Διαβάζετε τώρα
Προοίμια Μεγάλης Ἑβδομάδος

Προοίμια Μεγάλης Ἑβδομάδος

Σάβ­βα­το Λα­ζά­ρου

Αὐ­τήν τήν ἡ­μέ­ρα, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας γι­ορ­τά­ζει τήν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Λα­ζά­ρου ἀ­πό τόν Κύ­ριο. Ὁ Λά­ζα­ρος, φί­λος τοῦ Χρι­στοῦ, με­τά ἀ­πό ὀ­λι­γο­ή­με­ρη ἀ­σθέ­νεια πέ­θα­νε –ἐ­κοι­μή­θη-, ἐ­νῶ ὁ Κύ­ριος βρι­σκό­ταν στή Γα­λι­λαί­α. Ἀ­πό ἐ­κεῖ δι­εῖ­δε καί τήν ἀ­σθέ­νεια καί τό θά­να­το τοῦ Λα­ζά­ρου, τά ἀ­να­κοί­νω­σε στούς μα­θη­τές Του καί κα­τό­πιν, με­τά ἀπό τέσ­σε­ρις ἡ­μέ­ρες ἔ­φτα­σε στή Βη­θα­νί­α ὅ­που καί τόν ἀ­νέ­στη­σε πρός με­γά­λη χα­ρά τῶν δύ­ο ἀ­δελ­φῶν του, Μα­ρί­ας καί Μάρ­θας, καί ἔκ­πλη­ξη καί θαυ­μα­σμό ὅ­λων τῶν πα­ρι­στα­μέ­νων, ὅ­πως μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἡ εὐ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή τῆς ἡ­μέ­ρας ἀ­πό τό ἑν­δέ­κα­το κε­φά­λαι­ο τοῦ Κα­τά Ἰ­ω­άν­νην εὐ­αγ­γε­λί­ου.

Αὐ­τή ἡ ἡ­μέ­ρα συμ­βο­λί­ζει καί πι­στο­ποι­εῖ τήν κοι­νή ἀ­νά­στα­ση τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους, γι’ αὐ­τό καί εἶ­ναι τό μο­να­δι­κό Σάβ­βα­το μέ ἀ­να­στά­σι­μο χα­ρα­κτή­ρα. Αὐ­τήν τήν ἀ­λή­θεια δη­λώ­νει καί τό τρο­πά­ριο τῆς ἡ­μέ­ρας: «Τήν κοι­νήν Ἀ­νά­στα­σιν πρό τοῦ σοῦ πά­θους πι­στού­με­νος, ἐκ νε­κρῶν ἤ­γει­ρας τόν Λά­ζα­ρον, Χρι­στέ ὁ Θε­ός. Ὅ­θεν καί ἡ­μεῖς ὡς οἱ παῖ­δες τά τῆς νί­κης σύμ­βο­λα φέ­ρον­τες, σοί τῷ νι­κη­τῇ τοῦ θα­νά­του βο­ῶ­μεν. Ὠσ­σα­νά ἐν τοῖς ὑ­ψί­στοις, εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου».

Δη­λα­δή: Θέ­λον­τας, Χρι­στέ καί Θε­έ μας, νά δεί­ξεις, πρίν τήν σταυ­ρι­κή Σου θυ­σί­α, ὅ­τι εἶ­ναι βέ­βαι­ο πρᾶγ­μα ἡ ἀ­νά­στα­ση ὅ­λων τῶν νε­κρῶν, ἀ­νέ­στη­σες τόν Λά­ζα­ρο. Γι’ αὐ­τό καί ἐ­μεῖς, μι­μού­με­νοι τά παι­διά πού Σέ ὑ­πο­δέ­χτη­καν κα­τά τήν εἴ­σο­δό Σου στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, κρα­τᾶ­με στά χέ­ρια μας τά σύμ­βο­λα τῆς νί­κης, τά βα­ΐ­α, καί ἀ­να­φω­νοῦ­με πρός Ἐ­σέ­να, τόν Νι­κη­τή τοῦ θα­νά­του: Βο­ή­θη­σέ μας καί σῶ­σε μας, Σύ, πού ὡς Θε­ός κα­τοι­κεῖς στά ὕ­ψι­στα μέ­ρη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Ἄς εἶ­σαι εὐ­λο­γη­μέ­νος Ἐ­σύ πού ἔρ­χε­σαι ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πό τόν Κύ­ριο!

Κυ­ρια­κή Βα­ΐ­ων

Αὐ­τήν τήν ἡ­μέ­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας προ­βά­λλει τήν ἔν­δο­ξο εἴ­σο­δο τοῦ Κυ­ρί­ου στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ὁ Χρι­στός με­τά τήν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Λα­ζά­ρου, κα­θώς ἔμ­παι­νε στήν Ἁ­γί­α Πό­λη πά­νω σ’ ἕ­να γα­ϊ­δου­ρά­κι, πέν­τε ἡ­μέ­ρες πρίν ἀπό τό Πά­σχα τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, δέ­χτη­κε τίς ἐ­πευ­φη­μί­ες τοῦ πλή­θους καί τίς ἐκ­δη­λώ­σεις τι­μῆς μέ τό στρώ­σι­μο τῶν ρού­χων τους καί τῶν βα­ΐ­ων στό δρό­μο ὅ­που περ­νοῦ­σε, κα­θώς καί τούς ὕ­μνους «Ὠσ­σα­νά, εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, ὁ Βα­σι­λεύς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ».

Τά βά­για (δη­λα­δή τά νέ­α, ἁ­πα­λά κλα­διά τῶν φοι­νί­κων) ση­μαί­νουν τήν νί­κη τοῦ Χρι­στοῦ κα­τά τοῦ δι­α­βό­λου καί τοῦ θα­νά­του, κά­τι πού θυ­μό­μα­στε μέ τά βά­για πού μοι­ρά­ζον­ται στούς να­ούς αὐ­τήν τήν ἡ­μέ­ρα.

Ἐ­πί­σης, ὅ­ταν παίρ­νου­με τά βά­για ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως τήν Κυ­ρια­κή τῶν Βα­ΐ­ων ἀ­να­νε­ώ­νου­με τόν ὅρ­κο στόν Βα­σι­λέ­α μας, τήν ὑ­πό­σχε­ση πού δώ­σα­με μέ τό Βά­πτι­σμά μας, τήν πί­στη μας, δη­λα­δή, στή Βα­σι­λεί­α Του πού δί­νει τε­λι­κό νό­η­μα καί πε­ρι­ε­χό­με­νο στή ζω­ή μας καί αὐ­τό ἐκ­φρά­ζε­ται καί στό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τρο­πά­ριο:

«Συν­τα­φέν­τες σοι διά τοῦ βα­πτί­σμα­τος, Χρι­στέ ὁ Θε­ός ἡ­μῶν, τῆς ἀ­θα­νά­του ζω­ῆς ἠ­ξι­ώ­θη­μεν τῇ ἀ­να­στά­σει σου καί ἀ­νυ­μνοῦν­τες κρά­ζο­μεν: Ὠσ­σα­νά ἐν τοῖς ὑ­ψί­στοις, εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου». Δη­λα­δή: Ἀ­φοῦ θα­φτή­κα­με μα­ζί μ’ Ἐ­σέ­να, Χρι­στέ καί Θε­έ μας, διά τοῦ βα­πτί­σμα­τός μας (τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι τύ­πος τοῦ θα­νά­του καί τῆς τα­φῆς Σου), ἀ­ξι­ω­θή­κα­με διά τῆς ἀ­να­στά­σε­ώς Σου νά εἰ­σέλ­θου­με στήν ἀ­θά­να­τη ζω­ή τῆς Βα­σι­λεί­ας Σου. Γι’ αὐ­τό ὑ­μνών­τας Σε ἀ­να­φω­νοῦ­με: Βο­ή­θη­σέ μας καί σῶ­σε μας, Σύ, πού ὡς Θε­ός κα­τοι­κεῖς στά ὕ­ψι­στα μέ­ρη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Ἄς εἶ­σαι εὐ­λο­γη­μέ­νος Ἐ­σύ πού ἔρ­χε­σαι ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πό τόν Κύ­ριο!

Καί ἄν δέν εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι νά κρα­τή­σου­με αὐ­τήν τήν ὑ­πό­σχε­ση, ἄν δέν ἐ­πι­μεί­νου­με νά κά­νου­με τή Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ κα­νό­να τῆς ζω­ῆς μας, μά­ται­α γι­ορ­τά­ζου­με τού­τη τήν γι­ορ­τή, καί οἱ κλά­δοι πού παίρ­νου­με ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ ἱ­ε­ρέ­α γιά τό σπί­τι μας δέν ἔ­χουν κα­νέ­να νό­η­μα, εἶ­ναι ἄ­χρη­στοι.

Κυ­ρια­κή Βα­ΐ­ων βρά­δυ

Μί­α ἀ­πα­ραί­τη­τη δι­ευ­κρί­νη­ση πρέ­πει νά γί­νει, πρίν ἀρ­χί­σου­με τήν ἀ­να­φο­ρά μας στά γε­γο­νό­τα τῶν ἡ­με­ρῶν τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δας. Λό­γῳ τοῦ με­γά­λου μή­κους τῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν καί γιά τήν δι­ευ­κό­λυν­ση τῶν πι­στῶν, ἀ­π’ αὐ­τήν τήν ἡ­μέ­ρα ὁ Ὄρ­θρος –δη­λα­δή ἡ πρω­ϊ­νή ἀ­κο­λου­θί­α- τῆς ἑ­πο­μέ­νης ἡ­μέ­ρας, ψάλ­λε­ται τό βρά­δυ τῆς προ­η­γού­με­νης. Ἔ­τσι τήν Κυ­ρια­κή τῶν Βα­ΐ­ων τό βρά­δυ ψάλ­λε­ται ὁ Ὄρ­θρος τῆς Με­γά­λης Δευ­τέ­ρας, τήν Με­γά­λη Δευ­τέ­ρα ὁ Ὄρ­θρος τῆς Με­γά­λης Τρί­της κ.ο.κ.

Τήν Κυ­ρια­κή τό βρά­δυ, λοι­πόν, ψάλ­λε­ται ὁ Ὄρ­θρος τῆς Με­γά­λης Δευ­τέ­ρας, στόν ὁ­ποῖ­ο ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς θυ­μί­ζει τόν ἐ­νά­ρε­το Ἰ­ω­σήφ πού εἶ­ναι τύ­πος τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Τόν Ἰ­ω­σήφ, πού ἦ­ταν ἀ­γα­πη­τός γιός τοῦ πα­τέ­ρα του Ἰ­α­κώβ, τόν φθό­νη­σαν τά ἀ­δέλ­φια του καί γι’ αὐ­τόν τόν λό­γο τόν ἔ­ρι­ξαν πρῶ­τα σ’ ἕ­να λάκ­κο καί ἔ­πει­τα τόν πού­λη­σαν σέ ἐμ­πό­ρους γιά εἴ­κο­σι χρυ­σά νο­μί­σμα­τα. Αὐ­τοί μέ τή σει­ρά τους τόν πού­λη­σαν στόν Πε­τε­φρῆ, πού ἦ­ταν ἀρ­χι­μά­γει­ρας τοῦ βα­σι­λιά τῆς Αἰ­γύ­πτου.

Ὁ Ἰ­ω­σήφ ἦ­ταν πο­λύ ὄ­μορ­φος νέ­ος καί ἡ σύ­ζυ­γος τοῦ Πε­τε­φρῆ θέ­λη­σε ν’ ἁ­μαρ­τή­σει μα­ζί του. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὁ Ἰ­ω­σήφ ἀρ­νή­θη­κε, αὐ­τή τόν συ­κο­φάν­τη­σε στόν ἄν­δρα της ὅ­τι τά­χα τῆς ἐ­πι­τέ­θη­κε μέ ἀ­νή­θι­κο σκο­πό. Ὁ Πε­τε­φρής τήν πί­στε­ψε κι ἔ­τσι τι­μώ­ρη­σε τόν ἀ­θῶ­ο Ἰ­ω­σήφ καί τόν ἔ­κλει­σε στή φυ­λα­κή. Κά­πο­τε, ὅ­μως, ὁ Φα­ρα­ώ, ὁ βα­σι­λιάς τῆς Αἰ­γύ­πτου, εἶ­δε ἕ­να πα­ρά­ξε­νο ὄ­νει­ρο καί ζη­τοῦ­σε νά μά­θει τήν ἐ­ξή­γη­σή του. Τό­τε τοῦ εἶ­παν ὅ­τι στή φυ­λα­κή ὑ­πάρ­χει ἕ­νας Ἑ­βραῖ­ος νέ­ος πού κι ἄλ­λες φο­ρές εἶ­χε ἐ­ξη­γή­σει ὄ­νει­ρα τῶν συγ­κρα­του­μέ­νων του.

Ὁ Ἰ­ω­σήφ, λοι­πόν, ὁ­δη­γή­θη­κε μπρο­στά στόν βα­σι­λιά καί μέ φω­τι­σμό Θε­οῦ ἐ­ξή­γη­σε τό ὄ­νει­ρο τοῦ βα­σι­λιά καί τοῦ εἶ­πε ὅ­τι γιά τή χώ­ρα του θά ἔρ­θουν ἑ­φτά χρό­νια εὐ­φο­ρί­ας καί ἐ­φτά χρό­νια ἀ­καρ­πί­ας καί πεί­νας. Τό­τε ὁ Φα­ρα­ώ κα­τα­γο­η­τευ­μέ­νος ἀ­πό τή θεί­α σο­φί­α τοῦ Ἰ­ω­σήφ, τόν ντύ­νει μέ βα­σι­λι­κή στο­λή, τόν ἀ­νε­βά­ζει σέ βα­σι­λι­κό ἅρ­μα καί τόν κα­θι­στᾶ γε­νι­κό ἄρ­χον­τα τῆς Αἰ­γύ­πτου. Ὁ Ἰ­ω­σήφ δι­α­χει­ρί­στη­κε μέ θαυ­μα­στή φρό­νη­ση τήν ἐ­ξου­σί­α καί ἀρ­γό­τε­ρα ὅ­ταν ἦρ­θε και­ρός πεί­νας λό­γῳ ἀ­καρ­πί­ας τῆς γῆς, ἄ­νοι­ξε τίς ἀ­πο­θῆ­κες πού εἶ­χε γε­μί­σει τά πρῶ­τα χρό­νια τῆς εὐ­φο­ρί­ας καί χόρ­τα­σε τόν λα­ό.

Θε­ω­ρή­θη­κε, λοι­πόν, ὁ Ἰ­ω­σήφ τύ­πος καί προ­ει­κό­νι­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, δι­ό­τι καί Αὐ­τός ὁ Κύ­ριος, πού ἦ­ταν ἀ­γα­πη­τός Υἱ­ός τοῦ Πα­τέ­ρα Του, φθο­νή­θη­κε ἀ­πό τούς ὁ­μο­φύ­λους του Ἰ­ου­δαί­ους, που­λή­θη­κε ἀ­πό τούς μα­θη­τές Του, βα­σα­νί­στη­κε καί ρί­χτη­κε νε­κρός στό σκο­τει­νό τά­φο. Στή συ­νέ­χεια ἀ­να­στή­θη­κε ἐν­δό­ξως καί μᾶς τρέ­φει μέ τόν Ἄρ­το τῆς Ζω­ῆς, δη­λα­δή μέ τό Πα­νά­γιο Σῶ­μα Του.

Ἐ­πί­σης, αὐ­τήν τήν ἡ­μέ­ρα θυ­μό­μα­στε ἀ­πό τό κα­τά Ματ­θαῖ­ον εὐ­αγ­γέ­λιο τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς «ξη­ραν­θεί­σης συ­κῆς». Ἐ­δῶ ἡ συ­κιά χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὡς σύμ­βο­λο τοῦ κό­σμου πού δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἀ­π’ τόν Θε­ό γιά νά φέ­ρει πνευ­μα­τι­κούς καρ­πούς, ἀλ­λά ἀ­πέ­τυ­χε ν’ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στόν σκο­πό του. Ταυ­τό­χρο­να εἰ­κο­νί­ζε­ται σ’ αὐ­τήν (με­τα­φο­ρι­κά) κά­θε ἄν­θρω­πος πού στε­ρεῖ­ται πνευ­μα­τι­κῶν καρ­πῶν. Μ’ αὐ­τό τόν τρό­πο ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς προ­τρέ­πει σέ πνευ­μα­τι­κό ἀ­γώ­να γιά ἀ­πό­κτη­ση τῶν ἀ­ρε­τῶν.

Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό –καί πο­λύ ἀ­γα­πη­τό- εἶ­ναι τό τρο­πά­ριο τῶν τρι­ῶν πρώ­των ἡ­με­ρῶν τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δος:

«Ἰ­δού ὁ Νυμ­φί­ος ἔρ­χε­ται ἐν τῷ μέ­σῳ τῆς νυ­κτός καί μα­κά­ριος ὁ δοῦ­λος ὅν εὑ­ρή­σει γρη­γο­ροῦν­τα. Ἀ­νά­ξιος δέ πά­λιν ὅν εὑ­ρή­σει ρα­θυ­μοῦν­τα. Βλέ­πε οὖν, ψυ­χή μου, μή τῷ ὕ­πνῳ κα­τε­νε­χθῇς, ἵ­να μή τῷ θα­νά­τῳ παραδοθῇς καί τῆς Βα­σι­λεί­ας ἔ­ξω κλει­σθῇς. Ἀλ­λά ἀ­νά­νη­ψον κρά­ζου­σα. Ἅ­γιος, Ἅ­γιος, Ἅ­γιος, εἶ ὁ Θε­ός ἡ­μῶν, προ­στα­σί­αις τῶν Ἀ­σω­μά­των ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς». Δη­λα­δή: Νά πού ὁ Χρι­στός θά ἔρ­θει ξαφ­νι­κά τά με­σά­νυ­χτα. Καί εὐ­τυ­χής θά εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος τόν ὁ­ποῖ­ον ὁ Κύ­ριος θά βρεῖ ἄ­γρυ­πνο καί ἕ­τοι­μο, ἐ­νῶ θά εἶ­ναι ἀ­νά­ξιος ἐ­κεῖ­νος πού θά τόν βρεῖ ἀ­με­λῆ καί ἀ­προ­ε­τοί­μα­στο. Πρό­σε­χε, λοι­πόν, ψυ­χή μου μή νι­κη­θεῖς καί κα­τα­λη­φθεῖς ἀ­πό τόν πνευ­μα­τι­κό ὕ­πνο, τήν ἀ­μέ­λεια δη­λα­δή, καί κα­τα­δι­κα­σθεῖς καί μεί­νεις ἔ­ξω ἀ­πό τήν Βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν. Ἀλ­λά σύ­νελ­θε ἀ­πό τή μέ­θη σου καί κραύ­γα­σε: Ἅ­γιος, Ἅ­γιος, Ἅ­γιος εἶ­σαι Σύ ὁ Θε­ός. Μέ τήν προ­στα­σί­α τῶν ἀ­σω­μά­των ἁ­γί­ων Ἀγ­γέ­λων ἐ­λέ­η­σέ μας.

Ὑ­πέ­ρο­χο δέ εἶ­ναι καί τό ἐ­ξα­πο­στει­λά­ριο: «Τόν νυμ­φῶ­να σου βλέ­πω, Σω­τήρ μου, κε­κο­σμη­μέ­νον καί ἔν­δυ­μα οὐκ ἔ­χω, ἵ­να εἰ­σέλ­θω ἐν αὐ­τῷ. Λάμ­πρυ­νόν μου τήν στο­λήν τῆς ψυ­χῆς, φω­το­δό­τα καί σῶ­σόν με». Δη­λα­δή: Τήν αἴ­θου­σα τῶν γά­μων Σου, Σω­τήρ μου, τήν βλέ­πω στο­λι­σμέ­νη καί ἕ­τοι­μη νά δε­χθεῖ τούς κα­λε­σμέ­νους. Ἀλ­λά ἐ­γώ δέν ἔ­χω κα­τάλ­λη­λη ἐν­δυ­μα­σί­α γιά νά μπῶ μέ­σα σ’ αὐ­τήν. Κύ­ρι­ε μου, λάμ­πρυ­νε καί κά­νε φω­τει­νή τήν στο­λήν τῆς ψυ­χῆς μου καί σῶ­σε με.

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.