Παντοκράτορος καί τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Τό ἱστορικό κείμενο, τό λεγόμενο ‘Χρονικόν τῶν Μετεώρων’ ἤ ‘Σύγγραμμα ἱστορικόν’ μᾶς δίδει τήν πληροφορία ὅτι ἀπό τά τέλη τοῦ 14ου ἕως τίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰώνα ὁ ἑκάστοτε ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης διέθετε ἀποκλειστικά καί μόνο τόν τίτλο τῆς ἡγουμενίας σέ ὅλη τήν περιοχή τῶν Μετεώρων. Μάλιστα δηλώνει ἐμφαντικά ὅτι ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ πρώτου τῆς Σκήτης Νεοφύτου, ὁ προεστώς τοῦ Μετεώρου ἱερομόναχος Μακάριος ὑπέγραφε ὡς «πατὴρ Μετεώρου μόνον», καί ὄχι ὡς «ἡγούμενος».
Μετά ἀπό τόν Νεῖλο καί τόν Νεόφυτο ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτης ἀναδείχτηκε ὁ Νήφων, καθώς μᾶς πληροφορεῖ τό ἀνωτέρω κείμενο.
Στά 1426 ἀναφέρεται ὁ ἱερομόναχος Σεραπίων ὡς καθηγούμενος τοῦ Παντοκράτορος καί συνεπῶς καί τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης. «Καὶ οὕτω κατὰ διαδοχὴν τῶν πρώτων τῆς Δουπιάνης ἔφθασεν ἡ τάξις αὕτη μέχρι τῶν νῦν εὑρισκομένων τιμίων γερόντων, τοῦ τιμιωτάτου ἐν ἱεροδιακόνοις κῦρ Κυπριανοῦ καὶ τοῦ τιμιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις κῦρ Ἀνθίμου». Ὁ ἐν λόγῳ ἱεροδιάκονος Κυπριανός καί ὁ ἱερομόναχος Ἄνθιμος εἶναι οἱ τελευταῖοι τιμιώτατοι γέροντες τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης, πού θά μποροῦσαν νά ταυτιστοῦν μέ τούς χορηγούς τῆς ἱστορήσεως καί ἀνακαινίσεως τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ.
Ἀκολούθως, ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτης ἀναδείχτηκε ὁ ἱερομόναχος Ἀκάκιος, ὁ ὁποῖος μνημονεύεται καί ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς Παντοκράτορος. Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Ἀκακίου, ὁ μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ὁ Ἐλεήμων († 1510) καί κτίτορας τῆς μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ, κατήργησε τό πρωτάτο ἀπό τήν ἐξασθενημένη Σκήτη τῆς Δούπιανης καί ἔδωσε τόν τίτλο τοῦ ἡγουμένου στόν προεστῶτα τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Ἔκτοτε πρωτεύοντα ρόλο στήν μετεωρική πολιτεία εἶχε ἡ Σκήτη τοῦ Μετεώρου, καθώς γίνεται λόγος στό ‘Χρονικό τῶν Μετεώρων’. Ἔτσι, ὁ τότε προεστώς τοῦ Μετεώρου, ὀνόματι Ἰωάσαφ ἱερομόναχος (διάφορος ἀπό τόν β΄ κτίτορα ὅσιο Ἰωάσαφ), ἔφερε τόν τίτλο «πατήρ τοῦ Μετεώρου», ἐπί δέκα ἑπτά ἔτη, κατά τήν παλαιά συνήθεια. Ὁ «δὲ κῦρ Διονύσιος ὁ Λαρίσης ἐτίμησεν αὐτὸν εἰς τὴν ἡγουμενείαν τοῦ Μετεώρου».
Τό Κυριακό τῆς Παναγίας τῆς Δούπιανης
Ἔχει διασωθεῖ σήμερα μόνο τό Κυριακό τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης ἀφιερωμένο στήν Παναγία. Ὁ παλαιότατος αὐτός ναΐσκοςβρίσκεται νοτιοδυτικά τοῦ Καστρακίου, καί νοτιοανατολικά τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ. Ἔχει κτισθεῖ, στήν νότια πλευρά, κάτω ἀπό τόν βράχο Δούπιανη. Κατά τούς εἰδικούς κτίστηκε γύρω στόν δωδέκατο αἰώνα. Στήν δόμηση χρησιμοποιήθηκαν καί μέλη ἀπό ἀρχαιότερο ναό.
Ἀπό ἀπόψεως ἀρχιτεκτονικῆς εἶναι μονόχωρος, δρομικός, ξυλόστεγος ναός, ἐξωτερικῶν διαστάσεων 7,95 χ 4,90 μ., μέ ἡμικυλινδρική ἁψίδα στό ἱερό βῆμα καί στενά μονόλοβα παράθυρα. Ὁ κύριος ἄξονας τοῦ ναοῦ εἶναι προσανατολισμένος ἀπό βορᾶ πρός νότο.
Ὁ ναός στεγάζεται μέ ξύλινη δίρριχτη στέγη, ἡ ὁποία στό δυτικό τμῆμα της ἔχει σκαφοειδή μορφή καί σχηματίζει εὐρύτατο γεῖσο, πού ἐξέχει πρός τά ἔξω 0,50 μ. Δέν διαθέτει κεραμοπλαστική διακόσμηση, τήν δέ δυτική εἴσοδο κοσμεῖ λιτό λίθινο περιθύρωμα.
Στήν ἀνατολική πλευρά ὑπάρχουν δύο μονόλοβα παράθυρα. Ἕνα στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ βήματος καί ἕνα στήν κορυφή τοῦ ἀετώματος. Ἡ κόγχη τῆς προθέσεως ἀνοίγεται στό πάχος τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου.
Ἐργασίες ἀνακαινίσεως ἔγιναν τό ἔτος 1861, καθώς συνάγεται ἀπό λιθανάγλυφη ἐπιγραφή, πού ὑπάρχει ἐξωτερικά στό ρηχό τύμπανο τοῦ τόξου στό ὑπέρθυρο τῆς δυτικῆς εἰσόδου: «18//61 / Μάρ//τιος 24». Σύμφωνα μέ τίς ἔγκριτες παρατηρήσεις τοῦ Ἀνδρέα Ξυγγόπουλου προϋπῆρχε ὑπόστεγο στήν δυτική πλευρά, «ἐκτεινόμενον πιθανῶς καὶ εἰς τὰς δύο ἄλλας πλευράς, βορείαν καὶ νοτίαν, τοῦ ὁποίου λείψανα ἀνεύρομεν κατὰ τὴν γενομένην σκαφικὴν ἔρευναν».
Προφανῶς, στά 1861, μετά τήν κατάρρευση τῆς λιτῆς, ἔγιναν οἱ ἐργασίες ἀναστηλώσεως. Τότε στένεψαν τήν δυτική εἴσοδο (ἀπό 1,36 μ. ἔγινε 0,66 μ.), συμπλήρωσαν τμήματα τῆς ἀνωδομῆς στίς πλάγιες πλευρές καί στό πάνω μισό τῆς δυτικῆς τοιχοποιΐας, σχηματίζοντας μία φωτιστική σχισμή.
Στούς δύσκολους χρόνους τῆς ἰταλο-γερμανικῆς κατοχῆς, καθώς σημειώνει ὁ Ν. Βέης, «ἡ παλαιὰ ἐκκλησία τῆς Δούπιανης, ἡ ὁποία συνδέεται στενῶς μὲ τὰς ἀρχὰς τῆς μοναστικῆς πολιτείας τῶν Μετεώρων, ἐβλήθη ὑπὸ Γερμανικῶν ὅλμων καὶ ἡ σκέπη αὐτῆς κατὰ πολλὰ ἐβλάβη».
Ἡ ἀρχαιότητα τοῦ ναΐσκου καταφαίνεται καί ἀπό τήν τοιχοδομία, κατά τήν ὁποία παρεμβάλλονται κέραμοι μεταξύ τῶν λίθων, καί ἀπό τίς σωζόμενες παλαιότατες τοιχογραφίες.
Οἱ τοιχογραφίες στό ἱερό βῆμα καί ἑκατέρωθεν τοῦ τέμπλου ἀνάγονται στά τέλη τοῦ 12ου αἰ. ἤ στίς ἀρχές τοῦ 13ου αἰώνα. Μετά ἀπό ἔρευνα τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας διαπιστώθηκε ὅτι δέν ὑπάρχει ἀπό κάτω ἄλλο στρῶμα τοιχογραφιῶν. Ἔτσι καί ἡ ἀνέγερση τοῦ ναοῦ θά πρέπει νά ἀναχθεῖ χρονικά ὀλίγο πρό τῆς ἱστορήσεώς του. Οἱ ὑπόλοιποι τοῖχοι στεροῦνται ἱστορήσεως καί εἶναι ἁπλῶς σοφατισμένοι.
Τό ἔτος 1961 πραγματοποιήθηκε ἀπό τήν 7η ΕΒΑ καθαρισμός τῶν τοιχογραφιῶν, οἱ ὁποῖες, ἄν καί σέ ἀρκετά σημεῖα εἶναι τελείως ἐφθαρμένες, μαρτυροῦν μιά καλή τέχνη.
Μετά ἀπό δική μας ἔρευνα καταλήγουμε στό συμπέρασμα ὅτι οἱ τοιχογραφίες ἀκολουθοῦν τόν ἴδιο ἁγιολογικό κύκλο μέ τό διακονικό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Καλαμπάκας, ἀφοῦ ἄλλωστε τό ναΰδριο τῆς Δούπιανης ἦταν μετόχιο τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν, πού εἶχε τήν ἕδρα της ἔξωθι τῆς Παναγίας Καλαμπάκας.
Στό τεταρτοσφαίριο τῆς κεντρικῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ βήματος, σέ ὀρθία στάση, εἰκονιζόταν ἡ Παναγία. Σήμερα εἶναι κατά τό μεγαλύτερο μέρος ἐξίτηλη. Χαμηλότερα, ὁ Μελισμός, καί ἑκατέρωθεν τοῦ μικροῦ φωτιστικοῦ ἀνοίγματος ἱστοροῦνται σεβίζοντες οἱ Ἀρχάγγελοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ.
Ἀντίστοιχα ἱστοροῦνται δύο συλλειτουργοῦντες ἱεράρχες, ἐστραμμένοι πρός τό ἐσωτερικό τῆς κόγχης. Δεξιά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κρατῶν εἰλητάριο: «Κ(ύρι)ε ὁ Θ(εὸ)ς ὁ τὸν οὐράνιον ἄρτον τὴν τροφήν» καί ἀριστερά ὁ Μέγας Βασίλειος κρατῶν ὡσαύτως εἰλητάριο, ἐξίτηλο σήμερα.
Ἀριστερά καί ἄνω τῆς κόγχης ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ καί δεξιά ἡ Παρθένος Μαρία, ἐλαφρῶς σκυμμένη στήν γνωστή στάση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἡ ἐπιγραφή: ὁ «Εὐαγγελισμός». Στό ἀέτωμα λίγες μορφές Ἀποστόλων ἀπό τήν Ἀνάληψη. Ἀριστερά στήν πρόθεση ἱστορεῖται στηθαῖος ὁ πρωτομάρτυς ἅγιος Στέφανος. Ἀντίστοιχα δεξιά τῆς κεντρικῆς κόγχης ἐπί τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς ἱστορεῖται ὁλόσωμος ὁ διάκονος ἅγιος Ρωμανός.
Ἐπί τοῦ νοτίου τοίχου, εἰκονίζονται δύο ἱεράρχες, σέ μετάλλιο ὁ πρῶτος καί ὁλόσωμος ὁ δεύτερος. Τά ὀνόματά τους εἶναι ἐπίσης ἐξίτηλα. Πιθανῶς ἐσβήστηκαν μέ τόν γενόμενο καθαρισμό. Ὁ πρῶτος μᾶς εἶναι ἀδιάγνωστος. Ὁ δεύτερος ἐκ τῶν ἐλαχίστων διακρινομένων γραμμάτων «λ/σι/ο» καί ἐκ τῆς ὁμοιότητας μέ τήν ἀντίστοιχη τοιχογραφία στό διακονικό τῆς παλαιᾶς ἐκκλησίας τῆς Παναγίας Καλαμπάκας καταλήγουμε στό συμπέρασμα ὅτι εἶναι ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς «[Β]λ[ά]σιο[ς]», ἐπίσκοπος Σεβαστείας.
Στόν βόρειο τοῖχο εἰκονίζονται τρεῖς μετωπικοί ὁλόσωμοι ἱεράρχες κρατοῦντες Εὐαγγέλιο. Τά ὀνόματά τους εἶναι ἐξίτηλα. Ἀπό τά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά καί μέ τήν ἀντιστοιχία τῶν τοιχογραφιῶν τῆς Παναγίας Καλαμπάκας μποροῦμε νά τούς ταυτίσουμε μέ τούς ἁγίους: Κύριλλο Ἀλεξανδρείας (νέος μακροδιχαλογένης, φέρων τόν σχεδόν ἐξίτηλο ἐδῶ χαρακτηριστικό σκοῦφο), Πολύκαρπο Σμύρνης καί Φωκᾶ.
Στόν κυρίως ναό, ἑκατέρωθεν τοῦ τέμπλου, σώζονται οἱ θαυμάσιες σέ νωπογραφία ὁλόσωμες παραστάσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (ἀριστερά) καί τῆς Θεοτόκου (δεξιά), οἱ ὁποῖες περιβάλλονται ἀπό ἕνα ἐλαφρά ἀνάγλυφο τοξωτό πλαίσιο σάν προσκυνητάρι μέ ὕψος 2,20 μ. καί πλάτος 0,70 μ. Ὁ Χριστός ἱστορεῖται στόν τύπο τοῦ Παντοκράτορα καί κρατεῖ Εὐαγγέλιο ἀνοικτό μέ τό ρητό: «Δεῦτε / πρός με / πάντες / οἱ κεκοπι/ακότες // καὶ πε/φορτι/σμένοι / κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Στά δεξιά ἡ Παναγία Βρεφοκρατοῦσα ὄρθια, ἐστραμμένη ἐλαφρά πρός τόν ἀπέναντι ἱστορημένο Χριστό. Ὁ κρατούμενος στήν ἀγκάλη Της ὡς βρέφος Ἰησοῦς Χριστός τήν ἐναγκαλίζεται θέτοντας τό χεράκι Του πίσω ἀπό τόν τράχηλό Της, ἐνῶ ἡ Θεοτόκος προσεγγίζει τό πρόσωπό Του ὡς Γλυκοφιλοῦσα.
Ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας ἀνῆκε μέχρι τό 1994 στήν Ἐπισκοπή Σταγῶν καί τόν πανηγύριζαν οἱ Καλαμπακιῶτες. Ἀπό τό ἔτος 1994 ἡ Παναγία ἡ Δούπιανη μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 18/22.11.1994 πράξη τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτη Σταγῶν καί Μετεώρων κ. Σεραφείμ ὑπάγεται στό Μεγάλο Μετέωρο. Ἡ κυρίαρχος ἱερά μονή φροντίζει ἔκτοτε τό ἱστορικό ναΰδριο καί πραγματοποιεῖ τήν κατ’ ἔτος πανήγυρη τῆς Παναγίας στήν ἑορτή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Ὁ δραστήριος ἡγούμενος τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου κατά τό ἔτος 1998 προέβη πρῶτον στίς ἀπαραίτητες συντηρήσεις τοῦ ναοῦ καί κατόπιν φρόντισε γιά τήν κατασκευή λιτοῦ ξυλόγλυπτου τέμπλου ἀλλά καί γιά τόν ἐξοπλισμό τοῦ ναΐσκου μέ κανδήλια καί καλύμματα τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ἐπίσης πραγματοποιήθηκαν, κατά τά ἔτη 2007-2010, σπουδαιότατες ἐργασίες συντηρήσεως καί ἁρμολογήσεως τῶν τοίχων, διαμορφώσεως τοῦ δαπέδου, τοῦ περιβάλλοντος χώρου καί τῆς προσβάσεως ἀπό τήν 19η ΕΒΑ.
Ἀξιόλογη μελέτη γιά τήν Σκήτη τῆς Δούπιανης συνέγραψε ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Δημ. Σοφιανός κατά τό 2008 καί ἐξεδόθη ὑπό τῆς μονῆς Μεγάλου Μετεώρου μέ τίτλο: Ἡ Σκήτη τῶν Σταγῶν καί τό μονύδριο τῆς Παναγίας τῆς Δούπιανης στό Καστράκι.