Ἄς εἶναι ἀκράτητη ἡ χαρά σου, θυγατέρα τῆς Σιών, εὐχαριστήσου κι ἀναγάλλιασε, ὁλόκληρη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Ἔρχεται πάλι σὲ σένα ὁ Βασιλιᾶς. Ὁ νυμφίος σου ἔρχεται καθισμένος στὸ πουλάρι, ὅπως σὲ θρόνο. Ἄς βγοῦμε νὰ τὸν προϋπαντήσωμε. Ἄς βιαστοῦμε νὰ δοῦμε τὴν δόξα του. Ἄς προλάβωμε νὰ τιμήσωμε τὸν ἐρχομό του μὲ χαρά. Ἄλλη μιὰ φορὰ σωτηρία στὸν κόσμο, πάλι ὁ Θεὸς ἔρχεται γιὰ νὰ σταυρωθῆ. Ὁ Βασιλιὰς τῆς Σιών, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν, ξαναέρχεται σ’ αὐτὴν καὶ χαρίζει πάλι τὴ σωτηρία στὸν κόσμο. Τὸ φῶς ἄλλη μιὰ φορὰ μᾶς ἐπισκέπτεται κι ἡ πλάνη διαλύεται, ἡ ἀλήθεια λουλουδίζει, χορεύει ἡ Ἐκκλησία καὶ χηρεύει ἡ Συναγωγή. Πάλι ντροπιάζονται οἱ δαίμονες, σκορπίζει ἡ κατάρα, καὶ πάλι ταράζονται οἱ Ἑβραῖοι, συντρίβεται ὁ δράκοντας, χαίρονται τὰ Ἔθνη, καὶ ἡ Σιὼν στολίζεται. Ἔρχεται ὁ Χριστὸς καθισμένος στὸ πουλάρι, ὅπως σὲ θρόνο. Ἀναγαλλιάστε, οὐρανοί· ὑμνῆστε, ἄγγελοι· εὐφρανθῆτε τὰ βουνά, σκιρτῆστε λόφοι· παφλάσατε ποταμοί· ὁ λαὸς τῆς Σιὼν χορέψετε, οἱ Ἐκκλησίες χαρῆτε· ψάλλετε, ἱερεῖς· προφῆτες, ἐλᾶτε πρῶτοι· εὐαγγελιστῆτε, μαθηταί· ὑποδεχθῆτε, λαοί, τρέξτε μαζί κι οἱ γέροντες· χορέψετε μητέρες καὶ τὰ νήπια τρραγουδῆστε· φωνάξτε νέοι, οἱ φυλές, μαζευτῆτε. Κάθε πλάσμα, κάθε ὕπαρξη κάθε ὁμοταξία, κάθε τι ποὺ ἀναπνέει, ὅλη ἡ γῆ, ὅ,τι εἶναι ἄξιο, ὅλες οἱ ἡλικίες, ὅλες οἱ ἀρχὲς τῶν ἐθνῶν, ὅλες οἱ βασιλεῖς, ἄς ὑποδεχθοῦν βασιλικὰ τὸ βασιλιὰ τῶν βασιλέων, δεσποτικά, τῶν δεσποτῶν τὸ Δεσπότη ἄς προσκηνήσωμε, ἄς τραγουδήσωμε θεϊκὰ τραγούδια στὸ Θεὸ τῶν Θεῶν, στὸν αἰώνιο νυμφίο θεϊκοὺς νηφιάτικους χοροὺς ἄς χορέψωμε. Χαρούμενοι ἄς ἀνάψωμε τὶς χαρωπὲς λαμπάδες μας, τοὺς χιτῶνες τῶν ψυχῶν μας, ὅπως ταιριάζει στὸ Θεό, ἄς ἀλλάξωμε ἄς ἑτοιμάσωμε ὅμορφα τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς, τὰ βάϊα τῆς νίκης, ἄς κρατήσωμε γιὰ τὸ νικητὴ του θανάτου, κι ἄς σείσωμε τοὺς βλαστοὺς τῆς ἐλιᾶς στὸ βλαστὸ τῆς Μαρίας. Ἀγγελικὰ ἄς ὑμνήσωμε τὸ Θεὸ τῶν ἀγγέλων. Μαζί μὲ τὰ παιδιὰ, ὅπως πρέπει στὸ Θεό, ἄς κραυγάσωμε, μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος κι ἐμεῖς τὴν κραυγὴ τοῦ πλήθους ἄς ποῦμε· Ὡσαννά, στὸν οὐρανό, Εὑλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔχεται στ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς καὶ ὁ Κύριος φάνηκε σὰν φῶς, ἔλαμψε σ’ ἐμᾶς ποὺ καθόμασταν στὸ σκότος καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου. Ἐφάνηκε ἠ ἐπανόρθωση γιὰ ὅσους ἔπεσαν, φάνηκε ἡ σωτηρία τῶν αἰχμαλώτων, φάνηκε ἡ ἀνάβλεψη τῶν τυφλῶν, φάνηκε ἡ παρηγορία γιὰ ὅσους πενθοῦν, φάνηκε ἡ ἀνάπαυση ὅσων κοπιάζουν, φάνηκε τῶν διψασμένων τὸ ξεδίψασμα, φάνηκε ἡ δικαίωση τὼν ἀδικημένων, φάνηκε τῶν ἀπελπισμένων ἡ λύτρωση, φάνηκε ἡ θεραπεία ὅσων ἀσθενοῦν, φάνηκε ἡ γαλήνη ὅσων εἶχαν βρεθῆ σὲ τρικυμία.
Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος ἄς φωνάξωμε σήμερα στὸ Χριστὸ· Ὡσαννά, ποὺ θὰ πῆ Σῶσε μας ὁ οὐράνιος Θεός. Ὤ καινούργια πράγματα, θαύματα ἀνέλπιστα! Χτὲς ὁ Χριστὸς ἐσήκωσε τὸ Λάζαρο ἀπὸ τοὺς νεκρούς, σήμερα βαδίζει πρὸς τὸ θάνατο ὁ ἴδιος. Σὲ ἄλλον χτὲς, σὰν ζωή, τὴ ζωὴ ἐχάρισε καὶ σήμερα ὁ ζωοδότης ἔρχεται στὸ θάνατο. Χτὲς ἔλυσε τὰ σάβανα τοῦ Λαζάρου, σήμερα ἔρχεται στὰ σάβανα ὁ ἴδιος νὰ τυλιχτῆ θεληματικά. Χτὲς ἀπὸ τὸ σκοτάδι ἔβγαλε τὸν ἄνθρωπο, σήμερα γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἔρχεται νὰ μπῆ στὰ σκότη καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου. Χτές, ἕξι μέρες πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα, καὶ μὲ τὶς πέντε αἰσθήσεις τὸν τετραήμερο ὁ τριήμερος στὶς δυὸ ἀδελφὲς τὸν ἕνα ἀδελφό τους χαρίζει καὶ σήμερα βαδίζει στὸ σταυρό, Στὴ Μαρία τὸν τετραήμερο νεκρό χαρίζει· ἐνῶ στὴν Ἐκκλησία τριήμερο χαρίζει τὸν ἑαυτό του ὁ Χριστός. Ἐκεῖ μόνο ἡ Βηθανία θαυμάζει· ἐδῶ ἑορτάζει ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ἑορτάζει τὴν ἐορτὴ τῶν ἑορτῶν, ἔχοντας στὸ μέσο τὸ βασιλιὰ τῶν ἀύλων δυνάμεων, ὅπως νυμφίο μαζὶ καὶ βασιλιά. Ἑορτάζει ἑορτή, σὰν ἐλιὰ κατάκαρπη στὸν κῆπο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀφυλλορρόητη σκιάζει. Ἑορτάζει ἑορτή, κι εἶναι σὰν κρίνο ἀνοιξιάτικο, ὅπου ὁ Χριστὸς, τὸ κρίνο τὸ θαλερὸ ἀληθινά, που δὲν κρίνει ἀλλὰ σώζει τὸν κόσμο. Ὅπου ὁ Χριστὸς τὸ ἴο, ποὺ ἰαίνει ἀληθινὰ τὰ πάθη τῶν ἀρρώστων. Ὅπου τὸ ἀμπέλι ποὺ λέει· Ἐγὼ εἶμαι τὸ ἀμπέλι τὸ ἀληθινό. Ὅπου ὁ ἐλαιώνας ποὺ ἀληθινὰ ἐλεεῖ ὅσους ἐλπίζουν σ’ αὐτόν. Ὅπου ἐβλάστησε ὁ κλάδος ὀ προαιώνιος ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, χωρὶς νὰ καλλιεργήση καὶ νὰ σκάψη ὁ καλλιεργητής. Ὅπου ἡ ἀέναη πηγή. Ὅπου δὲν ὑπάρχει Φυσὼν καὶ Γεὼν, Τίγρης καὶ Εὐφράτης ἀλλὰ Ματθαῖος, Μᾶρκος, Λουκᾶς καὶ Ἰωάννης, ποὺ ποτίζουν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τὸ περιβόλι. Ὅπου ὅλη σήμερα ἡ νεολαία, καθὼς ἐλαία κατάκαρπη γεμάτη ἀπὸ ἐλιὲς, τὸν ἐλεήμονα Χριστὸ παρακαλοῦμε. Φυτεμένοι στὸ κτῆμα τοῦ Χριστοῦ, ἀνοιξιάτικα μέσα στὸ κῆππο του ἀνθισμένοι, ἑορτάζομε τὴν ἑορτή μας, βλέοτνας ὅτι ἔχει ὑποχωρήσει ἡ χειμωνιὰ τοῦ νόμου.
Γιορτάζε, Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τυπικὰ, ὄχι σμωατικὰ ἀλλὰ χορεύοτνας χορὸ πνευματικό. Γιόρταζε τὴ γιορτή σου, βλέποντας τὴν κατάπτωση τῶν εἰδώλων καὶ ζῶντας τὴ δικὴ σου ἀνάσταση. Προσθέτω τὴ φωνή μου στὴν ἱερὴ κι ἰσχυρὴ φωνὴ τοῦ Παύλου. Πέρασαν τὰ παλιά· ὅλα ἰδού, ἔχουν γίνει καινούργια· ἀλλὰ καὶ ἀνέλπιστα. Γι’ αὐτὸ χαρῆτε, χαρῆτε, νεολαία τοῦ Χριστοῦ. Χάρου ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· γιόρτασε, κόρη τοῦ Θεοῦ κι εὐχαριστήσου. Δική σου εἶναι ἀκέραια ἡ δόξα, κόρη τοῦ βασιλιᾶ Χριστοῦ περά γιὰ πέρα. Καὶ δὲν εἶσαι ἡ χήρα κάποιου ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ ἡ σύζυγος, ποὺ ἀνθίζεις, ὄχι στ’ ἀριστερὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ στὰ δεξιὰ τὸ λουλούδι τῆς θεογνωσίας. Δὲ σὲ μολύνει αἷμα δουλικὸ ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ τὸ αἷμα σὲ σφραγίζει. Δὲ λατρεύεις τὸν Ὠβὴλ ἀλλὰ τὸν Ἐμμανουήλ. Δὲν ἀνυμνεῖς τὴν Τρωάδα ἀλλὰ τὴν Τριάδα. Δὲν τιμᾶς τὸν Πλάτωνα παρὰ τὸν Παντοκράτορα Θεό μας. Ὄχι τὸν ἀλεξίκακο Ἡρακλῆ ἀλλὰ τὸν Παράκλητο, τὸν ποιητὴ τῶν ὅλων. Δὲν προσκυνεῖς τὸν Ἀριστοτέλη ποὺ σ’ ἔκαμε σοφό, ἀλλὰ τὸ Θεὸ ποὺ σ’ ἔσωσε γιὰ ὅλους τοὺς αἰῶνες. Ἔπεσε ὁ Κρόνος γιατὶ ἔλαβε σάρκα ὁ Θεὸς Λόγος. Ὄχι ὅμως ἀπὸ ἐπίδραση ἀνδρὸς ἀλλὰ γεννήθηκε μὲ δύναμη Θεοῦ ἀπὸ τὴ Μαρία. Προσέξετε τὴ χάρη τῆς ἡμέρας. Δῆτε τὴ λαμπρότητα τῆς ἑορτῆς. Χάρου λοιπὸν κι εὐχαριστήσου, τῆς Σιὼν κόρη, ἱκανοποιήσου κι ἀναγάλλιασε, ἀκέρια ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γύρισε γύρω τὰ μάτια σου καὶ κοίταξε μαζεμένα τώρα, τὰ σκορπισμένα πρῶτα στὰ ἔθνη παιδιά σου. Κοίταξε τῆς γιορτῆς τὴν εὐλάβεια. Πρόσεξε τοῦ λαοῦ μας τοὺς σύμφωνους ὕμνους, πρόσεξε κάθε γλῶσσα στὴ ἴδια δοξολογία κι ὅλα τὰ στόματα σὰν ἕνα, κοίταξε τὰ ἐθνικὰ ἀγρίμια σὰν πρόβατα κοντά σου, ἄκουσε τῶν ἐθνῶν τὴν ἐπιφήμιση, ποὺ εἶναι τῶν ἀσωματων ἀγγέλων ἡ μίμηση, πρόσεξε τὴν ἀρμονία ποὺ εἶναι τῶν ἀγγέλων συντονισμένοι χοροί, πρόσεξε σειρὲς που μοιάζουν μὲ παρατάξεις ἀγγέλων. Θεώρησε τοὺς ψαλμοὺς σὰν ὕνμους ἀγγέλων καὶ τὰ παιδιὰ καθὼς καινούργια ἀρνιὰ ποὺ ψάλλουν στὸ Χριστό· Ὡσαννὰ στὸν οὐράνιο Θεό, Εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔρχεται. Μαζί τους, βροντερὰ χτύπησε τὸ χέρι καὶ φώναξε μὲ καθαρὴ καὶ λιονταρήσια φωνὴ λόγους ἑόρτιους εὐχαριστήριους. Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, σ’ ἐμένα ποὺ ἤμουν κάποτε ἄτεκνη καὶ ἀσήμαντη στεῖρα. Εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἦρθε, ἀλλὰ ποὺ ἔρχεται στ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Θεός μας καὶ Κύριος εἶναι καὶ φάνηκε γιὰ μᾶς Αὑτὸς ποὺ ἔρχεται καὶ δὲ χωράει πουθενά, καὶ τίποτα δὲν τὸν κρατεῖ. Εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔρχεται, χωρὶς ν’ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν οὐρανό. Εὐλογημένος ἄς εἶναι ὅπως τοῦ ἀξίζει, καὶ ποὺ θὰ ξανάρθη μὲ θεϊκὸ μεγαλεῖο. Εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἦρθε σ’ ἐμένα συμβολικὰ καβαλικεύοντας σὲ πουλάρι, ὅπως σὲ χερουβίμ. Ἄκουσε τί μᾶς λέει ὁ ἱεροκήρυκας εὐαγγελιστὴς τῆς ἐορτῆς.
Ὅταν πλησίαζε ὁ Κύριος στὴ Βηθφαγὴ καὶ στὴ Βηθανία, κοντὰ στὸ βουνὸ ποὺ λεγόταν τῶν Ἐλαιῶν, ἔστειλε δύο ἀπὸ τοὺς μαθητὰς του παραγγέλλοντάς τους. Πηγαίνετε στὸ ἀπέναντι χωριὸ καὶ καθὼς μπαίνετε θὰ βρῆτε νεαρὸ πουλάρι δεμένο. Λύσετε το καὶ φέρτε μού το. Ἔκαμαν οἱ μαθηταὶ ὅπως τοὺς παράγγειλε ὁ Ἰησοῦς. Ἔστρωσαν τὰ ροῦχα τους στὸ πουλάρι καὶ καβαλλίκεψε ὁ Ἰησοῦς. Κι ὅταν ἔφτασε στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, ὁ κόσμος ποὺ εἶχε συναχτῆ γιὰ τὴν ἑορτή, πῆραν κλαδιὰ φοινίκων καὶ βγήκαν νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Ἰησοῦ. Κι ὅσοι πήγαινα μπροστὰ κι ὅσοι ἀκολουθοῦσαν φώναζαν· Ὡσαννὰ, στὸ γιὸ τοῦ Δαυΐδ, εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔρχεται στ’ ὄνομα του Κυρίου. Αὐτὴ εἶναι ἡ Δεσποτικὴ παρουσία στὴν παροῦσα ἑορτή μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ παλαιὰ καὶ ἡ νέα παραμονὴ στὴ Σιὼν τοῦ Βασιλέως τῶν Βασιλέων. Αὐτὴ εἶναι ἡ πανηγυρικὴ καὶ πάνδημη ἔλευση τῆς σημερινῆς ἡμέρας τοῦ δημιουργοῦ τῶν ὅλων. Γι’ αὐτὸ, ἀδελφοί μου, τώρα, ὅλο τὸ πλῆθος ποὺ ἤρθαμε στὴν ἑορτή, ἄς βγοῦμε νὰ τὸν ὑποδεχτοῦμε, ὁρατοὶ καὶ ἀόρατοι ἑορτασταί, οἱ προφῆτες ποὺ προηγοῦνται χρονικά, καὶ οἱ διδάσκαλοι καὶ ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸ πουλάρι οἰ συνδεδεμένοι μὲ τὴν πίστη στὸ Θεό. Σήμερα τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ καταχθόνια μαζὶ ἄς ψάλλουν, κάθε στόμα καὶ πνεῦμα ἄς ἀνοίξη γιὰ τὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Τὰ Χερουβὶμ βροντοφωνῆστε Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος, ὁ Τρισάγιος, Σαβαώθ· ἀπὸ τὴ δόξα του γεμᾶτος ὁ οὐρανὸς κι ἡ γῆ. Σεραφείμ, ὑμνῆστε, πορφῆτες κηρύξετε. Ἄς λέη ὁ ἕνας· Ἄς εὐφρανθοῦν οἱ οὐρανοὶ κι ἄς ἀναγαλιάση ἡ γῆ. Κι ἄς λέη ὁ ἄλλος· Χάρου ἀκράτητα, Κόρη τῆς Σιών, διαλάλησε, Κόρη τῆς Ἰερουσαλήμ. Κι ὁ ἄλλος ἄς κραυγάση ἀτενίζοντας τὸ βασιλέα Χριστό· Ἰδοὺ τὸ ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σηκώνει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Κι ἄλλος ἄς διαλαλήση γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο· Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός μας· δὲ θὰ σταθῆ ἄλλος κοντά του. Καὶ κάποιος ἄλλος ἄς προσθέση· Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος μαζὶ καὶ ὁ Θεός, Ἀνατολὴ εἶναι τὸ ὄνομά του. Καὶ ὁ Δαυΐδ ἀτενίζοντας τὸ Χριστὸ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ γενιὰ του ἄς ψάλλη· Εἶναι Θεὸς καὶ Κύριος μας καὶ παρουσιάστηκε γιὰ μᾶς. Κάποιος ἄλλος τὸ γόνυ κλίνοντας ἄς πῆ στὸν Χριστὸ· Ὁλόκληρη ἡ γῆ ἄς σὲ προσκυνήση. Κι ἄλλος ἄς προτρέψη τοὺς λαούς· Συγκροτῆστε στὴ γιορτὴ στὸν ἴσκιο ὡς τὶς ἄκρες τοῦ θυσιαστηρίου.
Ἔτσι γινόταν παλιὰ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου μας μὲ τὸ πουλάρι στὴ Σιών· πάνδημη ὁμόνοια, οἱ χοροὶ τῶν πατέρων, τῶν προφητῶν, τὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων, τὰ νήπια τῶν μητέρων, τὰ πλήθη τῶν ἀγγέλων. Ἄλλοι ἅπλωναν τὶς φτεροῦγες τους, ἄλλοι κρατοῦσαν τὰ βάγια κι ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν. Τοῦτοι ἔκοβαν κλαδιά, ἐκεῖνοι ἔπλεκαν στεφάνια, αὐτοὶ ἔλυναν τὸ πουλάρι, ἄλλοι ἔστρωναν τὰ ροῦχα τους, ἄλλοι ἄνοιγαν τὶς πύλες κι ἄλλοι καθάριζαν τοὺς δρόμους. Αὑτοὶ ἑτοίμαζαν τὸ πουλάρι κι ἐκεῖνοι διαλαλοῦσαν τὴ νίκη, ἄλλοι κουνοῦσαν τὰ κλαδιὰ κι ἄλλοι ἔλεγαν στὰ νήπια· Ὑμνῆστε, παιδιὰ τὸν Κύριο. Τὰ παιδιὰ ἀποκρίνονταν, Ὡσανὰ εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὤ καινούργια πράγματα ἀνέλπιστα θαύματα τῆς ἑορτῆς. Τὰ παιδιὰ σὰ θεολόγοι χαρακτηρίζουν ὡς Θεὸ τὸ Χριστὸ καὶ οἱ ἱερεῖς τὸν ὑβρίζουν. Τὸν προσκυνοῦν παιδιὰ ποὺ θηλάζουν καὶ δείχνουν ἀσέβεια οἱ διδάσκαλοι. Τὰ παιδιᾶ τραγουδοῦν. Ὡσαννὰ καὶ οἱ Ἑβραῖοι κραυγάζουν νὰ σταυρωθῆ. Αὐτὰ ἔρχονται μὲ τὰ βάΐα στὸ Χριστὸ κι ἐκεῖνοι τὸν ζυγώνουν μὲ μαχαίρια. Αὐτὰ κόβουν κλαδιὰ κι ἐκεῖνοι ἑτοιμάζουν τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ. Τὰ παιδιὰ στρώνουν τὰ ροῦχα τους στὸ Χριστὸ καὶ οἱ ἱερεῖς σκίζουν τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ. Τὰ παιδιὰ ἀνεβάζουν τὸ Χριστὸ στὸ πουλάρι κι οἱ γέροντες ἀνεβάζουν τὸ Χριστὸ στὸ σταυρό. Τὰ παιδιὰ προσκύνησαν τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ κι ἐκεῖνοι κάρφωσαν μὲ τὰ καρφιὰ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Τὰ παιδιὰ τοῦ ἀφιερώνουν τὸν ὕμνο κι αὐτοὶ τοῦ προσφέρουν τὸ ξίδι. Τὰ παιδιὰ τὴν τιμὴ καὶ τὴ χολὴ ἐκεῖνοι. Τὰ παιδιὰ κουνοῦν τὰ βάγια κι αὐτοὶ μὲ τὴ ρομφαία τὸν τρυποῦν. Τὰ παιδιὰ ὑμνοῦν τὸ Χριστὸ πάνω στὸ πουλάρι κι αὐτοὶ τὸν ἀναβάτη τοῦ πουλαριοῦ πουλοῦν.
Τὸ βόδι κατάλαβε τὸν Κύριό του, ὅταν πλησίασε στὴν φάτνη του κι οἱ λαοὶ ἀναγνώρισαν τὸν κατακτητή τους. Ὁ Ἰσραήλ μόνο δὲν ἀναγνώρισε τὸ Χριστὸ τὸ Θεό του. Οἱ ἄγριες κάποτε φυλές, θεοφίλητες ἔγιναν, οἱ ἄνομοι ἔννομοι καὶ οἱ ἔννομοι παράνομοι. Ἄς εἶναι· δὲν ντράπηκες τοὺς προφῆτες, σκότωσες τοὺς ἱερεῖς, διέστρεψες τὶς Γραφὲς κατέλυσες τὸ νόμο, καταπριόνισες τοὺς δικαίους, ἀψήφησες τὸ Μωϋσῆ, κατέσφαξες τοὺς γιούς, ἐβεβήλωσες τὸ ναό, παράτησες τὸ Θεό, δὲν ἐπίστεψες στὸ Χριστό, ἐξευτέλισες τὰ θαύματα, δυσπίστησες γιὰ τὸ Λάζαρο δὲν ἐπίστεψες στοὺς τυφλοὺς ποὺ ξαναβρῆκαν τὸ φῶς τους. Καλὰ ὅλα αὐτά. Τί ἔχεις ὅμως νὰ πῆς γι’ αὐτὰ τὰ παιδιά; Τί δογματίζεις γιὰ τὸν ὕμνο τῶν νηπίων; Πές μου ποιός τὰ ἐφώτισε; Ποιός τοὺς ἐδίδαξε;Ἤ ποιός τοὺς παρώτρυνε καὶ τοὺς ἔδωσε τὴ γνώση; Ποιός ξαφνικὰ στ’ ἀμάθητα παιδιὰ ἔδωσε τὸ λόγο, ἄν ὄχι ὁ Χριστός ὁ προαίωνιος Λόγος; Τώρα οἱ νέοι καὶ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ νήπια ποὺ μὲ τὸ ἕνα χέρι κρατοῦν τὸ μητρικὸ μαστό, τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο ἀναμέλπουν. Κρατοῦνε τὸ μαστὸ μὲ τὸ ἕνα χέρι καὶ μὲ τὸ ἄλλο κουνοῦνε τὰ κλαδιὰ στὸ Χριστό· ἡ φύση ποὺ χωρὶς νὰ ἔχη πεῖρα τοῦ λόγου θεολογεῖ· ἀμέσως τὸ λόγο τὸν προφητικό, τῶν ἀγγέλων τὸν ὕμνο προσφέρουν σὰν δῶρο στὸ Θεὸ καὶ κραυγάζουν. Ὡσαννὰ στὸν οὐρανό. Εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Εἶναι ὁ Θεὸς καὶ Κύριός μας κι ἦρθε γιὰ μᾶς.
Μέσα στὸ ξέσπασμα τῆς χαρᾶς καὶ τὴς ἑορτῆς, παίρνοντας θάρρος ἀπευθύνω τὶς ἐρωτήσεις μου σ’ αὐτὰ τὰ ἔνθεα παιδιά. Τί λέτε, παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ ὑμνολόγοι. Πῶς ἰσοζυγίζετε στὸν ἑαυτὸ σας τὸν ὕμνο τῶν Χερουβίμ; Καὶ πῶς, ἐνῶ σὰν ἄνθρωπο βλέπετε τὸ Χριστὸ στὸ πουλάρι, κραυγάζετε ὅπως ταιριάζει στὸ Θεὸ Ὡσαννὰ στὸν οὐράνιο; Ναὶ, μᾶς λένε τὰ παιδιὰ μὲ τὴ θεία γλῶσσα. Στὸ σωματικὸ πουλάρι κάθεται ὁ Χριστός, μὰ δὲν ἀπομακρύνεται καθόλου ἀπὸ τὸ πατρικὸ κόλπο. Στὸ πουλάρι κάθεται ἀλλὰ τὸ θρόνο τῶν Χερουβὶμ δὲν ἐγκαταλείπει. Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἔνσαρκος ποὺ δὲν ἀφίνει τοὺς θνητούς, τὸ ἴδιο αὐτὸς καὶ στὸν οὐρανὸ ὑπάρχει ἀληθινὸς Θεὸς, ὁ Κύριος τῶν πάντων, τοῦ κόσμου, τῶν ἐθνῶν, ἀληθινὸς Θεὸς καὶ δωρητής, ὁ δημιουργὸς καὶ ὁ ὁδηγὸς καὶ Σωτήρας ὅλων. Αὑτὸς κάμει τὴν εἰσοδό του στὴν κάτω Ἱερουσαλὴμ καὶ δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἐπάνω. Αὑτὸς εἶναι ὁ δημιουργὸς τῶν αἰώνων· ἔρχεται ἀπὸ τοὺς αἰῶνες καὶ πορεύεται στοὺς αἰῶνες· Αὐτὸς εἶναι ποὺ μόνος του ἅπλωσε τὸν οὐρανό. Αὐτὸς βαδίζει στὴ θάλασσα σὰ νὰ εἶναι γῆ. Αὐτὸς τυλίγει τὴ θάλασσα μὲ τὴν ὁμίχλη. Αὐτὸς περιέγραψε τὴν περιοχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς ἐρρύθμισε τὰ ὅρια τῶν θαλασσῶν. Αὐτὸς ἅπλωσε τὴ γῆ μετέωρη στὸ κενό. Αὐτὸς φρόντισε τὴν ὀμορφιὰ τῶν λουλουδιῶν. Αὐτὸς ἅπλωσε σὰ ροῦχο τὸν οὐρανὸ καὶ μὲ λαμπρὰ τὸν ἐστόλισε ἀστέρια. Αὐτὸν τρέμουν τὰ Χερουβίμ καὶ τὰ Σεραφεὶμ φοβοῦνται. Αὐτὸν ὑμνεῖ ὁ ἥλιος καὶ δοξολογεῖ ἡ σελήνη. Αὐτὸν ψάλλουν τὰ ἄστρα κι ὑπηρετοῦν οἱ πηγές. Αὐτὸν ἀνατριχιάζουν οἱ ἄβυσσοι, καὶ τὰ τάρταρα δειλιάζουν. Σ’ αὐτὸν ὑπακούουν τὰ θηρία τῆς θάλασσας κι οἰ δράκοντες τρέμουν. Αὐτὸν ὑπηρετοῦν οἱ βροχὲς καὶ τὰ πνεύματα σέβονται. Αὐτὸς ἔδωσε στὸν καθένα τὸ φυσικό του, ἐδημιούργησε τὰ πλάσματα, χώρισε τὶς τάξεις, αὐτὸς εἶναι ὁ δημιουργὸς τῶν ὄντων τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, ὁ Θεὸς καὶ Κύριος μας. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.